Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Ο ΑΕΤΟΣ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΗ ΓΚΡΑΝΤΙΣΚΑ

της Κατερίνας Μ. Μάτσου

«O μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε είναι η απουσία μας…».
Αυτό έγραψε σε μία μεταμεσονύχτια εξομολόγηση ένας φίλος στο facebook. Δεν ξέρω από πού πήρε αφορμή ή τι σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή, μα, όπου κι αν ήταν το μυαλό του, τελικά έχει δίκιο. O μόνος αξιόπιστος μάρτυρας του ότι ζήσαμε είναι η απουσία μας. Η απουσία του Χρήστου Χαραχλέ από την καθημερινότητα της δικής μας πόλης είναι ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας της ύπαρξης και τη συμβολής του στο τώρα.
Η είδηση της απότομης φυγής του ακούστηκε αρχικά σαν αστείο. Πού ακούστηκε να πεθαίνει ο γιατρός, που ορκίστηκε να νικά την αρρώστια και το θάνατο; Ο γιατρός που νικούσε πάντα τη δική σου αρρώστια κι ήσουν μετά καλύτερα από πριν. Μετά, καθώς τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά και οι ώρες περνούν και η διάψευση δεν έρχεται, η αλήθεια, τρομερή, αρχίζει να σχηματίζεται με πάσα ακρίβεια μπροστά στα έντρομα μάτια σου. Η αλήθεια, ξέρετε, έχει έναν δικό της τρόπο επιβολής. Όσο κι αν σε πονά, όσο κι αν εύχεσαι να είναι ψέμα, δεν μπορείς να την αποφύγεις. Ούτε να την αλλάξεις. Η αλήθεια είναι απλά αλήθεια. Πρέπει να τη δεχτείς. Κι ας γίνεσαι κομμάτια.
O μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε είναι η απουσία μας. Και μέσα σ’ ένα λεπτό αναδύονται από το υποσυνείδητο λέξεις και πράξεις που δε θυμόσουν πιο πριν ότι είχες ακούσει, ότι είχες ζήσει, γιατί ακόμα κι ένα λεπτό πριν ήταν ασήμαντες. Αυτός, που σου τα είχε πει, ήταν εκεί, ήταν ζωντανός και μπορούσε να τα επαναλάβει ανά πάσα στιγμή. Η λέξη και η πράξη που μπορεί να επαναληφθεί δεν έχει αξία. Η μοναδικότητα την κάνει ξεχωριστή. Ο γιατρός αναλαμβάνει τη διόρθωση των σφαλμάτων της υγείας του ασθενούς του, μαζί και την ψυχολογική του στήριξη, σε στιγμές της ζωής του τουλάχιστον περίεργες. Κι όταν η δυσκολία περάσει, μαθαίνεις να τον ευγνωμονείς. Κάπως έτσι έμαθα κι εγώ να ευγνωμονώ το Χρήστο Χαραχλέ. Και νιώθω τυχερή που σε μία τουλάχιστον περίεργη και ελπίζω ελάχιστη στιγμή της ζωής μου, βρήκα δίπλα μου έναν άνθρωπο με απόλυτη κατανόηση και δε φταίει μόνο η κοινή μας καταγωγή. Σε όλους τους ανθρώπους έδειχνε απόλυτη κατανόηση. «Τι κάνεις, κατσικάκι», μου έλεγε κάθε φορά που τύχαινε ή επιδίωκα να τον συναντήσω -επηρεασμένος μάλλον από τον παππού μου τον Κατσίκα το δάσκαλο στο Βυθό, ο δικός του τόπος, ο Πεντάλοφος, είναι μόλις 2 χλμ. από το χωριό μας- και φρόντιζε να μου υπενθυμίζει συνέχεια πόσο καλά με βρίσκει και πως έφτιαξε το χρώμα μου. Κάποτε συναντηθήκαμε στο γάμο μιας κοινής μας φίλης. «Στο δικό μου γάμο θα έρθετε, γιατρέ», τον ρώτησα και βάλαμε και οι δύο τα γέλια. Ήταν χαρούμενη στιγμή και γελούσαμε με κάθε κουβέντα. Όχι μόνο εμείς, όλοι οι καλεσμένοι. Τώρα κάθε κοινή μας ανάμνηση μοιάζει να τη σκέπασε η ομίχλη του Πενταλόφου τα απογεύματα του καλοκαιριού που βρέχει.
O μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε είναι η απουσία μας. Και μπροστά σε κάτι τέτοιες αναχωρήσεις και μόνιμες πλέον απουσίες ο πάνσοφος Θεός μας, που στη σοφία Του αναζητούμε παρηγοριά, μοιάζει λίγο άδικος, μα δεν αγαπούμε τη βλασφημία κι αλλάζουμε αμέσως τις σκέψεις μας. Κάτι ξέρει ο Θεός και τα φέρνει έτσι, σκεφτόμαστε και συνεχίζουμε να ζούμε, έστω και με μία ακόμη απουσία. Το γιατί θα μένει πάντα αναπάντητο, κάπου εκεί, στην άκρη συνείδησης και υποσυνειδήτου, μα ο άνθρωπος δεν ψάχνει πια να εξηγήσει όσα δεν μπορεί να επέμβει. Κάθε χρόνο στους δρόμους του Πενταλόφου, που επισκέπτομαι με ευλάβεια κάθε καλοκαίρι, κάθε Αύγουστο, ανακαλύπτω νέες μικρές και μεγάλες απουσίες. Έτσι είναι η ζωή, λέω για να παρηγορούμαι, τα παιδιά μου θα μεγαλώσουν σ’ ένα διαφορετικό κόσμο από εμένα, με διαφορετικούς ανθρώπους, μα κάποιες αναχωρήσεις πονούν πολύ. Μοιάζουν παράλογες, γι’ αυτό κάθομαι τώρα και γράφω, γράφω χωρίς σειρά, χωρίς σκέψη, μήπως και ξορκίσω τον πόνο. Γιατρέ μου, σου έλεγα πόσο ωραία κι επιβλητική φαίνεται η Γκραντίσκα από το σπίτι μας στο χωριό κι ονειροπολούσαμε παρέα για τον κοινό μας τόπο. Τον τόπο που πόνεσε τόσες φορές, αμέτρητες φορές και τόσο αφόρητα από άδικες αναχωρήσεις και απουσίες. Προχτές που θαύμαζα τη Γκραντίσκα από το σπίτι μας στο Βυθό, δεν ξέρεις πόσο μου έλειψε αυτό το κοινό μας όνειρο. Η Γκραντίσκα θα μένει πάντα εκεί, επιβλητική, κάστρο και φρουρός της Μακεδονίας. Οι άνθρωποι που περπατούν στη σκιά της θα αλλάζουν, μα έτσι γίνεται πάντα κι είναι αυτό κανόνας απαράβατος. Γιατρέ μου, θυμάσαι τον αετό που έσκιζε την ομίχλη και αναδύονταν περήφανος πάνω από τα σύννεφα στον καλοκαιρινό ήλιο; Τον αετό που πετούσε πάνω απ’ τη Γκραντίσκα και τους πέντε λόφους του Πενταλόφου και το Καραούλι του Βυθού. Τον είδα και φέτος και μέσα στη θλίψη η παρουσία του μου έδωσε μια παρηγοριά. Μας λείπεις, γιατρέ μου, μου λείπεις πολύ, μα οι ξεχωριστοί άνθρωποι δεν περνούν στη λήθη. Τις συμβουλές σου τις θυμάμαι όλες και έχω μάθει πλέον να νικώ την αρρώστια. Δε θα σε ξαναδώ, μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το αλλάξω αυτό κι υπάρχουν άνθρωποι που τους λείπεις περισσότερο απ’ όσο λείπεις σε μένα. Εγώ θα θυμάμαι πάντα τα λόγια σου και το θάρρος που μου έδινες, οι λόγοι για τους οποίους θα σ’ ευγνωμονώ και σ’ αυτόν και στον επόμενο αιώνα.
Καλό ταξίδι, γιατρέ! Ο αετός που θα πετάει αιώνια πάνω απ’ τη Γκραντίσκα θα σου φέρνει τα χαιρετίσματα και τους πόθους μας. Και είτε εδώ στην Κοζάνη, είτε πάνω στον Πεντάλοφο και στο Βυθό θα σε θυμόμαστε πάντα. Με αγάπη. Αφόρητη. Όπως μας θυμόσουν πάντα και μας περιέθαλπες κι εσύ κι ήσουν πάντα πιστός στον όρκο στον Ιπποκράτη. Καλό ταξίδι, γιατρέ μου! Ο αετός που θα πετάξει αύριο πάνω απ’ τη Γκραντίσκα θα σου φέρει τις ευχές και τα νέα μας. Και μακάρι το ταξίδι σου να είναι έτσι, σταθερό και ατάραχο, περήφανο σαν το πέταγμα του.

Εις μνήμην και ανάμνησιν
Χρήστου Χαραχλέ


Κοζάνη, Αύγουστος 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου