Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Κατερίνα Μ. Μάτσου

Στην πόλη χωρίς ιστορία…
ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ…

Η αφορμή γι’ αυτό το βιβλίο ήταν ένα βαρύ, σχεδόν παράλογο καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι που φρόντισε να μου υπενθυμίσει και να μου κάνει απόλυτα κατανοητή και σε όλο της το μεγαλείο τη μηδαμινότητα της ανθρώπινης ύπαρξής μου. Ίσως και δύσκολο καλοκαίρι, μα είμαι ακόμα 35 χρόνων. Δεν υπάρχουν ακόμη για μένα δύσκολα χρόνια.
Μέσα σ’ αυτό το παράλογο καλοκαίρι, όταν το μόνο που μπορούσα να κάνω, το μόνο που μπορείς κάτι τέτοιες στιγμές να κάνεις, είναι ν’ αφήσεις τις μέρες να κυλήσουν, έψαχνα κι εγώ με αγωνία μια έξοδο κινδύνου. Η γραφή μου έδινε πάντα αυτή την ελευθερία κι αυτή τη δυνατότητα και σ’ αυτήν κατέφυγα και τότε. Θυμήθηκα μία ιδέα που παλιότερα είχα για ένα ταξίδι στο παρελθόν, επηρεασμένη ίσως από κάποια ταινία ή κάποιο σχετικό βιβλίο, ίσως κι από κάποιον άνδρα, ειλικρινά δε θυμάμαι. Ένα ταξίδι στο πριν, σ’ εποχές που η γενιά μου δεν έζησε ποτέ, για χάρη ενός έρωτα. Τότε όμως, το καλοκαίρι του 1998 θυμάμαι, όταν προσπάθησα να απλώσω για πρώτη φορά την ιστορία πάνω στις λευκές σελίδες, ελάχιστα κατάφερα. Μάλλον, γιατί τότε τα σκεφτόμουν και προσπαθούσα να τα εξηγήσω όλα με βάση τη λογική κι όπως και η Λήδα, η ηρωίδα μου, εύκολα διαπιστώνει, το μόνο δυσεύρετο σ’ όλη αυτή την ιστορία είν’ η λογική. Εκείνο το παράλογο καλοκαίρι λοιπόν, έξι χρόνια μετά την πρώτη προσπάθεια, σαν γιατρειά, άφησα τη λογική στην άκρη κι έδωσα προτεραιότητα στη φαντασία. Για την ακρίβεια και για να ‘μαι απόλυτα ειλικρινής, τίποτα απ’ όσα στη συνέχεια συνέβησαν, δεν συνέβησαν εν πλήρη γνώσει και επίγνωσει μου. Αυτή η ιστορία -και δεν υπερβάλλω- γράφτηκε σχεδόν από μόνη της. Εγώ απλά άπλωνα με τάξη τα γράμματα πάνω στις λευκές σελίδες. Όλα τα υπόλοιπα, η έναρξη, η πλοκή και η κατάληξη, ήρθαν μόνα τους. Και πριν καλά-καλά τελειώσει το καλοκαίρι και πριν καλά-καλά καταλάβω κι εγώ η ίδια τι ακριβώς ή τι περίπου συμβαίνει η Λήδα, ο Ανδρέας, η Έρη, ο Ορέστης κι όλοι οι υπόλοιποι ήρωες αυτής της παράδοξης ιστορίας πήραν μορφή κι ανάσα, έγιναν συνδαιτυμόνες και συνοδοιπόροι μου και μου δίδαξαν πόσο συναρπαστικό είναι το ταξίδι στο όνειρο. Το ταξίδι στο αδύνατο. Οι δάσκαλοί μας στο δημοτικό μας προέτρεπαν πάντα να διαβάζουμε εξωσχολικά βιβλία -τότε οι μαθητές του δημοτικού είχαμε ακόμη χρόνο για εξωσχολικά βιβλία- για να εμπλουτίζουμε, έλεγαν σοφά, τις γνώσεις και τη φαντασία μας. Και να ταξιδεύουμε που και που.

Η ιστορία αρχικά απλή. Η Λήδα, μια κοπέλα του σήμερα, δασκάλα σε μία άγνωστη πόλη της ορεινής Βόρειας Ελλάδας, σε μία πόλη χωρίς ιστορία, όπως η ίδια τη χαρακτηρίζει, γνωρίζει τον Ανδρέα και γοητεύεται. Αυτό γίνεται κατανοητό από τις πρώτες κιόλας σελίδες, όπως κατανοητοί γίνονται από την αρχή και οι λόγοι που τους χωρίζουν. Ο βασικότερος; Ο Ανδρέας είναι 62 ετών και η Λήδα 25. Από την αρχή γνωρίζουμε και για τη γνωριμία και τη φιλία της με την Έρη, τη δεύτερη νεαρή δασκάλα του σχολείου, που κατάγεται από μία πόλη μ’ έναν ακόμη πιο ασήμαντο αριθμό κατοίκων από τις ελάχιστες χιλιάδες του τόπου διορισμού τους, αλλά και για το Σταύρο, το νεαρό γοητευτικό καθηγητή του νεοσυσταθέντος πανεπιστημίου της πόλης και το ενδιαφέρον του για τη Λήδα, που εκείνη, παραδομένη στον ενθουσιασμό της για τον Ανδρέα, δεν τολμά να αποδεχτεί. Ούτε καν να παραδεχτεί. Κι όταν ένα βράδυ ο Ανδρέας τολμάει κι αφήνει στα χείλη της, καταμεσής του χειμώνα, ένα ανοιξιάτικο φιλί η Λήδα εύχεται σ’ ένα αστέρι που πέφτει να βρει τη δύναμη και το δρόμο και να τον συναντήσει ξανά σε μια άλλη εποχή, σ’ έναν άλλο χρόνο, σ’ έναν άλλο κόσμο, τότε που κανένας λόγος δεν υπήρχε να μένουν μακριά ο ένας από τον άλλον.
Και να που η ευχή της, όσο απίθανη κι αν είναι, γίνεται πραγματικότητα και το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, στο άναμμα του πρώτου φανού εκείνης της Αποκριάς, η Λήδα λιποθυμά και ξυπνάει στον άλλο κόσμο, που ονειρευόταν. Στο δικό του κόσμο, κάπου εκεί στη δεκαετία του ’60, ο ακριβής χρόνος δεν αναφέρεται πουθενά, αλλά αυτό είναι μία λεπτομέρεια που δεν έχει καμία απολύτως σημασία και καμία αξία. Συναντά κι εκεί την Έρη και τον Ορέστη, τον αδελφό της στο τότε και στο το τώρα, αλλά και την κυρά-Σεβαστή, την αγαπημένη θεία του Ανδρέα, τη σπιτονοικοκυρά της τους χρόνους εκείνους και από τις πρώτες στιγμές την αιτία και αφορμή του ταξιδιού της σ’ αυτό τον κόσμο: Τον Ανδρέα. Τον Ανδρέα των χρόνων εκείνων, νεαρό και ανερχόμενο στρατιωτικό, νεαρό σαν εκείνη, που συνεχίζει να είναι η ονειροπόλα δασκάλα της Γ΄ τάξης στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς της. Σ’ αυτό το χρόνο αφήνουν τα συναισθήματα τους ελεύθερα και το φλερτ δυναμώνει. Κι η Λήδα μαθαίνει τι γεύση έχει το φιλί, όταν και τα πιο απίθανα όνειρα γίνονται πραγματικότητα.. Όπως μαθαίνει και πως τα όνειρα δεν κρατούν ποτέ πολύ, μα σημασία, είπε ο Καβάφης, έχει το ταξίδι, όχι η Ιθάκη.

Δεν προσπάθησα να γράψω μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας. Δεν προσπαθώ να εξηγήσω με κανέναν επιστημονικό ή έστω λογικό τρόπο το ταξίδι της Λήδας στο παρελθόν. Το είπα και πριν, το μόνο δυσεύρετο σ’ όλη αυτή την ιστορία είν’ η λογική, μα δεν την πεθυμήσαμε. Άλλωστε, η εξήγηση του γεγονότος, δεν ήταν ποτέ ο λόγος γραφής της. Το βιβλίο αυτό θέλει απλά να αφηγηθεί μια ιστορία. Μία ιστορία ελπίζω πέρα από τις απλές και συνηθισμένες, με απρόσμενη έναρξη, εξέλιξη και απρόσμενο φινάλε. Μια ιστορία που νιώθω ότι αν όχι όλες, οι περισσότερες γυναίκες θα θέλαμε να ζήσουμε κι ας είναι για λίγο, για όσο μόνο το όνειρο κρατήσει κι ας ξέρουμε από την αρχή πως τα όνειρα δεν κρατούν ποτέ πολύ. Σε μία ταινία η Μεγκ Ράιαν αποφασίζει να απαρνηθεί το σήμερα και την άχρωμη ζωή που μέχρι χτες ζούσε, για ν’ ακολουθήσει τον αγαπημένο της Λέοπολντ στο δικό του κόσμο του 1880. Και πάρα πολλές ακόμα ηρωίδες και ήρωες σε πάρα πολλές ταινίες και σε πάρα πολλά βιβλία αφήνουν πίσω το τώρα για ν’ ακολουθήσουν τους αγαπημένους τους στο δικό τους παρόν. Ο έρωτας, ξέρετε, έχει ένα δικό του τρόπο να σε πείθει πως όλα τ’ αδύνατα είναι απλά δυνατά. Το ταξίδι της Λήδας ήταν απλά ένα όνειρο του ταραγμένου από την λιποθυμία μυαλού της, μα όπως και η ίδια λέει στον Ανδρέα, όταν επιστρέφει πίσω στο τώρα, «ζήσαμε κάποιες στιγμές στο όνειρο και τελικά μόνο αυτό μετράει».
Κι όλα αυτά σε μία πόλη χωρίς ιστορία, σε μία επαρχιακή πόλη της βόρειας ελληνικής ορεινής μακεδονικής περιφέρειας. Κι αυτό γίνεται απόλυτα σαφές από τις πρώτες σελίδες, από τις πρώτες κιόλας αράδες. Ίσως στην Κοζάνη, τις Αποκριές και τις γειτονιές της Κοζάνης περιγράφω, μα μόνο αυτές γνωρίζω από πάντα και από μέσα και μόνο αυτές μπορώ να περιγράψω με ακρίβεια. Η Κοζάνη ήταν άλλωστε πάντα μία πόλη χωρίς ιστορία. Τώρα τελευταία ανακαλύψαμε την ιστορία της και εκπλαγήκαμε και τώρα τελευταία αρχίσαμε να την ερευνούμε και να την εξερευνούμε. Η απουσία αρχαίων μνημείων στον τόπο μας, στη γειτονιά μας μέσα, μας έπειθε για χρόνια πως ιστορία ο τόπος αυτός δεν έχει, λες και ξεφύτρωσε ξαφνικά η πόλη στο σήμερα, στην αυλή ενός κάστρου από εργοστάσια της Δ.Ε.Η. και άγονα, κακοτράχαλα βουνά. Είμαστε, ξέρετε -το λέω συχνά και το πιστεύω απόλυτα- ένας λαός που, όσο πιο κοντά στα βόρεια σύνορα της χώρας βρίσκεται, τόσο μικρότερη γνώση της πανελλήνιας και τοπικής ιστορίας έχει. Η Κοζάνη δεν ξέφυγε απ’ αυτή τη βεβαιότητα όλης της Βορείου Ελλάδος και δικαιολογήθηκε πως δεν ξέρει την προσωπική της ιστορία, γιατί δεν είναι αρχαία, άρα δεν είναι και σημαντική. Ποτέ δεν κατάλαβα πως εκτιμάται η αξία της ιστορίας μιας πόλης με βάση της παλαιότητά της και μόνο. Αυτή την άγνωστη ιστορία της πόλης που τη φιλοξενεί -άγνωστη μόνο, ανύπαρκτη ποτέ κι ίσως να ‘ναι η Κοζάνη η πόλη αυτή- ψάχνει ν’ ανακαλύψει και η Λήδα και επειδή είναι σίγουρη πως πόλεις χωρίς ιστορία δεν υπάρχουν πουθενά στον κόσμο κι επειδή την πόλη αυτή την είχε πλέον αγαπήσει σαν πατρίδα, αποφασίζει ν’ ανακαλύψει και να καταγράψει αυτή την ιστορία της. Κάτι δηλαδή που θα έπρεπε να κάνουμε όλοι εμείς με την ιστορία της όποιας δικής μας πόλης.

Δεν τα σκέφτηκα όλα αυτά, όταν ξεκίνησα να γράφω αυτή την ιστορία. Δεν πέρασαν καν απ’ το μυαλό μου, όλα αυτά είναι μάλλον εκ των υστέρων ερμηνείες, τα εννοούμενα των ποιητών, όπως έλεγαν οι σοφοί καθηγητές μας στο γυμνάσιο. Εγώ απλά ήθελα -και το είπα και πριν- να αφηγηθώ μια ιστορία και μάλλον τα κατάφερα καλά και πήρα στον ετήσιο διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών για το 2008 το τρίτο βραβείο. Τελικά, διαπίστωσα, ξέρω να γράφω κι ας ήθελαν κάποιοι επί τρία χρόνια να με πείσουν για το αντίθετο.
Δε θεωρώ πως έγινα έτσι ξαφνικά συγγραφέας επειδή έγραψα αυτό το βιβλίο, ένα και μοναδικό βιβλίο, συνεχίζω να είμαι δημοσιογράφος και μόνο σ’ αυτό τον τομέα είμαι απόλυτα σίγουρη για το αποτέλεσμα της δουλειάς μου. Απλά κάποιες φορές, όταν οι λέξεις κι οι εικόνες σε κατακλύζουν, βαραίνουν και πρέπει κάπως να τις ελευθερώσεις. Εγώ βρήκα τη λύση με τη γραφή και νιώθω ιδιαίτερα ευγνώμων για τους δασκάλους μου, σε όλες τις σχολικές βαθμίδες, που μου έμαθαν να χρησιμοποιώ, να γράφω και να συντάσσω ολοκληρωμένα και πάνω απ’ όλα σωστά, την υπέροχη ελληνική γλώσσα. Η δική μου συμβολή σταματάει κάπου εδώ. Τα υπόλοιπα είναι υπόθεση των αναγνωστών. Δηλαδή δική σας.
Καλή ανάγνωση!

Κατερίνα Μ. Μάτσου
Κοζάνη, Ιούνιος 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου