Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ!

Γιατί τα «Υγρά ίχνη της μνήμης» κινούν τα υγρά της ψυχής…

Συνέντευξη με το συγγραφέα Μιχάλη Πιτένη
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των τοπικών γραμμάτων δημοσιογραφώντας στις σελίδες των εφημερίδων και λίγα χρόνια αργότερα ανέβασε στη σκηνή, με τη βοήθεια ενός ερασιτεχνικού θιάσου, το πρώτο θεατρικό του έργο, μία σάτιρα της Κοζάνης και των ανθρώπων της. Ο Μιχάλης Πιτένης βρήκε το θάρρος και πήρε το ρίσκο της απόλυτης έκθεσης στο αναγνωστικό κοινό. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μέχρι σήμερα δύο συλλογές διηγημάτων («Τα κουβάρια της σιωπής» και «Μην ενοχλείτε τον Πρίγκιπα»), ένα μυθιστόρημα («Τα υγρά ίχνη της μνήμης») και γύρω στα 10 θεατρικά έργα, ενώ σχεδιάζει ήδη όχι μόνο το επόμενο, αλλά και το μεθεπόμενο μυθιστόρημά του. Όλα αυτά σε αρμονικό συνδυασμό με την αυστηρά επαγγελματική, δημοσιογραφική πορεία του.
Άνθρωπος χαμηλών τόνων και ιδιαίτερα σεμνός δεν αποδέχεται τον τίτλο του συγγραφέα, αντικαθιστώντας τον απλά με τον τίτλο του «ανθρώπου που γράφει». Το Αναγνωστήριο του Θ συνάντησε το Μιχάλη Πιτένη και μίλησε μαζί του για το τελευταίο μυθιστόρημά του, τα μελλοντικά του σχέδια, αλλά και την προσωπική του άποψη για την εκδοτική δραστηριότητα στην Κοζάνη.

- Κύριε Πιτένη, κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό το νέο σας μυθιστόρημα, το πρώτο σας μυθιστόρημα, «Τα υγρά ίχνη της μνήμης». Ποια ήταν η αφορμή γι’ αυτό το βιβλίο; Τι σας έδωσε την πρώτη σκέψη;
- Η αφoρμή ήταν κάποιες σκόρπιες ιστορίες, που έχω ακούσει κατά καιρούς από κάποιους ανθρώπους, μεγαλύτερης φυσικά ηλικίας, που αφορούσαν και τη δική μας και άλλες γειτονικές περιοχές και η κυριότερη αφορμή ήταν ορισμένες εικόνες, που είχα εγώ μέσα μου από χρόνια προηγούμενα και περασμένα, που κάποιες φορές έρχονται άτακτα στο μυαλό σου, άτακτα τα ανακαλείς στη μνήμη και όταν αποφασίζεις να καθίσεις κάτω και να γράψεις, τότε αυτές, από μόνες τους αποφασίζουν με ποια σειρά θα μπουν και αυτές ουσιαστικά σε οδηγούν. Υπήρξε δηλ. μία κεντρική ιδέα, πώς θα μπορούσα να φτιάξω αυτό το θέμα, αυτή τη μυθοπλασία, γιατί για μία μυθοπλασία πρόκειται, αλλά από ‘κει και πέρα ανακάλυπτα στην πορεία ότι όλο και κάτι καινούργιο ξεφύτρωνε μπροστά μου, το οποίο θα έλεγε κανείς ότι μ’ έναν μαγικό και ανεξήγητο τρόπο, έμπαινε σε μια σειρά από μόνο του. Σα να το είχε καλέσει κάποιος άλλος και δήλωνε παρόν και αυτομάτως έπαιρνε τη θέση του. Ήταν σα να δημιουργούσα ένα παζλ, που δεν έβλεπα από κάτω την εικόνα-οδηγό, αλλά τα ίδια τα πιόνια, τα ίδια τα κομμάτια του παζλ την έβλεπαν και έμπαιναν στην κατάλληλη θέση.
- Διαβάζοντας το βιβλίο σας είχα την εντύπωση, ότι στο τέλος, μετά από μία λογική και αναπόφευκτη πορεία των πραγμάτων και των ηρώων, έρχεται τελικά η κάθαρση. Έτσι είναι πράγματι και τελικά ήταν αναγκαία η κάθαρση σε αυτή την ιστορία;
- Νομίζω ότι το κάθε τι, κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και κάθε πράξη ακολουθεί μία συγκεκριμένη, λογική πορεία. Δεν πιστεύω ότι τα πράγματα γίνονται άτακτα και χωρίς κάποια σειρά στη ζωή μας. Είτε περνάμε καλές, είτε κακές καταστάσεις, όλες αυτές έχουν μια συγκεκριμένη σειρά. Δεν είναι δυνατό στη ζωή μας να ζούμε μόνο μέσα στην ηρεμία. Όποιος πιστεύει ότι ζει έτσι, μέσα στην ηρεμία μόνο, κάνει λάθος, γιατί κάποια στιγμή έρχεται η ίδια η ζωή που τον διαψεύδει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πράγματι οι ήρωες μου μοιάζουν να βράζουν σ’ ένα καζάνι κι επειδή από ένα σημείο και μετά το καζάνι αυτό αρχίζει να μη τους χωρά, είτε γιατί αυτοί μεγάλωσαν, είτε γιατί οι πράξεις, τα «κρίματά» τους, ας το πούμε έτσι, μεγαλώνουν, κάποια στιγμή αυτό δεν τους χωρά, οπότε η έκρηξη είναι αναπόφευκτη.
- Μήπως αυτή η κατάσταση των ηρώων θυμίζει λίγο και την ελληνική κοινωνία, ότι πράγματα που συνέβησαν τότε, στη δεκαετία του ’40 δηλ., έπρεπε μετά από χρόνια, στη δεκαετία του’80, που διαδραματίζεται το βιβλίο σας, κάπως να καθαρθούν;
- Μετά το 1981, όταν έχουμε μία πολιτική μεταβολή στην Ελλάδα, τα πράγματα αρχίζουν και αλλάζουν. Η κατάσταση που υπήρχε μέχρι τότε με κάποια οξυμένα πολιτικά πάθη, τον καθαρό διαχωρισμό των πολιτικών παρατάξεων, αρχίζουν να ξεπερνιούνται. Παρόλα αυτά τίποτα δεν έγινε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Κάποιες καταστάσεις ήταν ακόμη οξυμένες και έπρεπε να περάσει χρόνος για να δοθεί η δυνατότητα να ξεπεραστεί ό,τι υπήρχε στο παρελθόν και ό,τι πλήγωνε ή χώριζε τους ανθρώπους. Το βιβλίο μου λοιπόν ξεκινάει και διαδραματίζεται σ’ αυτή την εποχή, που είναι μία μεταβατική εποχή. Κουβαλάει τις αμαρτίες του παρελθόντος, ετοιμάζεται να μπει σε μια νέα εποχή, ετοιμάζεται να εκσυγχρονιστεί -ας χρησιμοποιήσουμε ένα σύγχρονο όρο- οπότε για να μπορέσει να μπει στη νέα εποχή, τι το καλύτερο απ’ το να καθαρθεί; Να πετάξει από πάνω της, να βγάλει από πάνω της τις αλυσίδες που την κρατούσαν δεμένη με το παρελθόν.
- Αυτή η μετάβαση, από τη μία εποχή στην άλλη, σηματοδοτεί και τη ζωή των ηρώων;
- Να σας πω κάτι; Δεν μπορώ να μιλήσω με ευκολία για τους ήρωές μου. Γιατί, όπως συμβαίνει σε κάθε βιβλίο, οι ήρωές μου είναι πάντοτε ζωντανοί, είναι δίπλα μου. Όσο διάστημα εγώ γράφω το βιβλίο, όσο διάστημα έγραφα αυτό το βιβλίο, όλοι αυτοί οι ήρωες που αναφέρονται μέσα, ο Βασίλης, ο Παναγιώτης, η Αλέκα, ο Αβραάμ, η Κούλα είναι πρόσωπα τα οποία κυκλοφορούν διαρκώς γύρω μου, όχι σα βρικόλακες, δε στοιχειώνουν τη ζωή μου, μη λέμε υπερβολές, απλώς είναι κάποιοι άνθρωποι που τους θεωρώ πάρα πολύ οικείους. Και πολλές φορές έναν οικείο άνθρωπο δεν μπορούμε εύκολα να τον περιγράψουμε και να τον αναλύσουμε. Είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στη συνείδησή μας, που ξέρουμε ότι υπάρχει, ότι είναι δίπλα μας, ότι συγκρουόμαστε μαζί του, ότι διασκεδάζουμε μαζί του, είναι κομμάτι της ζωής μας, που δύσκολα το περιγράφουμε. Γι’ αυτό δεν μπορώ να μιλήσω με μεγάλη ευκολία για τους χαρακτήρες. Περισσότερο μπορούν να το κάνουν αυτό οι αναγνώστες. Κάποιοι μου είπαν, ας πούμε, για τον Παναγιώτη, τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, ότι είναι ένα άνθρωπος που γίνεται μισητός κυρίως, κάποιες άλλες φορές σε ορισμένους γίνεται και συμπαθής. Δεν το καταλαβαίνω αυτό το πράγμα, γιατί πρέπει να γίνει μισητός ή συμπαθής; Εγώ τον Παναγιώτη δεν τον μίσησα, ούτε τον συμπάθησα. Ότι συνέπασχα μαζί του την περίοδο που έγραφα το βιβλίο, ότι προσπαθούσα κάθε φορά που αυτό το πρόσωπο δρούσε να βρω τι ήταν εκείνο που τον ωθούσε σε ορισμένες πράξεις, ναι. Αλλά για να τον αναλύσω περαιτέρω και να τον χαρακτηρίσω, να πω ότι είναι καλός, κακός, αυτού του είδους ο χαρακτήρας ή του άλλου, δεν μπορώ να το κάνω.
- Πώς ξεκίνησε όλη αυτή η ενασχόλησή σας με τη γραφή;
- Μερικές φορές τα πράγματα είναι εντελώς τυχαία. Εγώ από πολύ μικρή ηλικία έγραφα σχετικά καλά, απ’ ό,τι έλεγαν τουλάχιστον οι καθηγητές μου, οι οποίοι είχαν και την ευθύνη κρίσης των γραπτών μου. Αυτό δε σημαίνει ότι σ’ εκείνη την ηλικία είχα φανταστεί, είχα ονειρευτεί, ότι θα γίνω κάποια στιγμή συγγραφέας. Σε αρκετά μεγάλη ηλικία -ήμουν γύρω στα 30 τότε- αποφάσισα να δημοσιοποιήσω ένα δικό μου θεατρικό έργο. Μέχρι τότε βεβαίως είχα εκτεθεί δημόσια γράφοντας καθημερινά στις εφημερίδες ως δημοσιογράφος, που βεβαίως είναι ένα άλλο κομμάτι, όχι απόλυτα ξεχωριστό, αλλά διαφορετικό οπωσδήποτε. Κάποιο βράδυ λοιπόν μία παρέα φίλων, που ασχολούνται με το θέατρο, επειδή γνώριζαν την ιδιότητά μου ως δημοσιογράφου, μου πρότειναν μεταξύ σοβαρού κι αστείου να γράψω κάτι. Μέσα απ’ τις κουβέντες που κάναμε εκεί, προέκυψε κάτι στο μυαλό μου, μία ιδέα. Την «έφτιαξα», την έδωσα στα παιδιά, τους άρεσε και τη στιγμή εκείνη πήρα το πρώτο «βάπτισμα του πυρός», το οποίο ήταν πολύ σημαντικό, γιατί όταν υπάρχουν άνθρωποι που σε ενθαρρύνουν, είναι ένα πολύ καλό κίνητρο. Στη συνέχεια υπήρξαν πολύ περισσότεροι, αφού το έργο που ανέβασαν τα παιδιά, δημιουργώντας τότε τη θεατρική ομάδα που υπάρχει ακόμη και σήμερα, τους «Οχληρούς», από τους οποίους είμαι ένα απ’ τα ιδρυτικά μέλη, πήραμε στη συνέχεια το «βάπτισμα του πυρός» μπροστά στο κοινό, στο Κοβεντάρειο συγκεκριμένα. Και πήγε καλά.
- Με ποιο έργο;
- Τότε είχαμε κάνει μία τοπική πολιτική σάτιρα που τη λέγαμε «Απόκριες είναι, συνήθως περνούν», όπου αναπαριστούσαμε στη σκηνή και σατιρίζαμε πρόσωπα της τοπικής πολιτικής επικαιρότητας. Οφείλω να ομολογήσω σήμερα που το σκέφτομαι, χωρίς να θέλω να υπερτιμήσω, αλλά ούτε και να αδικήσω τον εαυτό μου και τους άλλους συντελεστές, ότι ήταν μία τολμηρή πράξη τότε, γιατί κανένας δεν είχε βγει ποτέ δημοσίως να σατιρίσει τους πολιτικούς άρχοντες της περιοχής μας, αυτούς οι οποίοι τότε κατείχαν τις διάφορες θέσεις. Αλλά οφείλω να ομολογήσω επίσης ότι ο κόσμος, που ήρθε μαζικά και είδε το έργο και στις τρεις παραστάσεις, ήταν αυτός που στην ουσία μας προστάτεψε, γιατί ορισμένοι είχαν εκνευριστεί και μάλιστα είχαν αγριέψει πάρα πολύ, θεωρώντας ότι δεν έπρεπε να τους προβάλουμε. Στην περιοχή μας δεν υπήρχε προϊστορία ανάλογων παραστάσεων, ούτε άλλων πράξεων. Όταν κάποια στιγμή παλιότερα συνεργαζόμουν με το Θ και είχαμε κάνει μια σατιρική στήλη, απ’ τη στιγμή που ορισμένοι διάβασαν τα πρώτα δημοσιεύματα, που εγώ υπέγραφα με ψευδώνυμο, όπως γίνεται στις σατιρικές στήλες, κάποιοι γέλασαν, κάποιοι δυσαρεστήθηκαν και κάποιοι αντέδρασαν λίγο άσχημα. Αλλά ήταν οι πρώτες προσπάθειες. Και στη συνέχεια ακολούθησαν διάφορες σατιρικές στήλες στον τοπικό Τύπο, όχι αποκλειστικά δικές μου, αλλά και άλλων συναδέλφων, που νομίζω ότι έγιναν δεκτές με διαφορετικό τρόπο, γιατί πλέον είχαν μάθει ότι δεν μπορούν να είναι στο απυρόβλητο και θα δεχτούν και αυτού του είδους την κριτική, που είναι η σάτιρα. Απλώς δεν είχαν μάθει μέχρι τότε να τη δέχονται.
- Στο βιβλίο σας η τοπική κοινωνία επηρεάζει πάρα πολύ τη ζωή των ηρώων. Πώς επηρεάζει η τοπική κοινωνία το συγγραφέα; Παίζει ρόλο ο τόπος που ζει, ο τόπος που μεγαλώνει με το μετέπειτα συγγραφικό του έργο;
- Μέσα σε κάθε βιβλίο, που γράφει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, αναμφίβολα περνάνε πρώτα και πάνω απ’ όλα οι δικές του εμπειρίες, τα δικά του ερεθίσματα, τα δικά του ακούσματα και ό,τι μπορεί να συλλάβει με τις δικές του αισθήσεις. Επηρεάζει πάρα πολύ ο τόπος και νομίζω ότι μέσα στα βιβλία μου φαίνεται πόσο κουβαλάω κι εγώ τον τόπο μου. Εγώ γεννήθηκα στην Κοζάνη, πέρασα τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου εδώ, γιατί αρκετά έζησα στη Θεσσαλονίκη για σπουδές και μετέπειτα για εργασία, αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου είναι στην Κοζάνη, οπότε είναι φυσιολογικό κι επόμενο, καταστάσεις που αφορούν την πόλη της Κοζάνης, άνθρωποι με τους οποίους εδώ γνωρίστηκα ή έτυχε να τους συναντήσω στο δρόμο ή να μάθω γι’ αυτούς ή ν’ ακούσω γι’ αυτούς, είναι σίγουρο ότι έχουν περάσει μέσα στο βιβλίο μου. Κάποιοι είπαν ότι περιγράφω καλά την ελληνική περιφέρεια. Αν το κάνω αυτό, σημαίνει ότι έχω παρατηρήσει καλά την ελληνική περιφέρεια, γιατί τη ζω όλα αυτά τα χρόνια, οπότε θα ήμουν αδικαιολόγητος να μην μπορώ να την περιγράψω. Ξέρετε όμως τι συμβαίνει; Πολλές φορές διαβάζω σε ορισμένα βιβλία και καταξιωμένων συγγραφέων, μία προσπάθεια εσωτερικής αναζήτησης, ζώντας οι ίδιοι στο κέντρο ή στις παρυφές του κέντρου των Αθηνών, κάνοντας κι εκείνοι μία προσπάθεια εσωτερικής αναζήτησης. Περιγράφουν τη μοναξιά των ανθρώπων, περιγράφουν τις δυσκολίες που συναντάει κανείς μένοντας σ’ ένα μεγάλο αστικό κέντρο και ξεκινάει μια κουβέντα για το αν πρέπει κανείς να γράφει γι’ αυτά τα πράγματα. Μα τι να γράψει, αφού ο άνθρωπος εκεί ζει; Αυτά είναι τα ερεθίσματά του. Αυτά ζει καθημερινά. Κι εγώ λοιπόν γράφω γι’ αυτά που ζω εγώ καθημερινά.
- Το μυθιστόρημα σας διαδραματίζεται στη Φτέρα, ένα χωριό που δεν υπάρχει. Είναι πιο γοητευτικό για ένα συγγραφέα οι ιστορίες του να διαδραματίζονται σε φανταστικά, ανύπαρκτα μέρη;
- Εγώ αυτό το έκανα, γιατί έτσι εξυπηρετούνταν οι ανάγκες του συγκεκριμένου έργου. Μπορεί στο επόμενο βιβλίο μου, ο τόπος να είναι σαφώς προσδιορισμένος. Εδώ όμως δε μ’ ενδιαφέρει αυτό. Ήθελα να πω μια ιστορία, που αφορά την ελληνική περιφέρεια, την ελληνική επαρχία, η οποία θα μπορούσε να εξελίσσεται σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας. Γιατί μπορεί να υπάρχουνε βεβαίως σημαντικές διαφορές από μέρος σε μέρος, από τόπο σε τόπο, αλλά στην ουσία η ελληνική περιφέρεια έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά το ένα μέρος με το άλλο. Φυσικά υπάρχουν διαφορετικές συμπεριφορές ανθρώπων, αλλιώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι που ζουν στα βουνά, αλλιώς οι άνθρωποι των πεδιάδων, αλλιώς οι άνθρωποι που είναι δίπλα στη θάλασσα, αλλά όταν μιλάμε για τοπικές, κλειστές γενικά, κοινωνίες, υπάρχουν ορισμένοι κώδικες, ορισμένες επαναλήψεις θα έλεγα στη συμπεριφορά τους, που είναι συνήθεις σε πολλά μέρη. Δε σημαίνει ότι επειδή στην Κοζάνη συναντάμε ορισμένες συμπεριφορές, δεν θα τις συναντήσουμε ας πούμε και στη Σπάρτη ή στην άλλη άκρη της Ελλάδος.
- Πριν από μερικές μέρες έγινε στην Κοζάνη ένα τριήμερο συνάντησης Δυτικομακεδόνων Συγγραφέων, κατά τη διάρκεια του οποίου μάλιστα βραβευτήκατε για το μυθιστόρημά σας και για όλη την συγγραφική σας δραστηριότητα. Πώς κρίνετε εσείς την εκδοτική κίνηση και την εκδοτική δραστηριότητα στην Κοζάνη;
- Επειδή έτυχε να παρακολουθήσω κάποια χρόνια πριν και την ίδρυση του ΙΝ.Β.Α., που είναι ένας σημαντικός φορέας στην πόλη, αλλά και γενικότερα στην περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας, είχα εκφράσει από τότε μια συγκεκριμένη άποψη. Ότι όλοι αυτοί οι φορείς, που υπάρχουν στην περιοχή μας και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βοηθούν στην έκδοση βιβλίων, είτε χρηματοδοτώντας, είτε συμβάλλοντας ως ένα βαθμό στο να εκδοθούν κάποια βιβλία, έπρεπε να έχουν ένα πιο συγκεκριμένο στόχο. Εγώ είμαι υπέρ του να χρηματοδοτούνται εκδόσεις που αφορούν την ιστορία, τη μελέτη της ιστορίας μας, τη μελέτη κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μας, των ηθών και των εθίμων μας, του γλωσσικού μας ιδιώματος, που είναι μία πηγή πλούτου, καθώς κουβαλάει πολύ σημαντικά στοιχεία, που πρέπει να σωθούν με κάποιο τρόπο, αλλά ήμουνα αντίθετος από το να υπάρχει χρηματοδότηση φορέων για την έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων, είτε αυτά είναι μυθιστορήματα, διηγήματα ή ποιήματα.
- Γιατί όμως; Αν κάποιος γράφει καλή λογοτεχνία, γιατί να μην έχει τη δυνατότητα να εκδώσει εδώ κάποιο έργο του;
- Αν κάποιος γράφει καλή λογοτεχνία, νομίζω ότι πρέπει να μπαίνει στη δοκιμασία του να εκτιμηθεί το έργο του από τους καθ’ ύλην αρμόδιους, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι εκδοτικοί οίκοι. Εδώ στην Κοζάνη δεν υπάρχει κάποιος εκδοτικός οίκος, ο οποίος να κάνει συγκεκριμένες εκδόσεις και άρα ν’ απευθυνόμαστε σ’ αυτόν. Καλώς ή κακώς το παιχνίδι παίζεται στη Θεσσαλονίκη, κατά δεύτερο λόγο και κατά πρώτο στην Αθήνα, όπου υπάρχουν πάρα πολλοί εκδοτικοί οίκοι, που εκδίδουν λογοτεχνία. Είναι πάρα πολύ καλό ότι υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που γράφουν, είναι πάρα πολύ καλό ότι υπάρχουν πάρα πολύ άνθρωποι που ενδιαφέρονται, ψάχνουν τα αρχεία, μελετούν και θα έλεγα ότι πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο να βοηθήσουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους, γιατί είναι σημαντικό. Εγώ ειλικρινά εκτιμώ απεριόριστα αυτούς τους ανθρώπους, που χώνονται στις τοπικές βιβλιοθήκες, που ψάχνουν τα αρχεία των παλιών εφημερίδων και κάποια στιγμή προσφέρουν ένα έργο, μέσω του οποίου γνωρίζουμε την ιστορία της περιοχής μας πριν από 100 χρόνια, την οποία δε διδαχθήκαμε ποτέ στα σχολεία. Χαίρομαι πάρα πολύ αυτούς τους ανθρώπους, τους εκτιμώ απεριόριστα γι’ αυτό που κάνουν. Όμως είναι διαφορετικό αυτό από τη λογοτεχνική παραγωγή, ας μου επιτραπεί ο όρος, αν και στη λογοτεχνία νομίζω ότι δεν πρέπει να μπαίνει οικονομικός όρος. Νομίζω λοιπόν ότι αν γινόταν μία πιο συστηματική προσπάθεια να βοηθηθούν αυτοί οι άνθρωποι, οι ερευνητές, οι μελετητές, που υπάρχουν πάρα πολλοί, ούτως ώστε να έχουμε μία πλούσια παραγωγή ιστορικών έργων και άλλων, θα ήταν πολύ πιο σημαντικό για την περιοχή μας. Γιατί αν αρχίσουμε και χρηματοδοτούμε λογοτεχνικά έργα είναι σα ν’ ανοίγουμε τον ασκό του Αιόλου. Ποιος θα βάλει τα κριτήρια για το ποια έργα πρέπει να εκδοθούν και ποια όχι;
- Εκτός από συγγραφέας, είστε και δημοσιογράφος, το επάγγελμά σας είναι αυτό. Αν σας ρωτούσαν τελικά τι από αυτά τα δύο είστε, τι θα λέγατε; Πώς θα παρουσιάζατε τον εαυτό σας;
- Θα έλεγα απλώς ότι είμαι ένας άνθρωπος που γράφει. Τίποτα άλλο. Τον όρο του δημοσιογράφου τον χρησιμοποιώ, όταν με ρωτήσει κάποιος από πού βιοπορίζομαι, από το ότι είμαι δημοσιογράφος. Τον τίτλο συγγραφέας γενικά τον αποφεύγω.
- Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο;
- Ναι και είναι η πρώτη φορά που το λέω αυτό. Βρίσκομαι στη φάση προετοιμασίας του επόμενου βιβλίου μου, το οποίο ελπίζω να τελειώσω σε 1 χρόνο από τώρα. Είναι ένα βιβλίο που το έχω ξεκινήσει εδώ και 2 χρόνια και χρειάστηκε μία συγκεκριμένη έρευνα από την πλευρά μου και μία μελέτη κάποιων πραγμάτων, προτού ξεκινήσω να γράφω. Θα είναι πάλι μυθιστόρημα, κάτι εντελώς διαφορετικό όμως από «Τα υγρά ίχνη της μνήμης».
- Θα βρούμε ίσως μέσα σ’ αυτό και την Κοζάνη;
- Όχι, δε θα βρούμε την Κοζάνη. Εάν εννοείτε την Κοζάνη ως ένα μέρος του κόσμου, που μπορεί να το βρει ο καθένας παντού, ναι. Δεν είναι όμως ένα βιβλίο που αφορά την Κοζάνη, γιατί να σας αποκαλύψω πάλι, μέσα στα σχέδια μου είναι να κάνω το μεθεπόμενο βιβλίο μου να αφορά την Κοζάνη. Σας είπα και πριν ότι χαίρομαι πάρα πολύ με τους ανθρώπους που βρίσκουν ιστορικά στοιχεία και μας εμπλουτίζουν με γνώσεις και πληροφορίες, που δεν ξέραμε μέχρι τώρα. Πραγματικά θα ήθελα κάποια στιγμή να γράψω κάποια μυθιστορήματα για την περιοχή μας, για την Κοζάνη, αλλά και γενικότερα, αλλά θα ήθελα να «πατώ» κάπου, να υπάρχει κάποια ιστορική βάση. Και σ’ αυτό νομίζω ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την έρευνα, μας βοηθούν πάρα πολύ, όσο κι αν δεν το ξέρουν ή δεν το φαντάζονται, γιατί το να μας δίνουν περιγραφές μιας εποχής που δε ζήσαμε, είναι καταπληκτικό, είναι πολύ σημαντικό για μας, για να μπορέσουμε να πάμε σ’ εκείνη την εποχή και να τοποθετήσουμε εκεί την ιστορία μας.


Δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο δισέλιδο της εφημερίδας ΘΑΡΡΟΣ της Κοζάνης ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΡΡΟΥΣ, Οκτώβριος 2004, αρ.δισ. 17, σελ 1-2.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου