Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ

Μετά την αναίμακτη προσάρτηση της Αυστρίας, ο Αδόλφος Χίτλερ έστρεψε το βλέμμα του στην Τσεχοσλοβακία. Μάλιστα, θεωρούσε τη Σουδητία, όπου ζούσαν τρία εκατομμύρια Γερμανοί, ιδανική αφορμή για πόλεμο. Τα ξημερώματα της 30ής Σεπτεμβρίου του 1938, υπεγράφη στο Μόναχο συμφωνία -ερήμην της τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης-, βάσει της οποίας Βρετανοί και Γάλλοι επέτρεπαν στο Ράιχ να προσαρτήσει τη Σουδητία. Την ίδια ημέρα, ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν ζήτησε από τον Χίτλερ να υπογράψουν και μία συμφωνία ειρήνης μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας. Ο δικτάτορας δέχθηκε. Τον Μάρτιο του 1939, ο Χίτλερ εισέβαλε στην υπόλοιπη χώρα. Η Τσεχοσλοβακία έγινε απλώς Σλοβακία, ενώ κάποια εδάφη της κατέλαβαν και η Ουγγαρία με την Πολωνία. Οι Σοβιετικοί είδαν τη Συμφωνία του Μονάχου σαν απόδειξη ότι οι δυτικές δυνάμεις προτιμούσαν να συνεργαστούν ακόμη και με τους ναζί, προκειμένου να απομονώσουν την Ε.Σ.Σ.Δ. Έτσι, άλλαξαν κατεύθυνση στην εξωτερική τους πολιτική, προσεγγίζοντας τη Γερμανία. Μία εβδομάδα πριν από την εισβολή στην Πολωνία, ο Χίτλερ είπε στους στρατηγούς του: «Τώρα η Πολωνία βρίσκεται στη θέση που την ήθελα. Φοβάμαι μονάχα ότι κάποιος θα μου παρουσιάσει ένα σχέδιο μεσολάβησης την τελευταία στιγμή». Ο Τσάμπερλεν είχε συνειδητοποιήσει την αποτυχία του κατευνασμού. Το Λονδίνο σύνηψε στρατιωτική συμμαχία με τη Βαρσοβία. Βρετανοί και Γάλλοι επιτάχυναν τα εξοπλιστικά τους προγράμματα. Το ίδιο έκανε και ο Χίτλερ. Τα εργοστάσια και οι υποδομές των Τσέχων τον διευκόλυναν. ΑΦΟΡΜΗ ΕΙΣΒΟΛΗΣ Η ΣΟΥΔΗΤΙΑ Κατά τη διάρκεια σύσκεψης με τον Γερμανό υπουργό των Εξωτερικών, Κόνσταντιν φον Νόιρατ και τη γερμανική στρατιωτική ηγεσία στις 5 Νοεμβρίου 1937, ο Χίτλερ ανέπτυξε με ακρίβεια τις θέσεις του για τη μελλοντική πολιτική του Γ΄ Ράιχ. Η Γερμανία, υποστήριξε, έπρεπε έως το 1943-1945 να καταφύγει σε πόλεμο για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του ζωτικού της χώρου. Αν οι διεθνείς συγκυρίες το επέτρεπαν, θα μπορούσε να κινηθεί και νωρίτερα. Σε κάθε περίπτωση, η ανάληψη επιθετικής δράσης απαιτούσε την προηγούμενη κατάλυση της Τσεχοσλοβακίας, προκειμένου να απομακρυνθεί το ενδεχόμενο περικύκλωσης της Γερμανίας. Η απόφαση για πόλεμο με την Τσεχοσλοβακία είχε ληφθεί. Απέμενε ο καθορισμός της ημερομηνίας επίθεσης. Η αφορμή για πόλεμο με την Τσεχοσλοβακία δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί. Η διάλυση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και η επιλεκτική εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχε αφήσει εντός των ορίων της Τσεχοσλοβακίας πάνω από τρία εκατομμύρια Γερμανούς, η πλειοψηφία των οποίων ζούσε στη Σουδητία, κατά μήκος των συνόρων με την Αυστρία και τη Γερμανία. Η δυσαρέσκεια των Σουδητών Γερμανών για το νέο πολιτικό σύστημα ήταν έντονη, καθώς μετά το 1919 μετατράπηκαν σε υποδεέστερη μειονότητα. Επιπλέον, η οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1930 αποδόθηκε από τους Σουδήτες Γερμανούς στην κυβέρνηση της Πράγας. Δεν πρέπει, λοιπόν, να προξενεί έκπληξη η στήριξη που προσέφεραν στο ελεγχόμενο από τους ναζιστές κόμμα του Πατριωτικού Μετώπου, βασικό αίτημα του οποίου ήταν η παροχή καθεστώτος αυτονομίας για τις περιοχές που κατοικούνταν από γερμανικούς πληθυσμούς. Το Πατριωτικό Μέτωπο, υπό τις εντολές του Βερολίνου, προέβαλλε συνεχώς μεγάλες απαιτήσεις, η μη ικανοποίηση των οποίων θα νομιμοποιούσε τη γερμανική επέμβαση. Μεταξύ των γερμανικών εντολών συγκαταλεγόταν και η προτροπή προς το Πατριωτικό Μέτωπο να αυξάνει διαρκώς τις απαιτήσεις του έναντι της Πράγας, ώστε να μην εκτονωθεί η κρίση πριν από την επέμβαση του Βερολίνου. Το σενάριο, η επίθεση εναντίον της Τσεχοσλοβακίας να λάβει χαρακτήρα γενικευμένης σύγκρουσης συγκέντρωνε αρκετές πιθανότητες. Οι Τσεχοσλοβάκοι διέθεταν αξιόλογες στρατιωτικές δυνάμεις και θα προέβαλλαν σθεναρή αντίσταση. Η Γαλλία και η Σοβιετική Ένωση είχαν συνάψει συνθήκες συμμαχίας με την Τσεχοσλοβακία, με τις οποίες δεσμεύονταν να της παράσχουν στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση που δεχόταν επίθεση. Αν η Γαλλία έσπευδε σε βοήθεια της Τσεχοσλοβακίας, η Βρετανία πιθανότατα θα την ακολουθούσε. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε με ιδιαίτερη ανησυχία τη γερμανική πολιτική έναντι της Πράγας. Η προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία τον Μάρτιο του 1938 έγινε δεκτή χωρίς αντίδραση από τη Βρετανία και τη Γαλλία, που δεν ήταν διατεθειμένες να διακυβεύσουν την ειρήνη για να εμποδίσουν μια εξέλιξη την οποία ούτως ή άλλως θεωρούσαν αναπόφευκτη. Ήταν, όμως, εξίσου πρόθυμες να αποδεχθούν τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας; Το επόμενο διάστημα, η «πολιτική κατευνασμού» που ακολούθησαν έναντι της Γερμανίας κατέδειξε ότι οι δύο χώρες ήταν έτοιμες να δεχθούν τις γερμανικές απαιτήσεις, προκειμένου να αποφευχθεί ένας νέος ευρωπαϊκός πόλεμος. Οι υπερβολικές εκτιμήσεις της γαλλικής στρατιωτικής ηγεσίας για τη δυναμικότητα των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, η εμπειρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η τεράστια δυναμική που είχε αναπτύξει το ειρηνόφιλο κίνημα στη Γαλλία καθιστούσαν απαγορευτική την ανάληψη οποιασδήποτε επιθετικής δράσης, ιδιαίτερα για την υπεράσπιση μιας άλλης χώρας. Αλλά και το Λονδίνο θεωρούσε ότι σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία η πιθανότερη εξέλιξη ήταν ήττα της Βρετανίας, ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός, Νέβιλ Τσάμπερλεν, πίστευε ότι οι διεκδικήσεις του Βερολίνου περιορίζονταν στην αναθεώρηση των «αδικιών» που είχε υποστεί η Γερμανία με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η γαλλική και βρετανική πολιτική συνέτειναν σε έναν και μόνο σκοπό: να πεισθεί η Τσεχοσλοβακία να προβεί σε παραχωρήσεις προς τους Γερμανούς. Βέβαια, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι διακήρυσσαν δημόσια ότι σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης δεν θα έμεναν αμέτοχοι. Στο παρασκήνιο, όμως, οι πιέσεις τους προς την κυβέρνηση της Πράγας για ικανοποίηση των γερμανικών αξιώσεων κλιμακώνονταν, ενώ την ίδια στιγμή ο Χίτλερ όριζε ως ημερομηνία εισβολής την 1η Οκτωβρίου 1938. Η κορύφωση της κρίσης επήλθε τον Σεπτέμβριο του 1938, όταν δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι εθεωρείτο πιθανή η γερμανική επίθεση. Στο σημείο αυτό, η πρωτοβουλία των κινήσεων πέρασε στο Λονδίνο: στις 15 Σεπτεμβρίου ο Τσάμπερλεν μετέβη στο Μπέρχτεσγκαντεν προκειμένου να συναντήσει τον Χίτλερ για την εξεύρεση λύσης. Ο Βρετανός πρωθυπουργός τάχθηκε υπέρ της ενσωμάτωσης της Σουδητίας στη Γερμανία, λύση που έγινε δεκτή και από τη γαλλική κυβέρνηση. Ενώπιον του κινδύνου να αντιμετωπίσει μόνη της τη Γερμανία, η τσεχοσλοβάκικη ηγεσία συναίνεσε -έστω και απρόθυμα- στην παραχώρηση της Σουδητίας. ΣΥΝΩΝΥΜΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ Στις 22 Σεπτεμβρίου, ο Τσάμπερλεν συναντήθηκε εκ νέου με τον Χίτλερ στο Γκόντεσμπεργκ, θεωρώντας ότι η συμφωνία είχε επιτευχθεί. Ο Γερμανός καγκελάριος, όμως, αποφασισμένος να λύσει τις διαφορές του με την Τσεχοσλοβακία μέσω πολέμου, προέβαλε νέες διεκδικήσεις. Τη φορά αυτή, οι δυτικές δημοκρατίες δεν ήταν διατεθειμένες να προβούν σε νέες υποχωρήσεις και απέρριψαν τις γερμανικές αξιώσεις. Οι Γάλλοι κήρυξαν επιστράτευση, οι Βρετανοί τους ακολούθησαν κινητοποιώντας το Βασιλικό Ναυτικό, ενώ στη Γερμανία οι στρατιωτικές προετοιμασίες προχωρούσαν με γοργούς ρυθμούς. Μέσα σε λίγες μέρες, η Ευρώπη βρέθηκε στα πρόθυρα πολέμου. Ο φόβος ότι η Βρετανία και η Γαλλία θα επενέβαιναν υπέρ της Τσεχοσλοβακίας, οι αντιρρήσεις της γερμανικής στρατιωτικής ηγεσίας και η έλλειψη ενθουσιασμού εκ μέρους του γερμανικού λαού, όλα αυτά έπεισαν τον Χίτλερ να εγκαταλείψει προσωρινά τα σχέδιά του για διάλυση της Τσεχοσλοβακίας και να αποδεχθεί τη σύγκληση διεθνούς συνδιάσκεψης. Η συνδιάσκεψη ξεκίνησε τις εργασίες της στις 29 Σεπτεμβρίου στο Μόναχο με τη συμμετοχή Γαλλίας, Βρετανίας, Ιταλίας και Γερμανίας (η Σοβιετική Ένωση δεν προσκλήθηκε, καθώς δεν την εμπιστεύονταν οι δυτικές δυνάμεις). Την επομένη υπογράφηκε συμφωνία με την οποία η Σουδητία παραχωρείτο στη Γερμανία, ενώ η Βρετανία και η Γαλλία εγγυήθηκαν τα νέα σύνορα. Η Συμφωνία του Μονάχου έγινε αναγκαστικά αποδεκτή και από την Πράγα. Οι δυτικές δημοκρατίες είχαν παραδώσει την Τσεχοσλοβακία στις διαθέσεις του Χίτλερ. Η ατυχής δήλωση του Τσάμπερλεν, καθώς επέστρεφε στο Λονδίνο, «ειρήνη για την εποχή μας» έμελλε να διαψευσθεί πολύ γρήγορα. Η Συμφωνία του Μονάχου αποτέλεσε αναμφίβολα καμπή στην πορεία προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βέβαια, η ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη δεν άλλαξε υπέρ του Βερολίνου. Αυτό συνέβη τον επόμενο χρόνο, όταν η Γερμανία, καταλαμβάνοντας τη Βοημία και τη Μοραβία, εξασφάλισε τα νώτα της σε περίπτωση πολέμου στη Δύση και έθεσε στη διάθεσή της το σύνολο της πολεμικής βιομηχανίας της Τσεχοσλοβακίας. Η Συμφωνία του Μονάχου, όμως, ήταν πολύ σημαντική από ψυχολογική άποψη. Ο Χίτλερ, βέβαιος πλέον ότι η Βρετανία και η Γαλλία δεν θα αντιδρούσαν, προχώρησε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στην εφαρμογή των σχεδίων του. Στις 22 Αυγούστου 1939, λίγες μέρες πριν από την επίθεση στην Πολωνία, είπε στους στρατηγούς του: «Οι εχθροί μας είναι μικρά σκουλήκια. Τους είδα στο Μόναχο». Η εκτίμηση του Χίτλερ ήταν λανθασμένη. Ο «κατευνασμός» δεν σήμαινε υποταγή ούτε ειρήνη με κάθε κόστος. Όταν τον Σεπτέμβριο του 1939 τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Πολωνία και διαπιστώθηκε ότι στόχος των Γερμανών ήταν η κυριαρχία στην Ευρώπη, η Γαλλία και η Βρετανία κήρυξαν τον πόλεμο στη ναζιστική Γερμανία. Η λέξη «Μόναχο», όμως, είχε ήδη καταχωρισθεί στο δυτικό λεξιλόγιο ως συνώνυμο του συμβιβασμού, της αναποτελεσματικότητας και της αδυναμίας. • Ο κος Μανόλης Κούμας είναι επισκέπτης λέκτορας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. http://www.pinnokio.gr/arthro/anadromes-h-symfwnia-toy-monaxoy

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου