Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Η ΣΥΝΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΒΥΡΣΟΔΕΨΩΝ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ

του Ευριπίδη Ζ. Τσιόπτσια

H Κοζάνη είναι μία πόλη που δημιουργήθηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η πορεία της χαρακτηρίζεται από την ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ και ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ, που αναπτύχθηκαν και λειτούργησαν στον ευρύτερο χώρο της Δυτικής Μακεδονίας κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Η εκπαίδευση, η τοπική αυτοδιοίκηση, το εμπόριο, τα γράμματα, η εκκλησία ακόμα και το ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ανέδειξαν εκφραστές που προσέφεραν θετικά στοιχεία στην ενδιαφέρουσα πολιτισμική της συγκρότηση.
Με την ολοκλήρωση της κατάληψης της Μακεδονίας από τους Τούρκους στα τέλη του 14ου αιώνα επακολούθησε εξαιτίας της βίας και των καταστροφών Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΕ ΕΚΤΑΣΗ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ από τις ανασφαλείς πεδινές περιοχές σε τόπους ορεινούς, δασώδεις και απόκρυφους, που προσέφεραν μεγαλύτερη ασφάλεια, καθώς βρισκόταν μακριά από πολυσύχναστες οδικές αρτηρίες. Ο χώρος, όπου εγκαταστάθηκαν οριστικά οι πρώτοι άποικοι και που με τον καιρό εξαπλώθηκε, είναι ο γνωστός οικισμός ΣΚ’ΡΚΑ (που στα αρβανίτικα σημαίνει βράχος). Όσο για τον τόπο από τον οποίο ξεκίνησαν οι πρώτοι άποικοι (πρόγονοί μας) για να φτάσουν σε τούτα τα χώματα και να κτίσουν την Κοζάνη αυτός λέγεται ότι ήταν η Κόζδιανη της Παγωνιανής, που γεωγραφικά ανήκει στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, όπως προκύπτει από την προφορική παράδοση, το γλωσσικό ιδίωμα, από αρκετά ήθη και έθιμα και από αυτά που σημειώνει ο Λιούφης στην ιστορία του.
Η Κοζάνη λόγω της γεωγραφικής της θέσης και λόγω του ότι πολλοί Κοζανίτες διατηρούσαν αβρές σχέσεις με την «Αυλή» της παραχωρήθηκαν πολλά προνόμια και εξελίχθηκε με τον καιρό σε καταφύγιο προσφύγων χριστιανών, που διώκονταν και αντιμετώπιζαν προβλήματα σκληρής μεταχείρισης από μέρους του Κατακτητή. Το 1612 ο Δεσπότης Τρίκης «Διόνυσος ο Φιλόσοφος» κηρύσσει επανάσταση εναντίον των Τούρκων, με αποτέλεσμα να αρχίσει ένας σκληρός διωγμός εναντίον των χριστιανών και οι οικογένειες (φάρες) τους από τα Άγραφα και την Θεσσαλία να πάρουν έτσι το δρόμο της προσφυγιάς και να καταλήξουν στην Κοζάνη όπου και εγκαθίστανται μόνιμα, καθώς η κοινότητα τους παραχώρησε οικόπεδα για να κτίσουν τα σπίτια τους. Αναφέρονται τα ονόματα Τέλιος, Θάνος, Δακής, Κριαράς, Αγραφιώτης και άλλοι.
Το 1646 καταφθάνουν στην μικρή Κοζάνη με αρχηγό τον Παπαγκίκα, Γενάρχη της οικογένειας των Σακελλάριδων, από το Χόρμοβο των Ακροκεράνειων όρεων 60 οικογένειες ενόπλων που δεν μπορούσαν να συμβιώσουν με τους εξισλαμισθέντες συγχωριανούς τους. Το 1649 οι Αλβανοί καταστρέφουν το γειτονικό χωριό Κτένι. Ο προεστός του χωριού Χαρίσιος Τράντας, μεγαλοκτηνοτρόφος, καταφεύγει στην Κοζάνη με ογδόντα οικογένειες και μερικές χιλιάδες γιδοπρόβατα. Η εγκατάσταση του Τράντα στην Κοζάνη έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανοδική εξέλιξη της πόλης. Εκτός από τις ομαδικές μετακινήσεις προσφύγων προς την Κοζάνη πρέπει να σημειωθεί και η εγκατάσταση ικανού αριθμού κατοίκων που προέρχονταν από κοντινές περιοχές και οικισμούς, ιδιαίτερα από τα γειτονικά Σέρβια στα οποία η αριθμητική υπεροχή των Μουσουλμάνων έναντι των χριστιανών δημιουργούσε συχνά επεισόδια. Έτσι πολλοί Σερβιώτες κατέφθασαν στην Κοζάνη μεταφέροντας μαζί τους και στοιχεία της Βυζαντινής παράδοσης την οποία είχαν βίωσει για αιώνες, όπως είναι η τέχνη της υφαντουργίας και η τέχνη του κεντήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τελευταίου είναι ο περίφημος κεντητός επιτάφιος που βρίσκεται στον Άγιο Νικόλαο απέναντι από το ΔΕΣΠΟΤΙΚΟ ΘΡΟΝΟ και ανήκει στον Γ. ΚΟΝΤΑΡΗ εκ ΣΕΡΒΙΩΝ ο οποίος χρημάτισε και πρώτος ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ.
Ο μικρός γεωργικός κλήρος και η περιορισμένη κτηνοτροφία δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των κατοίκων, οι οποίοι ολοένα και αυξάνονταν. Το γεγονός αυτό έστρεψε τους κατοίκους προς άλλες δραστηριότητες, όπως το εμπόριο, τη βιοτεχνία, αλλά και τη μετανάστευση προς τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Η σταδιοδρομία των μεταναστών αυτών υπήρξε πετυχημένη και σωτήρια για την πατρίδα αλλά και τα σχολεία της. Το 1668 με την ίδρυση της φημισμένης σχολής της Κοζάνης, αλλά και έπειτα από λίγα χρόνια το 1745 με τη μεταφορά της έδρας της επισκοπής Σερβίων στην Κοζάνη, η μικρή αυτή πόλη εξελίσσεται σ’ ένα σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, αλλά συγχρόνως και σε ένα κέντρο εφοδίων της περιοχής.
Σπουδαίο ρόλο στην γενικότερη εξέλιξή της έπαιξαν οι ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ, μία από τις οποίες ήταν εκείνη των ΒΥΡΣΟΔΕΨΩΝ. Η ΣΥΝΤΕΧΝΙΑ ή ΡΟΥΦΕΤΙ (λέξη αραβική) ή ΙΣΝΑΦΙ (τούρκικη) έχει βυζαντινή προέλευση, είναι μία συγκροτημένη ομάδα ομοτέχνων, η οποία συμπεριλαμβάνει και τους ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΥΣ και η οποία λειτουργεί βάσει ορισμένων κανόνων, που συμπεριλαμβάνονται στο ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ (στο καταστατικό θα λέγαμε σήμερα), που υπογράφεται από τον επίσκοπο, τους άρχοντες της κοινότητας και τους εκπροσώπους της ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΣ. Η σύσταση και η νομιμοποίηση των συντεχνιών, απέβλεπε στη βελτίωση και περιφρούρηση ορισμένων επαγγελματικών συμφερόντων. Ο θεσμός των συντεχνιών συνέβαλε στην οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του τόπου, ενώ εφαρμόστηκε και από τους ΚΟΖΑΝΙΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ. Χαρακτηριστικό είναι ότι ΟΙ ΚΟΜΠΑΝΙΕΣ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗΣ ήταν οργανωμένες σύμφωνα με το πνεύμα στο πνεύμα των Συντεχνιών της Κοζάνης.
Οι πρώτες συγκροτημένες Συντεχνίες χωρίς όμως το ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ γράμμα του επισκόπου εμφανίζονται στην ΚΟΖΑΝΗ το 1768, όταν οι πρωτομάστορες, δηλαδή οι εκπρόσωποι έξι (6) ΣΥΝΤΕΧΝΙΩΝ, οι οποίες ήταν η συντεχνία των ΓΟΥΝΑΡΑΔΩΝ, των ΡΑΦΤΑΔΩΝ, των ΠΑΠΟΥΤΣΗΔΩΝ, των ΚΡΕΟΠΩΛΩΝ, των ΠΑΝΤΟΠΩΛΩΝ και των ΚΤΙΣΤΩΝ, παρουσιάζονται από δική τους πρωτοβουλία στο επισκοπικό μέγαρο και ζητούν από τον επίσκοπο ΙΓΝΑΤΙΟ να εκδώσει ΣΥΝΟΔΙΚΗ απόφαση, (που έχει ισχύ νόμου), με την οποία θα καθορίζονται οι γιορτές και οι αργίες όλου του χρόνου με σκοπό την ομαλότερη λειτουργία της αγοράς. Ο Δεσπότης δέχεται και συντάσσει με τη συμμετοχή των Αρχόντων και των εκπροσώπων των εργαζομένων το σχετικό εορτολόγιο, ορίζοντας συγχρόνως τις κοσμικές και θρησκευτικές ποινές που θα αντιμετώπιζαν οι παραβάτες.
Αξιοσημείωτο γεγονός από τη σύνταξη αυτού του εορτολογίου είναι η παρουσία και η συμμετοχή σε αυτή τη διαδικασία για πρώτη φορά των εκπροσώπων των σωματείων. Ανάμεσα στην εκκλησιαστική εξουσία και την εξουσία των Αρχόντων παρεμβάλλεται τώρα και η Αναδυόμενη Αστική Τάξη. Δεν θα μπορούσε βέβαια να περάσει απαρατήρητη και η απόφαση των παραγόντων της κοινότητας να ορίζουν ως αρχή του έτους την πρωτοχρονιά.
Μία από τις βιοτεχνίες της Κοζάνης που αναπτύχθηκαν και προόδευσαν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά και στα επόμενα χρόνια μετά την απελευθέρωση της ήταν εκείνη των βυρσοδεψών. Η βιοτεχνία των βυρσοδεψών, η οποία αποτελούσε μάλιστα την πιο εύπορη τάξη στον κοινωνικό χώρο της Κοζάνης ήταν αυτή που πρόκοψε και αναδείχθηκε περισσότερο από κάθε άλλη βιοτεχνία. Η ιδιαίτερη αυτή θέση της και η ευημερία της πρέπει να αποδοθεί κατά πρώτο λόγο στην αφθονία και στο μικρό κόστος της εγχώριας πρώτης ύλης, που χρησιμοποιεί για να καλύπτει τις ανάγκες της, αφού τα δέρματα, το πουρνάρι, το βελανίδι, το ράδι (κάστανο), τα καρύδια, αλλά και τα κόπρανα σκύλων, απαραίτητα υλικά για τη βυρσοδεψία περισσεύουν.
Ένας άλλος λόγος ήταν η ιδιαίτερη ικανότητα και η γνώση του αντικειμένου των ανθρώπων, που ασχολούνταν με αυτό. Ένα παράδειγμα που ενισχύει την τελευταία άποψη, που διατυπώθηκε είναι το γεγονός ότι οι βυρσοδέψες λόγω των γνώσεων τους και της επαγγελματικής τους ωριμότητας δεν υπέκυψαν και δεν έπεσαν στην αφάνεια μπροστά στην επίθεση της μηχανοκίνητης βιομηχανίας των ευρωπαϊκών δερμάτων (προς το τέλος του 19ου αιώνα). Εκείνη την περίοδο λειτούργησαν στην Κοζάνη 28 βυρσοδεψεία άλλα μεγάλα και άλλα μικρότερα, τα οποία απασχολούσαν κατά μέσο όρο 40 εργάτες το καθένα. Αργότερα στις αρχές του εικοστού αιώνα αναπτύσσονται και άλλα βυρσοδεψεία ή διαιρούνται μεγάλα σε μικρότερα (τσακωμός συνεταίρων, αδελφών, γαμπρών κ.λ.π.) με αποτέλεσμα τα βυρσοδεψεία να είναι πάνω από 60 και κάποιοι να μιλούν για 67. Τα περισσότερα είναι μικρά οικογενειακά με 5-15 εργάτες. Τα μεγάλα ήταν λίγα και αναφέρω μερικά ονόματα: Δημοξένους, Γκιάγκιας, Χασάπης Θωμάς, Δρίζης (ο μεγάλος ευεργέτης της Κοζάνης), Μακρής, Λιάπης, Τουράνης και άλλοι. Σημειωτέον ότι το 1918 δια νόμου υποχρεώθηκαν να φύγουν τα βυρσοδεψεία εκτός πόλεως και να μεταστεγαστούν τα περισσότερα στην οδό Λαρίσης περιοχή Τσιαϊπούνη και άλλα αλλού.
Βλέπουμε εκείνη την περίοδο τα βυρσοδεψεία να λιγοστεύουν και να φτάνουν περίπου τα 30. Αναφέρω μερικά: Αφοι Πάπιστα, , Ν & Ι. Πάπιστας, Ναούμ Γκλιάνας, Αφοι Μαλούτα, Αφοι Σκαρκαλά, Τσιτσέλης, Δημοξένου, Χασάπης Θ., Τσιόπτσιας Ζήσης, Γκιάγκιας Λιολιότας, Μάστορας, Μάτσος Κουτιούλης, Μάτσος Γιάννης, Τουράνης, Αφοι Τσιπότη, Αφοι Μαλούτα, Λιάλης, Χασάπης Δημ. και άλλοι. Επίσης ο Δαρδούφας που προπολεμικά μετακόμισε στη Αθήνα και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια που έφτιαχνε γάντια.
Το κείμενο του Συμφωνητικού Γράμματος της ιδρυτικής δηλαδή πράξης της Συντεχνίας των Βυρσοδεψών έγραφε: «εν Κοζάνη στις 24 Μαρτίου του 1826». Δεν το υπογράφει ο επίσκοπος Βενιαμίν, γιατί απουσίαζε στην Κασσάνδρα, αλλά ο εκπρόσωπός του, φέρει επίσης τις υπογραφές ένδεκα βυρσοδεψών και δεκατριών μαρτύρων. Για την ιστορία αναφέρω τα ονόματα των Κοζανιτών-Νταμπάκων (στα κοζανίτικα Νταμπακαριό). Αντιγράφω ακριβώς όπως είναι στο καταστατικό τα ονόματα και η γραφή: 1) Κώτιας Τζιόπτσιας, 2) Νικόλαος Τζιόπτσιας, 3) Θωμάς Κύρου, 4) Θεοχάρης Χαρισίου, 5) Αργύρης Σταμάτη, 6) Βαγγέλης Καϊναβάρις, 7) Τάκος Καρατάκου, Θεόδωρος Τόπακας, 9) Βασίλης Μάρκου, 10) Τιάκος Πάπιστα, 11) Στέργιος ..... (Πάπιστα).
Από το καταστατικό αντλούμε μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Διαπιστώνεται ότι η βυρσοδεψία στην Κοζάνη ήταν εξελιγμένη, αφού είχε δύο ξεχωριστές ειδικότητες τεχνικών τους Γκιούτζηδες, που επεξεργάζονται τα μεγάλα δέρματα, τα πετσιά ή κεσολέδες ή σολοδέρματα και τους Μεσιντζηδες (τα Μεσίνια), που επεξεργάζονται τα ελαφρά δέρματα, (τα επανοδέρματα) μεσαία, βακέτες. Αργότερα ασχολήθηκαν και με μικρά δέρματα, αρνιά-κατσίκια που ήταν οι φόδρες, τα Σερβά για σκαρπίνια και γυναικεία παπούτσια. Για την προμήθεια των πρώτων υλών υπήρχε ένα είδος (τράστ) Συμφωνία. Σε ένα σημείο του Συμφωνητικού αναφέρεται: «Για τη δίκαιη διανομή (διανομή των τομαριών), ώστε ο ένας βυρσοδέψης να μη βγάζει τα μάτια του άλλου και στη συνέχεια καθορίζεται ο τρόπος». Ανακηρύσσεται άρχων της Συντεχνίας ο Άγιος Νικόλαος και παραχωρούνται στους επιτρόπους της εκκλησίας δικαιώματα συμμετοχής στα πράγματα.
Στην πορεία των διοικητικών και συνδικαλιστικών πραγμάτων των βυρσοδεψών συναντάται και μια περίπτωση με έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον, που αξίζει να αναφερθεί. Το 1867 δεκαεννέα βυρσοδέψες προβαίνουν στην ίδρυση μιας Αδελφότητας, της Αδελφότητας των Βυρσοδεψών, όπως την ονόμασαν, που θα λειτουργούσε ένα χρόνο κατ’ αρχάς με σκοπό αγαθοεργό προσφέροντας ο καθένας 1 έως 4 γρόσια σαν αρχική προσφορά και ορίζοντας επιπλέον εβδομαδιαία συνδρομή ανάλογη με τις δυνατότητες των μελών. Το ιδρυτικό έγγραφο το οποίο σώζεται και φέρει την επικεφαλίδα «Βυρσοδεψική Αδελφότητα» συντάχθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1876 και υπογράφηκε από τον ταμία Κων/νο Δαρδούφα, τον γραμματέα Γεώργιο Βρέλα και τους συμβούλους Στέργιο Τσ’ Βλάχας, Γεώργιο Πασιαλή, Γεώργιο Φραντσέζο και Γεωρ. και Αρ. Δελιαλή, οι οποίοι ανέλαβαν και την φροντίδα να τοκίζουν τα κεφάλαια των συνδρομών που συγκεντρώνονται και της προαιρετικής βοήθειας (δωρεές κ.λ.π.)

ΒΥΡΣΟΔΕΨΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ
Το 1876 19 βυρσοδέψες από τους οικονομικά ισχυρούς, αποχωρούν από την Συντεχνία και την 13η Μαΐου, ημέρα Πέμπτη και γιορτή της Αναλήψεως του Σωτήρος, ιδρύουν άλλη Βυρσοδεψική Αδελφότητα με σκοπό να λειτουργήσει σαν αγαθοεργό Σωματείο, ορίζοντας συγχρόνως την ημέρα και θρησκευτική γιορτή του καινούργιου σωματείου. Ο Άγιος Αθανάσιος ο πρώτος βυρσοδέψης, ο Λαβών την ευλογία του Χριστού για την προκοπή της τέχνης, παραμένει προστάτης των εργατών και των υπαλλήλων των βυρσοδεψών. Το γεγονός αυτό ενισχύει κατά ένα τρόπο την άποψη εκείνων από τους μελετητές της ιστορίας της Κοζάνης, που υποστηρίζουν ότι η αδελφότητα είχε ορατή ταξική και κοινωνική συγκρότηση. Όχι βέβαια εκείνη των Βαρόνων και των Πριγκίπων, αλλά των Τσορμπατζήδων των χρήσιμων Αρχόντων κ.λ.π. (Φον Καραγιάν, Κόμη Λάκο Ντι Μάγκανι, Φον Κοζάνη έγιναν στην Αυστροουγγαρία μερικοί Κοζανίτες). Άλλωστε και οι παλαιότεροι Κοζανίτες έλεγαν ότι αυτός ο διαχωρισμός εγένετο Εκλογών Υπερηφάνειας. Η Αδελφότητα συγκροτείται σε Σώμα, όπως θα λέγαμε σήμερα, και η απόφαση υπογράφεται από τους 19 που ακολουθούν (γραμμένα όπως ακριβώς είναι στο κείμενο:
1. Κων/νος Γ. δαρδούφα
2. Γεώργιος Χ. Βρελλ (Βρέλλας)
3. Δημ. Ι. Εμμανουήλ
4. Λάζους δημοξένου γαμπρός
5. Γεωργίου Ναούμης
6. Στεργίου Βλάχας
7. Αναστάσιος Ι. Γκαγκαλής
8. Γεώργιος Α. Ντιλιάλης (επιρροή από ξένης γλώσσας)
9. Παναγιώτης γεωργίου Τσιτσέλη
10. Δημ. Μανώλη Τσιόπτσιας δια χιρός κ. Γκάγκαλη
11. νάνους Δημητ. Φραντζέζου.
12. Αδελφοί Πάπιστα δια χερός Χ. Βρέλλα
13. Αδέλφια Λόλους κε νέστορας Φραντζέζου
14. γεόργιος Θρ. Πασιαλή
Όπως βλέπουμε από την ορθογραφία οι γραμματικές γνώσεις των ανθρώπων αυτών δεν ήταν ούτε τρίτης δημοτικού. Ήταν όμως άνθρωποι πολύ έξυπνοι και εργατικοί και σίγουρα και σ’ αυτούς οφείλεται και το γεγονός ότι Εβραίοι δεν μπόρεσαν να στεργιώσουν στην Κοζάνη.
Εκ των υπογραφόντων ταμίας αναλαμβάνει ο Κων. Δαρδούφας, γραμματέας ο Γεώργ. Βρέλλας και σύμβουλοι οι Ναούμης Στεργίου Βλάχας, Γεώργιος Πασιαλής, Γεώργιος Φραντζέζος και ο Γ. Αργ. Ντελιαλής, οι οποίοι ανέλαβαν την φροντίδα να τοκίζουν εις μέρη ασφαλή το αρχικό κεφάλαιο και τα ποσά που θα συγκεντρώνονται από τις προαιρετικές εισφορές των μελών της Αδελφότητας. Στο έγγραφο της συστάσεως της Αδελφότητας των Βυρσοδεψών αναφέρεται, όπως και στο Συμφωνητικό, ένα γράμμα για τη ίδρυση του Σωματείου των Βυρσοδεψών το 1826 το οποίο λέγει:
Για την εύκολη και συχνή μετακίνηση εργατών από το ένα εργαστήρι στο άλλο χωρίς να προηγείται κάποια προειδοποίηση ή επικοινωνία μεταξύ των εργοδοτών (οι εργάτες δηλαδή συνήθιζαν ν’ αλλάζουν νοικοκύρη «μεσοκαιρίς») -τακτική που φαίνεται πως ήταν ασύμφορη για τα συμφέροντα των εργοδοτών αν κρίνει κανείς και από τον αυστηρό τρόπο που αντιμετώπιζαν αυτή την τακτική- καθιερώνουν αυστηρούς εκκλησιαστικούς και κοσμικούς νόμους τιμωρίας στους παρανομούντες εργάτες. Στο καταστατικό της Αδελφότητας η τιμωρία των παρανομούντων περιορίζεται στο να λογίζεται ο παραβάτης «άτιμος».
Δεν έχουμε πολλές πληροφορίες σχετικά με τους αγαθοεργούς σκοπούς και τις δραστηριότητες της Αδελφότητας βάσει του υπάρχοντος ιδρυτικού εγγράφου. Έχουμε όμως αρκετές πληροφορίες από αναμνήσεις παλαιοτέρων βυρσοδεψών, που έζησαν εκείνη την περίοδο και τις κατέγραψαν.
Η Αδελφότητα διέθετε ποσά για την περίθαλψη των Φτωχών Νταμπάκηδων, αναλάμβανε τον ενταφιασμό σε περίπτωση θανάτων, έδινε βοηθήματα σε αναξιοπαθούντες, ιδίως τις μεγάλες γιορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων, πάντρευε κάποτε φτωχά κορίτσια και πρόσφερε βοήθεια σε εκκλησίες. Στον κώδικα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου μνημονεύεται η Αδελφότητα μεταξύ των συνδρομητών ως εξής: «πρόσφερε δύο στάμνες λάδι κάθε χρόνο στην εκκλησία και δώρισε ωραία εικόνα του Χριστού στο εξωκλήσι τότε του Αγίου Αθανασίου με την επιγραφή: Δαπάνη της Συντεχνίας των Νταπάκηδων εις μνήμην αιώνιαν αυτών και των γονέων εν έτη 1885 τη 20 Ιουνίου».
Επίσης ενδεικτικό των υψηλών θρησκευτικών και πατριωτικών αισθημάτων των βυρσοδεψών ήταν και το γεγονός ότι το 1905 οι βυρσοδέψες αποφασίζουν να διαθέσουν το μεγάλο ποσό των 10.464 γροσίων, τα οποία τόκιζαν σε μέλη της Συντεχνίας για την εκ βάθρων ανακαίνιση της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Υποκινητής αυτής της ιδέας ήταν ο Δρίζης (ευεργέτης της Κοζάνης), ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν ο κύριος μοχλός όλων των τεκτενόμενων εν Κοζάνη. Την περίοδο εκείνη οι σημερινές ιδέες περί τέχνης και παραδοσιακών μνημείων κ.λ.π. ήταν ανύπαρκτες (αγράμματοι γαρ).
Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω μετά την απελευθέρωση το 1912 τα βυρσοδεψία δια νόμου μεταφέρονται εκτός πόλεως το 1918. Την περίοδο εκείνη τα βυρσοδεψεία αριθμούσαν περίπου τα 60. Δεν ήταν μεγάλα, τα περισσότερα ήταν δυναμικότητας τριών -οκτώ ατόμων, λίγα υπήρχαν με περισσότερους εργάτες, τα οποία δεν είχαν εκσυγχρονιστεί. Εκείνος που εφάρμοσε την νέα τεχνολογία με μηχανήματα ήταν ο Δαρδούφας που μετέφερε το βυρσοδεψείο του στην Αθήνα. Παράλληλα δημιούργησε και μονάδα κατασκευής δερμάτινων γαντιών (την μεγαλύτερη παραγωγή την έκανε στην Κοζάνη -τα γάντια εννοώ- την έδινε φασόν στα σπίτια). Οι υπόλοιποι βυρσοδέψες δουλεύοντας προσωπικά οι ίδιοι πολλές ώρες και βασιζόμενοι στα φθηνά εργατικά χέρια (σημειωτέον ότι τότε δεν είχε καθιερωθεί ακόμη το οκτάωρο) δεν εκσυγχρονίστηκαν με αποτέλεσμα να μην εξελιχθούν και σιγά-σιγά να φθίνουν. Έτσι στη δεκαετία του ‘50 απέμειναν περίπου 20-25 εκ των οποίων μόνο 4-5 βάλανε στοιχειώδη μηχανήματα (βαρέλα, άνεμη, κύλινδρο και σκιφηστήρα). Ήταν όμως πλέον αργά, γιατί τότε εμφανίστηκε το πλαστικό (συνθετικά δέρματα). Έτσι τη δεκαετία του ‘60 απέμειναν περίπου δέκα βυρσοδεψεία και στη δεκαετία του ‘90 μόνο τρία. Σήμερα υπάρχουν μόνο δύο βυρσοδέψες ο Νίκος Μάτσος και οι αδελφοί Τσιπότη του Στεργίου.

Κοζάνη, Σεπτέμβριος 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου