Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΛΑΣΣΑΝΗ

της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Στην Αθήνα, εμείς οι βορειοελλαδίτες δυτικομακεδόνες, άνευ υπάρξεως συγγενικής ή άλλης σοβαρής σχέσης ή υπόθεσης, δεν πηγαίνουμε συχνά. Όταν επιθυμήσουμε μια κάποια πρωτεύουσα, την επιθυμία μας εκπληρώνουν η θάλασσα και τα κάστρα της Θεσσαλονίκης κι αφήνουμε την πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, που τόσο είχε ερωτευτεί η Αμαλία, η πρώτη βασίλισσά του, για κάποια …άλλη στιγμή. Συνήθως αυτή η άλλη στιγμή αργεί να έρθει, ίσως να μην έρθει και ποτέ, μα ούτε τότε μας λείπει. Η Αθήνα είναι μια δύσκολη πόλη και πρέπει να τη γνωρίσεις για τη νοσταλγήσεις. Κι εμείς, αυτή την πόλη δεν τη γνωρίζουμε. Ήμασταν πάντα πολύ μακριά της, αδιαφορούσε κι εκείνη πάντα για μας κι έτσι δε μάθαμε να τη νοσταλγούμε.
Στην Αθήνα βρέθηκα τελευταία φορά πολλά χρόνια πριν, το Σεπτέμβρη του 1994. Ούτε κι εγώ επισκέπτομαι συχνά την πρωτεύουσα, δεν έχω πάει ξανά από τότε και στ’ αλήθεια δε μου λείπει καθόλου, εν αντιθέσει με τη Θεσσαλονίκη, που θέλω να τη συναντώ που και που. Κατά την τελευταία επίσκεψη μου στην Αθήνα το Σεπτέμβρη του 1994 είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ ανάμεσα στα άλλα τον Εθνικό Κήπο και το Προεδρικό Μέγαρο, τη Βουλή των Ελλήνων, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, την Ακρόπολη και την Πλάκα. Τελευταίο και το Α΄ Νεκροταφείο.
Ακούγεται κάπως παράλογο, ίσως και λίγο μακάβριο, να πηγαίνεις κάπου εκδρομή και να επισκέπτεσαι ένα νεκροταφείο, ειδικά όταν σ’ αυτό δε φιλοξενείται η τελευταία κατοικία κάποιου προσφιλούς σου προσώπου, μα το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δεν είναι πλέον ένας απλός τόπος ανάπαυσης των νεκρών. Σήμερα θυμίζει περισσότερο έναν τόπο μνημείων, που φιλοξενεί και κάποιους τάφους σημαντικών προσώπων, άρα άξιους προσοχής και επίσκεψης. Θυμάμαι πως μόλις μπήκαμε μέσα στον περίβολο, αντικρίσαμε τον τάφο του Γεωργίου Γεννηματά, λευκό μάρμαρο με την υπογραφή του σκαλισμένη στην όψη, καλλιτέχνημα. Εκτός από τον τάφο του Γεννηματά και την Κοιμωμένη, το αριστούργημα που ερωτεύτηκε παράφορα ο δημιουργός του Γιαννούλης Χαλεπάς στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη, που πέθανε από φυματίωση στα 18 της χρόνια, δε θυμάμαι ποιους άλλους «συναντήσαμε» εκείνο το πρωινό. Είχαμε πάρει πλέον το δρόμο της επιστροφής, όταν ένας λιτός τάφος, μια απλή επιγραφή σε λευκό μάρμαρο, τράβηξε την προσοχή μας. Το όνομα ήταν γνωστό. «Γεώργιος Λασσάνης. 1793-1870. Φιλικός-ιερολοχίτης».
Κάποια υποσυνείδητη λειτουργία του εγκεφάλου είχε οδηγήσει τα βήματά μας εκεί κι ας μη ξέραμε καν πού ήταν η τελευταία κατοικία του γενναίου συμπατριώτη μας. Εδώ λοιπόν αναπαυόταν ο …γείτονάς μου, γιατί γείτονάς μου ήταν πάντα ο Γεώργιος Λασσάνης. Λίγα μέτρα παρακάτω από το σπίτι του είναι το πατρικό μου. Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη σήκωσα τη φωτογραφική μηχανή κι έβγαλα μία φωτογραφία. Όταν εμφανίστηκαν οι φωτογραφίες, λίγες μέρες μετά, ανακάλυψα με θλίψη πως το όνομα Γεώργιος δε φαινόταν σχεδόν καθόλου, το επώνυμο Λασσάνης όμως διακρινόταν καθαρά. Και την έδειχνα από τότε με περηφάνια σε όλους.

Έξω από το σπίτι του Γεωργίου Λασσάνη περνούσα και περνώ ακόμα καθημερινά και είναι κάπως περίεργο να μεγαλώνεις δίπλα και κάτω από τη σκιά μίας σημαντικής ιστορικής προσωπικότητας, όπως αυτή, που ωστόσο δεν αναφέρεται πουθενά ή μάλλον αναφέρεται ελάχιστα στην ιστορία του νέου ελληνικού κράτους. Άλλωστε, έχουμε μάθει πως ζούμε σε μία πόλη χωρίς ιστορία, καθώς στη χώρα μας οι σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες και στιγμές είναι προνόμιο μόνο της Νοτίου Ελλάδας ή έστω των μεγάλων πόλεων. Το σπίτι του Λασσάνη, κτίσμα δύο και πλέον αιώνων, το θυμάμαι πάντα στη γειτονιά μου. Και το θυμάμαι πάντα ερειπωμένο, μισοκατεστραμμένο κι ας είχε ανακηρυχθεί από νωρίς παραδοσιακό διατηρητέο μνημείο, άρα άξιο συντήρησης. Επί Υπουργείας Μελίνας Μερκούρη είχαν εκφραστεί ακόμα και σκέψεις κατεδάφισής του, ειδικά μετά από έναν άσχετο σεισμό 5R -τότε ήμασταν ακόμα στην προ Σεισμού εποχή και δεν ξέραμε από R κι αναταράξεις των λιθοσφαιρικών πλακών- που έριξε τη μία καμινάδα του σπιτιού ή ό,τι τέλος πάντων από αυτήν κατέρρευσε, πάνω στο περίπτερο, που ήταν από κάτω. Οι σκέψεις κατεδάφισης ωστόσο, πάλι με προτροπή της Υπουργού, ξεχάστηκαν γρήγορα, για να επανέλθουμε στην ακινησία και αδιαφορία, που αγκαλιάζει όλα τα χαρακτηρισμένα ως διατηρητέα κτίσματα στην Κοζάνη.
Την ολοκλήρωση της ανανέωσης του σπιτιού, που ξεκίνησε κάποια στιγμή απροειδοποίητα κατά την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, με σκοπό τελικά να φυλαχτεί εκεί η Χαρτογραφική Συλλογή της Κοζάνης -φυλασσόμενη μέχρι τότε και καλά κρυμμένη στη Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη- την πληροφορήθηκα το 1999. Θυμάμαι πως έγραψα τότε ένα σύντομο ρεπορτάζ αναγγέλλοντας την είδηση -μόλις 239 λέξεις, δημοσιεύτηκε στο ΘΑΡΡΟΣ στο φύλλο της 11ης Σεπτεμβρίου 1999- και περίμενα κι εγώ την επίσημη έναρξη λειτουργίας της. Αφορμή του ενδιαφέροντος για τη χαρτογραφική συλλογή της Κοζάνης είχε αποτελέσει η ημερίδα, που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1997 στην Κοζάνη για τα 200 χρόνια της Χάρτας του Ρήγα. Στην Κοζάνη φυλάσσεται ένα από τα 16 εναπομείναντα αντίτυπα της Χάρτας. Ωστόσο, ο υπεύθυνος της Χαρτογραφικής Επιστημονικής Εταιρείας Ελλάδος, που μου είχε μιλήσει τότε, το 1999, ήταν πολύ αισιόδοξος. Ήλπιζε πως η χαρτοθήκη της Κοζάνης θα είναι έτοιμη το επόμενο καλοκαίρι (2000), αγνοώντας πιθανώς πως και τα πιο απλά πράγματα στην Ελλάδα, έχουν την καθυστέρησή τους. Με αφορμή αυτή την είδηση έψαξα τότε να βρω τη φωτογραφία του τάφου του Λασσάνη. Δεν τη βρήκα πουθενά, μα κάτι με είχε προτρέψει να τη σκανάρω μία μέρα που ήμουν στα γραφεία του ΘΑΡΡΟΥΣ. Δεν την είχα πλέον σε έντυπη, αλλά σε ηλεκτρονική μορφή. Άρα η αναπαραγωγή της ήταν ιδιαίτερα εύκολη. Όπως και η βελτιστοποίηση της εικόνας, ώστε να διακρίνεται καθαρά το όνομα πάνω στο λευκό μάρμαρο.
Τη φωτογραφία και τον τάφο του Λασσάνη τα θυμήθηκα ξανά, χρόνια μετά, όταν ανακοινώθηκαν τον Οκτώβρη του 2008, τα επίσημα εγκαίνια της Δημοτικής Χαρτοθήκης Κοζάνης. Τελικά, έμαθα, δεν είναι αυτός που εγώ φωτογράφισα ο τάφος του. Αυτή είναι μία απλή επιτύμβια στήλη με το όνομά του. Τα οστά του φυλάσσονται μαζί με τα οστά της συζύγου του, Ευφημίας Στάμου Λιανοσταφίδα σε άλλο τάφο, πάλι στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Η γυναίκα του καταγόταν από την Πάτρα. Έζησαν μαζί 30 ολόκληρα χρόνια, μα δεν απέκτησαν παιδιά.
Ο Γεώργιος Λασσάνης πέθανε το 1870 σε ηλικία 77 χρόνων. Στη διαθήκη του κληροδοτεί στην πατρίδα του Κοζάνη ένα σεβαστό χρηματικό ποσό με την υποχρέωση να βραβεύει κάθε χρόνο δύο θεατρικά έργα, «διαγωνίσματα» τα χαρακτηρίζει, μία κωμωδία και ένα δράμα. Ο «Λασσάνειος Δραματικός Διαγωνισμός» πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1889-1910. Παράλληλα ορίζει χίλιες δραχμές κατ’ έτος να διατίθενται ως δίδακτρα σε δάσκαλο που θα διδάσκει σε νέες και νέους την τέχνη του ηθοποιού. Και η χαρτοθήκη, που από το 2008 φιλοξενείται στο ανακαινισμένο πλέον αρχοντικό του, ονομάστηκε προς τιμήν του «Λασσάνειος Δημοτική Χαρτοθήκη Κοζάνης».
Φέτος, με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων ελεύθερου βίου ο Δήμος Κοζάνης σκέφτεται σοβαρά την ανακομιδή των λειψάνων του Γεωργίου Λασσάνη από την Αθήνα και την επιστροφή τους πίσω στην πατρίδα Κοζάνη, σαν μια πράξη τιμής και σαν ένα τελευταίο ευχαριστώ σε έναν από τους διαμορφωτές του νέου ελληνικού κράτους. Αν αυτό συμβεί, θα έχουμε εμείς, οι συμπατριώτες του, πρώτοι απ’ όλους και σίγουρα όλοι οι Έλληνες μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να βγάλουμε το όνομά του από τη λήθη και να κάνουμε γνωστό το έργο του σε εαυτούς και αλλήλους. Να τον τοποθετήσουμε στη θέση που του αξίζει και δικαιωματικά του ανήκει ανάμεσα στις άλλες σημαντικές μορφές του νέου ελληνικού κράτους. Για να αποδώσουμε επιτέλους τα ««του Καίσαρος τω Καίσαρι» και στην ελληνική ιστορία μία ακόμα αυθεντική και λαμπρή σελίδα της.

Κοζάνη, Μάρτιος 2012



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 Βασίλη Αποστόλου. Προτομές - ανδριάντες - μνημεία Κοζάνης.
Εκδ: Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κοζάνης. Κοζάνη : 2006.

1 σχόλιο:

  1. -Δημοσιεύτηκε στη "ΔΥΤΙΚΗ", 23/2/2012, αρ.φ. 164, σελ. 10 και στις ιστοσελίδες kozanimedia.gr, kozan.gr και kozani.net (17/3/2012).

    ΑπάντησηΔιαγραφή