Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Η ΙΕΡΟΣΥΛΙΑ ΜΙΑΣ ΒΕΒΗΛΗΣ ΠΤΗΣΗΣ

της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Βασίλης Γκουρογιάννης. Βέβηλη πτήση.
Εκδόσεις: Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σελ. 224.

Πώς θα νιώθατε αν ξαφνικά μαθαίνατε ότι ένα εχθρικό μαχητικό αεροσκάφος, κατά προτίμηση τουρκικό, παραπλανώντας όλα τα γνωστά και άγνωστα συστήματα ασφαλείας και εποπτείας πτήσεων, όλα τα ραντάρ κι όλους τους δορυφόρους, πέρασε ξυστά πάνω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, τραντάζοντας τον συθέμελα κι ύστερα χάθηκε σαν αστραπή κάπου στο βάθος του Αιγαίου απ’ όπου ξαφνικά και απροειδοποίητα λίγη ώρα πριν είχε έρθει; Κι αν κατόπιν αντιλαμβανόσασταν και σας διαβεβαίωναν γι’ αυτό όλοι οι επιστήμονες κι όλοι οι ειδικοί του κόσμου ότι αυτή η μάλλον αναίτια και σίγουρα βέβηλη πτήση που τάραξε τον ιερό βράχο και για πολλοστή φορά τις πάντα εύθραυστες σχέσεις των δύο χωρών, προκάλεσε φθορές στα αρχαία μνημεία, διαταράσσοντας τη στατικότητα του ίδιου του Παρθενώνα; Ξεκινώντας απ’ αυτό το φανταστικό σενάριο -που αν ποτέ γινόταν πραγματικότητα, θα ήταν για την Ελλάδα, ό,τι η πτώση των Δίδυμων Πύργων για τις Η.Π.Α. ή έστω κάτι παρόμοιο- ο Βασίλης Γκουρογιάννης πλάθει με μαεστρία τον προσωπικό του μύθο.
Μια μέρα ένα τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος περνάει ξυστά και χωρίς κανένα φανερό λόγο, χωρίς κανείς να το αντιληφθεί πιο πριν, πάνω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Από τους κραδασμούς της πτήσης η στατικότητα των αρχαίων μνημείων διαταράσσεται σοβαρά και προκειμένου ν’ αποκατασταθεί απόλυτα η βλάβη, που απειλεί να καταστρέψει ό,τι οι αιώνες και οι ξένοι κατακτητές σεβάστηκαν, χρειάζεται ν’ αποσυναρμολογηθεί και να συναρμολογηθεί ξανά πέτρα-πέτρα όλο το μνημείο κι έτσι Έλληνες και ξένοι τεχνικοί και επιστήμονες, ντόπιοι κι αλλοδαποί εργάτες, ρίχνονται στη μάχη της αποκατάστασης των ζημιών για να βρεθούν ξαφνικά αντιμέτωποι, όχι μόνο με τη φθορά του Παρθενώνα, που πρέπει πλήρως να αποκαταστήσουν, αλλά και με όλες τις προσωπικές και εθνικές τους έριδες, φόβους και μίση. Η αρχαιολατρία, η προγονοπληξία και ο έρωτας για τα αρχαία μνημεία, το παθιασμένο και κάποιες φορές ίσως και αναίτιο μίσος για τους μοναδικούς και σίγουρα αιώνιους εχθρούς μας, τους Τούρκους, ο φόβος και ο τρόμος μπροστά στους μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη, που κατέκλυσαν τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα, διεκδικώντας μία ισότιμη θέση στην ελληνική, πολυπολιτισμική πλέον -μας λένε, προσπαθώντας να μας πείσουν- κοινωνία, οι εθνικιστικές εξάρσεις των Ελλήνων. Όλες όψεις της ίδιας σύγχρονης Ελλάδας, που από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα, τρέχει πάντα ξέπνοη και πάντα στο τέλος να συμμαζέψει τ’ ασυμμάζευτα. Συνήθως τα καταφέρνει, έστω και την τελευταία στιγμή κι ας γκρινιάζει. Όταν δεν το πετυχαίνει, απλά ξεχνάει το περιστατικό. (Επιλεκτική λήθη της μνήμης, λέγεται αυτό. Άλλη μοναδική των Ελλήνων ιδιότητα).
Ξεκινώντας απ’ αυτό το φανταστικό συμβάν ο Βασίλης Γκουρογιάννης αφηγείται μία πρωτότυπη ιστορία με απρόσμενη συνέχεια και απρόσμενο φινάλε. Στις 200 σελίδες της αφήγησής του ο συγγραφέας σκιαγραφεί με μοναδικό και απόλυτα αληθοφανή τρόπο το πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας, που προσπαθεί με κόπο αιώνες τώρα να ισορροπήσει πάνω στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο λαμπρό παρελθόν της, στο αδιάφορο και μάλλον ουδέτερο, ίσως και σκυθρωπό παρόν και στο ημίλαμπρο, ελπίζει, μέλλον. Ο τόπος, ο ιερός βράχος της Ακρόπολης, πάνω στον οποίο διαδραματίζεται όλη η ιστορία, μικρά και μεγάλα περιστατικά, είναι για τους Έλληνες πρωταγωνιστές η πατρίδα και η κληρονομιά τους, ο τόπος που δικαιωματικά τους ανήκει και αλίμονο σ’ εκείνον που θα τολμήσει να τον διεκδικήσει, για τους ξένους επιστήμονες ένα έκθεμα σε κάποιο μουσείο με μεγάλη σίγουρα αξία, αλλά χωρίς σύγχρονη σημασία, για τους αλλοδαπούς εργάτες από την Ανατολική Ευρώπη, ο τόπος της δεύτερης ευκαιρίας και της αναγνώρισης. Κι όλοι ν’ αγωνιούν με τον ίδιο φόβο: Το φόβο του χαμού της προσωπικής τους, μοναδικής και για τον καθένα πολύτιμης ταυτότητας. Του ξεχωριστού κι αλλιώτικου εαυτού τους κι ας λένε κάποιοι πως δεν πρέπει να δίνουμε στους ανθρώπους εθνική ταυτότητα, άρα ξεχωριστό εαυτό. Στο τέλος αυτής της ιστορίας δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι. Σε κάθε τέτοια ιστορία δε μπορούν να υπάρχουν νικητές και νικημένοι. Υπάρχουν μόνο Έλληνες και ξένοι, πάνω σε μία Ακρόπολη, που βρίσκει ακόμη μία φορά τον τρόπο και το δρόμο, την ευκαιρία, χωρίς καν να το επιδιώξει και χωρίς καν να της το ζητήσουν, να ενώσει ανόμοιους λαούς και αλλιώτικους ανθρώπους.
Η γραφή του Βασίλη Γκουρογιάννη και τα περιστατικά τα οποία αφηγείται ξεφεύγουν κατά πολύ και απόλυτα συνειδητά από τα θέματα, που συνήθως απασχολούν τα περισσότερα σύγχρονα μυθιστορήματα, Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών. Αφηγείται ένα φανταστικό γεγονός, μα αυτό είναι το μόνο φανταστικό στην όλη ιστορία. Όλα τα υπόλοιπα, οι αντιδράσεις των ηρώων μπροστά στη φανταστική πραγματικότητα της ιστορίας, η αντιμετώπιση των ξένων από τους Έλληνες και το αντίθετο είναι απόλυτα και μόνο αληθινά. Είναι ο τρόπος, που όλοι θα φερόμασταν, που όλοι φερόμαστε, μπροστά στο ίδιο ή παρόμοιο γεγονός κι όχι γιατί είμαστε ρατσιστές και ξενοφοβικοί. Άμαθοι να αντιμετωπίζουμε το διαφορετικό κι αλλιώτικο είμαστε, μα δε χρειάστηκε ποτέ να μάθουμε πώς να αντιμετωπίζουμε κάτι τέτοιο. Είμαστε λαός που μετανάστευε πάντα και στείλαμε μετανάστες σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Ποτέ όμως πριν δε δεχτήκαμε στη χώρα μας τόσους πολλούς αλλοδαπούς μετανάστες, όσους τα τελευταία χρόνια. Η αλλαγή της διεθνούς πολιτικής κατάστασης, η πτώση των ανατολικών καθεστώτων και του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο και το άνοιγμα των συνόρων δημιούργησαν μία νέα πραγματικότητα, που πρέπει να αποδεχτούμε πλήρως, αν θέλουμε να γίνουμε κομμάτι και πολίτες της νέας μορφής του σύγχρονου κόσμου. Αυτή τη μετάβαση των ηρώων από τον παλιό στο νέο κόσμο περιγράφει στο βιβλίο του ο Βασίλης Γκουρογιάννης. Στο τέλος μπορεί να μη διευκρινίζει αν οι ήρωες του, με δικαιολογία την αποκατάσταση της Ακρόπολης, πέτυχαν ή όχι τον αρχικό τους στόχο, αν έγιναν δηλαδή μέλη της νέας, πολυπολιτισμικής Ελλάδας. Οι βλάβες στα αρχαία μνημεία αποκαθίστανται πλήρως. Μαζί και η ταλαιπωρημένη και στραπατσαρισμένη περηφάνια των Ελλήνων και όλων των ηρώων, Ελλήνων και ξένων, που έβαλαν στοίχημα με τον εαυτό τους πρώτο απ’ όλους να τα καταφέρουν. Όχι μόνο για την αποκατάσταση του αρχαίου κάλλους. Κυρίως για την ψυχολογική ανάταση του καθενός, που θα έβαζε μ’ αυτό τον τρόπο τη σφραγίδα του στο νέο κόσμο. Ίσως και μία σοβαρή επιταγή για το μέλλον.

Κοζάνη, Δεκέμβριος 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου