Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


«Η ιστορία είναι θεματοφύλακας μεγάλων πράξεων, μάρτυρας του παρελθόντος, παράδειγμα και δάσκαλος για το παρόν και μεγάλος σύμβουλος για το μέλλον»
Θερβάντες

Κι άνοιξε η Ιστορία το παράθυρο.
Κόσμος πολύς, κραυγές, συνθήματα, μέρες τώρα. Το πρώτο σκαλί του Αιώνα έτριζε από τη λαοθάλασσα που είχε στριμωχτεί πάνω του. Η Ιστορία απόρησε πως το σκαλί δεν είχε σπάσει ακόμα. Όμως, αμέσως θυμήθηκε ότι οι σκάλες των Αιώνων είναι γερά φτιαγμένες. Και οι κουπαστές τους, η μια από σίδερο και η άλλη από ατσάλι. Στο σίδερο οι άνθρωποι ξόρκιζαν κι έκαιγαν τα απομεινάρια του παλιού Αιώνα. Στο ατσάλι κρεμούσαν φυλαχτά και τάματα για τον καινούργιο.
Οι άνθρωποι μόλις είδαν την Ιστορία στο ανοιχτό παράθυρο την υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Είχαν ανησυχήσει γιατί νόμιζαν πως τους είχε ξεχάσει. Κάποιοι μάλιστα είχαν αρχίσει να συζητούν αν είναι ακόμα ζωντανή.
«Τι ζητάτε;» ρώτησε μετά από ώρα και το πρόσωπό της έδειχνε πιο γερασμένο από ποτέ. Τα μαλλιά της ήταν κατάλευκα κι αχτένιστα. Τα ρούχα της παλιά και τριμμένα.
«Να ανταμωθούμε μαζί σου. Να ευλογήσεις τον αγώνα μας» αντιλάλησε η γη απ’ άκρη σ’ άκρη.
Ένα κουρασμένο χαμόγελο σπίθισε στη θαμπή όψη της Ιστορίας. «Σας έχω αφήσει τόση κληρονομιά. Τι την κάνατε; Τη σπαταλήσατε όλη; Σας βλέπω να μελετάτε τα βιβλία μου, να συζητάτε χρόνους ατέλειωτους τα έργα μου κι από την άλλη ζείτε σα να μην υπήρξα ποτέ.» Η φωνή της, σπασμένη στην αρχή, υψωνόταν και θέριευε γεμάτη αγανάκτηση όσο μιλούσε.
«Δε φταίμε εμείς! Φταίνε οι γραφιάδες σου! Κάθε φορά τους πιστεύουμε και κάθε φορά κάνουν τα ίδια λάθη! Κάθε φορά μας παγιδεύουν και παίζουν με την τύχη μας! Με τη ζωή μας!» είπαν οι μεγαλύτεροι.
Η Ιστορία πιάστηκε από τα ανοιχτά πατζούρια γεμάτη οργή. Το γερασμένο σώμα της ξεχύθηκε από τη μέση και πάνω έξω από το παράθυρο. «Κάθε φορά ξεχνάτε! Και δεν το παραδέχεστε! Κρύβετε από τον εαυτό σας την αλήθεια! Είμαι αιώνια κι αθάνατη κι όμως με γεράσατε! Με εξοντώσατε να σας επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια!» βροντοφώναξε.
«Προδοσία! Μας προδίδεις κι εσύ! Μας αρνείσαι!» άρχισε να αλαλάζει το πλήθος. Με μιας, ντουφέκια και πέτρες βγήκαν από τους σάκους. Δάδες άναψαν. Όλοι ήταν έτοιμοι να χιμήξουν πάνω στην Ιστορία. Ν’ αδειάσουν πάνω της σφαίρες. Να κάψουν το σπίτι της. Να την αφανίσουν.
Η Ιστορία έμεινε στη θέση της. «Καλύτερα να πάψω να υπάρχω από το να ξαναζήσω τα ίδια» σκέφτηκε και κατάπιε ένα πικρό λυγμό. Κοίταξε το πλήθος καρτερικά περιμένοντας το τέλος της.
«Τι πάτε να κάνετε; Σταματήστε!» Η φωνή που ακούστηκε ήταν ορμητική και βροντερή. Ένα παλικάρι είκοσι χρονών ξεπρόβαλε από το πλήθος. Πήγε κάτω από το παράθυρο της Ιστορίας κι όλοι σώπασαν.
«Εγώ κυρα-Ιστορία θέλω την κόρη σου. Ξέρω ότι την κρύβεις γιατί φοβάσαι μην περάσει αυτά που πέρασες εσύ. Όμως, χωρίς αυτή τίποτα δεν θα αλλάξει. Κι ότι μας δίδαξες, μεγάλη Δασκάλα, θα σβήσει, θα πάει χαμένο.»
«Ξέρω καλά τις υποσχέσεις σας! Μ’ αυτές σας άντεξα αιώνες τώρα! Όχι την κόρη μου! Εμένα μπορείτε να με κάνετε ότι θέλετε!»
«Σου δίνω το γιό μου! Δώσε την κόρη σου! Είναι η μόνη μας ελπίδα!» Μια γυναίκα ήρθε και στάθηκε πλάι στο παλικάρι. Και δίπλα της ήρθε και στάθηκε κι άλλη γυναίκα κι άλλο παλικάρι και κοπέλες νέες και άντρες μεγάλοι και μικρά παιδιά.
Η Ιστορία έκανε ένα βήμα πίσω. Αγάπησε τους ανθρώπους όσο τίποτα, θρηνούσε μαζί τους, χαιρόταν μαζί τους, θύμωνε μαζί τους, αιώνες κι αιώνες. Δε σταμάτησε ποτέ να τους προσφέρει γνώση, να τους θυμίζει ότι οι ίδιοι έγραφαν τα βιβλία της, που ήταν γεμάτα από τα λάθη και τα σωστά τους. Η Ιστορία ζούσε ελπίζοντας πως μια μέρα οι άνθρωποι θα μάθουν και θα βρουν το δρόμο τους.
Όμως, την κόρη της, τη Σοφία, που ήταν τόσο νέα και τόσο σοφή μαζί, την έκρυβε καλά. Γιατί όσο κι αν αγαπούσε τους ανθρώπους, η Ιστορία, δεν έπαψε ποτέ να τους φοβάται. Γιατί ποτέ δεν την άφησαν να τους εμπιστευθεί. «Μάνα, πήγαινε να ξεκουραστείς!»
Η Σοφία άνοιξε την πόρτα που απέξω της βρίσκονταν οι άνθρωποι. Το πρόσωπό της ήταν πιο φωτεινό κι απ’ τον ήλιο. Πρώτο την αγκάλιασε το παλικάρι και μετά όλοι όσοι είχαν μαζευτεί γύρω του. Και ήταν πολλοί. Πάρα πολλοί.
«Καλή τύχη, παιδί μου» ψιθύρισε η Ιστορία καθώς στο βάθος είδε κάποιους να γυαλίζουν τα ντουφέκια τους. Για πρώτη φορά όμως, ήταν λίγοι. Πολύ λίγοι.

Χ.Κ.


http://xristina-kollia.blogspot.com/2011/05/blog-post_30.html?spref=fb

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου