Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑΣ

Συνέντευξη με το συγγραφέα Μιχάλη Πιτένη
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Το βιβλίο Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΤΣΑΡΤ τράβηξε εύκολα την προσοχή μου από την πρώτη του εμφάνιση στην ιστοσελίδα μεγάλου βιβλιοπωλείου της Θεσσαλονίκης, που φροντίζει να με ενημερώνει κάθε μήνα για τις νέες εκδόσεις. Το όνομα του συγγραφέα ήρθε δεύτερο σ’ εκείνη την πρώτη μας συνάντηση για ν’ ανακαλύψω έκπληκτη πως αυτό ήταν το τελευταίο πόνημα ενός πολύ γνωστού μου ανθρώπου, που φροντίζει να με ξαφνιάζει πάντα με τις συγγραφικές του επιλογές και με τις απαντήσεις που δίνει άμεσα και χωρίς καμία καθυστέρηση στις ερωτήσεις μου. Ο Μιχάλης Πιτένης καταθέτει στην ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΤΣΑΡΤ μία εκπληκτική ιστορία, σύνθεση μυθοπλασίας και ιστορικών στοιχείων, απόλυτα διασταυρωμένων και επιβεβαιωμένων από την ιστορική έρευνα. Όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο και έχοντας μελετήσει το προηγούμενο συγγραφικό έργο του Μιχάλη Πιτένη κάτι άλλο περίμενα να βρω στις 507 σελίδες της διήγησης του. Μα όταν τελείωσα την ανάγνωση της πρώτης κιόλας σελίδας κατάλαβα πως τα πράγματα δεν είναι τελικά τόσο απλά. Και ανυπομονούσα για τη συνέχεια.
Άνθρωπος ιδιαίτερα ευγενής και χαμηλών τόνων ο Μιχάλης Πιτένης βρήκε το θάρρος της απόλυτης έκθεσής του στο κοινό της γενέτειρας Κοζάνης το 1993, όταν ανέβασε στη σκηνή, με τη βοήθεια ενός ερασιτεχνικού θιάσου, το πρώτο θεατρικό του έργο. Από τότε μέχρι σήμερα το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει δύο συλλογές διηγημάτων, τρία μυθιστορήματα και περί τα 10 θεατρικά έργα. Όλα αυτά σε αρμονικό συνδυασμό με την αυστηρά επαγγελματική δημοσιογραφική ιδιότητά του.
Ο ΜΟΧΛΟΣ συνάντησε το Μιχάλη Πιτένη και μίλησε μαζί του για το τελευταίο του βιβλίο την ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΤΣΑΡΤ και τα άλλα συγγραφικά όνειρά του.

- Κύριε Πιτένη, κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό το νέο σας βιβλίο, ένα νέο μυθιστόρημα με τίτλο Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΤΣΑΡΤ, μία ιστορία πραγματικά διαφορετική απ’ ό,τι έχετε γράψει μέχρι σήμερα, με φανταστική πλοκή και ανάπτυξη. Ποια ήταν η πρώτη αφορμή γι’ αυτό το βιβλίο;
- Είναι όντως γεγονός ότι πρόκειται για ένα τελείως διαφορετικό βιβλίο. Το βασικό ερέθισμα μου είχε να κάνει με το πολύ σημαντικό και μεγάλο πρόβλημα, που αντιμετωπίζει σήμερα όχι μόνο η Ευρώπη, αλλά όλη η ανθρωπότητα με τους αποκαλούμενους οικονομικούς μετανάστες. Αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν σε μία πολύ δύσκολη θέση να περιφέρονται ανά τον κόσμο αναζητώντας μια ευκαιρία και μια ελπίδα για να μπορέσουν να στήσουν τη ζωή τους, να ξεκινήσουν από την αρχή. Είναι κάτι που ήταν στο μυαλό μου πολύ καιρό. Αλλά εγώ, όπως ξέρετε κυρία Μάτσου, δεν κάνω πολιτική, δεν κάνω πολιτικές αναλύσεις. Έπρεπε για το θέμα αυτό να διαλύσω ένα μύθο και στην πορεία της έρευνας που έκανα σε διάφορες πηγές έπεσα ουσιαστικά πάνω σε δύο πράγματα. Έπεσα πρώτον στην Ίσιδα μέσα από το πορτρέτο Φαγιούμ, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί το έναυσμα της ιστορίας, όπως και για το Μότσαρτ στο Μαγικό Αυλό, η ιστορία του οποίου θα έλεγα ότι είναι η ιστορία που ουσιαστικά αναπτύσσω κι εγώ στο βιβλίο μου. Για να μπορέσω λοιπόν να μιλήσω γι’ αυτό το σημαντικό θέμα μέσα από μύθους, δοξασίες, από πράγματα διαφορετικά σε σχέση μ’ αυτά που έχω ασχοληθεί μέχρι τώρα, θα έπρεπε να ακολουθήσω διαφορετικούς δρόμους και αυτό τελικά έκανα. Τώρα με πόση επιτυχία θα το κρίνουν οι αναγνώστες. Αυτή ήταν η βασική ιδέα. Από εκεί και πέρα δημιούργησα ένα μύθο. Η ιστορία του βιβλίου είναι μια σύνθεση μύθων, αλλά και ακριβέστατων ιστορικών στοιχείων. Πιστεύω ότι δεν μπορεί κάποιος να βρει μέσα στο βιβλίο ιστορικά στοιχεία τα οποία δεν είναι ακριβή.
- Πόσο δύσκολη είναι η κατάθεση και η σύνθεση ιστορικών στοιχείων με την πλοκή ενός μυθιστορήματος; Χρειάζεται ο συγγραφέας να έχει κάνει μία προηγούμενη μελέτη και πώς μπορεί να βρει κάποια λύση σε αυτό το πρόβλημα;
- Οτιδήποτε κι αν επιχειρήσει να γράψει ο καθένας έχει τη δυσκολία του. Όσον αφορά τα ιστορικά στοιχεία δύσκολο είναι πολλές φορές να μπορέσεις να τα συγκεντρώσεις και να τα συνθέσεις, αλλά και να σου προσφέρουν, όταν το ολοκληρώσεις αυτό, δυνατότητες του να στήσεις μια δικιά σου ιστορία. Γιατί τα ακριβή ιστορικά στοιχεία σου δίνουν μια καλή βάση, είναι τα πρώτα καλά υλικά, που είναι στέρεα και αντέχουν και πάνω στα οποία μπορείς να οικοδομήσεις εσύ τη δικιά σου ιστορία. Αυτό ξέρετε είναι ανάλογα με το πώς ο καθένας αντιλαμβάνεται τα πράγματα ή με τι θέλει ακριβώς να κάνει. Μπορεί να σας φαίνεται δύσκολο, γιατί δεν το έχετε επιχειρήσει. Να το επιχειρήσετε και μετά θα θεωρήσετε ότι είναι κάτι που μπορεί να γίνει. Κάτι που δεν το έχουμε κάνει ποτέ, το φοβόμαστε. Από κει και πέρα, αν το κάνουμε κι έχουμε περάσει όλη αυτή τη διαδικασία, νομίζω ότι σιγά-σιγά εξοικειωνόμαστε μ’ αυτό. Καταρχήν μέσα στο βιβλίο δεν αναφέρεται κανένα ανύπαρκτο μέρος. Όλα τα μέρη που αναφέρονται είναι μέρη υπαρκτά. Υπάρχουν δύο βεβαίως τα οποία δεν θα σας τα αποκαλύψω, ίσως εσείς που έχετε διαβάσει το βιβλίο να τα έχετε εντοπίσει, που απλώς πήραν μια ονομασία από μένα, που βόλευε στην ιστορία. Αυτά τα δύο μέρη όντως δεν υπάρχουν κι είναι τα μοναδικά που δημιούργησα εγώ με τη φαντασία μου.
- Είναι πιο γοητευτικό για έναν συγγραφέα η ιστορία του να διαδραματίζεται σε κάποιο ανύπαρκτο φανταστικό μέρος;
- Είναι τόσο γοητευτικό, όσο το ότι δημιουργείς φανταστικούς ήρωες, γιατί κι οι ήρωες που υπάρχουν μέσα φανταστικοί είναι, δεν είναι υπαρκτά πρόσωπα. Μπορεί να αναφέρονται ορισμένα συγκεκριμένα ιστορικά πρόσωπα, όπως π.χ. ο Μότσαρτ, αλλά οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές δεν είναι κανένας ιστορικό υπαρκτό πρόσωπα. Με την έννοια αυτή λοιπόν είναι το ίδιο γοητευτικό να δημιουργείς χώρους και τοποθεσίες φανταστικές, όσο το να δημιουργείς χαρακτήρες.
- Στις μέρες μας παρατηρούμε μία πληθώρα νέων εκδόσεων, βιβλίων που βγαίνουν καθημερινά. Ποια είναι η άποψη σας για την ελληνική λογοτεχνία σήμερα; Βοηθούν όλες αυτές οι εκδόσεις να αναδειχτούν νέοι συγγραφείς;
- Οι πολλές νέες εκδόσεις είναι συμβατές μ’ αυτό που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια, δηλαδή υπήρχε ένας υπερπληθωρισμός και μια υπερπαραγωγή προϊόντων τα οποία μας οδήγησαν σε μία κατάσταση ευημερίας, που αποδείχθηκε ότι ήταν μία φούσκα και πραγματικά δε μπορούσαμε να τη στηρίξουμε. Αυτό που λένε οι πολιτικοί μας, ότι ζούσαμε με δανεικά, αφορούσε την καθημερινότητα μας, αφορούσε όμως και την πολιτιστική μας παραγωγή, με πρώτη ύλη την παραγωγή βιβλίων. Κατά την άποψη μου, πολλά από αυτά τα βιβλία που εκδίδονται, δεν έχουν λόγο να εκδοθούν. Θα μου πείτε βέβαια, αφού είναι έτσι, γιατί συμβαίνει αυτό. Για πάρα πολλούς λόγους. Γιατί έχουν δημιουργηθεί πάρα πολλοί εκδοτικοί οίκοι οι οποίοι θέλουν να βάζουν στο ράφι τους πολλούς τίτλους και μοιραίο είναι ότι πολλά βιβλία ουσιαστικά είναι βιβλία θα έλεγε κανείς σφραγίδα, εκδίδονται και κυκλοφορούν μεταξύ συγγενών και φίλων. Το ερώτημα είναι αν έχουμε πραγματικά κάποια σπουδαία βιβλία στην ελληνική παραγωγή τα τελευταία χρόνια. Λυπάμαι, όχι. Δηλαδή, ενώ κυκλοφόρησαν κάποια σημαντικά βιβλία στην παγκόσμια αγορά, στην ελληνική αγορά δεν είδαμε κάτι τέτοιο. Και μάλιστα θα έλεγα χαρακτηριστικά ότι οι ίδιοι άνθρωποι γράφουν συνεχώς το ίδιο βιβλίο. Και προβάλλεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
- Διαμορφώνει συνειδήσεις ο συγγραφέας με το έργο του; Επηρεάζει τον αναγνώστη, ειδικά όταν πρόκειται για έναν νέο αναγνώστη;
- Πιστεύω ότι ένας συγγραφέας μπορεί να επηρεάσει έναν αναγνώστη, όπως ένας φίλος μπορεί να επηρεάσει έναν άλλο μέσα από μια κουβέντα. Οι γνώμες, γιατί γνώμη καταθέτει και ο συγγραφέας, μπορούν να επηρεάσουν τον αναγνώστη, τον τρόπο σκέψης ενός ανθρώπου. Εκείνο το οποίο ελπίζω πάντοτε να επηρεάζει ένας συγγραφέας κι ένα καλό βιβλίο είναι στο να δημιουργεί νέους αναγνώστες. Γιατί κάποιος που θα πρωτοπάρει ένα βιβλίο, αν πέσει σ’ ένα καλό βιβλίο, είναι πολύ πιθανό να το ξανακάνει και να διαβάσει κι άλλα βιβλία κι έτσι να έχουμε ένα πολύ σημαντικό κέρδος. Ακόμα κι αν κερδίσουμε έστω κι έναν αναγνώστη είναι πολύ σημαντικό. Από κει και πέρα το βιβλίο δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο η προσωπική άποψη κάποιου. Το πόσο θέλουμε να τη δεχτούμε ή όχι είναι στο δικό μας χέρι. Και φυσικά πολλές φορές και να το σκέφτεσαι αυτό δεν μπορείς να το απαντήσεις ο ίδιος για τον πολύ απλό λόγο ότι από τους όποιους αναγνώστες ενός βιβλίου θα συναντήσεις ελάχιστους, ένα πολύ μικρό ποσοστό. Τώρα σε τι τους επηρέασε ή δεν τους επηρέασε, σε τι τους δημιούργησε θετικές ή αρνητικές εντυπώσεις δε θα το μάθεις ποτέ.
- Ο τόπος, όπου ζει ο συγγραφέας, ο τόπος όπου έχει μεγαλώσει κι όπου έχει ζήσει έστω και προσωρινά, επηρεάζει το έργο του;
- Ο τόπος επηρεάζει πάντα το έργο. Αναμφίβολα αυτά που έχουμε ζήσει και είναι πλέον εμπειρίες δικές μας και πράγματα που έχουν χαραχτεί στο μυαλό και στην καρδιά μας είναι πάντοτε τα πρώτα υλικά που μας βοηθούν να γράψουμε. Φυσικά ακολουθούν και άλλες διαδικασίες και διεργασίες, όπως το διάβασμα, η έρευνα, η συζήτηση κάποιες φορές με άλλους ανθρώπους από τους οποίους αντλούμε εικόνες και εμπειρίες, που βοηθούν να γράψουμε. Άρα λοιπόν με την έννοια αυτή φυσικά ο τόπος επηρεάζει, αλλά αν το δούμε λίγο πιο ανοιχτά το όλο θέμα, εκείνο το οποίο επηρεάζει έναν συγγραφέα σαν εμένα που ζει στην Κοζάνη, η ίδια η πόλη και η περιοχή είναι η εξής πλευρά. Στην Αθήνα είσαι πιο κοντά σ’ αυτό που λένε κέντρο αποφάσεων. Το βιβλίο σου μπορεί να γίνει θέμα σ’ ένα μέσο πανελλήνιας κυκλοφορίας, σε μία εφημερίδα ή σ’ ένα άλλο μέσο μαζικής ενημέρωσης, που έχει μεγαλύτερη εμβέλεια και ακροαματικότητα κι άλλο να είσαι στην Κοζάνη. Το πρόβλημα για παράδειγμα είναι ότι εδώ δε θα βρεις ανθρώπους να ασχολούνται αποκλειστικά με το βιβλίο, δε θα βρεις ανθρώπους να κάνουν π.χ. μία εκπομπή στην τηλεόραση αποκλειστικά για το βιβλίο που θα σε καλέσουν να κάνεις μία εκ βαθέων κουβέντα. Αυτοί που ασχολούνται με τη δημοσιογραφία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι υποχρεωμένοι να κάνουν πολλά πράγματα κι αυτό, όπως μπορεί κανείς να αντιληφθεί, δεν είναι πάντοτε καλό και για την ίδια τη δουλειά του ατόμου, αλλά ούτε και για τη δουλειά ενός ανθρώπου που δημιουργεί όπως είμαι κι εγώ, όπως είστε κι εσείς, όπως κι όλοι οι άλλοι που μένουν εδώ. Δηλαδή ωραία, δίνουμε μια συνέντευξη κάπου, αλλά πολλές φορές είναι μια συνέντευξη η οποία δε μπορεί να βοηθήσει και το ίδιο το έργο και το συγγραφέα. Νομίζω λοιπόν ότι αν σε κάτι επηρεάζει το να μείνει κανείς σε μια πόλη σαν την Κοζάνη είναι σ’ αυτό ακριβώς.
- Λένε πως η Κοζάνη, η πόλη μας είναι μία δύσκολη πόλη, μια πέτρινη πόλη, όπως πρώτος ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου της χαρακτήρισε, μια πόλη που δεν μπορεί να εμπνεύσει και να θρέψει λογοτέχνες. Συμφωνείτε μ’ αυτή την άποψη;
- Εγώ πιστεύω ότι η Κοζάνη έχει τα θετικά και τα αρνητικά που έχει κάθε πόλη ανάλογα με το μέγεθός της. Δηλαδή δε μπορώ να φανταστώ, γιατί η Αθήνα θα μπορούσε να εμπνεύσει ένα λογοτέχνη. Η Κοζάνη μπορεί να εμπνεύσει, εάν κάποιος συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από μία μεγάλη πόλη της περιφέρειας με κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και εφόσον θέλει να δημιουργήσει κάποια πράγματα, πρέπει να κάνει αυτό που κάνει κάθε άνθρωπος, που θέλει να παράγει ένα έργο. Να μαζέψει εμπειρίες, εικόνες, ερεθίσματα που έχει ο ίδιος και να προσπαθήσει να τα αξιοποιήσει αποσπώντας κάποια στιγμή τον εαυτό του από το περιβάλλον και κλείνοντάς τον στον κόσμο που δημιουργεί εκείνο το διάστημα. Έναν κόσμο που εκφράζει το βιβλίο, έναν κόσμο που εκφράζει ένα έργο τέχνης, ένα έργο ζωγραφικής, ένα μουσικό έργο, οτιδήποτε. Διότι μπορεί κανείς να δημιουργήσει και σε μια πόλη σαν την Κοζάνη. Η Κοζάνη έχει πολύ σημαντικούς μουσικούς, όπως είναι ο Μάκης Σεβίλογλου, πολλούς σημαντικούς εικαστικούς, όπως ο Κώστας Ντιος. Για να μπορούν αυτοί να παράγουν τέτοια σημαντικά έργα, σημαίνει ότι μέσα τους έχουν τα ερεθίσματα που με τα έργα αυτά εκφράζουν.
- Μήπως έχει επικρατήσει αυτή η άποψη γιατί στην Κοζάνη δεν υπάρχει κάποιος εκδοτικός οίκος να αναλάβει να εκδώσει και να προωθήσει τα έργα τους και πρέπει να απευθυνθούμε σε εκδοτικούς οίκους της Αθήνας κατά πρώτο λόγο και της Θεσσαλονίκης;
- Αυτό είναι αναγκαίο κακό. Η Κοζάνη δεν μπορεί πολλές φορές να συντηρήσει μικρότερης εμβέλειας επιχειρήσεις, πόσο μάλλον έναν εκδοτικό οίκο, γιατί ένας εκδοτικός οίκος, αν λειτουργούσε στην Κοζάνη, θα έπρεπε να έχει το βλέμμα του στραμένο σε όλη την Ελλάδα. Να έχει ένα πολύ μεγάλο δίκτυο για να μπορεί να διακινήσει τα βιβλία του. Δεν έχει νόημα να πουλάς μόνο σε μία πόλη ή μόνο σε μία περιοχή. Εκδοτικούς οίκους δεν έχει ούτε η Θεσσαλονίκη. Έχει, αλλά θα έλεγα ότι ακόμα και οι δυο-τρεις που υπάρχουν στη Θεσσαλονίκη, οι εύρωστοι, οι πιο δυνατοί είναι πάρα πολλοί για τη Θεσσαλονίκη, πόσο μάλλον για την Κοζάνη, που η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη δεκαπλάσια σε μέγεθος και πληθυσμό από την Κοζάνη. Μακάρι να είχαμε μία λογική αποκέντρωσης, εμένα δε θα με πείραζε καθόλου να είχαμε στη Θεσσαλονίκη δυο-τρεις δυνατούς εκδοτικούς οίκους, πιο δυνατούς απ’ αυτούς που υπάρχουν σήμερα, θα κρατούσαν το ενδιαφέρον και θα προσέλκυαν και συγγραφείς από την Αθήνα και από άλλα μέρη. Το πρόβλημα της Ελλάδας αυτό είναι. Ο συγκεντρωτισμός σ’ ένα μέρος.
- Λένε ότι τα παιδιά δε διαβάζουν εξωσχολικά βιβλία, δεν αγαπούν το διάβασμα, μια άποψη η οποία έχει πολλούς υποστηρικτές, αλλά και πολλούς, ανθρώπους των γραμμάτων, που υποστηρίζουν το αντίθετο. Εσείς τι πιστεύετε; Τα παιδιά σήμερα διαβάζουν ή όχι;
- Να σας πω κάτι; Τα παιδιά μπορούν να αγαπήσουν τα πάντα και να κάνουν τα πάντα, εάν μπορούσαν κατ’ αρχήν να ευχαριστηθούν ορισμένα πολύ απλά πράγματα Πότε τα παιδιά, τα σημερινά παιδιά και τα παιδιά του χτες και πολύ φοβάμαι και τα παιδιά του αύριο, έχουν χρόνο, από την ώρα ας πούμε που θα μπουν στο γυμνάσιο μέχρι την ώρα που θα αποφοιτήσουν από το λύκειο, για να απασχοληθούν διαβάζοντας ένα βιβλίο; Αφού όλοι μας γνωρίζουμε ότι τα παιδιά σήμερα έτσι όπως το ‘χουμε κάνει το πράγμα, εμείς οι γονείς, όχι κάποιοι ξένοι, δεν υπάρχει μια αόρατη συνομωσία, τα παιδιά λοιπόν σήμερα τρέχουν πίσω από ένα φροντιστήριο για τα ελληνικά μαθήματα, τρέχουν πίσω από ένα φροντιστήριο για τις ξένες γλώσσες, τρέχουν πίσω από ένα ωδείο, από ένα κολυμβητήριο, από ένα γυμναστήριο, από μια δραστηριότητα που πολλές φορές δεν έχει νόημα και αξία για τα ίδια. Όταν λοιπόν ένα παιδί ξεκινάει απ’ τις 8 η ώρα το πρωί και καταλήγει στις 10 η ώρα το βράδυ έχοντας κάνει τόσα πολλά πράγματα, με συγχαρείτε, αλλά εμείς εξοντώνουμε τα παιδιά κι εμείς αρνούμαστε από τα παιδιά τη δυνατότητα να απολαύσουν αυτή τη μαγεία που προσφέρει η ανάγνωση. Γιατί ακόμη κι ένα κακό βιβλίο είναι προτιμότερο για ένα παιδί από το να δει μια χαζομάρα στην τηλεόραση σαν αυτές από τις οποίες είναι γεμάτα όλα τα κανάλια και κυρίως τα ελληνικά. Το θέμα είναι ότι η σχέση των παιδιών με το λογοτεχνικό βιβλίο σήμερα δεν υπάρχει, δεν είναι καν δημιουργική. Έτυχε να έχω πάει σε ένα σχολείο κι όταν μπήκα μέσα η πρώτη απορία, η πρώτη ερώτηση που μου έκαναν τα παιδιά είναι πώς είναι δυνατόν να είμαι συγγραφέας και να είμαι ζωντανός! Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη λογοτεχνία, έχει να κάνει και με το θέατρο, αν ρίξει κανείς μια ματιά στις 150 σκηνές που υπάρχουν στην Αθήνα, θα δει ότι τα ανεβάσματα έργων πεθαμένων Ελλήνων συγγραφέων είναι πάμπολλα. Ξανά το ίδιο και ξανά το ανεβάζουμε έτσι και ξανά το γυρνάμε αλλιώς. Δηλαδή η Ελλάδα σήμερα έχει ένα ουσιαστικό πρόβλημα πολιτιστικής ταυτότητας. Κάποιος πρέπει να σκύψει και να δει, κάποιος πρέπει να δώσει χρόνο και να ενδιαφερθεί τι γίνεται, τι ακούγεται. Πρέπει να δοθεί ένα βήμα να βγουν και να ακουστούν και διαφορετικές φωνές, γιατί αν δει κανείς στη λογοτεχνία είναι κάποια ονόματα τα οποία μιλάνε μονίμως. Τα ίδια ονόματα, οι ίδιοι άνθρωποι που γράφουν συνεχώς για τα ίδια θέματα.
- Εκτός από συγγραφέας μυθιστορημάτων, έχετε στο ενεργητικός σας δύο συλλογές διηγημάτων και περί τα 10 θεατρικά έργα και εκτός απ’ όλα αυτά είστε και δημοσιογράφος, το επάγγελμά σας είναι αυτό. Αν σας ρωτούσαν τελικά τι είστε, τι θα λέγατε; Πώς θα παρουσιάζατε τον εαυτό σας;
- Με μία φράση θα σας πω αυτό που σας είχα πει και παλιότερα σε μια ανάλογη συνέντευξη μας απλώς είμαι ένας άνθρωπος που γράφει. Δε μ’ αρέσουν οι ετικέτες. Και δε μ’ αρέσουν, γιατί είναι πάρα πολύ εύκολο σε ορισμένους να κρίνουν τους ανθρώπους, να τους κολλάν ετικέτες, χαρακτηρισμούς. Εγώ είμαι κατά των χαρακτηρισμών. Δεν μπορώ να βρω εύκολα έναν άνθρωπο πίσω μόνο από μία ετικέτα. Δε μ’ ενδιαφέρει. Αυτή είναι η εύκολη κριτική, η εύκολη οριοθέτηση των ανθρώπων Εκείνο που έχω να πω εγώ είναι ότι είτε αφορά εμένα, είτε αφορά οποιονδήποτε άλλο όλοι μας έχουμε μόνο έναν αντίπαλο: το χρόνο. Θα φανεί εάν στο χρόνο αυτά που δημιουργήσαμε και θα δημιουργήσουμε μπορούν να αντέξουν και να επιζήσουν.
- Διήγημα και μυθιστόρημα. Έχετε ασχοληθεί και με τα δύο, έχετε διακριθεί και στα δύο. Αν σας ρωτούσα ποιο από τα δυο προτιμάτε, με τι προτιμάτε να ασχολείστε, τι θα απαντούσατε;
- Το διήγημα έχει τη δυσκολία ότι πρέπει να συμπυκνώσεις μέσα σε λίγες αράδες αυτά που θέλεις να πεις. Εμένα μου έχουν πει κατά καιρούς σε σχέση με τα διηγήματά μου, ότι πολλά απ’ αυτά θα μπορούσαν να ‘χαν γίνει μυθιστόρημα. Από την άλλη μεριά το μυθιστόρημα έχει πάρα πολύ κόπο, διότι ένα διήγημα μπορεί να σου παίρνει κάποιο χρόνο, αλλά εν πάση περιπτώσει σε ταλαιπωρεί λιγότερο. Περισσότερο σε ταλαιπωρεί η ύλη των νοημάτων, καθώς πρέπει να βρίσκεις τις κατάλληλες λέξεις και φράσεις για να συμπυκνωθεί το νόημα μέσα σε λίγες σειρές. Το μυθιστόρημα σου δίνει τη δυνατότητα να απλωθείς. Αλλά από την άλλη μεριά ελλοχεύει τεράστιος κίνδυνος να χαθείς κιόλας. Γιατί το μυθιστόρημα μπορεί να είναι όπως καλή ώρα Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΤΣΑΡΤ 510 σελίδες, που σημαίνει ότι σε χειρόγραφο, σε Α4 είναι περί τις 400 και είναι επίσης κάποιες χιλιάδες λέξεις. Για να μπορέσεις όλες αυτές να τις βάλεις σε μια σειρά, να συνδέονται η μία με την άλλη, χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή και βεβαίως πάρα πολύ μεγάλος κόπος, διότι κακά τα ψέματα ένα μυθιστόρημα δε βγαίνει από τη μια μέρα στην άλλη.
- Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
- Είναι λίγο δύσκολο να απαντήσω, γιατί είμαι σε μια φάση που οργανώνω τις παρουσιάσεις του βιβλίου αυτού. Είναι σημαντικό να γίνουν παρουσιάσεις, γιατί έτσι προσεγγίζεις καλύτερα τον κόσμο. Τα μελλοντικά μου σχέδια είναι ν’ αποφασίσω ποιο θα είναι το επόμενο μυθιστόρημα, γιατί αυτή τη στιγμή υπάρχουν στο μυαλό μου και στις σημειώσεις μου τρεις-τέσσερις ιστορίες που θεωρώ καλές, με ενδιαφέρον. Όταν λοιπόν αποφασίσω, πιστεύω την άνοιξη θα ξαναμπώ στη διαδικασία σιγά-σιγά ν’ αρχίσω να ετοιμάζω το επόμενο βιβλίο, γιατί αυτά που σας είπα οι τρεις-τέσσερις ιδέες που έχω σημειωμένες δε θέλω να βρικολακιάσουν, θέλω να πάρουν σάρκα και οστά.
- Τι συμβουλή θα δίνατε σε όποιον ξεκινούσε τώρα την πορεία του στον κόσμο της γραφής;
- Θα του έλεγα κάτι που μου είπε ένας παλιός μου φίλος στα παιδικά μας χρόνια. Μου ‘χε κάνει ένα δώρο τότε, μια ποιητική συλλογή με την αφιέρωση. «Κανείς δεν μπορεί να προδώσει το έργο σου αν δεν το προδώσεις πρώτα απ’ όλους εσύ». Αυτό λοιπόν θα συμβούλευα σ’ ένα νέο συγγραφέα ή σ’ έναν άνθρωπο εν πάση περιπτώσει που προσπαθεί να μπει σ’ αυτό το χώρο. Γιατί, όταν παράγεις ένα έργο και θέλεις αυτό το έργο να προχωρήσει, πρέπει να το κρίνεις, να το κρίνεις αρνητικά, να το κατακρίνεις, να του αλλάξεις τα φώτα, να κάνεις όποια κίνηση χρειάζεται για να το βελτιώσεις. Και έτσι θα προχωρήσει. Το που θα φτάσει είναι θέμα πολλών συγκυριών. Έχει να κάνει με τις δικές σου ικανότητες, τη δουλειά που θα κάνεις, αλλά και την τύχη που παίζει πάντα καθοριστικό ρόλο.

1 σχόλιο:

  1. - Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kozanimedia.gr (9/5/2011) και με μία πιο σύντομη μορφή στην εφημερίδα "ΔΥΤΙΚΗ", 22/5/2011, αρ.φ. 125, σελ. 10.

    ΑπάντησηΔιαγραφή