Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ & Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Πέτρος Τατσόπουλος. Η καλοσύνη των ξένων (Μια αληθινή ιστορία).
Εκδόσεις: Μεταίχμιο, Αθήνα 2006, σελ. 303.

Είχε ένα ρίσκο αυτό το βιβλίο. Το ρίσκο του να μετατραπεί από μία απόλυτα σοβαρή και λογική ιστορία σε ένα γλυκερό μελό με άφθονα δάκρυα και γλυκόπικρο φινάλε. Ο Πέτρος Τατσόπουλος το ήξερε αυτό. Γι’ αυτό κι αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο Η καλοσύνη των ξένων, το 14ο κατά σειρά βιβλίο του, (το πρώτο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου με τίτλο Οι ανήλικοι κυκλοφόρησε το 1980, όταν ο δημιουργός του ήταν μόλις 21 ετών) τον απασχόλησε πολύ περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο έχει γράψει μέχρι σήμερα, όχι τόσο ως προς την τελική απόφαση, αν πρέπει δηλαδή να γραφεί ή όχι ή τις ώρες γραφής, αλλά κυρίως ως προς το με ποιο τρόπο έπρεπε να χειριστεί και να παρουσιάσει την όλη ιστορία. Μια ιστορία που είχε ζήσει και είχε βιώσει ο ίδιος, με άλλα λόγια μια αληθινή ιστορία. Τη δική του ιστορία.
Ο Πέτρος Τατσόπουλος στα 19 του μαθαίνει, μάλλον τυχαία ή ίσως από μία προμελετημένη ενέργεια του πρόσφατα χαμένου πατέρα του, ότι είναι υιοθετημένος. Μετά το πρώτο σοκ και το πρώτο ξάφνιασμα έρχεται η σειρά των ερωτήσεων. «Άρα, αφού δεν είμαι αυτός που μέχρι σήμερα νόμιζα πως ήμουν, ποιος τελικά είμαι»; Και ποιοι τελικά είναι οι άνθρωποι που ευθύνονται για την ύπαρξη μου. Η ανάγκη της γνώσης της ρίζας, από την οποία καταγόμαστε, είναι έμφυτη σε όλους τους ανθρώπους. Ίσως και αναγκαία. Η γνώση του παρελθόντος, μας δίνει πάντα ένα πιο σταθερό και πιο σίγουρο βήμα προς το μέλλον και την προσωπική αυτογνωσία. Τη βεβαιότητα αυτή ήθελε να νιώσει κι ο Πέτρος Τατσόπουλος, που βρέθηκε κάποια στιγμή μετέωρος σ’ ένα παράλογο, έτσι του φάνηκε τότε, κενό. Έτσι ξεκινά η οδύσσεια της αναζήτησης της προσωπικής του Ιθάκης, της αναζήτησης της βιολογικής του μητέρας και της βιολογικής του οικογένειας. Δεν ξέρει που θα φτάσει, ούτε τι και αν θα τα καταφέρει. Τα καταφέρνει όμως. Βρίσκει σχετικά εύκολα τη μητέρα του και γνωρίζει τα αδέλφια του. Ωστόσο το κενό που εμφανίστηκε με την αποκάλυψη της αλήθειας δεν καλύπτεται. Καλύπτεται μόνο, όταν η βιολογική του μητέρα πεθαίνει. Το ομολογεί. Όταν πληροφορήθηκε το θάνατό της, χρόνια μετά την αποκάλυψη της αλήθειας, δεν ένιωσε πένθος, ούτε θλίψη κι ίσως τώρα, αρκετά χρόνια μετά το θάνατό της, να νιώθει κάποιες λίγες, ελάχιστες τύψεις γι’ αυτή του την αμέλεια. Μα παράδοξα μόνο τότε, μόνο όταν εκείνη πεθαίνει, μπορεί να τη σκεφτεί σα μητέρα.
Ο Πέτρος Τατσόπουλος κάνει στην Καλοσύνη των ξένων μία πρωτόγνωρη κατάθεση ψυχής. Αφοπλιστικά ειλικρινής και αυτοσαρκαστικός παρουσιάζει την προσωπική του ιστορία με το μάτι του τρίτου, του ξένου, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Αυτό τον σώζει από τον μελοδραματισμό, το μελό του ’60 με πρωταγωνιστές το Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση, όπου μπορούσε πολύ εύκολα να διολισθήσει διηγούμενος μια τέτοια ιστορία. Το είπαμε. Το βιβλίο αυτό είχε ένα ρίσκο. Μα ο Πέτρος Τατσόπουλος το γνωρίζει και φροντίζει να το αφήσει με μαεστρία στην άκρη.
Άλλωστε, η διήγησή του δεν αναλώνεται αποκλειστικά και μόνο στην αναζήτησή της βιολογικής του οικογένειας. Αυτή την περιπέτεια την ακολουθεί και μια άλλη ζωή, η δική του ζωή και τριάντα ολόκληρα χρόνια από το τότε, την μέρα που ανακάλυψε την αλήθεια, μέχρι το τώρα, μέχρι το σήμερα. Μέσα σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια ψάχνει το δρόμο και τον τρόπο να φτιάξει τη ζωή του, παντρεύεται, χωρίζει και ξαναπαντρεύεται, γίνεται πατέρας, τα πίνει το βράδυ με μια φίλη του, ενώ στο διπλανό στενό ένας λάθος παθιασμένος φιλόπατρις δολοφονεί τέσσερις αλλοδαπούς, βιώνει το χαμό της θετής του μητέρας και τότε πονά στ’ αλήθεια και ξεκινά να ξεκοκαλίζει την πατρική περιουσία και γίνεται μάρτυρας μίας εκ βάθους εξομολόγησης του ετεροθαλούς αδελφού του. (Τα αδέλφια βρήκαν τον τρόπο να ενωθούν και να μιλήσουν. Να μιλούν μέχρι σήμερα. Η μάνα απέναντι στα παιδιά της δεν το κατάφερε ποτέ). Ταυτόχρονα μία καταγραφή των υιοθεσιών ανά τον κόσμο κι ανά τον 20ο αιώνα με τις υποανάπτυκτες περιοχές του πλανήτη σε πρώτο πλάνο, με τις μηχανορραφίες της βασίλισσας Φρειδερίκης και τα «παιδομαζώματα» των κομμουνιστών προς τις χώρες του ανατολικού μπλοκ 50 χρόνια πριν (και οι μεν και οι δε, λένε τώρα, πως για το «καλό των παιδιών» τα έκαναν όλα), με όλα όσα μετατρέπουν την υιοθεσία από μία θεάρεστη πράξη -«χτίζεις εκκλησία», όταν παίρνεις ένα παιδί, έλεγαν οι παλιοί- σε ένα φτηνό υπολογισμό με θύμα ένα παιδί. Ένα παιδί που δε ρωτήθηκε ποτέ ποια τύχη επιθυμεί να έχει, ούτε μπορεί να αντιδράσει για την τύχη που οι μεγάλοι του επιφυλάσσουν, γιατί ήρθε στον κόσμο εν αγνοία του, από μία μητέρα κι έναν πατέρα που δεν επιθύμησαν ποτέ τη γέννησή του. Η μητέρα απλά το κυοφόρησε και μοιάζει κάποιες φορές πως ούτε και η ίδια δεν ξέρει το πώς και το γιατί.
Όλα αυτά τα λάθος και θλιβερά κείμενα καταγράφει στο βιβλίο του ο Πέτρος Τατσόπουλος παίρνοντας αφορμή από τη δική του μοίρα. Ωστόσο, παρά τη θλίψη της όλης ιστορίας, το τέλος της δεν αφήνει καμία πίκρα ή θλίψη στον αναγνώστη. Ο αυτοσαρκασμός του συγγραφέα -τρομερός, πανταχού παρών και ιδιαίτερα ενδιαφέρων- είναι η ασπίδα ενάντια στη θλίψη της πραγματικότητας, μ’ έναν τρόπο γραφής πραγματικά ανάλαφρο, όπως κι αν το ανάλαφρο αυτό νοείται, με λέξεις απλές και κατανοητές. Ο Πέτρος Τατσόπουλος δεν έχει σκοπό να περάσει κανένα μεγάλο και υψηλό νόημα στον αναγνώστη. Θέλει απλά να αφηγηθεί μια ιστορία, τη δική του ιστορία και δεν κρύβεται πίσω από τις λέξεις και ανώνυμους, τάχα άγνωστους ανθρώπους, που έζησαν όλα όσα αφηγείται. Το λέει καθαρά, το λέει από την πρώτη σελίδα, «εγώ είμαι αυτός που έζησε όλη αυτή την παραλογή ιστορία». Δεν ξέρει αν μετά απ’ όλα αυτά έγινε καλύτερος άνθρωπος, ίσως να μην έγινε τίποτα διαφορετικό απ’ ό,τι ήδη ήταν ή ίσως και ν’ άλλαξε ολοκληρωτικά, μα αυτό ούτε ο ίδιος δεν το γνωρίζει και μάλλον θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να το ανακαλύψει. Ξέρει ωστόσο κι είναι απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό, πως έζησε κάτι μεγάλο, δεν άντεχε να το κρατάει άλλο μέσα του, θέλησε να το μοιραστεί με κάποιον, με κάποιους κι έγραψε αυτό το βιβλίο. Ο τίτλος του είναι μία φράση της Μπλανς Ντιμπουά, της ηρωίδας του Tennesse Williams στο «Λεωφορείο Ο Πόθος» (A Streetcar Named Desire, 1947), ένα έργο με το οποίο ο δημιουργός του κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ. Στην τελευταία σκηνή, λίγο πριν η πρωταγωνίστρια οδηγηθεί στη νευρολογική κλινική μονολογεί αυτή τη φράση στους ανθρώπους που αναλαμβάνουν να τη μεταφέρουν εκεί: «Πάντοτε βασιζόμουνα στην καλοσύνη των ξένων». Στην καλοσύνη των ξένων βασίζονται και τα υιοθετημένα παιδιά, γιατί ξένοι είναι μέχρι τότε οι μετέπειτα θετοί γονείς τους. Στον Πέτρο Τατσόπουλο η καλοσύνη των ξένων, των ανθρώπων που τον επέλεξαν για γιο τους, των πραγματικών γονιών του κι ας μη τους συνδέει το ίδιο αίμα, άνοιξε δρόμους. Δρόμους που ίσως να μην ανακάλυπτε ποτέ μένοντας δίπλα στην πραγματική του μητέρα, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι οι θεσμοί αίματος ελάχιστη σημασία έχουν για τη συγγένεια μεταξύ των ανθρώπων. Άλλωστε, το δικαίωμα του να είσαι γονιός δεν μπορεί να σου το δώσει το αίμα. Το δικαίωμα του να είσαι γονιός είναι κάτι που δύσκολα κερδίζεις και εύκολα χάνεις. Κι ο Πέτρος Τατσόπουλος το ξέρει πολύ καλά αυτό.
Δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα αν η περίπτωση του Πέτρου Τατσόπουλου και η σχέση που αυτός είχε αναπτύξει με τους θετούς γονείς του αποτελεί το 90% των περιπτώσεων υιοθεσίας ή είναι απλά η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, τη μαύρη δηλ. μοίρα όλων των υιοθετημένων παιδιών. Δίπλα στη δική του πραγματικότητα παρατίθεται και μία άλλη, παιδιών υιοθετημένων που υιοθετήθηκαν απλά για να χρησιμοποιηθούν, παιδιών που πωλούνται κι αγοράζονται προς όφελος των πωλητών και των αγοραστών τους, παιδιών χωρίς μέλλον. Στις χώρες του προηγμένου κόσμου αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν, ελπίζουμε, τη μειοψηφία κι όταν ανακαλυφθούν καταδικάζονται με δριμύτητα. Τα δικαιώματα των παιδιών έχουν θεσπιστεί παντού, απ’ άκρη σ’ άκρη της γης με ισχυρούς νόμους. Όπως και το δικαίωμα του υιοθετημένου παιδιού να γνωρίσει την καταγωγή του. Η μαύρη μοίρα δεν είναι ίδιον όλων των υιοθετημένων παιδιών. «Η υιοθεσία», παρατηρεί ο Πέτρος Τατσόπουλος, όποτε του δοθεί η ευκαιρία να μιλήσει γι’ αυτή την ιστορία και του δίνεται συχνά τον τελευταίο καιρό, «δεν είναι πάντα μία ιστορία τρόμου. Η υιοθεσία είναι και μία ιστορία φωτεινή, μία ιστορία γενναιοδωρίας». Μια ιστορία ανθρωπισμού και πραγματικής αγάπης προς τον άνθρωπο και τη συνέχεια του.

Κοζάνη, Απρίλιος 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου