Σάββατο 31 Αυγούστου 2013


ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΦΩΣ ΓΙΑ ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ



Μία πρόσφατη μελέτη σε απολιθωμένα έντομα που βρέθηκαν σε ένα αρχαίο πιθάρι στην Σαντορίνη, ανατρέπει όλα όσα ξέραμε για την μεγάλη ηφαιστειακή έκρηξη που έγινε εκεί γύρω στο 1600 π.Χ. και ενέπνευσε τον μύθο της χαμένης Ατλαντίδας.
Το National Geographic, αναφέρεται εκτενώς στη συγκεκριμένη μελέτη που έγινε στις αρχές του καλοκαιριού. Η καταστροφική έκρηξη ήταν μία από τις μεγαλύτερες ηφαιστειακές εκρήξεις στην ιστορία της ανθρωπότητας, η οποία, όχι μόνο σχετίζεται με την καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού, αλλά φαίνεται πως επηρέασε την αρχαία Αίγυπτο και άλλες κοινότητες γύρω από την ανατολική Μεσόγειο, όπως εξηγεί η Εύα Παναγιωτακοπούλου, παλαιοντολόγος από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου στη Σκωτία.
Με βάση τα προηγούμενα στοιχεία, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η έκρηξη συνέβη κάποια στιγμή ανάμεσα στο 1627 και το 1600 π.Χ. ωστόσο για χρόνια υπήρχε ένα σημαντικό και ανεπίλυτο ζήτημα σχετικά με την καταστροφή: τι εποχή συνέβη;
Σε μια νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε σε πρόσφατο τεύχος του περιοδικού Naturwissenschaften, η Παναγιωτακοπούλου και η ομάδα της, μελέτησαν απολιθώματα εντόμων που βρέθηκαν σε ένα βάζο που περιείχε σπόρους και γλυκά μπιζέλια και το οποίο ανακαλύφθηκε στον Οικισμό Ακρωτήρι και η προέλευση του υπολογίζεται από την εποχή του Χαλκού. Σύμφωνα με την έρευνα η έκρηξη σημειώθηκε μεταξύ Ιουνίου έως τις αρχές Ιουλίου.
Σύμφωνα με την ομάδα των ερευνητών, μόνο κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών, θα είχε την ευκαιρία το συγκεκριμένο έντομο, να προσβάλει τις καλλιέργειες και να τοποθετήσει τα αυγά του στον χώρο αποθήκευσης.
Το Ακρωτήρι, που συχνά αποκαλείται «Πομπηία του Αιγαίου» ήταν θαμμένο σε ένα στρώμα τέφρας και ελαφρόπετρας μετά την έκρηξη, γεγονός που βοήθησε να διατηρηθεί η περιοχή για χιλιάδες χρόνια.
«Το πιθάρι με τα φασόλια και τα απολιθωμένα έντομα βρέθηκε σε ένα από τα ισόγεια μίας πολυώροφης αποθήκης», εξηγεί η Παναγιωτακοπούλου. Παρόλο που το πιθάρι είχε εντοπιστεί πριν από 50 χρόνια, μόλις πρόσφατα οι επιστήμονες κατάφεραν να αναπτύξουν καλύτερες τεχνικές ώστε να μπορέσουν α «διαβάσουν» το μυστικό που έκρυβαν τα συγκεκριμένα απολιθώματα.
Χρησιμοποιώντας μια νέα μέθοδο προεπεξεργασίας για τη ραδιοχρονολόγηση μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται χιτίνη και δημιουργεί τα κελύφη των εντόμων, οι ερευνητές κατέληξαν σε ένα εύρος ημερομηνιών (1744-1538 π.Χ.) για τα απολιθώματα που συμφωνούν με τα πορίσματα άλλων μελετών.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι οι επιστήμονες κατάφεραν να καθορίσουν ακριβώς πότε έγινε η έκρηξη. Γνωρίζοντας την εποχή της έκρηξης της Σαντορίνης οι επιστήμονες θα είναι πλέον σε θέση να δημιουργήσουν πιο ακριβή μοντέλα της καταστροφής και να κατανοήσουν καλύτερα σε μια καλύτερη κατανόηση του πώς η στάχτη και τα συντρίμμια από την έκρηξη απλώθηκαν σε όλο τον κόσμο.





Ο ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ & Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ!



Ο Ελληνικής καταγωγής Λουκιανός από την Σαμοσάτα της Συρίας έζησε το 120 μ.Χ. Στο βιβλίο του ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ δίνει πληροφορίες που ξαφνιάζουν.
«Πήγαινε με ένα καράβι που το πήρε ο αέρας για εφτά μερόνυχτα και την όγδοη ημέρα έφτασε στο φεγγάρι. (Τόσο κάνουν τα σύγχρονα διαστημόπλοια του ανθρώπου για να πάνε στο φεγγάρι). Μπήκε μέσα σ’ ένα πηγάδι που από πάνω είχε καθρέφτες και έβλεπε όλη τη γη. (Πρόκειται για υπερσύγχρονο τηλεσκόπιο που ο άνθρωπος ακόμη δεν το έχει φτιάξει, γιατί με αυτό έβλεπε και τους ανθρώπους στην γη). Βασιλιάς της Σελήνης ήταν ο Ενδυμίωνας που τον πήραν από την γη και τον πήγαν στο φεγγάρι και τον έκαναν βασιλιά». Περιγράφει τρικινητήρια αεροπλάνα (τρικέφαλοι αλογογύπες που πετούσαν) περιγράφει σύγχρονες διόπτρες (έβαζαν και έβγαζαν τα μάτια τους που μπορούσε να τα φορά ο καθένας και έβλεπαν πολύ μακριά) περιγράφει πολεμιστές με διαστημική στολή που είχε δύο κέρατα «κεραίες».
Ο στρατός αυτός ήταν του Φαέθοντα και επειδή ήταν άνθρωποι σαν εμάς και η θερμοκρασία της σελήνης μεγάλη γι’ αυτό φορούσαν τις διαστημικές στολές. Στα αρχαία Ινδικά έπη, αναφέρονται για πόλεμο Ελλήνων με κατοίκους της Σελήνης και συγκεκριμένα αναφέρουν ότι αρχηγός των Ελλήνων ήταν ο Ηρακλής. Οι Ινδοί τι λόγο είχανε σε δικά τους κείμενα να αναφέρουν Έλληνες ειδικά και μάλιστα σε πόλεμο με τους κατοίκους της σελήνης;
Πριν το 9560 π.Χ. πιστεύω ότι οι Έλληνες ήταν κοσμοκράτορες και είχαν σαφώς, τη δυνατότητα και την τεχνολογία να ταξιδεύουν σε όλη τη Γη.


ΟΤΑΝ Ο ΣΤΑΛΙΝ ΕΠΕΣΕ ΘΥΜΑ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ 26... ΠΑΙΔΙΩΝ!




Ο ιστορικός Σάιμον Σ. Μοντεφιόρε ξαναζωντανεύει τη συναρπαστική «ιστορία των χαμένων παιδιών»: πώς ο Στάλιν εξόρισε τους ανηλίκους με την κατηγορία της προδοσίας και αφορμή έναν εφηβικό έρωτα.
Αναζητώντας υλικό για τη συγγραφή μιας βιογραφίας του Στάλιν, ο πολυβραβευμένος Βρετανός συγγραφέας και ιστορικός Σάιμον Σέμπαγκ Μοντεφιόρε ανακάλυψε μια ξεχωριστή υπόθεση. Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης μεταξύ δύο εφήβων, η οποία διήρκεσε ελάχιστα και τελείωσε άδοξα. Είχε όμως ως αποτέλεσμα 26 παιδιά να πέσουν θύματα της παράνοιας του Σοβιετικού δικτάτορα.
Πριν από εβδομήντα χρόνια στη Μόσχα, τον Αύγουστο του 1943, δύο πυροβολισμοί διέλυσαν απότομα μια ομάδα παιδιών που διέσχιζε μια γέφυρα πίσω από το Κρεμλίνο επιστρέφοντας από το σχολείο. Δύο από αυτά τα παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, έπεσαν νεκρά. Τα άλλα κατατρόμαξαν. Κάποια έτρεξαν κατευθείαν στα σπίτια τους για να διηγηθούν στις μητέρες τους τι είχε συμβεί, ενώ κάποια άλλα έμειναν κοκαλωμένα δίπλα στα άψυχα σώματα των δύο συμμαθητών τους. Τα παιδιά αυτά δεν ήταν οποιαδήποτε παιδιά, αλλά οι γιοι και οι κόρες των ανώτερων στελεχών της Σοβιετικής Ένωσης, των πιο κοντινών συμβούλων του Ιωσήφ Στάλιν. Το σχολείο στο οποίο φοιτούσαν ήταν το περίφημο Σχολείο 175, το καλύτερο της Μόσχας εκείνη την περίοδο. Παρά τη νεαρή ηλικία τους, κατάλαβαν αμέσως ότι αυτοί οι βίαιοι θάνατοι στην κορυφή της σοβιετικής ιεραρχίας αποτελούσαν εξαιρετικά ανησυχητικό γεγονός. Κανένα όμως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι 26 από αυτά θα κατέληγαν στις περιβόητες φυλακές της Λουμπιάνκα με την κατηγορία ότι σχεδίαζαν να δολοφονήσουν τον Στάλιν.

ΤΑ «ΑΝΙΨΙΑ» ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ
Μεταξύ τους συγκαταλέγονταν ο 16χρονος Βάνο και ο 14χρονος Σέργκο Μικογιάν, δύο από τους γιους του Αναστάς Μικογιάν, συντρόφου του Λένιν, στενού φίλου του Στάλιν και μέλους του πανίσχυρου πολιτμπιρό. Οι δεσμοί μεταξύ του Μικογιάν και του Στάλιν ήταν εξαιρετικά ισχυροί. Μάλιστα οι δύο οικογένειες μοιράζονταν ένα αγρόκτημα στην εξοχή, όπου περνούσαν μαζί τις διακοπές τους. Ένας άλλος εκλεκτός νεαρός εκείνης της παρέας μαθητών ήταν ο 11χρονος Λεονίντ Ρέντενς, ανιψιός του Στάλιν. Κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, ο επικεφαλής της Ε.Σ.Σ.Δ. συμπεριφερόταν στους γονείς του αγοριού, τον Στάνισλαφ και την Άννα Ρέντενς, σαν να ήταν στενοί και έμπιστοι συγγενείς του. Η Άννα Ρέντενς ήταν αδελφή της γυναίκας του Νάντιας, ενώ ο Σταν Ρέντενς ήταν ανώτερος μυστικός αστυνομικός. Το 1940 όμως ο Στάλιν έδωσε εντολή να δολοφονηθεί. Η Άννα Ρέντενς αναγκάστηκε να συνεχίσει τη ζωή της σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Όλοι εκείνοι οι μαθητές του Σχολείου 175 είχαν μεγαλώσει κατά τα χρόνια του Μεγάλου Τρόμου της δεκαετίας του 1930 και γνώριζαν καλά ότι όσοι δεν ακολουθούσαν τους κανόνες συνήθως εξαφανίζονταν. Ως μέλη της παλαιάς αριστοκρατίας τα παιδιά αυτά και οι οικογένειές τους απολάμβαναν προνόμια όπως αμερικανικές λιμουζίνες, διαμερίσματα, υπηρετικό προσωπικό, εξοχικές κατοικίες. Όλοι όμως γνώριζαν ότι το Κόμμα, το οποίο ήταν ο Στάλιν, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τα πάρει όλα πίσω, όχι μόνο τα αυτοκίνητα και τα σπίτια, αλλά και τις ζωές αυτών στους οποίους τα παρείχε.

ΦΟΝΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Ωστόσο, το 1943 τα χρόνια του Μεγάλου Τρόμου έμοιαζαν να αποτελούν παρελθόν. Έπειτα από τη μάχη του Στάλινγκραντ και την αλλαγή της τροπής του Μεγάλου Πολέμου, στη Μόσχα επικρατούσε ενθουσιασμός. Οι ημέρες για τα παιδιά του Σχολείου 175 κυλούσαν σχεδόν φυσιολογικά. Ένα από αυτά, ο Βλαντίμιρ Σακούριν, στενός φίλος του Βάνο Μικογιάν και γιος του υπουργού Αεροπορικής Βιομηχανίας της Ε.Σ.Σ.Δ., ήταν ερωτευμένος με τη συμμαθήτριά του Νίνα Ουμάνσκι. Τον Ιούλιο του 1943 η Νίνα ανακοίνωσε στον Βλαντίμιρ ότι έπρεπε να φύγει από τη Μόσχα, διότι ο πατέρας της είχε διοριστεί πρεσβευτής στο Μεξικό. «Δεν θα σε αφήσω να φύγεις», της απάντησε εκείνος. Την παραμονή της αναχώρησης της Νίνας, ο Βλαντίμιρ ζήτησε από τον Βάνο Μικογιάν να του δανείσει ένα όπλο -η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο και κάθε άνδρας έφερε οπλισμό. Επιπλέον η οικογένεια Μικογιάν είχε τη δική της προσωπική φρουρά από στελέχη της Νι Κα Βε Ντε (Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων). Ο Βάνο κατάφερε να βρει ένα όπλο από κάποιον σωματοφύλακα του πατέρα του και το απόγευμα της ίδιας ημέρας, καθώς τα παιδιά διέσχιζαν τη γέφυρα κοντά στο Κρεμλίνο, το έδωσε στον φίλο του ο οποίος έτρεξε να προλάβει την αγαπημένη του Νίνα. Όταν το ζευγάρι έφτασε στο τέρμα της γέφυρας ο Βλαντίμιρ έβγαλε το όπλο και πυροβόλησε τη νεαρή κοπέλα και αμέσως μετά αυτοπυροβολήθηκε.
«Ο Βάνο ήταν συγκλονισμένος», θυμόταν δεκαετίες μετά ο Σέργκο, ο μικρότερος από τους αδελφούς Μικογιάν συνομιλώντας με τον Μοντεφιόρε. «Γνώριζε ότι οι συνέπειες θα ήταν τρομακτικές και ένιωθε απαίσια». Καθώς οι πρωταγωνιστές του φονικού δεν ήταν τυχαίοι, η υπόθεση έφτασε αμέσως στα χέρια των αντρών της Νι Κα Βε Ντε. Ο ανεκπλήρωτος εφηβικός έρωτας και η τραγική κατάληξή του κέντρισαν το ενδιαφέρον του Στάλιν, ο οποίος ζήτησε από τον επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας Λαβρέντι Μπέρια να αναλάβει προσωπικά την υπόθεση.
Μερικές ημέρες αργότερα, ο Μπέρια ενημέρωσε τον Στάλιν ότι δεν υπήρχε τίποτα ύποπτο και πως ουσιαστικά επρόκειτο για μια αδιάφορη ιστορία. Εκείνος όμως δεν ήταν ευχαριστημένος. Ήθελε να μάθει πώς κατάφερε να βρει το όπλο ο ανήλικος αυτόχειρ και, επιπλέον, θεωρούσε πως τα μέλη της άρχουσας τάξης έτειναν προς τη μαλθακότητα και τη διαφθορά. Σχεδόν αμέσως οι άνδρες του Μπέρια κατάφεραν να βρουν κάτι: ένα μυστικό τετράδιο του Βλαντίμιρ το οποίο εμπεριείχε τους κανόνες παιχνιδιών στρατηγικής που είχαν σκαρφιστεί κάποια από τα παιδιά του Σχολείου 175. Σε ένα από αυτά υπήρχε αναφορά σε μια Τέταρτη Αυτοκρατορία, την οποία διοικούσαν πρόσωπα που έφεραν τίτλους γερμανικούς, «Gruppenführer» και «Reichsführer». Επρόκειτο για εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι. Ο Στάλιν είχε βρει αυτό που έψαχνε.

ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Ένα απόγευμα, μερικές ημέρες μετά το τραγικό συμβάν, ο Βάνο Μικογιάν βγήκε από το σπίτι για μια δουλειά, αλλά δεν ξαναγύρισε. «Η μητέρα μου είχε τρελαθεί. Ενημέρωσε τον πατέρα μου και έψαξαν παντού. Τηλεφώνησαν σε νοσοκομεία και σε αστυνομικά τμήματα», ανέφερε στον συγγραφέα ο Σέργκο. «Μετά ο πατέρας μου κατάλαβε». Ο Αναστάς Μικογιάν τηλεφώνησε πρώτα στον Μπέρια και αμέσως μετά στη γυναίκα του. «Μην ανησυχείς. Ο Βάνο είναι στη Λουμπιάνκα. Μην πεις τίποτα σε κανέναν. Η υπόθεση πρέπει να ερευνηθεί». Οι Μικογιάν δεν μπορούσαν να αντιδράσουν και ήταν αναγκασμένοι να συνεχίσουν τη ζωή τους κανονικά. Στη Μόσχα κατά τη διάρκεια της εβδομάδας -στην εξοχική κατοικία, την οποία μοιράζονταν με την οικογένεια του Στάλιν, η μητέρα και τα παιδιά τα Σαββατοκύριακα.
Ένα από εκείνα τα Σαββατοκύριακα ο 14χρονος τότε Σέργκο βγήκε από το σπίτι στην αυλή για να παίξει, αλλά ούτε εκείνος ξαναγύρισε, καθώς απήχθη από άνδρες της Νι Κα Βε Ντε. «Έλα μαζί μας», του είπαν. «Μα φοράω τις πιτζάμες μου», απάντησε εκείνος, «Πρέπει να ενημερώσω τη μητέρα μου. Θα ανησυχεί». «Δεν χρειάζεται. Μόνο μία ώρα θα χρειαστεί», αποκρίθηκαν οι μυστικοί αστυνομικοί. Η μία ώρα όμως τελικά διήρκεσε 6 μήνες. Ο επόμενος που εξαφανίστηκε ήταν ο 11χρονος Λεονίντ Ρέντενς, ο ανιψιός του Στάλιν. Στις φυλακές της Λουμπιάνκα κατέληξαν συνολικά 26 παιδιά. Ανακρίνονταν νυχθημερόν και κανένα δεν γνώριζε την ύπαρξη των άλλων. Αρχικά, επικεφαλής της υπόθεσης τέθηκε ο Λεφ Σεΐνιν, βετεράνος επιθεωρητής, ο οποίος έχοντας αντιληφθεί ότι επρόκειτο για κατασκευασμένη υπόθεση αντιμετώπιζε τα παιδιά με επιείκεια. Όταν όμως ανέφερε στον Στάλιν ότι είναι αθώα, εκείνος εξοργίστηκε. Απομάκρυνε τον Σεΐνιν και στη θέση του διόρισε τον στρατηγό Λέονιντ Βλαντζιμίρσκι, τον πιο σκληρό από τους ανακριτές της Νι Κα Βε Ντε.

«ΟΜΟΛΟΓΗΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ»
Ο Βάνο Μικογιάν είχε ομολογήσει ότι είχε δανειστεί το όπλο από τους σωματοφύλακες του πατέρα του, αλλά η κατάσταση είχε πάρει ήδη επικίνδυνη τροπή. Τα παιδιά ανακρίνονταν και κατηγορούνταν για τη διοργάνωση μιας συνωμοσίας με στόχο τη δολοφονία του Στάλιν, τη διάλυση του Κόμματος και την εγκαθίδρυση δικής τους κυβέρνησης. Έπειτα από μήνες, τον Δεκέμβριο του 1943, οι ανακρίσεις σταμάτησαν. «Αυτό ήταν ακόμη χειρότερο», προσδιόρισε ο Σέργκο Μικογιάν. «Ήμασταν πραγματικά τρομαγμένοι. Ο ανακριτής μου έδειξε την ομολογία μου, στην οποία αναφερόταν ότι συμμετείχα σε μια οργάνωση με στόχο την πτώση της κυβέρνησης». Ο Βλαντζιμίρσκι ξεκαθάρισε στον Σέργκο, ότι αν δεν υπέγραφε δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά την οικογένειά του. Εκείνος όμως αρνιόταν. Ώσπου άκουσε μια γνώριμη φωνή. Τον οδήγησαν στο διπλανό δωμάτιο και έπειτα από 6 μήνες στη φυλακής ο Σέργκο Μικογιάν έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας του. Έπειτα από λίγο στο δωμάτιο έφτασε και ο Βάνο Μικογιάν, ο οποίος αγνοούσε την ύπαρξη του αδελφού του. Η μητέρα ενημέρωσε τα παιδιά πως ο πατέρας τους είχε φροντίσει για την αποφυλάκισή τους. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να υπογράψουν τις ομολογίες τους.
Τα παιδιά αποφυλακίστηκαν, αλλά ο Στάλιν δεν ήταν ικανοποιημένος καθώς ήταν πεπεισμένος για την ενοχή τους. Τελικά εξορίστηκαν και τα είκοσι έξι για ένα χρόνο στο Σταλιναμπάντ (Ντουσανμπέ σήμερα, πρωτεύουσα του Τατζικιστάν) στην Κεντρική Ασία. Πριν αναχωρήσουν ο Αναστάς Μικογιάν ζήτησε από τους δύο γιους του να γράψουν ένα γράμμα στον Στάλιν για να του εκφράσουν την αφοσίωσή τους και να απολογηθούν για τα λάθη τους. Ο Στάλιν δεν αναφέρθηκε άλλη φορά στην υπόθεση μέχρι το 1949, όταν ρώτησε τον Αναστάς Μικογιάν: «Και τι κάνουν εκείνοι οι γιοι σου που είχαν καταδικαστεί;». Ατάραχος ο Μικογιάν περιορίστηκε να απαντήσει πως σπουδάζουν στα καλύτερα πανεπιστήμια. Ο Γιόζεφ Στάλιν πέθανε το 1953. Ο Αναστάς Μικογιάν, 25 χρόνια αργότερα, το 1978, έχοντας μετατραπεί σε θρυλικό επιζήσαντα της σοβιετικής πολιτικής.



Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013




ΤΑ ΘΑΜΜΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ



Επί έξι μήνες πριν από την εισβολή των Γερμανών μια ομάδα από εργάτες και αρχαιολόγους έσκαβε τα δάπεδα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για να θάψει εκεί ό,τι πολυτιμότερο έχει η Αθήνα: τους κούρους και τις ληκύθους της. Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατέλαβαν την Αθήνα. Την επομένη, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί αξιωματικοί που ανέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου διαπίστωσαν με έκπληξη ότι παραλάμβαναν ένα κτίριο άδειο. Δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος από τα χιλιάδες πολύτιμα εκθέματα που κοσμούσαν το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας τα προηγούμενα εξήντα χρόνια της λειτουργίας του. Αντί για αγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι και ανέκφραστοι οι λιγοστοί αρχαιολόγοι και οι φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Στις επίμονες ερωτήσεις τους, εκείνοι απάντησαν σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη. Και είναι αλήθεια ότι τα αρχαία είχαν μόλις επιστρέψει ξανά στο χώμα, δηλαδή στη μοναδική κιβωτό του κόσμου στην οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλή.
Η εύθραυστη ευρωπαϊκή τάξη του Μεσοπολέμου ήταν αισθητή στις ελληνικές κυβερνήσεις πολύ καιρό πριν από την κήρυξη του πολέμου. Από το 1937 η κυβέρνηση Μεταξά είχε ξεκινήσει αλληλογραφία με τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, προκειμένου να εκπονηθεί από κοινού ένα πλήρες σχέδιο διαφύλαξης των αρχαίων από τις αεροπορικές επιδρομές και από το ενδεχόμενο των οδομαχιών εντός των πόλεων. Στην επίμονη απαίτηση του κράτους να συνταχθούν κατάλογοι και να ταξινομηθούν τα αρχαία σε κατηγορίες με βάση τη σπουδαιότητά τους οι αρχαιολόγοι της υπηρεσίας υποστήριζαν σταθερά ότι δεν υπήρχε δυνατότητα επιλογής και ότι όλα τα αρχαία (εκτεθειμένα και αποθηκευμένα) έπρεπε να διασωθούν σε περίπτωση πολέμου. Μάλιστα, ο Νικόλαος Κυπαρίσσης, Έφορος Αρχαιοτήτων Αθηνών (Αττικής και Μεγαρίδος εκτός Πειραιώς), σε εμπιστευτική του έκθεση προς το υπουργείο στις 11 Αυγούστου 1937 αναφέρει ότι, αντί να δαπανηθούν μεγάλα ποσά για την κατασκευή καταφυγίων για ορισμένα από τα αρχαία, θα ήταν προτιμότερο να μεταφερθούν σε νέους χώρους φύλαξης, ασφαλείς από φωτιά και βομβιστικές επιθέσεις, σε κηρυγμένες «αρχαιολογικές πόλεις», οι οποίες με διεθνείς συμβάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιερές και απαραβίαστες. Και υπέδειξε την περιοχή της Ακρόπολης ως μία από αυτές. Ωστόσο, η πραγματικότητα διέλυσε τις ελπίδες και τις λιγοστές αμφιβολίες για το επερχόμενο κακό. Οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση του κινδύνου των καταστροφών εντείνονταν με την πάροδο του χρόνου. Στις 18 Ιουνίου 1940 ο υφυπουργός Παιδείας Ν. Σπέντζας ανακοίνωσε με εμπιστευτικό του έγγραφο ότι: «Από σήμερον απαγορεύομεν την χορήγησιν κανονικών αδειών, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου». Με την κήρυξη του πολέμου τέσσερις μήνες μετά, η Αρχαιολογική Υπηρεσία αντέδρασε αστραπιαία. Με έγγραφό της στις 11 Νοεμβρίου 1940, που απεστάλη σε όλες τις τοπικές διευθύνσεις, εξέδωσε ειδικές τεχνικές οδηγίες «διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους». Σε αυτές προβλέπονταν δύο τρόποι ασφάλισης των ογκωδών και μη μετακινήσιμων εκθεμάτων. Ο πρώτος ήταν «διά της περικαλύψεως του αγάλματος διά γαιοσάκκων, αφ’ ου προηγουμένως τούτο περιβληθή δι’ ενός ξυλίνου ικριώματος επενδεδυμένου διά σανίδων ως το υπόδειγμα» και ο δεύτερος, που προκρίθηκε ως αποτελεσματικότερος, με την κατάχωση των αγαλμάτων εντός του δαπέδου της αίθουσας ή στην αυλή του μουσείου ή σε περιφραγμένες αυλές και υπόγεια δημόσιων ιδρυμάτων. Η μέθοδος της κατάχωσης, μάλιστα, δινόταν με κάθε λεπτομέρεια. Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα, σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε τάφο), να καλυφθούν με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου. Για τα χάλκινα και για τα πήλινα προβλεπόταν η φύλαξη εντός κιβωτίων επενδεδυμένων με κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας.
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σήμανε συναγερμός. Με υπουργική απόφαση συστάθηκε η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου. Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας. «Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους», γράφει χαρακτηριστικά η Σέμνη Καρούζου. Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν, άλλωστε, θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο. Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί, τους οποίους χειρίζονταν αδιάκοπα οι τεχνίτες του μουσείου. Τα ορύγματα, που έμοιαζαν με πολυάνδρια, δηλαδή με ομαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ένα σαστισμένο πλήθος μορφών, σαν αυτό που εικονίζεται στην πιο πολύτιμη από τις φωτογραφίες του ομώνυμου αρχείου του μουσείου. Ανάμεσα στις μορφές των αγαλμάτων, που στέκονται αμήχανα στον νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ένας από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Έπους της Απόκρυψης. Ένας τεχνίτης του μουσείου που κοιτά αφηρημένα τον φακό. Κι έτσι όπως συμμερίζεται την αβέβαιη μοίρα των ημερών, καταλήγει να μην ξεχωρίζει από το πλήθος τριγύρω. «Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα, παρόλες αυτές τις μετακινήσεις, οφείλεται τούτο κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε, έως και στα πρώτα χρόνια ύστερ’ από τον πόλεμο, ο παλαιός, έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης», αφηγείται η Σέμνη Καρούζου. Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. «Τον Οκτώβριο του 1940, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, μόλις είχα εγγραφεί στο πανεπιστήμιο, πρωτοετής φοιτητής», θυμάται σε συνέντευξή του ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης. «Η απόκρυψη είχε ήδη αρχίσει κι εγώ προσέφερα την εθελοντική μου εργασία. Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί. Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα... Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια από άμμο. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή». Τα ξύλινα κιβώτια με τα πήλινα αγγεία και τα ειδώλια, καθώς και με τα χάλκινα έργα, τοποθετούνταν στις ημιυπόγειες αποθήκες της επέκτασης του μουσείου, που είχε μόλις ολοκληρωθεί προς την οδό Μπουμπουλίνας. Μετά τη συμπλήρωση των χώρων, τα δωμάτια γεμίζονταν μέχρι την οροφή με στεγνή άμμο, προκειμένου να αντέξουν τη διάρρηξη της τσιμεντένιας πλάκας της οροφής τους από ενδεχόμενο βομβαρδισμό.
Ένα στιγμιότυπο αυτής της εργασίας του εγκιβωτισμού αποτυπώθηκε σε μία ξεχωριστή φωτογραφία, τη μόνη που εικονίζει τους τεχνίτες του μουσείου σε μια στιγμή ανάπαυλας να κοιτούν ανέκφραστοι τον φακό, ανθρώπους που αναρωτιέται κανείς για την τύχη τους τους σκληρούς μήνες της αθηναϊκής Κατοχής. Η Σέμνη Καρούζου διέσωσε το όνομα ενός από αυτούς: «Σε όλη την εργασία του ξεριζώματος και του εγκιβωτισμού των αρχαίων της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνημάτων πρωτοστατούσε ο μακαρίτης αρχιτεχνίτης Γεώργιος Κοντογιώργης, ένας από τους τεχνίτες που τόσα προσέφεραν και προσφέρουν στην ανάδειξη και την ασφάλεια των αρχαίων». Ταυτόχρονα με τα αρχαία εγκιβωτίστηκαν και οι πολύτιμοι κατάλογοι του μουσείου, δηλαδή τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων του. Τα κιβώτια αυτά παραδοθήκαν στον γενικό ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος στις 29 Νοεμβρίου 1940. Στις 17 Απριλίου 1941, στο κεντρικό κατάστημα της ίδιας τράπεζας, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα χρυσά και με τα άλλα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών. Ήταν η πράξη του τέλους μιας εξάμηνης επιχείρησης που πέτυχε να ασφαλίσει τον αμύθητο πλούτο του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας. «Η όψη του μουσείου τον Απρίλη του 1941, γυμνωμένου από όλο το περιεχόμενό του, ήταν μια εικόνα ερήμωσης. Οι τοίχοι γυμνοί, τα δάπεδα πολλών αιθουσών σκαμμένα, οι προθήκες άδειες». Ήταν η εικόνα που αντίκρισαν οι Γερμανοί αξιωματικοί το πρωί της Δευτέρας 28 Απριλίου. Της πρώτης μέρας της αθηναϊκής Κατοχής.
Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν το μουσείο δεν παρέμεινε έρημο. Καταλήφθηκε από δημόσιες υπηρεσίες. Στη μεγάλη Μυκηναία Αίθουσα στεγάστηκε η Κρατική Ορχήστρα. Σε ένα μεγάλο μέρος της δυτικής πλευράς, δεξιά από την είσοδο, εγκαταστάθηκε το Κεντρικό Ταχυδρομείο. Στις αίθουσες του πρώτου ορόφου επί της οδού Μπουμπουλίνας λειτούργησαν οι υπηρεσίες του υπουργείου Πρόνοιας, ενώ σε μια αίθουσα του παλαιού κτιρίου προς την οδό Τοσίτσα εγκαταστάθηκε μια ειδική Υγειονομική Υπηρεσία, απ’ όπου «περνούσαν υποχρεωτικά δυστυχισμένες νέες γυναίκες, απόκληρες της κοινωνίας», όπως διασώζει η Σέμνη Καρούζου. Σε μια γωνιά του νέου κτιρίου έμεινε λιγοστός χώρος για τα γραφεία των υπαλλήλων του μουσείου, όπου συγκεντρώθηκε η άχρηστη πια σκευή του, το πλήθος των άδειων προθηκών, ορισμένοι πίνακες της Εθνικής Πινακοθήκης και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Σε ένα από τα υπόγεια της νέας πτέρυγας παρασκευαζόταν το συσσίτιο των φυλάκων και των αρχαιολογικών υπαλλήλων, με τα πυκνά ίχνη από τους καπνούς του να παραμένουν μέχρι σήμερα σε σημεία της οροφής. Παρά την απώλεια του χαρακτήρα του, το κτίριο παρέμεινε αλώβητο μέχρι το τέλος της Κατοχής. Ως τις «ημέρες του δεκεμβριανού εφιάλτη», όταν οι «πολυβολισμοί των αεροπλάνων» κατέκαψαν μέρος της ξύλινης στέγης του και ένα τμήμα του πρώτου ορόφου διαμορφώθηκε σε φυλακές των κρατουμένων. Ορισμένοι από τους διάτρητους από τις οβίδες τοίχους διατηρούνται ακόμα και σήμερα, μεταξύ των γραφείων, όπου εργάζεται το προσωπικό του Μουσείου. Και παρά τη μακρά και επίπονη αποκατάσταση του κτιρίου και των εκθέσεών του τα μεταπολεμικά χρόνια, ήσαν πολλές οι κρυμμένες εκπλήξεις που έρχονταν σποραδικά στο φως. Ακόμα και η δεύτερη, εκ βάθρων ανακαίνισή του, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, ήταν η αφορμή να ανακαλυφθούν και άλλα από τα καλά θαμμένα μυστικά του. Να ήταν, άραγε, τα τελευταία; Ζώντας και δουλεύοντας κανείς ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, γνωρίζει πως δεν του επιτρέπεται να διατυπώνει τέτοιες εκφράσεις χρονικής βεβαιότητας.


ΠΩΣ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΞΕΠΕΡΝΑ ΤΙΣ ΚΡΙΣΕΙΣ



του Κωνσταντίνου Χολέβα

Μία καλοκαιρινή εκδρομή με φίλους σε κάποιο ορεινό χωριό της Στερεάς Ελλάδος με γέμισε αισιοδοξία παρά τις δύσκολες ημέρες που περνούμε. Ο Σύλλογος των απανταχού καταγομένων από το χωριό οργάνωσε συνάντηση και δείπνο στον γενέθλιο τόπο και Θεία Λειτουργία με Αρτοκλασία στον Ναό του χωριού. Τα χαμόγελα των παιδιών που ανάσαιναν καθαρό αέρα, οι διηγήσεις των παππούδων, οι νέες γνωριμίες που έκανα οι νέοι και οι μεσήλικες, τα μεστά λόγια του ιερέως, η σύντομη προσφώνηση του Προέδρου, όλα αυτά μαζί με τη μνήμη των τεθνεώτων συγγενών, έδιναν αβίαστα την απάντηση στο ερώτημα: Με ποιες δυνάμεις ξεπερνά τις δυσκολίες ο Ελληνισμός: Εκκλησία, κοινότητα, αλληλεγγύη, σεβασμός στην ιστορία και στον τόπο καταγωγής. Επιτυχημένη συνταγή αιώνων. Πνευματικά εφόδια που κάνουν τον Έλληνα δυνατό και ανθεκτικό ακόμη και στην πιο σκοτεινή περίοδο. Και όλοι γνωρίζουμε ότι περάσαμε πολύ πιο δύσκολες καταστάσεις από τη σημερινή.
Η Ελένη Αρβελέρ αποκάλυψε σε τηλεοπτική εκπομπή ένα άλλο μυστικό εθνικής επιβίωσης. Στη ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ διηγείτο στην Έλενα Ακρίτα τις περιπέτειές της επί Κατοχής. «Τότε διαβάζαμε», είπε. «Θυμάμαι ότι στην Κατοχή πρωτοδιάβασα τον Ήλιο τον Πρώτο του Ελύτη. Πηγαίναμε και στο θέατρο και σε συναυλίες». Και στα πιο μαύρα χρόνια ο Έλληνας επιβιώνει με την αγάπη του στα γράμματα, στην παιδεία, στην τέχνη. Μερικοί διανοητές εμφανίζονται σήμερα απαισιόδοξοι. Μιλούν για το τέλος της Ελλάδος που επέρχεται. Δεν θα συμφωνήσω μαζί τους. Μπορούμε να ξαναγίνουμε δημιουργικοί και στην οικονομία και στο πνεύμα και σε άλλους τομείς. Αρκεί να ξεδιψάσουμε από τα καθάρια νερά της ελληνορθόδοξης παράδοσής μας, να θυμηθούμε τα μυστικά μας όπλα που μας βοήθησαν να επιβιώσουμε όταν ήμασταν υπόδουλοι. Μία αισιόδοξη και λίαν διδακτική άποψη καταθέτει ο σπουδαίος φιλόλογος του 19ου αιώνος Ιωάννης Καλοστύπης στο περισπούδαστο σύγγραμμά του «Μακεδονία», το οποίο κυκλοφόρησε το 1886 και ανατυπώθηκε το 1993 από τις εκδόσεις ΙΣΤΟΡΗΤΗΣ. Μεταφέρω σε απλή δημοτική -για να βοηθήσω τους αναγνώστες- τις επισημάνσεις του από τις σελίδες 113-114: «Finis Graeciae (σ.σ. το τέλος της Ελλάδος) είπαν οι σοφοί, οι οποίοι ακόμη και χθες, λίγα έτη πριν από τη μεγάλη Επανάσταση και μετά από αυτήν θρηνούσαν τον θάνατο της Ελλάδος, θαύμαζαν την νεκρική της γαλήνη και τη μυστηριώδη ομορφιά του νεκρού της σώματος ή αρνούμενοι τις ζωντανές μαρτυρίες της ελληνικής αναγεννήσεως, που ήσαν μπροστά στα μάτια τους, ασχολούνταν συστηματικά με την ειδυλλιακή εξύμνηση της φυσικής ομορφιάς της χώρας, αλλά υπό μορφήν αφορισμού υποστήριζαν τον εκσλαβισμό της Ελλάδος, όπως ο Φαλμεράγιερ. Κι όμως μάταιοι ήσαν οι θρήνοι των φιλελλήνων και τα υποκριτικά κλάματα των μισελλήνων. Η Ελλάς αναγεννήθηκε από την τέφρα της, όπως ο Φοίνικας, το δε εκπολιτιστικό της πνεύμα παρέμεινε διαρκώς ζωντανό. Σαν να ενστάλαξε η Θεία Πρόνοια στο ελληνικό πνεύμα το νέκταρ της αειθαλούς νεότητας, σαν να του ενεφύσησε ο Θεός πνοή αγέραστη και αθάνατη. Ταξιδέψτε στην Ελλάδα, στις υπόδουλες ελληνικές χώρες, ιδιαιτέρως δε στην ένδοξη Μακεδονία, στις ανά τον κόσμο ελληνικές παροικίες, για να δείτε, οι δύσπιστοι, πώς ακμάζει η ελληνική παιδεία και ο ελληνικός πολιτισμός και ποια ακατάβλητη και ασυναγώνιστη εθνική δύναμη διαθέτουν».
Η αναβίωση του κοινοτικού πνεύματος που επιχειρούν οι καλοκαιρινές συναντήσεις στα χωριά μας και η πνευματική ικμάδα επί Κατοχής που διηγείται η Αρβελέρ έχουν τις ρίζες τους στην Τουρκοκρατία, στην οποία αναφέρεται ο αείμνηστος Καλοστύπης. Μας είχαν ξεγραμμένους, αλλά επιβιώσαμε. Με την Ορθόδοξη Πίστη, την αγάπη στα γράμματα, με των Ελλήνων τις κοινότητες, με το εμπόριο, με τη Μεγάλη Ιδέα. Ας αναβαπτισθούμε στις ρίζες μας για να μην χάσουμε την ελπίδα ως Έθνος.




Η ΜΑΥΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΞΟΡΚΙΣΜΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ



Οι δοξασίες σχετικά με δαιμονοληψίες όσο και οι εξορκισμοί έχουν μακρά ιστορία. Ένας άνδρας από τη Βιρτζίνια των Η.Π.Α. καταδικάστηκε πρόσφατα για το θάνατο ενός δίχρονου κατά τη διάρκεια ενός εξορκισμού. Ο Eder Guzman-Rodriguez ξυλοκόπησε την κόρη του μέχρι θανάτου, προσπαθώντας να την απαλλάξει από το δαίμονα που πίστευε ότι την είχε καταλάβει.
Όταν η αστυνομία κατέφτασε στον τόπο του εγκλήματος, είδε ότι έξω από το σπίτι είχαν μαζευτεί άνθρωποι με βίβλους στα χέρια. Ο Guzman-Rodriguez δήλωσε ότι και αυτός κατελήφθη από ένα κακό πνεύμα όταν γρονθοκοπούσε και έπνιγε την κόρη του. Το κορίτσι βρέθηκε σε ένα κρεβάτι, τυλιγμένο με μια κουβέρτα και περιτριγυρισμένο από Βίβλους.
Τόσο οι δοξασίες σχετικά με δαιμονοληψίες όσο και οι εξορκισμοί που επακολουθούν, έχουν μακρά ιστορία και ίσως βλάψουν τα πιο αθώα πλάσματα στην κοινωνία μας, τα παιδιά.

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΥ
Οι δοξασίες για δαίμονες που καταλαμβάνουν ανθρώπους είναι από τις πιο διαδεδομένες θρησκευτικές αντιλήψεις στον κόσμο. Το Βατικανό εξέδωσε για πρώτη φορά οδηγίες εξορκισμού το 1614 και τις αναθεώρησε το 1999. Σύμφωνα με το Συμβούλιο Καθολικών Επισκόπων των Η.Π.Α., ενδείξεις δαιμονοληψίας είναι η υπεράνθρωπη δύναμη, το φτύσιμο, οι ύβρεις, η απέχθεια για τον αγιασμό και η ομιλία αγνώστων γλωσσών.
Όσοι κάνουν εξορκισμούς είναι βαθιά θρησκευόμενοι και πιστεύουν πραγματικά πως κάνουν καλό χτυπώντας και βασανίζοντας αθώους. Αν και τα πνεύματα μπορούν να καταλάβουν το σώμα οποιουδήποτε, τα παιδιά θεωρούνται πιο ευάλωτα. Μάλιστα, οι αταξίες που κάνουν (μέχρι και οι πιο αθώες πράξεις τους) ίσως θεωρηθούν ενέργειες κατευθυνόμενες από δαίμονες.
Σύμφωνα με την αστυνομία, ο Guzman-Rodriguez ισχυρίστηκε πως η κόρη του «του έγνεφε λες και ήθελε να χτυπηθούν». Για πολλούς, ο ξυλοδαρμός δε θεωρείται τιμωρία για το παιδί, αλλά για το δαίμονα που κρύβεται μέσα του, επειδή το σώμα του παιδιού θεωρείται απλώς ένα δοχείο που περιέχει το κακό πνεύμα, και η σωματική τιμωρία θεωρείται μια δυσάρεστη, αλλά απαραίτητη πράξη για τη διάσωση της ψυχής του.

ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΙ ΠΑΙΔΙΩΝ
Κι όμως, υπάρχουν προηγούμενα τέτοιων περιστατικών. Πριν από έναν αιώνα στην Ιρλανδία, θεωρούταν πως οι νεράιδες καταλάμβαναν βρέφη και παιδιά. Κάποιοι γονείς θεωρούσαν πως τα παιδιά τους ήταν «κίβδηλα» επειδή κινούνταν από νεράιδες -οι οποίες θα έφευγαν μέσω της κακομεταχείρισης και του ξυλοδαρμού.
Το 1828, η Ann Roche έπνιξε ένα τετράχρονο αγόρι που θεωρούσε δαιμονισμένο, και, όπως ακριβώς ο Guzman-Rodriguez, ισχυρίστηκε πως δεν ήθελε να βλάψει το παιδί αλλά να διώξει τα κακά πνεύματα από μέσα του. Σε αντίθεση όμως με τον Guzman-Rodriguez, o οποίος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 21 ετών, η Roche αθωώθηκε και αφέθηκε ελεύθερη.
Αν και η πίστη στην ύπαρξη νεράιδων έχει ξεθυμάνει με το πέρασμα του χρόνου, πολλές δοξασίες μας έχουν ακολουθήσει στο σήμερα.
Το 2003, στο Μιλγουώκι των Η.Π.Α., ένα αυτιστικό οκτάχρονο αγόρι πέθανε κατά τη διάρκεια ενός εξορκισμού που αποσκοπούσε στην εκδίωξη των δαιμόνων που ευθύνονταν για τον αυτισμό του. Το 2005, μια νεαρή καλόγρια στη Ρουμανία πέθανε από τα χέρια ενός ιερέα, καθώς ήταν δεμένη σε έναν σταυρό, φιμωμένη και αφημένη για μέρες χωρίς φαγητό και νερό, προκειμένου να φύγουν οι δαίμονες. Το 2010, ένα 14χρονο αγόρι στην Αγγλία δάρθηκε και πνίγηκε από τους ίδιους του τους συγγενείς που ήθελαν να το εξορκίσουν.
Αν και η πίστη σε πνεύματα και δαίμονες είναι κομμάτι της ανθρωπότητας για χιλιετίες, έχει και μια σκοτεινή πλευρά που μπορεί να βλάψει ανεπανόρθωτα τους πιο αθώους από μας.



Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013


Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ & Η ΚΡΙΣΙΜΟΤΕΡΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ



Η νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα Αρβύλα-Γαυγάμηλα το 331 π.Χ. οδήγησε την Περσική Αυτοκρατορία στο τέλος της και άνοιξε τον δρόμο στους Έλληνες να επεκτείνουν την επιρροή τους προς ανατολάς μέχρι την Ινδία. Η νίκη εξασφάλισε την κυριαρχία του ελληνικού πολιτισμού και πνεύματος στους επόμενους αιώνες.
Στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. ο Φίλιππος της Μακεδονίας είχε οργανώσει και εκπαιδεύσει έναν ισχυρό στρατό που αρχικά νίκησε και ακολούθως συνένωσε τις ελληνικές πολιτείες σε μια νέα Ελληνική Αυτοκρατορία, η οποία έγινε η ισχυρότερη στρατιωτική και οικονομική δύναμη της Δύσης. Μόνο η Περσική Αυτοκρατορία στην Ανατολή μπορούσε να ανταγωνιστεί την παγκόσμια ισχύ της.
Ο Φίλιππος είχε καταστρώσει σχέδια για την κατάκτηση της Περσίας, άλλα δολοφονήθηκε πριν προλάβει να επιτεθεί στους αντιπάλους του. Ο γιος του Αλέξανδρος, ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία είκοσι ετών, αλλά είχε αρκετά χρόνια πολεμικών εμπειριών τις οποίες είχε αποκτήσει στο πεδίο της μάχης δίπλα στον πατέρα του, καθώς και κλασική μόρφωση από τον Αριστοτέλη.
Την εποχή που ανέλαβε ο Αλέξανδρος την εξουσία δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμη ο σχεδιασμός και η στρατηγική της μάχης. Στην καλύτερη περίπτωση, η τακτική ήταν πρόχειρη οι αντίπαλοι συγκρούονταν κατά μέτωπον και νικητής αναδεικνυόταν συνήθως ο μεγαλύτερος και καλύτερα οπλισμένος στρατός.
Ο Αλέξανδρος εισήγαγε τους τακτικούς ελιγμούς για την κύκλωση του εχθρού και για τον συντονισμό πεζών και έφιππων επιθέσεων. Πριν από αυτόν, ο πόλεμος έμοιαζε με οδομαχία- μετά από αυτόν, θύμιζε μια μαζική, αν και όχι πλήρως προετοιμασμένη, θεατρική παραγωγή.
Το 334 π.Χ. ο Ελληνικός στρατός νίκησε τους Πέρσες στον Γρανικό ποταμό και ακολούθως βάδισε κατά της Ισσού, όπου πέτυχε νέα νίκη. Αν και η Περσία παρέμενε ισχυρή, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να προσθέσει νέα εδάφη στην αυτοκρατορία του πριν ολοκληρώσει την ήττα των Περσών. Ακολούθησε την ανατολική μεσογειακή ακτή κατακτώντας το σημερινό Ισραήλ και ακολούθως την Αίγυπτο.
Ο θρύλος αναφέρει ότι, σε μια επίσκεψη του στους μεγάλους ναούς της Αιγύπτου, ο Έλληνας ηγέτης θεωρήθηκε γιος του Δία και όχι του Φιλίππου. Οι στρατιώτες του που ήδη τον λάτρευαν για τις ικανότητες και τη μεγάλη ανδρεία του στις σκληρές μάχες, δεν δυσκολεύτηκαν να τον αποδεχτούν σαν θεό.
Ο Αλέξανδρος σταμάτησε την εκστρατεία του για να ιδρύσει την Αλεξάνδρεια στις εκβολές του Νείλου .Εκτός από τη δημιουργία λιμανιού για το ναυτικό και ενός σημείου ανεφοδιασμού για τον στρατό του η Αλεξάνδρεια έγινε σύντομα εμπορικό, επιστημονικό και λογοτεχνικό κέντρο του ελληνικού κόσμου.
Το 331 π.Χ. ο Αλέξανδρος ξεκίνησε με στρατό 40.000 πεζών και 7.000 ιππέων ακολουθώντας αντιστρόφως τον δρόμο από τη Μεσόγειο προς την Περσία, όπου διέσχισε τον Τίγρη και τον Ευφράτη χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος Γ' παρακολουθούσε την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ συγκέντρωνε στρατεύματα από ολόκληρο το βασίλειο του.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου είχε δημιουργήσει έναν στρατό από 200.000 πεζούς και ιππείς, τους οποίους υποστήριζαν 200 πολεμικά άρματα και 15 ελέφαντες. Ορισμένοι υπολογισμοί ανεβάζουν τις δυνάμεις του σε 500.000 άτομα, αλλά είναι αμφίβολο αν ήταν διαθέσιμοι τόσοι πολλοί στρατιώτες ή αν μπορούσαν να συντηρηθούν με τα συστήματα ανεφοδιασμού εκείνης της εποχής.
Ο Δαρείος παρέταξε τον στρατό του σε μια μεγάλη ανοιχτή περιοχή περίπου εκατό χιλιόμετρα δυτικά των Αρβήλων. Ύστερα ισοπέδωσε το έδαφος για να μπορούν τα άρματα του να κινούνται εύκολα.
Ο Αλέξανδρος έφθασε στα Γαυγάμηλα, απέναντι από την αμυντική γραμμή του Δαρείου, στα τέλη Σεπτεμβρίου. Ορισμένες περιγραφές αναφέρουν ότι οι Έλληνες ξεκουράστηκαν μερικές ημέρες, ενώ άλλες λένε ότι περίμεναν μόνο μερικές ώρες πριν επιτεθούν.
Το πρωί της 1ης Οκτωβρίου (η ακριβής ημερομηνία επιβεβαιώθηκε από την αναφορά μιας σεληνιακής έκλειψης) ο Αλέξανδρος άρχισε την επίθεση. Επειδή μειονεκτούσε αριθμητικά σε αναλογία τουλάχιστον ένα προς πέντε δεν είχε άλλη επιλογή πάρα να χτυπήσει το περσικό κέντρο. Για να αποφύγει μια πιθανή κύκλωση του τοποθέτησε το πεζικό στο κέντρο, το ιππικό στις πτέρυγες και τις ισχυρές εφεδρείες του πιο πίσω.
Ο Δαρείος απάντησε με μια δική του επίθεση εναντίον του κέντρου των Ελλήνων. Τα άρματα και οι ελέφαντες του. ακολουθούμενοι από το ιππικό διέσπασαν τις προφυλακές και βρέθηκαν μπροστά στο ελληνικό πεζικό. Το περσικό ιππικό διέσχισε το ελληνικό μέτωπο άλλα αντί να στραφεί και να επιτεθεί στις απροστάτευτες πτέρυγες του ελληνικού στρατού, συνέχισε την έφοδο του στα μετόπισθεν για να λεηλατήσει τα εφόδια και να σκοτώσει τους συνοδούς του στρατοπέδου.
Ο Αλέξανδρος αγνόησε τα μετόπισθεν του και επιτέθηκε αυτοπροσώπως στο κενό που άφησαν οι Πέρσες ιππείς, ενώ ταυτοχρόνως έστρεψε τις εφεδρείες του εναντίον των ανυπεράσπιστων περσικών πτερύγων. Η τακτική του ήταν υπέρτερη, αλλά ο μεγάλος αριθμός των Περσών καθυστέρησε μια γρήγορη ελληνική νίκη.
Οι Πέρσες άντεξαν μέχρι τη στιγμή που είδαν τον Αλέξανδρο να διασπά το κέντρο τους και να πλησιάζει τον Δαρείο με το επιτελείο του. Όταν υποχώρησε ο Δαρείος, ο στρατός του, αν και εξακολουθούσε να υπερέχει σε αριθμό, διασπάστηκε και τράπηκε σε φυγή. Το ελληνικό ιππικό καταδίωξε και σκότωσε πολλούς Πέρσες που έφευγαν πανικόβλητοι.
Ο Δαρείος διέφυγε, άλλα ένα πολύ μεγάλο μέρος των στρατιωτών του είχαν σκοτωθεί. Οι εκτιμήσει; για τις περσικές απώλειες ποικίλουν μεταξύ 40.000 και 100.000 ανδρών. Οι ελληνικές απώλειες δεν ξεπέρασαν τους 500 στρατιώτες.
Ο Αλέξανδρος και ο στρατός του κατέλαβαν σύντομα τις μεγάλες περσικές πόλεις, ενώ ο Δαρείος δολοφονήθηκε από κάποιο μέλος της κυβέρνησης του. Ο Αλέξανδρος δεν σταμάτησε την επίθεση του εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας, αλλά συνέχισε προς την Κασπία θάλασσα και κατέλαβε όλες τις περιοχές μέχρι τη βόρεια Ινδία. Κανένας στρατός δεν μπορούσε να τον σταματήσει εκτός από τον δικό του.
Μετά από οκτώ χρόνια συνεχούς πολέμου, οι στρατηγοί του τον έπεισαν να γυρίσει στην πατρίδα. Καθ’ οδόν, παρά τους ισχυρισμούς περί θεϊκής καταγωγής, ο Αλέξανδρος πέθανε σε ηλικία μόλις 33 ετών, πιθανόν από ελονοσία σε συνδυασμό με άφθονη οινοποσία.
Με δεδομένο τον χρόνο προετοιμασίας και τους συντριπτικά ανώτερους αριθμούς δυνάμεων, ο Δαρείος θα μπορούσε ίσως να νικήσει τους Έλληνες στα Άρβυλα-Γαυγάμηλα. Ο αποφασιστικός παράγων, όμως, δεν ήταν οι αριθμοί ή ο χρόνος, αλλά η ηγεσία. Ο Αλέξανδρος ήταν απλώς, καλύτερος στρατηγός. Πιθανόν μια περσική νίκη ή ακόμη σημαντικότερο, ο θάνατος του Αλεξάνδρου στο πεδίο της μάχης να είχαν αλλάξει το μέλλον του κόσμου.
Αντιθέτως, όμως, ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε τη νίκη του σαν κομβικό σημείο για την ένωση Ανατολής και Δύσης. Η μάχη το έδωσε τη δυνατότητα να διαδώσει τον ελληνικό πολιτισμό σε τεράστιες περιοχές, ενώ παραλλήλως ίδρυσε πάνω από είκοσι πόλεις που έγιναν τοπικά εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα.
Τα Αρβύλα-Γαυγάμηλα επηρέασαν επίσης άλλους στρατιωτικούς ηγέτες, οι οποίοι υιοθέτησαν την ελληνική τακτική που είχε νικήσει κατά πολύ περισσότερους εχθρούς. Αυτές οι μέθοδοι στρατιωτικών επιχειρήσεων επηρέασαν σημαντικά τους ηγέτες της μελλοντικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έδωσαν επί της έμπνευση και γνώσεις για τις ναπολεόντειες κατακτήσεις περισσότερο από 20 αιώνες αργότερα.

(Από το βιβλίο ΟΙ 100 ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ, Michael Lee Lanning, Εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ).




ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ : ΕΧΟΥΜΕ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΞΑΝΑ;‏



Δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν αναρωτηθεί: Έχω γεννηθεί ξανά; Έχω ζήσει στο παρελθόν δεκάδες άλλες ζωές;
Ή είναι η ζωή μου μια μοναδική ευκαιρία ύπαρξης ανάμεσα στις αναρίθμητες ζωές άλλων ανθρώπων που έζησαν, ζουν και θα ζήσουν; Τα δύο τρίτα του πληθυσμού της γης πιστεύουν (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) ότι ο άνθρωπος δε ζει μόνο μία ζωή, αλλά πεθαίνει και γεννιέται ξανά σε μία συνεχή διαδικασία επαναγεννήσεων που χάνεται στο μακρινό παρελθόν. Είναι γεγονός ωστόσο, πως δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν κάτι τέτοιο όντως ισχύει, εφόσον η σκοτεινή άβυσσος που προηγείται της γέννησής μας και που μας αγκαλιάζει με το θάνατό μας, αποτελεί μία άβυσσο μυστηρίου, μία μακρινή χώρα που κερνάει τους επισκέπτες της, το «νερό της λήθης».
Ο άνθρωπος όμως δεν μπορεί να δεχτεί ούτε καν αυτά τα όρια με τα οποία τον περιορίζει ο θάνατος. Θέτει ερωτήματα, ερευνά και προσπαθεί να ρίξει φως, ακόμα και στην απροσπέλαστη άβυσσο από την οποία προήλθε και η οποία τον περιμένει. Η θεωρία της μετενσάρκωσης αποτέλεσε αδιαμφισβήτητη πίστη για πολλούς πολιτισμούς στο παρελθόν και είναι ενσωματωμένη σε πολλά θρησκευτικά δόγματα του παρόντος. Ακόμα και για τους ανθρώπους που λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων, η μετενσάρκωση αποτελεί μία έντονα αμφισβητούμενη υπόθεση, υπάρχουν στοιχεία από έρευνες που θα μπορούσαν τουλάχιστον να τους προβληματίσουν για το αντίθετο.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΙΝΔΗΣ ΑΠΟ ΤΟ DELHI
Το 1926 γεννήθηκε στο Δελχί ένα κορίτσι που λεγόταν Shanti Devi. Σχεδόν από τα τρία της χρόνια άρχισε να θυμάται λεπτομέρειες από μία προηγούμενη ζωή της στην πόλη Muttra, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 130 χιλιομέτρων από τον τόπο όπου είχε γεννηθεί. Δήλωσε πως την έλεγαν Lugdi, πως γεννήθηκε το 1902, άνηκε σε μία συγκεκριμένη κάστα και πως ήταν παντρεμένη με έναν έμπορο υφασμάτων που τον έλεγαν Kedar Nath Chaubey. Είπε επίσης πως γέννησε ένα αγόρι και πως πέθανε 10 ημέρες μετά από τη γέννα. Όταν η Shanti Devi έφτασε στην ηλικία των 9 χρόνων, η οικογένειά της άρχισε μία έρευνα για να διαπιστώσει εάν όντως υπήρχε κάποιος άντρας με το όνομα που είχε πει η Shanti, στην πόλη της Muttra.
Βρέθηκε ένας άντρας με αυτό το όνομα και τους έγραψε ένα γράμμα που επιβεβαίωνε όσα είχε δηλώσει η μικρή Ινδή. Ακολούθως, έστειλε έναν συγγενή του στο σπίτι της μικρής και ενώ ο άνθρωπος αυτός καθόταν με την οικογένεια του κοριτσιού, ο Kedar Nath Chaubey εμφανίστηκε χωρίς να τους έχει προειδοποιήσει. Η Shanti Devi αναγνώρισε και τους δύο αυτούς ανθρώπους. Μετά, εξετάστηκε η πιθανότητα, εάν η μικρή είχε βρεθεί στη Muttra στην παρούσα ζωή της και εάν είχε μάθει τις πληροφορίες αυτές από κάποιον που ζούσε εκεί. Προέκυψε πως δεν είχε συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο, εφόσον η μικρή Shanti δεν είχε φύγει ποτέ από το Δελχί.
Το 1936 οργανώθηκε μία επιτροπή για να συνοδεύσει το κορίτσι που επισκέφτηκε τη Muttra, ώστε να διαπιστώσει εάν η κοπέλα αναγνώριζε ανθρώπους και μέρη από την πόλη αυτή. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της έγινε φανερό, πως δεν ήταν μόνο σε θέση να αναγνωρίζει ανθρώπους, αλλά και πως μπορούσε να δείξει στην επιτροπή τη διαδρομή που οδηγούσε στο σπίτι του Kedar Nath Chaubey. Αναγνώρισε επίσης το σπίτι, παρόλο που το είχαν βάψει με άλλο χρώμα μετά από το θάνατο της Lugdi. Μπορούσε ακόμα να απαντήσει σωστά σε διάφορες ερωτήσεις που αφορούσαν το εσωτερικό του σπιτιού, τις ντουλάπες, κ.λπ. Αναγνώρισε τους γονείς της Ludgi ανάμεσα από ένα πλήθος 50 ανθρώπων. Ακόμα περισσότερο εντυπωσιακή ήταν η δήλωσή της, πως είχε θάψει σε κάποιο σημείο χρήματα. Όταν σκάψανε στο σημείο που υπέδειξε η κοπέλα και δε βρήκαν τίποτα, ο Kedar Nath Chaubey παραδέχτηκε, πως είχε ήδη βρει τα χρήματα μετά από το θάνατο της γυναίκας του. Τέλος, ανακαλύφθηκε πως η Shanti Devi χρησιμοποιούσε στην παιδική της ηλικία γλωσσικές εκφράσεις, που ήταν χαρακτηριστικές στη διάλεκτο της περιοχής της Muttra, πράγμα το οποίο είχε εντυπωσιάσει όσους την είχαν ακούσει. Συνολικά, είχε κάνει 24 συγκεκριμένες και επαληθευμένες δηλώσεις, που αφορούσαν την περασμένη ζωή της Lugdi.



Ο IAN STEVENSON ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ
Ο Ian Stevenson, ψυχίατρος από το Charlottesville της Virginia, ο οποίος στο παρελθόν διατέλεσε επικεφαλής του ψυχιατρικού τμήματος στο πανεπιστήμιο της Virginia, αφιερώθηκε τα τελευταία 40 χρόνια στην επιστημονική τεκμηρίωση των αναμνήσεων από προηγούμενες ζωές παιδιών από όλο τον κόσμο, έχοντας μελετήσει παραπάνω από 2500 τέτοιες περιπτώσεις. Πολλοί ερευνητές, ακόμα και σκεπτικιστές, συμφωνούν πως αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν σοβαρές ενδείξεις για την ύπαρξη της μετενσάρκωσης.
Ο Δρ. Stevenson ξεκίνησε την έρευνά του για την πιθανότητα ύπαρξης της μετενσάρκωσης το 1960, όταν άκουσε για μια περίπτωση στη Σρι Λάνκα, όπου ένα παιδί ισχυριζόταν ότι θυμόταν την περασμένη του ζωή. Εξέτασε εξονυχιστικά την περίπτωση ρωτώντας το παιδί και τους γονείς του, όπως επίσης και τους ανθρώπους, για τους οποίους ισχυριζόταν το παιδί ότι ήταν οι γονείς του στην περασμένη του ζωή. Αυτό τον οδήγησε στην πεποίθηση ότι πιθανότατα η μετενσάρκωση αποτελεί μία πραγματικότητα. Όσο περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις μελετούσε, τόσο περισσότερο αυξανόταν το ενδιαφέρον του γι’ αυτό το άγνωστο πεδίο, το οποίο μέχρι προσφάτων χρόνων είχε ξεγλιστρήσει από την επιστημονική παρατήρηση. Σκοπός του ήταν να μπορέσει να ελέγξει την ισχύ της υπόθεσης της μετενσάρκωσης με επιστημονικό τρόπο.
Ακόμα και σήμερα, ο Δρ Stevenson είναι ο σημαντικότερος επιστήμονας ερευνητής για την τεκμηρίωση της μετενσάρκωσης και το έργο του αποτελεί βιβλιογραφική πηγή για ένα πολύ μεγάλο πλήθος ερευνητικών εργασιών, που ασχολούνται με το θέμα αυτό. Εκτός από τις περιπτώσεις ατόμων που θυμούνται προηγούμενες ζωές τους και οι οποίοι έχουν γεννηθεί σε χώρες, όπου το δόγμα της μετενσάρκωσης είναι ευρέως διαδεδομένο, ο Stevenson μελέτησε και περιπτώσεις τέτοιες από την Ευρώπη, που οι άνθρωποι δεν είναι τόσο εξοικειωμένοι με την ιδέα αυτή. Σημαντικότατη είναι η συνεισφορά του στη μελέτη περιπτώσεων που αφορούν αναμνήσεις μικρών παιδιών.
Από τις μελέτες του εξήγαγε το συμπέρασμα, πως μία τυπική περίπτωση παιδιού που θυμάται την προηγούμενη ενσάρκωσή του, ακολουθεί το παρακάτω μοτίβο: Αρχίζοντας από την ηλικία των 2 έως 4 χρόνων, το παιδί θυμάται αυθόρμητα λεπτομέρειες από την προηγούμενη ζωή του. Το πλήθος και η καθαρότητα των δηλώσεων του παιδιού αυξάνονται μέχρι την ηλικία των 5 έως 6 χρόνων, όπου το παιδί αρχίζει να μιλάει λιγότερο για τις αναμνήσεις αυτές. Στην ηλικία των 8 χρόνων, οι αναμνήσεις από την προηγούμενη ζωή αρχίζουν να εξασθενούν. Το παιδί παρουσιάζει αναίτια συμπεριφορά που ταιριάζει με τις συνθήκες ζωής του ανθρώπου που ήταν στην προηγούμενη ζωή του, όπως φοβίες ή ιδιαίτερες προτιμήσεις και ορέξεις. Σε πολλές περιπτώσεις το παιδί έχει κάποιο σημάδι ή γενετική ανωμαλία, που αντιστοιχεί σε σημεία του σώματος, όπου ως προηγούμενη ζωή είχε δεχτεί κάποιο θανάσιμο τραύμα. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που δηλώνουν πως θυμούνται πως μετενσαρκώθηκαν, αναφέρουν πως είχαν βίαιο θάνατο που δεν έχει διαγραφεί από τη μνήμη τους.
Σε μερικούς πολιτισμούς το άτομο που πρόκειται να «μετενσαρκωθεί», προβλέπει την επόμενη ενσάρκωσή του, ή μπορεί μία μητέρα που περιμένει να γεννήσει ένα παιδί, να δει ένα όνειρο που να δηλώνει πως ο προηγούμενος άνθρωπος σκοπεύει να μετενσαρκωθεί στο παιδί.
Μετά την ηλικία των 10 χρόνων, τα παιδιά που αναφέρουν πως θυμούνται την προηγούμενή τους ζωή, εξελίσσονται κανονικά. Ο Ian Stevenson συνέλεξε πάνω από 2500 αναφορές για μετενσάρκωση, τις οποίες συγκέντρωσε σε μία βάση δεδομένων για περαιτέρω ανάλυση. Καθόρισε πως για να ενταχθεί μία περίπτωση μετενσάρκωσης στη συγκεκριμένη βάση δεδομένων, θα πρέπει να παρουσιάζει τουλάχιστον 2 από 6 βασικά χαρακτηριστικά:
-         πρόβλεψη επανενσάρκωσης ή προθανάτια δήλωση από το άτομο που προηγήθηκε της παρούσας  ενσάρκωσης
-         όνειρα που ανακοινώνουν την παρούσα ενσάρκωση, που βλέπει είτε η μητέρα του παιδιού της τωρινής ενσάρκωσης, ή κάποιος συγγενής του προηγούμενου προσώπου.
-         λεκτική αναφορά σε αναμνήσεις.
-         συμπεριφορά που παραπέμπει σε συγκεκριμένες αναμνήσεις.
-         αναγνώριση ανθρώπων και τοποθεσιών.
-         ιδιαίτερα γενετικά σημάδια ή γενετικές δυσπλασίες και ατέλειες, που σχετίζονται με τραύματα ή σημάδια του σώματος που είχε το άτομο της προηγούμενης ενσάρκωσης.
Πέρα από τα παραπάνω κριτήρια του Stevenson, υπάρχει ένας αριθμός καταστάσεων και χαρακτηριστικών ανθρώπων, που συντελούν περισσότερο ή λιγότερο στην υπόθεση ότι μπορεί να σχετίζονται με μία προηγούμενη ενσάρκωση. Κάποιες από αυτές τις καταστάσεις και τα χαρακτηριστικά είναι, οι αμφιβολίες που σχετίζονται με την σεξουαλική ταυτότητα κάποιου ανθρώπου, οι εμπειρίες τύπου Déjà vu, οι περιπτώσεις παιδιών θαυμάτων καθώς και ιδιοφυών ηλιθίων, η περίπτωση της ξενογλωσσίας, της ικανότητας δηλαδή ενός ανθρώπου να μιλάει ή να γράφει σε μία γλώσσα που δεν έχει διδαχτεί ποτέ, το ανεξήγητο αίσθημα «αγάπης» ή «μίσους» απέναντι σε έναν άνθρωπο που είναι παντελώς άγνωστος και τέλος οι πολλαπλές προσωπικότητες και η σχιζοφρένεια.

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο
Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο
Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Ευτύς ως γεννηθούμε,
αρχίζει και η επιστροφή
Ταυτόχρονα το ξεκίνημα και ο γυρισμός...

- Νίκος Καζαντζάκης, «Ασκητική»