Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΣΕΡΡΑΣ & ΚΑΠΟΙΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ!

της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Οι Σέρρες (ή «τα Σέρρας», για τους εραστές της παλαιότερης και -κατά τους ιστορικούς ερευνητές- και σωστότερης ονομασίας) δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, σε μας, τους Δυτικομακεδόνες, πόλη. Ελλείψει θάλασσας δεν έγιναν ποτέ ο τόπος των καλοκαιρινών μας διακοπών, η τηλεόραση και οι εφημερίδες, άνευ αφορμής εγκλήματος, δε μιλούν ποτέ για πόλεις άνω της Λάρισας και όταν επιλέγεται ως τόπος σπουδών -ακούσια συνήθως, από ελάχιστους εκούσια- το αποδεχόμαστε με σκεπτικισμό για να ψάξουμε την αμέσως επόμενη στιγμή έναν τρόπο μετεγγραφής σε πιο …οικείους -και όχι αναγκαστικά πιο κοντινούς μας- τόπους.
Η σημερινή πρωτεύουσα του νομού Σερρών μετράει μία ιστορία μεγαλύτερη των 2.000 χρόνων και γύρω στους 90.000 μόνιμους κατοίκους. «Μήλον της έριδος» ανάμεσα σε Έλληνες, Βούλγαρους και Τούρκους σε διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, από τις πιο παλιές μέχρι τις πιο πρόσφατες, η πατρίδα του Εμμανουήλ Παπά και του Κωνσταντίνου Καραμανλή αναγκάστηκε πολλές φορές να οπλιστεί με πείσμα και ν’ αναγεννηθεί κυριολεκτικά από τις στάχτες της, για να αφήνει σήμερα έντονο το αποτύπωμά της στο βορειοελλαδικό χώρο. Η σημερινή όψη της πόλης δε διαφέρει σε τίποτα απ’ όλες τις άλλες σύγχρονες, μακεδονίτικες πόλεις. Ψηλά, μοντέρνα κτίρια, γρήγοροι, μα, σαν επαρχία, όχι αγχωτικοί, ρυθμοί και τρόποι ζωής, συνεχώς εξελισσόμενη οικονομία και ανάπτυξη. Η σελίδα του Δήμου Σερρών στο διαδίκτυο ξαφνιάζει ευχάριστα με την πληρότητα και τον όγκο των πληροφοριών που προσφέρει στον επισκέπτη, που θα πληκτρολογήσει ανυποψίαστος την ηλεκτρονική διεύθυνση www.serres.gr και η ίδια η πόλη είναι ένα ευχάριστο πανόραμα εικόνων και χρωμάτων. Ίσως κάποιοι πουν πως σ’ αυτό βοηθάει και η γειτονική Θεσσαλονίκη. Σίγουρα όμως τον πρώτο ρόλο παίζει το πείσμα και η όρεξη των κατοίκων της, που έμαθαν πολύ καλά και πολύ νωρίς στους τόσους αιώνες της πολυκύμαντης ιστορίας τους, πως καμία πόλη δε ζει από τους γείτονές της μόνο.
Το σερραϊκό περιοδικό ΓΙΑΤΙ το συνάντησα τυχαία στο γραφείο ενός άλλου περιοδικού, επαρχιακού κι αυτού, της δικής μας ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ. Στις σελίδες της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ άλλωστε είχα πρωτοσυναντήσει το όνομά του, στη στήλη παρουσίασης νέων βιβλίων και περιοδικών και μου είχε κάνει εντύπωση και τότε ο τόπος καταγωγής. Το παρουσιαστικό του όμως, όταν για πρώτη φορά το πήρα στα χέρια μου, μόνο επαρχία δε θύμιζε. Ωστόσο δεν έψαξα τότε για άλλες πληροφορίες. Το ξεφύλλισα μόνο βιαστικά κι ύστερα ίσως και να το λησμόνησα.
Το δημιουργό και εκδότη του, δραστήριο δημοσιογράφο και συγγραφέα -αμέτρητων, μου φαίνεται- βιβλίων Βασίλη Ι. Τζανακάρη είχα την τύχη να γνωρίσω εδώ, στην Κοζάνη, στην παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου, με τον ποιητικό τίτλο «Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν», μία άτυπη καταγραφή της ύστατης εποχής της ληστοκρατίας τη δεκαετία 1920-1930. Σε κάποια από τις σελίδες του ξεχώριζε μία εξαισίου κάλους φωτογραφία του Φώτη Γιαγκούλα, του ληστή από το Μεταξά, που λίγο πριν τα 20 του χρόνια είχε ήδη διαπράξει 8 φόνους και είχε επικηρυχτεί για το αστρονομικό -την εποχή εκείνη- ποσό των 100.000 δρχ! Με αυτή τη φωτογραφία ως παράδειγμα εξηγούσαν οι εκλεκτοί ομιλητές την προτίμηση του ωραίου φύλου στους ληστές των ορέων. Εκείνο όμως που πιο έντονα θυμάμαι από τη βραδιά εκείνη ήταν η συγκίνηση του κυρίου Τζανακάρη, όταν αναφέρθηκε στην πρωινή επίσκεψή του στο Λαογραφικό Μουσείο της Κοζάνης. Ενθουσιασμένος από όσα εκεί αντίκρισε, δάκρυσε, γιατί αυτό είναι ένα έργο που στην πόλη του, τα Σέρρας, δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ. Οι Βούλγαροι κατακτητές, οι χειρότεροι και επαναλαμβανόμενοι κατακτητές της, άφησαν έντονα τα σημάδια τους στην πόλη και στην περιοχή, καταστρέφοντας και λεηλατώντας οτιδήποτε ωραίο. Ή απλά, οτιδήποτε θα μπορούσε στο μέλλον να αποτελέσει κομμάτι ενός μουσείου. Με ξάφνιασαν τα λόγια του. Ίσως και να με συγκλόνισαν. Μιλώντας μαζί του, λίγο αργότερα, μου θύμισε μία ρήση του αειμνήστου συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου, που έλεγε ότι πρέπει να διαβάζουμε την ελληνική ιστορία κλαίγοντας. «Θα έλεγα ότι είναι τόσα τα πάθη του λαού μας», συμπλήρωσε ο κος Τζανακάρης τα λόγια του αγαπημένου του φίλου, «που πρέπει και να τη γράφουμε κλαίγοντας». Έδωσα τίτλο και τελείωσα το ρεπορτάζ μ’ αυτή τη φράση. Τη συγκίνηση του επισκέπτη μας όμως δεν τόλμησα να την αναφέρω.
Παρ’ όλα αυτά χρειάστηκε να περάσει ένας ακόμη χρόνος μέχρι ν’ αποφασίσω να ζητήσω τη μηνιαία συνδρομή του περιοδικού από τα Σέρρας και άλλοι έξι μήνες μέχρι να βρεθώ εκεί, τυχαία και για λόγους που καμία σχέση με τη γραφή δεν είχαν, τον περασμένο Νοέμβρη. Ο κύριος Τζανακάρης, με έκπληξή μου, με θυμόταν ακόμα, όταν του τηλεφώνησα και είχα την ευκαιρία να με ξεναγήσει τόσο στα γραφεία του ΓΙΑΤΙ -όπου δε βρίσκεις χώρο να καθίσεις από τα βιβλία και τις εφημερίδες, η παλαιότερη μία εγγλέζικη εφημερίδα του 1850- όσο και στο κέντρο της πόλης, που λάμπρυνε εκείνο το πρωινό της Κυριακής -και τις διαθέσεις μας- από έναν υπέροχο ήλιο. Σ’ εκείνη τη συνάντησή μας πληροφορήθηκα πως το σωστό όνομα της πόλης είναι τελικά «Σέρρας», όπως οι παλαιότεροι θυμούνται και το προτιμούν ακόμα και όχι το εκδημοτικισμένο «Σέρρες» και πως το περιοδικό, το ΓΙΑΤΙ, συμπληρώνει φέτος 30 χρόνια ζωής και ασυναίσθητα θυμήθηκα πάλι την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Είχε γιορτάσει και η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ εκείνες τις μέρες τα γενέθλιά της, κατά 10 κεράκια λιγότερα από το σερραίο φίλο της. Στο πάρτι της δικής της ενηλικίωσης ήμουν το βράδυ πριν την αναχώρησή μου για εκεί.
Τελείωσε γρήγορα εκείνη η επίσκεψη του τέλους του Νοέμβρη στη σερραϊκή πρωτεύουσα -ήταν άλλωστε μόνο για ένα σαββατοκύριακο και τα σαββατοκύριακα πάντα βιάζονται να τελειώσουν- και ήμουν η μόνη από τους συνταξιδιώτες μου, που έφερα από το ταξίδι μου αναμνηστικά, περιοδικά και βιβλία. Μου άρεσε όμως αυτή η πόλη. Μου άρεσε πολύ. Μου άρεσε ο πλατύς ορίζοντας που την τύλιγε, ασυννέφιαστα γαλάζιος εκείνη την Κυριακή και η αχνή μορφή των βουνών στο βάθος, φρουροί και φύλακες, γεννήτορες της Μακεδονίας. Μου άρεσε γιατί συνάντησα μία πόλη που γνωρίζει και αναγνωρίζει την ιστορία της κι αυτό, στην Ελλάδα, δεν είναι καθόλου συνηθισμένο. Είμαστε ένας λαός που, όσο πιο κοντά στα βόρεια σύνορα της χώρας βρισκόμαστε, τόσο μικρότερη γνώση της πανελλήνιας και τοπικής μας ιστορίας έχουμε. Κάποτε μάλιστα μας έλεγαν -και μας είχαν πείσει γι’ αυτό- πως εμείς εδώ στη Μακεδονία δεν έχουμε ιστορία, μόνο έναν Μέγα Αλέξανδρο, μα κι αυτός, τι κι αν έφτασε μέχρι την Ινδία, πέθανε στα 33 του χρόνια και την ιστορία του τη διδασκόμαστε βιαστικά στο τέλος του σχολικού έτους, όπως και το Μακεδονικό Αγώνα, λίγες τάξεις αργότερα, που μπορεί να μη διδαχτούμε και καθόλου, γιατί ακολουθούν άλλα, σημαντικότερα, λένε οι ειδήμονες, κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας. Η Κοζάνη δεν ξέφυγε απ’ αυτή τη βεβαιότητα και ξαφνιάστηκε, όταν είδε τα αρχαιολογικά ευρήματα, τόσο στην Αιανή, όσο και κατά την πορεία δημιουργίας της νέας Εγνατίας. Δεν μπορεί ακόμα να κατανοήσει πως βρέθηκαν εδώ οι άνθρωποι του νεολιθικού και αρχαίου κόσμου και εδώ που τα λέμε, κανένας δεν προσπάθησε να της εξηγήσει το λόγο. Τα Σέρρας όμως και το ΓΙΑΤΙ έχουν μελετήσει κι έχουν κατανοήσει την πορεία της ιστορίας τους. Ίσως γιατί οι άνθρωποι -όπως κι αν ονομαζόταν ο κατακτητής- ήταν τόσο σκληροί μαζί τους, που δεν τους άφησαν να τους ξεχάσουν. Οι Βούλγαροι επιβάλλονταν πάντα με την ιδιότητα του νόμιμου κατόχου της περιοχής, αναζητώντας διέξοδο στο χρυσοφόρο Αιγαίο και η επιβολή τους αυτή μόνο με σφαγές και αιματοχυσία μπορούσε να ανεχτεί από τους Έλληνες κατοίκους. Η Κοζάνη, χαμένη πάντα πάνω στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας, δεν είχε ποτέ τόσο άγριους δυνάστες. Μ’ ένα προνόμιο, που της εξασφάλισε, κάποια χρονιά του 17ου αιώνα, ο πρώτος άρχοντάς της, ο Χαρίσης Τράντας, η πόλη είχε ανακηρυχτεί μαλικιανές, κτήμα δηλ. της μητέρας του σουλτάνου. Με την παροχή αυτών των προνομίων οι Κοζανίτες απαλλάσσονταν απ’ ορισμένους φόρους, απαγορευόταν στον τουρκικό στρατό να διαμένει και να περνάει μέσα από την πόλη, αν δεν ξεπετάλωνε τα άλογά του, απαγορευόταν η εγκατάσταση Οθωμανών στην πόλη και οι χριστιανοί μπορούσαν να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τις εκκλησιαστικές τους γιορτές. Στην Κοζάνη δε χτίστηκε ποτέ τζαμί, όπως στα τουρκοχώρια γύρω από την πόλη συνέβη. Παράλληλα, δραστήριοι έμποροι γυρνούσαν όλη την Ευρώπη, φέρνοντας πίσω στη μικρή πατρίδα τους, πλούσια εμπορεύματα και χρυσές λίρες και τις φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Σίγουρα, πέντε αιώνες τουρκικής σκλαβιάς -τα 400 χρόνια είναι τελικά μόνο για τη νότια Ελλάδα- δεν ήταν εύκολη υπόθεση και ο φόρος του αίματος ήταν πάντα βαρύς. Δε ζήσαμε όμως ποτέ τη σκληρή μοίρα των Σερρών και οι όμορφες στιγμές της ιστορίας δυστυχώς ξεχνιούνται εύκολα.
Θα ήθελα να είχαμε ένα περιοδικό σαν το ΓΙΑΤΙ στην Κοζάνη. Υπάρχουν σίγουρα και οι άνθρωποι και οι τρόποι για να γραφεί. Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ έχει μια άλλη μορφή. Δεν είναι «φτιαγμένη» για τέτοια πράγματα -κι ας μη με μαλώσει ο κος Καραγιάννης, «η ψυχή της» 20 ολόκληρα χρόνια, για την αδυναμία που της προσάπτω. Ίσως να μην ήρθε ακόμα ο καιρός. Ίσως οι μικρές ανάγκες της καθημερινότητας να είναι ακόμα πολύ μεγάλες και να μη μας αφήνουν καιρό και χώρο για τόσο υψηλές σκέψεις.
Η ανιψιά μου θα σβήσει σε λίγες μέρες το κεράκι του πρώτου χρόνου της ζωής της. Κάνει πλέον δειλά τα πρώτα της βήματα, λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια μισόλογα και κατανοητές μόνο για ‘κείνη λεξούλες και λατρεύει ν’ ανακατεύει τα πράγματα της θείας της. Κι όσες φορές βρει το ΓΙΑΤΙ πάνω στο γραφείο μου, το «μελετάει» με ενήλικη σοβαρότητα κι ούτε που σκέφτεται να διαλύσει τις σελίδες του, όπως με άλλα περιοδικά συμβαίνει. Θα ήθελα να διαβάζει κι εκείνη το ΓΙΑΤΙ στα 30 της χρόνια. Ίσως για να μάθει κάτι από την ξεχασμένη -και όχι χαμένη- ιστορία της Μακεδονίας, τον Εμμανουήλ Παπά και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή των Σερρών και το Γεώργιο Λασσάνη της Κοζάνης. Τους ποταμούς το αίμα, που οι Σερραίοι έχυσαν στον υπέρτατο αγώνα για την απόκτηση μιας αυτονόητης, ελληνικής πατρίδας και τον αγώνα των Κοζανιτών με τους κατακτητές και τα ψηλά και κακοτράχαλα βουνά του τόπου τους, που θα τους κρύβουν αιώνια τον ορίζοντα, χαρίζοντας τους μόνο μια ανάσα ουρανό για να τον ποθήσουν περισσότερο. Τον κοινό αγώνα των πανελλήνων στα βουνά της Αλβανίας και τόσους άλλους άγνωστους αγώνες και ήρωες, όλα αυτά που τα σχολικά της βιβλία δε θα γράψουν ποτέ και κανένας δάσκαλος δε θα πει ποτέ στους μαθητές του.
Ίσως για να γιορτάσει μία μέρα το ΓΙΑΤΙ και τα 60 και -γιατί όχι- και τα 100 του χρόνια. Άλλωστε, κάπως έτσι δεν είναι οι ευχές των γενεθλίων;
Χρόνια πολλά, ΓΙΑΤΙ και να τα εκατοστήσεις! Χρειαζόμαστε τη γνώση σου. Σ’ ευχαριστούμε που τόσο απλόχερα μας τη χαρίζεις!

Κοζάνη, Φεβρουάριος 2005



Αναγκαία υποσημείωση: Πολύτιμο βοήθημά μου στη συλλογή των ιστορικών πληροφοριών για την ιστορία της Κοζάνης υπήρξε το βιβλίο «Μία βορειοελληνική πόλη στην τουρκοκρατία-Ιστορία της Κοζάνης (1400-1912)» (εκδ: Εστία. Αθήνα-1992) του εκλεκτού συμπατριώτη μας, πολιτικού και συγγραφέα Μιχάλη Παπακωνσταντίνου. Σε αυτό βρήκα όλες τις ιστορικές πληροφορίες, που στο παραπάνω κείμενο, αναφέρω.


- Δημοσιεύτηκε στο Σερραϊκό περιοδικό ΓΙΑΤΙ, Μάρτιος 2005, αρ.τ. 357, σελ. 28-30.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου