Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΟΥΜΠΑΣ: Ο ΙΔΕΟΛΟΓΟΣ ΜΑΙΚΗΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ


της Κατερίνας Μ. Μάτσου 

Κάθε πρωτοχρονιά η κρατική τηλεόραση μεταδίδει σε απευθείας σύνδεση με τη Βιέννη την πρωτοχρονιάτικη συναυλία από την Musikverein της αυστριακής πρωτεύουσας, ένα πανέμορφο κτίριο που ανεγέρθηκε το 1870 από τον Έλληνα ευεργέτη Νικόλαο Δούμπα. Ο Νικόλαος Δούμπας καταγόταν από τη  Βλάστη Κοζάνης. Ήταν προσωπικός φίλος του αυστριακού συνθέτη Γιόχαν Στράους του νεότερου ο οποίος για να τον τιμήσει έγραψε και του αφιέρωσε την Πόλκα των Ελλήνων. Το όνομα του Δούμπα είναι για τους Βιεννέζους και όχι μόνο συνώνυμο της προσφοράς στον πολιτισμό, χάρη στην τεράστιας σπουδαιότητας οικονομική συνδρομή του στην κατασκευή της χρυσοποίκιλτης αίθουσας Musikverein.
Η ιστορία της οικογένειας Δούμπα ξεκινά το 1817, όταν ο πατέρας του Νικόλαου, Στέργιος και τα δυο του αδέλφια Θεόδωρος και Νικόλαος διαφεύγουν από την Βλάστη και την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα προς τις χώρες της ελεύθερης Ευρώπης. Οι αδελφοί Δούμπα εγκαταστάθηκαν στη Βιέννη. Εκεί συνέστησαν την εμπορική εταιρεία ΥΙΟΙ ΜΙΧΑΗΛ ΔΟΥΜΠΑ και ασχολήθηκαν με ιδιαίτερη επιτυχία με το εμπόριο και την υφαντουργία βάμβακος. Μετά τον θάνατο των δύο αδελφών του, την εταιρεία διευθύνει πλέον μόνος ο Στέργιος, ο οποίος απέκτησε μεγάλη περιουσία, στηρίζοντας ταυτόχρονα τις τέχνες, τα γράμματα, αλλά και τον υπόδουλο Ελληνισμό. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι στήριξε οικονομικά τη Φιλική Εταιρεία, προσέφερε υποτροφίες σε παιδιά της Αυστρίας και της Ελλάδας, προίκιζε σχολεία στην Αυστρία και στην Ελλάδα και υπήρξε ένας εκ των μεγάλων δωρητών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το όνομα του Στέργιου Δούμπα είναι χαραγμένο σε μαρμάρινη πλάκα των Ευεργετών του Πανεπιστημίου Αθηνών στα Προπύλαιά του.
Παντρεύτηκε τη Λαρισαία Μαρία Κούρτη και απέκτησαν δύο παιδιά: Το Μιχαήλ και το Νικόλαο. Ο Μιχαήλ έγινε Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας και ο γιος του Βαρώνος Δούμπας ήταν Πρέσβης της Αυστρο-Ουγγαρίας στην Ουάσιγκτον, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (απεβίωσε το 1946). Ο Νικόλαος, ο δεύτερος γιος του Στέργιου, άριστος μαθητής κατά τα μαθητικά του χρόνια και ταλαντούχο εμπορικό πνεύμα στη συνέχεια, από πολύ νέος ανεξαρτητοποιήθηκε ξεκινώντας τη μεγάλη του επιχειρηματική δράση από την αγορά -με τη στήριξη του πατέρα του- ενός υφαντουργείου βαμβακιού στην πόλη Τάταντορφ. Παράλληλα θέλησε να τολμήσει και σε χρηματιστηριακού τύπου δραστηριότητες που είχαν ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό του πλούτου της οικογένειας του. Με την εργατικότητα του και την καλή συμπεριφορά του έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους εργαζόμενους και τους συμπολίτες του, κάνοντας, όπως ο πατέρας του, αγαθοεργίες. Στήριζε την εκπαίδευση των νέων με την ανέγερση σχολείων και με υποτροφίες. Διατηρώντας την Ορθόδοξη πίστη του πατέρα του, στάθηκε αρωγός της τοπικής εκκλησίας, προς την οποία έκανε διάφορες δωρεές.
Ο Νικόλαος ασχολήθηκε και με την πολιτική με την εκλογή του στην Βουλή της Κάτω Αυστρίας στην οποία υπήρξε και πρόεδρος, την εκλογή του στην Άνω Βουλή, τη συμμετοχή του σε διάφορες επιτροπές, κυρίως οικονομικές ή σχετικές με την Παιδεία. Ανήκε στην παράταξη των Φιλελευθέρων. Ήταν εισηγητής του προϋπολογισμού των εξωτερικών υποθέσεων της Αυτοκρατορίας και ίδρυσε τη Λαϊκή Τράπεζας Βιέννης. Σε αναγνώριση των καλών του υπηρεσιών ονομάστηκε από τον Κάιζερ Φραγκίσκο Ιωσήφ ισόβιο μέλος της Γερουσίας, τιμή σπάνια και για λίγους εκλεκτούς και τελικά μυστικοσύμβουλος του Αυτοκράτορα.
Σε όλη του τη ζωή προσέφερε οικονομική στήριξη σε σχολεία στους τόπους των προγόνων του, υπήρξε «ιδεολόγος μαικήνας Τεχνών». Συνεισέφερε στην ανέγερση του αυστριακού Κοινοβουλίου, του βιεννέζικου Πανεπιστημίου, της Ακαδημίας Τεχνών, του δημαρχείου της Βιέννης, του περίφημου Καθεδρικού Ναού του Αγίου Στεφάνου της Βιέννης και βέβαια του  Μεγάρου Μουσικής της Βιέννης, της πασίγνωστης Musikverein. Αλλά και στην Ελλάδα, συμμετείχε στην ίδρυση και στην ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών από τα θεμέλια ήδη, του Αρσάκειου Παρθεναγωγείου, βοήθησε στην ίδρυση νοσοκομείων, προσέφερε κληροδοτήματα στους νέους για σπουδές, καθώς και στη δαπάνη για τη ζωγραφική της ζωφόρου του Πανεπιστημίου με βάση τα διασωθέντα σχέδια του Rahl και ζωγράφο τον Eduard Lebiedski, που ο ίδιος ο Δούμπας έστειλε γι’ αυτό ειδικά το σκοπό στην Αθήνα από τη Βιέννη.
Το Σωματείο Musikverein ιδρύθηκε το 1812 από έγκριτους πολίτες της Βιέννης. Ο Μπετόβεν έγινε μέλος ήδη από το 1814, ενώ επίτιμο μέλος ήταν και ο αυτοκράτορας της Αυστρο-Ουγγαρίας, ο οποίος μάλιστα το έθεσε υπό την αιγίδα του. Το Μέγαρο Μουσικής ανεγέρθη το 1870, με σχέδια του πολύ γνωστού ανά την Ευρώπη Δανού αρχιτέκτονα Θεοφίλου φον Χάνσεν και προσωπική φροντίδα του Αντιπροέδρου της Musikverein Νικολάου Δούμπα, ο οποίος είναι ο σχεδόν απόλυτος χορηγός του.
Ο Νικόλαος Δούμπας στεκόταν κοντά στη μουσική και με άλλους τρόπους. Ήταν μέλος του Συλλόγου Ανδρικής Χορωδίας της Βιέννης από το 1852 και πρόεδρός του από το 1865. Ο ίδιος είχε θαυμάσια φωνή τενόρου και είχε εξελιχθεί σε εξαίσιο τραγουδιστή λιντ. Συνέθεσε μάλιστα και ο ίδιος κάποια κομμάτια και πολλοί Βιεννέζοι συνθέτες συνέθεσαν κομμάτια προς τιμήν του ή με την προτροπή του.
Υπήρξε προσωπικός φίλος του Ριχάρδου Βάγκνερ, του Γιοχάνες Μπραμς και του Γιόχαν Στράους του νεότερου. Το παλάτι της οικογένειας Δούμπα, που βρισκόταν στη Ρίνγκστράσσε της Βιέννης, ήταν τόπος συνάντησης του καλλιτεχνικού και πνευματικού κόσμου της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας της Αυστροουγγαρίας. Στην εξοχική κατοικία του στις όχθες του Δούναβη ο Στράους συνέθεσε και πρωτοπαρουσίασε το κοσμαγάπητο Βαλς του Δουνάβεως, τον Υπέροχο Γαλάζιο Δούναβη. Το όνομά του Δούμπα συνδέεται άμεσα και με τη διαφύλαξη του έργου του πρόωρα χαμένου και σχετικά άγνωστου την εποχή εκείνη Αυστριακού συνθέτη Φραντς Σούμπερτ. Διατηρώντας παγκοσμίως τη μεγαλύτερη συλλογή έργων του συνθέτη, απέτρεψε το διασκορπισμό και την καταστροφή τους, ενώ παράλληλα συνέβαλε αποφασιστικά στην προβολή και τη μελέτη του υλικού που είχε συγκεντρώσει. Κληροδότησε 200 αυτόγραφα του συνθέτη στον Δήμο της Βιέννης. Το 1884 υποστήριξε την πρωτοβουλία και εν συνεχεία την πραγματοποίηση της συνολικής έκδοσης των έργων του Σούμπερτ. Ο διευθυντής της Μουσικής Βιβλιοθήκης της Βιέννης είπε πολλές φορές ότι «χωρίς τον Δούμπα ο Σούμπερτ θα ήταν για τους νεότερους ένας άγνωστος συνθέτης». Το 1997, έτος Σούμπερτ, κατά την επέτειο της συμπλήρωσης 200 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη, η πόλη της Βιέννης και η Δημοτική και Κρατική Βιβλιοθήκη τίμησε παράλληλα και τον Νικόλαο Δούμπα, δημοσιεύοντας τη βιογραφία του και λεπτομερή περιγραφή του συλλεκτικού του έργου. Στο Λεύκωμα που εκδόθηκε τότε, με την εικόνα του Δούμπα στην μπροστινή όψη και του Σούμπερτ στην πίσω, υπήρχε η αφιέρωση «… από τον Δήμο της Βιέννης με ευγνωμοσύνη και εκτίμηση προς τον επιφανή αυτόν Έλληνα, τον Νικόλαο Δούμπα».
Ο Νικόλαος Δούμπας ήταν συλλέκτης χειρογράφων και του Μπραμς, φίλος  και προστάτης  μεγάλων καλλιτεχνών της Βιέννης και των νέων τότε ζωγράφων Γκούσταβ Κλιμτ και Χανς Μάκαρτ, του οποίου τις σπουδές κοντά στον Τιτσιάνο είχε χρηματοδοτήσει. Ήταν ο ίδιος που φρόντισε να στηθούν σε διάφορα σημεία της πόλης της Βιέννης αγάλματα των μεγάλων μουσουργών -του Σούμπερτ, του Μότσαρτ, του Γιόχαν Στράους υιού, του Μπραμς, αλλά και του Σίλλερ και του Γκαίτε, του Ράιμουντ και του Ραντέτσκι. Τιμήθηκε με τον σταυρό των Ιπποτών (Rittercreuz) από τον Αυτοκράτορα, ενώ όπως και ο πατέρας του και ο αδερφός του, απέρριψε και αυτός την πρόταση απονομής τίτλου ευγενείας διακρινόμενος έτσι για τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις του. Η οδός με το όνομά του, που βρίσκεται μπροστά ακριβώς από την Musikverein, δεν μπορεί παρά να παραμένει η μεγαλύτερη απόδοση τιμής και σεβασμού!
Ο Νικόλαος Δούμπας απεβίωσε στη Βουδαπέστη την 23η Μαρτίου του 1900 από καρδιακό επεισόδιο και η εξόδιος ακολουθία ψάλθηκε στον ιερό ναό της Αγίας Τριάδας στη Βιέννη, σύμφωνα με την επιθυμία του, παρουσία όλων των επισήμων και πλήθος κόσμου. Η ανδρική χορωδία έψαλε μπροστά στο Musikverein το Aller-seelen και κατά τον ενταφιασμό του στο ελληνικό τμήμα του κεντρικού νεκροταφείου σε οικογενειακό τάφο, τραγούδησε σύμφωνα με την επιθυμία, που είχε κάποτε εκφράσει ο εκλιπών, το Grablied από το έργο Ο Θάνατος και η Κόρη και το Nebensonnen του Σούμπερτ. Το 1903 ο Δήμος Βιέννης παραχώρησε τιμητικό τάφο στο κεντρικό νεκροταφείο, δίπλα στα μνήματα των μεγάλων μουσουργών (Μπετόβεν, Μπραμς, Μότσαρτ, Σούμπερτ, Στράους) και μετά τη μετακομιδή των λειψάνων του ανήγειρε μεγαλοπρεπές μνήμα προς τιμήν του. Με τη διαθήκη του ο Δούμπας κληροδότησε στη βιβλιοθήκη της Βιέννης την συλλογή βιβλίων και μουσικών έργων που διέθετε.
Όταν πέθανε όλοι οι σύγχρονοί του είχαν την πεποίθηση, ότι θα έμενε για πάντα αλησμόνητος. Σε νεκρολογία των ημερών εκείνων γράφτηκε μεταξύ άλλων: «Ποιος ξέρει; Ίσως μια μέρα το όνομά του θα είναι σύνθημα και παράδειγμα και για όλους εκείνους που αξιοποιούν τον πλούτο τους για ευγενείς σκοπούς δεν θα λένε αυτός είναι Μαικήνας των Τεχνών, αλλά είναι ένας Δούμπας».
Η αυστριακή πόλη Τάτεντορφ, όπου είχε την έδρα των επιχειρήσεών του και ευεργέτησε με πολλούς τρόπους, τον έχει ανακηρύξει ευεργέτη, του έχει αφιερώσει μνημείο σε κεντρική πλατεία και έχει δώσει το όνομά του σε πλατεία, δρόμο και πάρκο.

Κοζάνη, Σεπτέμβριος 2012

2 σχόλια: