Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ

της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Βασίλης Π. Καραγιάννης. Το χρώμα της νοσταλγίας (διηγήματα).
Εκδόσεις: Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008, σελ. 172.

Ποιο είναι άραγε το χρώμα της νοσταλγίας; Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να δώσει απάντηση η νέα συλλογή διηγημάτων του Β.Π.Καραγιάννη. Ο γνωστός συγγραφέας, διευθυντής της πνευματικής ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ και πρώην διευθυντής του ΙΝ.Β.Α. κάνει με το νέο του βιβλίο μία πρωτόγνωρη κατάθεση συναισθημάτων μέσα από 13 διηγήματα-αφηγήσεις, που κοσμούνται στο εξώφυλλο από ένα πίνακα ασυγκρίτου ομορφιάς του Κώστα Ντιο. Κάποια από αυτά μετά την πρώτη τους δημοσίευση στις σελίδες της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ -δηλαδή του εφήμερου και προσωρινού έντυπου Τύπου- απέκτησαν μία μόνιμη θέση στις σελίδες του νέου βιβλίου και όλα μαζί συνθέτουν με εξαίρετη μαεστρία το χρώμα της νοσταλγίας.
Γραμμένες με το γνωστό και ιδιαίτερο στυλ και ύφος του συγγραφέα οι 13 ιστορίες του νέου βιβλίου κάνουν μία ιδιαίτερη διαδρομή με πολλές και διαφορετικές, ενδιαφέρουσες πάντα, στάσεις. Κάθε μία με άλλη αφορμή και γενεσιουργό αιτία που ξύπνησε το μυαλό και την πένα του συγγραφέα. Μία ληστεία σε τράπεζα μίας κατά τ’ άλλα ασήμαντης βορειοελληνικής πόλης, μία επίσκεψη, αγνώστου αφορμής κι αποτελέσματος, στη Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα των φοιτητικών ονείρων και σε όλες τις εποχές των προσφύγων, αναμνήσεις από τον ελληνικό στρατό -και εδώ διακρίνεται καθαρά το χρώμα της νοσταλγίας- περιπέτειες στην πόλη των βουνών, που ανέλαβε να περπατήσει τα βήματά του συγγραφέα και ταξίδια, ταξίδια πολλά. Η αφορμή σε ένα συγγραφέα μπορεί να δοθεί από ένα μικρό γεγονός της καθημερινότητας, που συνήθως περνάει απαρατήρητο, γιατί ελάχιστοι έχουν την ικανότητα και την ευαισθησία να το δουν ως μοναδικό. Ο Β.Π.Κ. κατέχει την ικανότητα. Και αναδεικνύει την ευαισθησία του σε προσόν μοναδικό και ανεπανάληπτο.
Θυμάμαι πως όταν διάβασα πρώτη φορά βιβλίο του Β.Π.Κ. τρόμαξα. Τρόμαξα, γιατί αμέσως μόλις έφτασα στην τελευταία λέξη της τελευταίας σελίδας μία υποσυνείδητη λειτουργία του μυαλού μου με οδήγησε να γυρίσω ξανά στην πρώτη και να το διαβάσω από την αρχή, ξανά και ξανά, μέχρι που έφτασα να θυμάμαι απ’ έξω φράσεις και παραγράφους ολόκληρες, ό,τι μπορούσε να αποτυπωθεί στο μυαλό και στην ψυχή, τον κύριο αποδέκτη των λογοτεχνικών λόγων. Από τότε αυτή η συνήθεια έγινε σχεδόν εθισμός και κάπως έτσι διαβάζω ακόμα όλα τα βιβλία του Β.Π.Κ. Τι φταίει για αυτή μου τη συνήθεια δεν έχω καταφέρει ακόμα να ανακαλύψω, είναι, όμως, κάτι στις σελίδες όλων των βιβλίων του, μικρό και απειροελάχιστο, μα πάντα παρόν, που δε σε αφήνει να ξεφύγεις με ένα απλό διάβασμα και μόνο.
Ίσως να φταίει η γλώσσα που ο συγγραφέας επιλέγει για την εξιστόρησή του, λόγια και δημοτική ταυτόχρονα, η διαφορετική απόχρωση των λέξεων και των προτάσεων, η απλότητα με την οποία οι πολύπλοκες εικόνες σχηματίζονται στις σελίδες του βιβλίου και κατ’ επέκταση και στο μυαλό του αναγνώστη και αυτή η αίσθηση του διαφορετικού, του καινούργιου και αλλιώτικου. Ίσως να φταίει το ότι στις μικρόσχημες σελίδες των βιβλίων του Β.Π.Κ. αποκαλύπτεται μαζί με την ψυχή του συγγραφέα κι ένα κομμάτι της δικής μας ψυχής, των δικών μας μυστικών και ονείρων. Δεν το επιδιώκει, δεν το επεδίωξε ποτέ. Μαζί με την ευαισθησία, είναι κι αυτή μια έμφυτη ικανότητα.
«Πώς είναι η νοσταλγία; Ένα άρωμα φτηνό στις μεγάλες μπουκάλες με την εφήμερη, προκλητική δήλωση της ύπαρξής του στα δέλτα και θήτα των θηλέων, στις μόλις διακρινόμενες αυλακιές του στέρνου ή στα απαιτητικά διαγραφόμενα υψώματα του στήθους, όπου στους φυσιολογικούς καιρούς τσιμπολογούν μεσημβρινά περιστέρια ή πίνουν νερό πρωινοί κορυδαλλοί». («Το χρώμα της νοσταλγίας», σελ. 158).
Ποιο είναι άραγε το χρώμα της νοσταλγίας; Ίσως να είναι το γκρίζο της μελαγχολίας του παρελθόντος ή το χρυσό της λαμπερής ανάμνησης. Ίσως το ροζ των παιδικών ονείρων. Ίσως… Αμέτρητα ονόματα θα μπορούσε να έχει το χρώμα τη νοσταλγίας, γι’ αυτό δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Έχει το όνομα που δίνει ο καθένας σε κάθε ανάμνησή του. Αυτό που τόσο εξαίρετα σκιαγραφεί ο Β.Π.Κ. στις 13 ιστορίες του βιβλίου του.

Κοζάνη, Αύγουστος 2008

1 σχόλιο: