Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ (9)

Κατερίνα Μ. Μάτσου

Στην πόλη χωρίς ιστορία…
9ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Ξύπνησε
στο πίσω δωμάτιο κάποιου φαρμακείου, από εκείνα με μοναδικό λόγο ύπαρξης την ξεκούραση των φαρμακοποιών και των βοηθών τους τις ατέλειωτες ώρες της εφημερίας τους, με την Έρη πάνω απ’ το κεφάλι της κι ένα φαρμακοποιό με άσπρη μπλούζα και πολύχρωμη γραβάτα να της πιάνει το χέρι.
- Λήδα, άκουσε τη φωνή της Έρης να φτάνει έντρομη στ’ αυτιά της από κάπου μακριά. Λήδα, γλυκιά μου, είσαι καλά;
Έψαξε με αγωνία, μέσα σ’ ένα περίεργο φως που τύλιγε τα πάντα τριγύρω, τη φίλη της και βιάστηκε να κλείσει τα χέρια της μέσα στα δικά της. Ήταν κρύα, σχεδόν παγωμένα τα χέρια της Έρης εκείνο το βράδυ και τόσο κρύα δεν τα είχε νιώσει ποτέ ξανά, μα ήταν εκεί, δίπλα της και ήταν αληθινά
- Είσαι καλά, κορίτσι μου, ρώτησε ξανά με αγωνία η Έρη.
Δεν ήξερε τι να της απαντήσει, αν δηλαδή ήταν καλά ή όχι, δεν μπορούσε να καταλάβει πού βρισκόταν ή τι είχε γίνει και δεν ένιωθε τίποτα κι έτσι είπε το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό. Τη μοναδική σκέψη που τη βασάνιζε.
- Πότε ήρθαμε εμείς εδώ, Έρη; Εμείς… εμείς ήμασταν αλλού. Τι κάνουμε τώρα εδώ; Πού είναι ο κόσμος, πού είναι οι καλεσμένοι; Πού είναι ο Ανδρέας;
- Έξω είναι ο κόσμος, καλή μου, της απάντησε γλυκά η Έρη και της χάιδεψε το ιδρωμένο της μέτωπο, προσπαθώντας να γαληνέψει κάπως τον πανικό της. Έξω στην πλατεία είναι όλοι. Δεν ακούς τη μουσική; Γλεντούν ακόμα και θα γλεντούν ως το πρωί. Κι ο Ανδρέας… δεν είναι εδώ ο Ανδρέας. Δεν ήρθε ποτέ εδώ ο Ανδρέας.
- Μα… μα εδώ ήταν… Μαζί μου.
- Δεν ήταν, δεν είδαμε καθόλου τον Ανδρέα απόψε. Μάλλον κάποιο όνειρο είδες, Λήδα μου και σε τάραξε.
Τα λόγια της φίλης την επανέφεραν απότομα στην πραγματικότητα. Μόνο που δεν ήξερε ποια από τις δύο δικές της πραγματικότητες ήταν αυτή που τώρα ζούσε. Κοίταξε μια την Έρη και μια το φαρμακοποιό ψάχνοντας ένα τρόπο να καταλάβει, αν γινόταν και όσο γινόταν, τι συνέβαινε. Ακριβώς ή περίπου δεν είχε σημασία. Μόνο να καταλάβαινε κάτι.
- Τι έγινε, μπόρεσε μόνο να ψιθυρίσει.
Ήταν πάλι πίσω στην πόλη χωρίς ιστορία του σήμερα. Δε χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να το καταλάβει, το πρόδιδε εκείνη η ιδιαίτερη μυρωδιά του τώρα στον αέρα. Ήξερε λοιπόν τι θ’ άκουγε για απάντηση.
- Τίποτα, καλή μου, της χαμογέλασε η Έρη, μήπως και την καθησυχάσει. Τίποτα φοβερό δεν έγινε. Απλά λιποθύμησες, κουράστηκες και λιποθύμησες κι ευτυχώς που ήταν ο Σταύρος κοντά μας και σε έφερε εδώ, στο φαρμακείο της γειτονιάς, για τις πρώτες βοήθειες.
- Μήπως θέλετε να καλέσω ένα ασθενοφόρο, άκουσαν το φαρμακοποιό να τις διακόπτει από λίγο μακριά τους, ενώ η Λήδα προσπαθούσε να βάλει σε μία τάξη τους χτύπους της καρδιάς της. Εγώ διαπίστωσα μια απλή υπόταση, μα θα ήταν καλό να κάνετε μια εξέταση αίματος, συμπλήρωσε. Μήπως έχετε αναιμία…
- Όχι, όχι, δεν είναι ανάγκη, βιάστηκε να τον διακόψει η …ασθενής του, καθώς θυμήθηκε τους βρώμικα άσπρους τοίχους του επαρχιακού νοσοκομείου της πόλης χωρίς ιστορία του σήμερα που τις φιλοξενούσε και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να ξαναδεί.
- Σίγουρα, ρώτησε η Έρη.
- Σίγουρα. Τώρα είμαι καλά. Τώρα είναι όλα… έτσι όπως πρέπει.
Πράγματι. Τώρα ήταν πάλι όλα έτσι όπως από αρχής του κόσμου έπρεπε να είναι. Τώρα είχε πια γυρίσει στην εποχή της, το φανέρωνε κι η ημερομηνία στο ημερολόγιο στον απέναντι τοίχο, τώρα ήταν πάλι στο δικό της παρόν, εκεί όπου πάντα ήταν η θέση της κι εκεί όπου πάντα άνηκε. Εκεί όπου πάντα έπρεπε να είναι. Ο δρόμος που ένωνε τις δύο ζωές της είχε χαθεί μαζί μ’ εκείνο το λαμπερό αστέρι, που έσκισε μια στιγμή τον ορίζοντα και δε θα τον έβρισκε ποτέ ξανά, μα είχε ζήσει λίγες μέρες, λίγες στιγμές μόνο στο όνειρο κι αυτό έπρεπε να της είναι αρκετό. Δεν έχουν όλοι την ευκαιρία να ζήσουν ένα όνειρο. Ήξερε πως τα όνειρα δεν κρατούν για πάντα, δεν κρατούν καν πολύ κι ας γίνονται καμιά φορά, ελάχιστες φορές, πραγματικότητα. Κοίταξε τριγύρω το λιτό δωμάτιο, που την φιλοξενούσε. Μύριζε φάρμακο και απολύμανση. Ο φαρμακοποιός της έδωσε ένα ποτήρι πορτοκαλάδα, «για το ζάχαρο» της είπε χαμογελώντας μάλλον άσκοπα κι η Λήδα αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον άνδρα που έβλεπε να στέκεται απέναντί της στο όνειρό της.
- Εσείς, είπε, σα να τον ήξερε από παλιά κι ο φαρμακοποιός ξαφνιάστηκε.
Δεν ήξερε βλέπετε αυτός για την προηγούμενη συνάντησή τους.
- Ο κύριος Νικολάου, βιάστηκε να διευκρινίσει μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο η Έρη, ο φαρμακοποιός της γειτονιάς. Ευτυχώς διανυκτέρευε απόψε και μας προσέφερε αμέσως τις πρώτες βοήθειες.
- Πόση ώρα είμαι έτσι;
- Όχι πολύ, απάντησε ο κύριος Νικολάου, που εκείνη την ώρα προσπαθούσε να μετρήσει την πίεσή της, μ’ ένα σύγχρονο και όχι «προπολεμικό», όπως ο γιατρός στο όνειρό της, πιεσόμετρο. Δέκα-δεκαπέντε λεπτά το πολύ, μπορεί και λιγότερο.
- Είδα ένα περίεργο όνειρο.
- Καθόλου απίθανο, της απάντησε με τη σιγουριά της γνώσης εκείνος. Πολλές φορές βλέπουμε περίεργα όνειρα, όταν λιποθυμούμε. Μάλλον… όχι όνειρα. Δεν είναι όνειρα ακριβώς. Πιο πολύ με οπτασίες μοιάζουν. Ναι, οπτασίες. Αυτή είναι πιο σωστή λέξη.
- Ήταν όμως σαν αληθινό!
- Δεν ήταν όμως αληθινό, φρόντισε να την επαναφέρει στην πραγματικότητα ο κύριος Νικολάου.
Ήταν αναγκαίο κι ας την πλήγωνε.
Το βλέμμα της συνάντησε ξανά το ημερολόγιο στον απέναντι τοίχο. Έβλεπε καθαρά την ημερομηνία, είχε επιστρέψει πίσω στο τώρα, μα δεν τολμούσε ακόμα να το πιστέψει. Φοβόταν -ίσως και να ήλπιζε- πως θα έκλεινε τα μάτια και θα γυρνούσε πίσω στο τότε και στην αγκαλιά του Ανδρέα.
- Πείτε μου, σας παρακαλώ, ρώτησε το φαρμακοποιό, που μετρούσε ακόμη σχολαστικά την πίεσή της. Τι χρόνο έχουμε;
Ίσως, αν το άκουγε από κάποιον, να το πίστευε κιόλας.
- Λίγα λεπτά χάσατε μόνο, δεσποινίς, όχι το χρόνο ολόκληρο, την καθησύχασε, χαμογελώντας εκείνος, επαναλαμβάνοντας κατά λέξη τα λόγια του γιατρού στο όνειρό της.
- Σας παρακαλώ, πείτε μου τι χρόνο έχουμε; Πρέπει να το ακούσω από κάποιον.
«Μήπως και το πιστέψω», σκέφτηκε η Λήδα, μα δεν τους είπε τίποτα. Απλά κοίταξε εκλιπαρώντας τον κύριο Νικολάου. Η απάντηση που πήρε συνοδεύτηκε από τους έντεκα χτύπους του μεγάλου ρολογιού της πλατείας, μα η Λήδα ήταν σίγουρη πως ήταν η καρδιά της. Είχε σκοντάψει πάλι στην ίδια ρωγμή του χρόνου, που την είχε στείλει πίσω στο παρελθόν. Και ξαναγύρισε στο μέλλον.

Ο Σταύρος μπήκε στο δωμάτιο να φωνάξει τον κύριο Νικολάου για κάποιους ξαφνικούς πελάτες της νύχτας και αν και ο ευγενέστατος φαρμακοποιός και η Έρη βιάστηκαν να τους αφήσουν μόνους, εκείνος φοβόταν να την πλησιάσει.
- Είσαι καλά, ρώτησε μόνο και στεκόταν ακόμα δίπλα στην πόρτα, λες και έψαχνε έναν καλό λόγο για να το βάλει στα πόδια.
- Τώρα… ναι. Τώρα είμαι καλά.
Έψαξε με σχολαστικότητα το «ναι» και το «καλά» πριν του απαντήσει.
- Με τρόμαξες, είπε ο Σταύρος και μόνο τότε τόλμησε να κάνει τα απαραίτητα βήματα και να καθίσει δίπλα της στο στενό κρεβάτι.
- Με συγχωρείς, τόλμησε μόνο να πει εκείνη. Δεν το ‘θελα.
- Μα γιατί μου ζητάς συγνώμη, της χαμογέλασε ο Σταύρος. Τίποτα κακό δεν έκανες. Απλά λιποθύμησες.
- Όχι, όχι, γι’ αυτό. Καθόλου γι’ αυτό. Σου ζητάω συγνώμη, γιατί… γιατί κάπου σε αδίκησα.
- Τι ‘ναι αυτά πού λες, απόρησε εκείνος κι είχε πράγματι κάθε δίκιο να απορεί.
Δεν είχαν καμία σχέση με την ώρα και τη στιγμή όσα η Λήδα του έλεγε, μα η Λήδα είχε κάνει μόνη το ταξίδι και μόνο η Λήδα ήξερε. Δεν ήξερε τι να του απαντήσει κι έτσι δεν είπε τίποτα.
- Ίσως, ψιθύρισε μόνο. Ίσως…
- Θα με αδικήσεις μόνο, σοβάρεψε ξαφνικά ο Σταύρος, αν συνεχίσεις να μου κρύβεις το υπέροχο χαμόγελό σου.
Η συζήτησή τους είχε πάρει πλέον το δρόμο που πάντα έπρεπε να πάρει.
- Θα με αντέξεις, ρώτησε εκείνη κι η φωνή της έτρεμε.
- Γι’ αυτόν και για όλο τον επόμενο αιώνα. Και εις τους αιώνες των αιώνων, αμήν, απάντησε ο Σταύρος κι η Λήδα ένιωσε να ταξιδεύει στην υπέροχη χροιά της φωνής του.
Και της άρεσε. Αυτή τη φωνή θα μπορούσε να την ακούει για πάντα, άξιζε να την ακούει για πάντα. Και σ’ αυτόν και στον επόμενο αιώνα και εις τους αιώνες των αιώνων, αμήν. Χαμογέλασε στις τελευταίες σκέψεις της και χαμήλωσε, σαν από συστολή, τα μάτια. Ο Σταύρος καθόταν τώρα δίπλα της και της έπιανε τρυφερά το χέρι κι ήταν τόσο ζεστό το άγγιγμά του, τόσο σίγουρο. Τόσο ασφαλές. Ήταν πλέον ο καιρός να κάνει κι εκείνη το ένα, επιπλέον βήμα. Σήκωσε το κεφάλι και τόλμησε να κοιτάξει τα μάτια του. Τα είχε σκορπισμένα πάνω στο πρόσωπό της και μόλις τότε παρατήρησε, ότι δεν ήξερε καν το χρώμα των ματιών του.
- Τι χρώμα έχουν τα μάτια σου, τον ρώτησε ξαφνικά και χωρίς να υπάρχει κανένας προηγούμενος λόγος κι ο Σταύρος έβαλε τα γέλια.
- Εσύ τι χρώμα θέλεις ν’ έχουν τα μάτια μου, ψυχή μου;
- Αυτό που δεν πληγώνει.
Πάντα την πλήγωνε το χρώμα στα μάτια των ανδρών.
- Υπάρχει τέτοιο χρώμα;
- Το ροζ το φτιάχνουν το άσπρο και το κόκκινο και δύο άνθρωποι μαζί βρίσκουν το δρόμο στη ζωή πιο εύκολα από τον ένα. Έτσι αποκτά η ζωή τους νόημα και το κάθε βιβλίο το νόμιμο αναγνώστη του.
- Μιλάς σαν ποιητής, του είπε μόνο, μα ο Σταύρος δεν απάντησε.
Μόνο έκλεισε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια του.

Γύρισαν σπίτι με το αυτοκίνητο του Σταύρου και την Έρη να λαγοκοιμάται στο πίσω κάθισμα. Είχε αποφασίσει να μείνει μαζί με τη φίλη της εκείνο το βράδυ κι ας τη διαβεβαίωνε η Λήδα πως είναι πλέον καλά και δε θα χρειαζόταν τίποτα, δεν ήταν ανάγκη να αναστατωθούν όλοι για χάρη της, μα η Έρη δεν την άκουσε. Άλλωστε, ποτέ δεν την άκουγε. Άφησε τη Λήδα και το Σταύρο μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού της και πετάχτηκε μέχρι το δικό της σπίτι να πάρει τις πιτζάμες της και δύο-τρία ρούχα για την επομένη. Δε γινόταν να πάει πρωί-πρωί στο σχολείο με το φόρεμα της βραδινής μεταμφίεσής της!
- Θα λείψω… αρκετά, είπε χαμηλόφωνα στη φιλενάδα της, την ώρα που άφηνε τον Σταύρο κι εκείνη μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού της και της έκλεισε με νόημα το μάτι.
Κι έλειψε πράγματι πολύ ώρα, όχι όμως γιατί έτσι είχε σχεδιάσει. Απλά αποκοιμήθηκε στον καναπέ του καθιστικού και ξύπνησε μόνο όταν η Λήδα της τηλεφώνησε για να δει τι συνέβη και άργησε τόσο.
- Και ο Σταύρος, απόρησε η Έρη, ανάμεσα στα χασμουρητά της.
- Ο Σταύρος γύρισε σπίτι του, απάντησε σοβαρά η Λήδα. Έχει και δουλειά αύριο το πρωί. Δεν μπορούσε να μείνει όλο το βράδυ μαζί μου.
- Κακώς. Τέλος πάντων, έρχομαι εγώ να σου κάνω παρέα, είπε η Έρη κι έκλεισε το τηλέφωνο μαζί με το τελευταίο χασμουρητό της.
Στο επόμενο δευτερόλεπτο ήταν ήδη στο σπίτι της φίλης της.
Η Λήδα της έστρωσε στον καναπέ του σαλονιού και πέρασε ώρα πολύ μέχρι να πέσουν για ύπνο. Πέρασαν, όλο το βράδυ σχεδόν, συζητώντας. Για το Σταύρο, τον Ανδρέα, το νέο γείτονα της Έρης, το νεαρό με το θεληματικό πιγούνι.
- Τελικά είναι στρατιωτικός. Και παντρεμένος, της διευκρίνισε η Έρη. Μετακόμισαν πρόσφατα από την Καλαμάτα. Απλά η γυναίκα του δεν έχει έρθει ακόμα.
- Μιλήσατε;
- Όχι. Μου το είπε η κυρά-Μαριγούλα, η μπακάλισσα στη γωνία, όταν πήγα να πάρω πατατάκια. Κι ό,τι η κυρά-Μαριγούλα λέει, το ξέρεις, είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο.
- Και τώρα, ρώτησε μάλλον ανόητα η Λήδα.
Τη φιλενάδα της ποτέ δεν τη στεναχωρούσαν ιδιαίτερα οι απορρίψεις των ανδρών.
- Τώρα; Τώρα τίποτα. Απλά ανταλλάξαμε τηλέφωνα με τον κύριο Νικολάου. Το φαρμακοποιό που σε περιποιήθηκε στο φανό… Αυτός είναι στ’ αλήθεια αδέσμευτος. Το διασταύρωσα! Εσείς τουλάχιστον περάσατε καλά;
- Τι βάζεις με το νου σου, Έρη;
- Το αυτονόητο, αγάπη μου. Το αυτονόητο. Αφού σε γουστάρει ο άνθρωπος…
- Άλλος έλεγες ότι με γουστάρει το πρωί.
- Που απορώ πώς τον θυμήθηκες μέσα στη ζάλη σου. Δεν τον είδαμε σήμερα τον Ανδρέα, δεν ήταν σήμερα στο φανό ο Ανδρέας.
- Μα εσύ μου είπες πως ήταν εκεί. Εσύ μου το είπες, λίγο πριν λιποθυμήσω. «Είναι κι εκείνος εδώ», είπες. «Στην άλλη άκρη της πλατείας».
- Εγώ δεν είπα απόψε τίποτα για το σερ, γιατί πολύ απλά δεν τον είδα και δεν τον έχω συνέχεια στο μυαλό μου, όπως εσύ. Δεν ήταν απόψε εκεί και γι’ αυτό είμαι κάτι περισσότερο από σίγουρη. Μάλλον θα παραγνώρισες.
- Και τη φωνή σου, πώς την άκουσα να μου το λέει αυτό;
- Θα μπερδεύτηκες. Κάτι άλλο θα είπα… Αχ, Λήδα, γκρίνιαξε η Έρη, μη με ζαλίζεις άλλο!
- Μα δεν μπορεί να το φαντάστηκα κι αυτό!
Έψαχνε να βρει κάποια λύση, μα πάλι καμία λύση δεν έβρισκε, οι λύσεις τώρα τελευταία της είχαν γυρίσει την πλάτη. Θυμήθηκε ξανά το όνειρό της, το ταξίδι της στην άλλη της ζωή και το δαχτυλίδι του Ανδρέα να γυαλίζει ανάμεσα στα δάχτυλά της. Το δαχτυλίδι που εκείνος είχε ξεθάψει από τις ρίζες της μεγάλης, γέρικης αμυγδαλιάς, δίπλα στην αυλόπορτα του σπιτιού της κυρά-Σεβαστής τότε, του δικού της σπιτιού τώρα. Από τη ρίζα της μοναδικής αμυγδαλιάς που υπήρχε ακόμα, στην ίδια θέση Το μόνο δέντρο που υπήρχε ακόμα στον κήπο της όπως τότε. Μάλλον δεν ενόχλησε, όταν γκρέμιζαν το παλιό σπίτι κι έτσι δε βρήκαν λόγο να το κόψουν. Και το ξέχασαν. Μια τρελή σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό της. Λες; Μα πώς μπορούσε; Όλα αυτά που μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας είχε ζήσει ήταν μόνο ένα όνειρο, πού ακούστηκε τα όνειρα να δείχνουν την αλήθεια; Ίσως, μα κάποια αλήθεια πρέπει να υπήρχε σ’ όλη αυτή τη μπερδεμένη ιστορία. Μια τόση δα ελάχιστη, μικρή αλήθεια. Κι ίσως η απόδειξη να βρισκόταν ακόμα εκεί, στις ρίζες της μεγάλης, γέρικης αμυγδαλιάς και να περίμενε απλά κάποιον να την ανακαλύψει. Ακόμα και τυχαία. Οι άνθρωποι, χρόνια τώρα, είχαν ξεχάσει την ύπαρξή της. Ίσως… Φόρεσε βιαστικά τη ρόμπα της και βγήκε με γρήγορα βήματα στον κήπο.
- Πού πας, ξαφνιάστηκε η Έρη.
- Να επιβεβαιώσω ένα όνειρο, της είπε μόνο εκείνη.
Στην αποθήκη του κήπου, υπήρχε ένα φτυάρι και το πήρε μαζί της. Δεν είχε σκάψει ποτέ στη ζωή της, δεν ήξερε καν πως κρατούν το φτυάρι κι ήταν στ’ αλήθεια βαρύ, μα ήταν η τελευταία της ελπίδα, μήπως και αποδείξει την αλήθεια του ονείρου της. Για κάποιο λόγο έκανε όλο αυτό το ταξίδι. Ίσως να τον έβρισκε ακόμα θαμμένο στις ρίζες της μεγάλης, γέρικης αμυγδαλιάς. Έμπηξε το φτυάρι στο χώμα κι άρχισε, άτσαλα και άμαθα, να σκάβει.
- Μα τι κάνεις, ρώτησε ξαφνιασμένη η Έρη. Τι ψάχνεις να βρεις στις ρίζες μιας γέρικης αμυγδαλιάς, που, εκτός από σκουλήκια και χώμα, δεν υπάρχει τίποτα απολύτως…
- Ίσως. Ίσως όμως να μου κρύβει και κάτι πολύ σημαντικό!
- Σαν τι;
- Σου είπα, Έρη. Την επιβεβαίωση του ονείρου μου
Έψαχνε για ώρα, έσκαβε και πετούσε χώματα τριγύρω και το νυχτικό κι η ρόμπα της γέμισαν λάσπες και μόλις φυτρωμένα χορτάρια, που είχαν βιαστεί, στα τέλη του Φλεβάρη, να στολίσουν τους κήπους και τα κτήματα του λεκανοπεδίου, μα, όσο βαθιά και αν έφτανε το φτυάρι της, δεν έβρισκε τίποτα. Τα χέρια της είχαν κοκκινίσει και πονούσαν κι η νύχτα ήταν σκοτεινή και θλιμμένη, κρύα, όπως κάθε Φλεβάρη εδώ πάνω, μα εκείνη το κρύο και τον πόνο δεν τα ένιωθε και συνέχιζε. Με μόνο φως της το φως της λάμπας του δρόμου και κάποιων λίγων, ξεχασμένων αστεριών. Κάθε στιγμή, με κάθε ανάσα κι ένα βήμα πιο πέρα κι ένα βήμα πιο κοντά στο όνειρο, ώσπου το φτυάρι χτύπησε σε κάτι που σίγουρα δεν ήταν πέτρα.
Ακούμπησε το φτυάρι στον κορμό του δέντρου κι έπεσε, μαζί με την Έρη, που δεν πίστευε στα μάτια της, στα γόνατα. Άρχισαν μαζί να σκάβουν με τα χέρια και να απομακρύνουν όσο χώμα είχε απομείνει πάνω σ’ αυτό το κάτι που είχε χτυπήσει το φτυάρι. Πράγματι, δεν ήταν πέτρα. Ήταν η παλιά, ξύλινη κοσμηματοθήκη της μητέρας του Ανδρέα.
- Μα… πώς; Τι στο καλό είναι αυτό, ξαφνιάστηκε η Έρη.
- Σου είπα, της χαμογέλασε η Λήδα. Η επιβεβαίωση του ονείρου μου. Του πιο ακριβού μου ονείρου.
Το σήκωσε στα χέρια της κι έψαξε με αγωνία το λουκέτο της κλειδαριάς. Άρχισε να ψάχνει με το μυαλό της τρόπους να το ξεκλειδώσει -δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο εύκολο, όσο στo όνειρό της- μα το μικρό λουκέτο είχε σκουριάσει από τα χρόνια και το χώμα, όπου τόσες δεκαετίες ήταν κρυμμένο και διαλύθηκε, μόλις τόλμησε να το αγγίξει. Όπως και στ’ όνειρό της. Και όπως και στ’ όνειρό της, μόλις οι ακτίνες του φεγγαριού άγγιξαν το παλιό, χρυσό δαχτυλίδι άστραψε ο κόσμος όλος. Έλαμψε ο κήπος κι ακόμα κι οι ξενύχτισσες γάτες της γειτονιάς βγήκαν από τις κρυψώνες τους για να το θαυμάσουν.
- Θεέ μου, τι όμορφο, θαύμασε η Έρη. Μα καλά, πώς ήξερες ότι είναι εδώ; Ποιος σου το είπε;
- Κανείς, σήκωσε αδιάφορη τους ώμους η Λήδα. Κανείς δε μου το φανέρωσε. Σου είπα: Μου το εξομολογήθηκε ένα όνειρο.
- Προφητικό όνειρο, στ’ αλήθεια, χαμογέλασε η Έρη. Και τι θα κάνεις; Τι θα κάνεις το δαχτυλίδι δηλαδή;
- Τίποτα ιδιαίτερο. Απλά θα φροντίσω να το επιστρέψω στο νόμιμο ιδιοκτήτη του.
- Ξέρεις ποιος είναι;
- Φυσικά. Αυτός μου φανέρωσε την κρυψώνα του. Μόνη μου δε θα το έβρισκα ποτέ.
- Ο Ανδρέας, μάντεψε σωστά η φίλη της και δεν περίμενε το «ναι» της Λήδας για να επιβεβαιώσει την υποψία της.
Αυτό το ήξερε κι ήταν σίγουρη πως έτσι ήταν. Απλά ρώτησε για να συνεχίσουν την κουβέντα.
- Ναι, ο Ανδρέας. Σ’ εκείνον θα το επιστρέψω. Εκείνος το είχε κρύψει εδώ πριν χρόνια. Τόσα χρόνια που το ξέχασε κι ο ίδιος. Για να το προστατέψει, είπε. Ήταν βλέπεις το τελευταίο ενθύμιο της πολυαγαπημένης του γιαγιάς. Το ‘κρυψε εδώ, στον κήπο του σπιτιού της καλής του θείας. Της θείας Σεβαστής. Μόνο που το ξέχασε κι εκείνος.
- Να το προστατέψει, απόρησε η Έρη. Από ποιον;
- Από τους κακούς ανθρώπους, μα τι σημασία έχει; Τώρα το βρήκαμε εμείς. Κι αφού κακοί άνθρωποι, σαν αυτούς που φοβόταν τότε ο Ανδρέας, πια δεν υπάρχουν, πρέπει να φροντίσουμε να το πάρει πίσω.
- Εκείνος σου είπε ότι είναι εδώ;
- Όχι, ακριβώς. Εκείνος δε θυμάται καν ότι βρεθήκαμε. Και μάλλον ξέχασε κι αυτό το δαχτυλίδι. Εμένα, σου το είπα, μου το εξομολογήθηκε ένα όνειρο.
Και η Έρη δε ρώτησε ποτέ ξανά τίποτα. Ήταν κομμάτι ενός ονείρου της φίλης της κι όσο κι αν προσπαθούμε, δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποτέ τα όνειρα των άλλων. Και η Έρη το σεβόταν αυτό. Και σιώπησε.
Με το πρώτο φως της νέας μέρας, η ζωή ξανάρχισε να κυλά σαν και πρώτα.

Ήταν Απόκριες κι η πόλη όλη, μια πόλη που τώρα ξεκινούσε να γράφει την ιστορία της, ήταν κάθε ώρα «υπ’ ατμόν». Πάντα αγαπούσαν οι κάτοικοί της αυτή την εβδομάδα του χρόνου. Πάντα γιόρταζαν με πάθος τις Απόκριες. Κάποιες φορές, στα δύσκολα χρόνια -κι ήταν πολλά, πάρα πολλά τα δύσκολα χρόνια στους αιώνες της ανύπαρκτης ιστορίας της- με πείσμα. Το δικό τους καρναβάλι ήταν διαφορετικό από των άλλων ελληνικών πόλεων, κατάλοιπο της βακχικής λατρείας και της λατρείας του θεού ήλιου κι όχι απομιμήσεις του ξένου καρνάβαλου. Τα τελευταία χρόνια το είχαν καταλάβει αυτό. Κι ο δήμαρχος, παρέα με το νομάρχη, σκαρφίζονταν κάθε χρόνο διάφορα κόλπα, για τους τουρίστες έλεγαν κι ίσως να ‘χαν και δίκιο. Ήταν η μόνη εποχή που στα ξενοδοχεία της πόλης δεν έβρισκες ελεύθερο κρεβάτι. Τον υπόλοιπο χρόνο οι κάτοικοι τον περνούσαν μόνοι, παρέα με τα βουνά τους, μα είχαν πλέον συνηθίσει στη μοναξιά τους, σχεδόν την αγαπούσαν και δεν παραπονούνταν. Η πόλη τους βλέπετε δεν ήταν ποτέ ταξιδιωτικός προορισμός για κανέναν ταξιδιώτη. Κι έτσι τουρίστες γέμιζαν τους δρόμους της τις Απόκριες μόνο. Κι όσα κόλπα κι αν σκαρφίζονταν ο δήμαρχος, παρέα με το νομάρχη, οι κάτοικοί της, που την αγαπούσαν πάντα, όπως αγαπούσαν και φρόντιζαν και τα σπίτια τους τα ίδια, ήξεραν να γιορτάζουν τις Απόκριες με το δικό τους τρόπο. Το μοναδικό τους τρόπο.
Ο Ανδρέας της τηλεφώνησε απροειδοποίητα, λίγες μέρες αργότερα, ένα απόγευμα με ατέλειωτη βροχή, που ξεθώριαζε τη μορφή του από τις αναμνήσεις της κι άφηνε ελάχιστο κόσμο, τους πιο τολμηρούς, όσους δε φοβόταν τη βροχή, στις υπαίθριες εορταστικές εκδηλώσεις. Ζήτησε συγνώμη για την αδιαφορία του όλες αυτές τις μέρες, μα έλειπε, της είπε, είχε πάει στην κόρη του, στην Κρήτη, γι’ αυτό και είχε μέρες να τον δει, μα πλέον δεν τον νοσταλγούσε. Τώρα στα όνειρά της κυριαρχούσε ο Σταύρος, εκείνος της τηλεφωνούσε πλέον κάθε πρωί και κάθε βράδυ και μ’ εκείνον ονειρεύονταν στο ηλιοβασίλεμα, μα δεν είπε τίποτα γι’ αυτό στον Ανδρέα. Θα του το έλεγε, δικαιολογήθηκε, όταν θα βρισκόταν. Με κάποια λόγια. Έπρεπε να συναντηθούν, είχαν σοβαρά πράγματα να συζητήσουν. Και σοβαρά πράγματα να του θυμίσει. Σαν αυτό, το χρυσό δαχτυλίδι της γιαγιάς του, που εκείνη είχε ξεθάψει ένα σκοτεινό βράδυ με ανύπαρκτο φεγγάρι από τις ρίζες της μεγάλης, γέρικης αμυγδαλιάς στην αυλή του σπιτιού της. Έτσι δεν του είπε τίποτα και δώσανε ραντεβού να βρεθούνε την Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς, την ώρα της παρέλασης, στο πάρκο απέναντι απ’ την αρχαία εκκλησία.

Τη βρήκε να τον περιμένει καθισμένη σε κάποιο από τα ξύλινα παγκάκια του πάρκου και να χαζεύει την πόλη, την πόλη χωρίς ιστορία, που λιάζονταν τεμπέλικα ξαπλωμένη μπροστά στα πόδια της. Από την κεντρική πλατεία ακουγόταν τα τραγούδια της γιορτής και οι φωνές και τα γέλια του κόσμου, μα εδώ πάνω δεν ήταν κανείς, είχαν κατεβεί όλοι στο κέντρο. Ήταν μεγάλη μέρα η σημερινή. Έπρεπε να τη ζήσουν όλοι μαζί.
Την πλησίασε αθόρυβα και μόνο όταν έφτασε κοντά της, φώναξε σιγανά το όνομά της.
- Λήδα!
Τον άκουσε. Γύρισε και του χαμογέλασε.
- Να λοιπόν που ξαναβρισκόμαστε, του είπε με χαμόγελο κι εκείνος άφησε ένα ζεστό φιλί στο δεξί της χέρι.
Έτσι τη χαιρετούσε πάντα. Με χειροφίλημα. Σαν γνήσιος ιππότης.
Κάθισε δίπλα της στο ίδιο ξύλινο παγκάκι και της φάνηκε πως, εκείνο το απόγευμα τουλάχιστον, σα να τη ντρεπόταν. Ίσως γιατί διαισθανόταν πως κάτι ανάμεσα τους έμελλε ν’ αλλάξει. Κάτι ανάμεσα τους σίγουρα είχε αλλάξει. Καταλάβαινε πάντα όλες τις συνειδητές κι υποσυνείδητες σκέψεις της, μα δεν την πρόσβαλε ποτέ. Ήξερε πως οι σκέψεις του κάθε ανθρώπου είναι αποκλειστικά και μόνο προσωπική του υπόθεση.
- Λοιπόν, πώς πέρασες τις μέρες της γιορτής, την ρώτησε άτσαλα ο Ανδρέας.
- Καλά. Πολύ καλά, απάντησε η Λήδα κι ύστερα σιώπησε.
Δεν ήθελε να του πει για τη λιποθυμία της το βράδυ της Τσικνοπέμπτης. Δεν ήταν ανάγκη να το μάθει. Άλλωστε, είχαν πια περάσει μέρες. Προτίμησε να αφήσει αυτή την ανάμνηση σ’ ένα από τα βαθύτερα ντουλαπάκια του μυαλού της, κάπου δίπλα στο υποσυνείδητο και να την ξεχάσει εκεί.
- Εσύ; Εσύ πώς πέρασες στο ταξίδι σου;
- Κουραστικά, χαμογέλασε ο Ανδρέας. Είναι στ’ αλήθεια δύσκολο το ταξίδι στη θάλασσα. Και χάνεις εύκολα το δρόμο.
- Μάλλον γι’ αυτό ο Οδυσσέας έκανε δέκα χρόνια να φτάσει από την Τροία στην Ιθάκη, χαμογέλασε η Λήδα, μα ο Ανδρέας βιάστηκε να τη διορθώσει.
- Όχι, όχι, δεν είναι αυτό. Ο Οδυσσέας είχε τις διαφορές του με τον Ποσειδώνα, τύφλωσε βλέπεις το γιο του κι ο θεός δεν μπορούσε να τον αφήσει χωρίς τιμωρία. Την εποχή εκείνη ο Ποσειδώνας διέταζε τις θάλασσες. Εγώ απλά λέω πως το ταξίδι σε κάθε θάλασσα, ακόμα και σήμερα, που δε διατάζει εκείνος τα κύματα, είναι δύσκολο. Ειδικά για μας, τους βουνίσιους. Είτε είναι το Αιγαίο, είτε η καρδιά σου. Και σ’ αυτή τη θάλασσα, στη θάλασσα της καρδιάς, χάνεσαι πολύ πιο εύκολα.
Η Λήδα κατάλαβε. Δεν είχαν καμία θέση ο Ποσειδώνας κι ο Οδυσσέας στην κουβέντα τους, ούτε είχε ποτέ σκοπό να της μιλήσει γι’ αυτούς. Άλλα πράγματα ήθελε να της πει, μα είχε χάσει τα κατάλληλα λόγια. Πέρασε τόσος καιρός από την τελευταία φορά που γλίστρησαν από τα χείλη του και δε θυμόταν που τα είχε καταχωνιάσει.
Η Λήδα έψαξε με αγωνία τα μάτια του. Δεν είχε τολμήσει ακόμη να την κοιτάξει στα μάτια -περίεργη αργοπορία εκείνο το απόγευμα, πάντα την κοιτούσε ευθεία στα μάτια και της έλειπε τόσο το γαλάζιο βλέμμα του. Έτσι, μήπως και πάρει λίγο θάρρος και συνεχίσει την κουβέντα. Πήρε στα χέρια της την παλιά κοσμηματοθήκη της μητέρας του, που κρατούσε καλά φυλαγμένη πάνω στα πόδια της, κάτω από το παλτό της.
- Αυτό είναι δικό σου, του είπε και του το ‘δωσε κι ο Ανδρέας την κοίταξε ξαφνιασμένος.
- Τι είναι αυτό, ρώτησε.
Κάτι υποψιάστηκε, μα… πώς;
- Σου είπα, για σένα. Το είχες αφήσει σπίτι μου, στην αυλή μου, χρόνια πριν και το είχες κρύψει τόσο καλά, που αν δε μου το αποκάλυπτε ένα όνειρο, δε θα το έβρισκα ποτέ.
Ο Ανδρέας σκόρπισε σπάταλα το γαλάζιο βλέμμα του πάνω στο πρόσωπο της και πήρε το δώρο της με χέρια που έτρεμαν. Δε χρειαζόταν άλλα λόγια. Είχε καταλάβει τι το πολύχρωμο χαρτί του έκρυβε. Δεν είπε ούτε καν ευχαριστώ κι ας ήταν πάντα ευγενικός άνθρωπος. Κι όταν είδε την παλιά κοσμηματοθήκη της μητέρας να αποκαλύπτεται μέσα στα χέρια του, λίγο έλειψε να πέσει από την αγκαλιά του. Τόσο πολύ ξαφνιάστηκε.
- Μα… πώς, μπόρεσε μόνο να ψιθυρίσει, σαν την Έρη κι αυτός κι αυτός πιο πολύ ξαφνιασμένος.
- Σου είπα, του χαμογέλασε. Μου το αποκάλυψε ένα όνειρο.
- Ένα όνειρο, απόρησε ο Ανδρέας.
- Ναι, ένα υπέροχο όνειρο, που ζήσαμε μαζί. Δεν το θυμάσαι, μα δε σε κατηγορώ. Βλέπεις, αυτό ήταν μόνο δικό μου όνειρο και μόνο εγώ έχω την ευτυχία να το θυμάμαι. Κι ίσως και να το νοσταλγώ.
Την κοίταξε και της φάνηκε πως η γαλάζια θάλασσα των ματιών του ήταν έτοιμη να ξεχειλίσει και να πνίξει τον κάμπο, όπως το ποτάμι κάθε άνοιξη έπνιγε τα χωράφια κι έθρεφε το χώμα. Κοίταξε ξανά την παλιά, ξύλινη κοσμηματοθήκη και χάιδεψε το ξύλο.
- Δε θα την ανοίξεις, ρώτησε γλυκά κι ο Ανδρέας, ξυπνώντας απότομα από τις αναμνήσεις του με την ηχώ της φωνής της, έψαξε την κλειδαριά της παλιάς κοσμηματοθήκης.
Τη βρήκε διαλυμένη και τρόμαξε. Φοβήθηκε μην το είχε συλήσει κάποιος ιερόσυλος και κοίταξε έντρομος τη Λήδα.
- Εγώ φταίω, ανέλαβε να τον καθησυχάσει εκείνη. Διαλύθηκε μόλις το άγγιξα.
- Είναι εδώ;
- Ναι, καλέ μου. Εδώ είναι. Πάντα εδώ ήταν και σε περίμενε.
Έψαξε ξανά τα μάτια του, κόντευε να ξεχειλίσει η γαλάζια θάλασσά τους κι εκείνος συνέχιζε να χαϊδεύει την ξύλινη κοσμηματοθήκη. Κάποτε πήρε θάρρος και την άνοιξε. Κι άστραψε το δαχτυλίδι στο φως του ήλιου. Το σήκωσε στη χούφτα του.
- Θυμάμαι πως δεν είχα χρήματα ν’ αγοράσω ένα άλλο, πιο γερό λουκέτο, απολογήθηκε ο Ανδρέας, κοιτάζοντας το χρυσό δαχτυλίδι κι οι μνήμες τον κατέκλυσαν. Ήταν δύσκολα χρόνια, ίσως και περίεργα και λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες δεν είχαμε. Είχαμε λεφτά μόνο για να φτιάχνουμε σφαίρες και να σκοτώνουμε τ’ αδέλφια μας. Έβλεπα τους μαυραγορίτες και τους δωσίλογους να μας κοιτάζουν πεινασμένα και δε ρίσκαρα να χάσω αυτό το δαχτυλίδι. Ήξερα πως η μητέρα δεν θα το έψαχνε ποτέ, μετά το θάνατο του πατέρα δε φόρεσε ποτέ ξανά κοσμήματα κι αυτό το δαχτυλίδι έλεγε πως το κρατούσε για μένα, για να το δώσει στη γυναίκα που θα παντρευόμουν. Πέθανε το καλοκαίρι πριν τον αρραβώνα μου, δεν πρόλαβε. Και με τα χρόνια που πέρασαν το ξέχασα κι εγώ. Ανόητο δεν είναι, χαμογέλασε. Ξέχασα το πιο μεγάλο μυστικό μου.
- Γιατί; Τι σε έκανε ν’ απαρνηθείς το πιο μεγάλο μυστικό σου;
- Κάποτε είχα γνωρίσει μια γυναίκα. Μία γυναίκα γλυκιά σαν άγγελο, λαμπερή σαν τον ήλιο κι όλα τ’ αστέρια. Σ’ εκείνη είπα θα δώσω αυτό το δαχτυλίδι. Κι ήρθα κάτω απ’ τη μεγάλη αμυγδαλιά κι αποκάλυψα την κρυψώνα του.
- Της το έδωσες, ρώτησε η Λήδα και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή.
Ο Ανδρέας της αφηγούνταν απλά το όνειρό της!
- Ναι, είπε ξέπνοα ο Ανδρέας.
- Και τι έγινε; Δεν το δέχτηκε;
- Το λάτρευσε και μ’ ευχαρίστησε με χίλια γλυκά φιλιά.
Έκανε μεγάλο κόπο για να γαληνέψει τις ταραγμένες θάλασσες των ματιών του και ίσως το δάκρυ που γλίστρησε στο πρόσωπό του να ήταν μια παρηγοριά.
- Μα αυτή η γυναίκα, είπε εν τέλει ο Ανδρέας, αυτή η γυναίκα ήταν άγγελος και οι άγγελοι στο τέλος γυρνούν πάντα στον ουρανό. Έτσι δε γίνεται συνήθως, είπε με πίκρα και η Λήδα ανατρίχιασε.
Άπλωσε το χέρι της και σκούπισε με την άκρη των δαχτύλων της το δάκρυ που είχε γλιστρήσει στο μάγουλο του. Πού να ‘ξερε ότι η δική του ιστορία ήταν το δικό της όνειρο κι ο Ανδρέας έπιασε το χέρι της και το φίλησε.
- Λένε πως όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις, ψιθύρισε με το χέρι της, που μόλις είχε σκουπίσει το δάκρυ του, καλά φυλαγμένο μέσα στις χούφτες του. Δεν το πίστευα. Μα τώρα, νιώθω πως βρήκα την αφορμή να το ψάξω.
Και πέρασε το δαχτυλίδι της μητέρας στα δάχτυλά της. Έλαμψε το χρυσάφι του στο φως του μεσημεριάτικου ήλιου, έφτασε μέχρι την πλατεία η λάμψη του κι οι χορευτές κι οι οργανοπαίκτες σταμάτησαν ξαφνιασμένοι το χορό και τη μουσική, θαμπωμένοι από το φως.
- Κοίτα τι όμορφο που είναι στα δάχτυλά σου, το θαύμασε ο Ανδρέας. Γι’ αυτό θέλω να το κρατήσεις εσύ.
- Εγώ, ξαφνιάστηκε η Λήδα.
Δεν της απάντησε. Απλά σήκωσε αργά τους ώμους.
- Σου ταιριάζει, είπε μόνο.
Δεν του απάντησε ούτε εκείνη. Θαύμασε μια τελευταία φορά το δαχτυλίδι κι ύστερα το έβγαλε από το δάχτυλό της και το έκλεισε ξανά μέσα στη χούφτα του.
- Το ίδιο όμορφα θα ταιριάζει και στα χέρια της γυναίκας σου, του είπε γλυκά. Γι’ αυτήν δεν το φύλαγες τόσα χρόνια; Γιατί να το χαραμίσεις τώρα σε μένα.
Δε χρειαζόταν άλλα λόγια. Ο Ανδρέας κατάλαβε
- Κι εσύ;
- Σίγουρα κάπου θα βρω κι εγώ τον καλό μου Πρίγκιπα και μακάρι να ‘ναι τόσο καλός και τόσο ευγενικός και να μου χαρίσει κι εμένα ένα τόσο όμορφο δαχτυλίδι. Μα αυτό το δαχτυλίδι, Ανδρέα, δε φτιάχτηκε για μένα. Το ξέρεις. Κάπως αλλιώς ήταν ορισμένα να γίνουν όλα. Όχι έτσι. Κι εσύ κι εγώ, το ξέρεις κι αυτό, πιστεύουμε στα μοίρα και στα γραμμένα.
- Ήλπιζα ότι μου αξίζει ένα τελευταίο όνειρο, είπε μόνο με θλίψη.
- Σου αξίζουν και σε περιμένουν πολλά ακόμη όνειρα, καλέ μου, αμέτρητα γλυκά όμορφα όνειρα, γι’ αυτό είμαι σίγουρη. Η ζωή είναι μια περιπέτεια. Εσύ μου το ‘μαθες αυτό. Και δεν κάνει να μας απογοητεύει ένα μόνο όχι.
Είδε τη θλίψη στα μάτια του και δεν της άρεσε. Μήπως και τον παρηγορήσει γλίστρησε στην αγκαλιά του κι άφησε απαλά στα χείλη του ένα ανοιξιάτικο φιλί. Κόπηκε η ανάσα του, όταν τον φίλησε και παραδόθηκε αμαχητί στα χάδια της. Κι αν και δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα και μόνο, ένα μοναδικό φιλί στα χείλη, ήταν ικανό για να φωτίσει και τα 62 χρόνια της ζωής του. Τώρα ένιωθε πάλι λίγο πιο δυνατός. Όπως τότε… Τραβήχτηκε με κόπο μακριά της κι έκλεισε σφιχτά τα χέρια της μέσα στις χούφτες του. Δεν τολμούσε ακόμα να την αφήσει.
- Ζήσαμε μια στιγμή στο όνειρο, του αποκάλυψε με χαμόγελο η Λήδα, κι είναι κι αυτό μια ευτυχία. Τι πιο πολύτιμο απ’ αυτό υπάρχει;
- Μια στιγμή στο όνειρο! Είδα κι εγώ ένα τέτοιο υπέροχο όνειρο. Είδα εσένα, εγώ κι εσύ σ’ έναν τόπο… σ’ έναν τόπο του χτες, με ανθρώπους που δε γνωρίσαμε ποτέ, που δε γνώρισες ποτέ, γιατί όταν εσύ ήρθες στη ζωή μου, αυτοί οι άνθρωποι απλά είχαν πάψει να υπάρχουν. Δεν ξέρω πώς βρεθήκαμε εκεί, δεν ξέρω πώς βρέθηκες δίπλα μου, πώς έκανες αυτό το ταξίδι μαζί μου, δεν ξέρω ποιος παρέσυρε τον άλλο σ’ αυτή την περιπέτεια, μα ήσουν εκεί κι ήσουν εκεί για μένα. Κι εγώ ήμουν εκεί για σένα. Μόνο για σένα, γλυκιά μου. Μετά κάτι έγινε, δε θυμάμαι τι, δεν ξέρω τι και σε ’χασα. Πέρασα το δαχτυλίδι, αυτό το δαχτυλίδι στο χέρι σου και σε ‘χασα. Έγινες άστρο, άγγελος κι ανέβηκες στον ουρανό. Άνοιξα τα μάτια ιδρωμένος κι είδα πως ήταν όνειρο, μα δεν αγαλλίασα. Γιατί κατάλαβα πως δε σε είχα ποτέ, δε θα σε είχα ποτέ κι αυτό πονάει, πονάει πολύ.
- Κι εγώ πόνεσα όταν διαλύθηκε το υπέροχο όνειρο μας, μα εμπιστεύομαι τη σοφία του Θεού και λέω πως για κάποιο λόγο μας ευλόγησε μ’ αυτό το ταξίδι. Το γιατί ίσως να το μάθουμε στο τέλος, ίσως και να μη το μάθουμε ποτέ, μάλλον δε θα το μάθουμε ποτέ, μα εγώ έχω πάψει πια να το αναζητάω. Ζήσαμε μια στιγμή στο όνειρο. Πρέπει να είμαστε ευτυχείς και με τα λίγα. Και η μια στιγμή στο όνειρο μου είναι αρκετή.
- Αναρωτιέμαι απλά πώς;
Είχε καταλάβει κι είχε τρομάξει. Πάντα τρόμαζε όταν δεν μπορούσε να εξηγήσει με τη λογική ό,τι ζούσε.
- Δεν ξέρω πως, καλέ μου. Ειλικρινά, δεν ξέρω. Μα ήταν η προσωπική μας στιγμή στο όνειρο. Το δρόμο για τη χώρα των ονείρων τον χάσαμε τώρα οριστικά. Μα ζήσαμε μία στιγμή απόλυτης ευτυχίας. Αυτό μόνο μετράει.
- Τι έγινε τότε, Λήδα, ρώτησε ο Ανδρέας σχεδόν με αγωνία.
- Ειλικρινά; Δεν ξέρω, απάντησε η Λήδα και του χαμογέλασε από αμηχανία, μήπως και του δώσει λίγο θάρρος κι ήταν πρώτη φορά στη ζωή της τόσο σίγουρη για ό,τι έλεγε.
Δεν ήξερε τι είχε συμβεί, δεν ήξερε πως είχαν καταφέρει και οι δύο να ζήσουν δυο ζωές, μία στο τότε και μία στο τώρα, μα τα όνειρα, θυμήθηκε, δεν έχουν λογική. Δεν εξηγούνται με τη λογική κι αυτό ήταν το μόνο λογικό σ’ όλη αυτή την ιστορία. Τύλιξε τα χέρια του μέσ’ στα δικά της, τα έφερε στα χείλη της και τα φίλησε.
- Αν μη τι άλλο, του είπε, τότε σ’ αγαπούσα πολύ. Και σ’ αγαπώ ακόμα. Μα τώρα είμαστε σε μία άλλη εποχή. Και θ’ ακολουθήσουμε την εποχή που μας ταξιδεύει.
- Ανδρέα!
Η γυναίκα που φώναξε τ’ όνομά του από την άκρη του πεζοδρομίου ήταν η γυναίκα του. «Της είχα πει πως θα είμαστε εδώ και επέμενε να έρθει να με πάρει. Μας προσκάλεσαν σ’ ένα φιλικό μας σπίτι», απολογήθηκε ο Ανδρέας και σηκώθηκε σα βιαστικός από το ξύλινο παγκάκι. Στα χέρια του κρατούσε την παλιά ξύλινη κοσμηματοθήκη της μητέρας και στη χούφτα του το χρυσό δαχτυλίδι.
- Τουλάχιστον θα κρατήσεις την κοσμηματοθήκη, την παρακάλεσε. Έτσι, σαν το δώρο που δε σου ‘κανα ποτέ. Είναι παλιά, μα…
- Μα είναι υπέροχη, του χαμογέλασε η Λήδα κι έκλεισε την παλιά κοσμηματοθήκη στην αγκαλιά της κι η θλίψη πάνω στα μάτια του έγινε το σύννεφο που χανόταν αργά στο βάθος του ορίζοντα.
Τη χαιρέτησε με ένα θερμό χειροφίλημα κι ένα λαμπρό χαμόγελο κι έτρεξε να συναντήσει ξανά την πολυαγαπημένη του γυναίκα.
Η Λήδα τους είδε να συναντούνται στην άκρη του πάρκου, εκείνη, μόλις ο άνδρας της έφτασε κοντά της, ξεκίνησε να φύγει, ήταν καλεσμένοι κι είχαν ήδη αργήσει, μα ο Ανδρέας τη σταμάτησε, τραβώντας την τρυφερά από το μπράτσο. «Αυτό για σένα», της είπε και στόλισε το δεξί της χέρι με το χρυσό δαχτυλίδι. Ξαφνιάστηκε εκείνη και για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια -την τύφλωσε η λάμψη- κι ο Ανδρέας της χαμογέλασε για να την καθησυχάσει και την έπιασε τρυφερά από τη μέση. Με χαμόγελο απομακρύνθηκαν και η Λήδα έμεινε να τους κοιτάζει σχεδόν ευτυχισμένη.

Το βράδυ είχαν κανονίσει να βρεθούν με το Σταύρο. Θα έπαιρναν και την Έρη για μία βόλτα στους φανούς, θα άναβαν όλοι εκείνο το βράδυ. Κι εκεί που δεν το περίμεναν και γκρίνιαζε η Έρη, που θα έμενε πάλι χωρίς συνοδό -ο κύριος Νικολάου ήταν τελικά πολύ …σοβαρός για τα γούστα της- εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους ο Ορέστης.
- Θα έχανα εγώ το γλέντι, τους είπε με το γνωστό κέφι του και η Έρη ξέχασε αμέσως το λόγο της γκρίνιας της.
Άλλωστε, ήταν μια μέρα γιορτινή, δεν ταίριαζαν οι γκρίνιες σ’ αυτή τη μέρα. Και αποφάσισαν να μπλεχτούν κι εκείνοι στη γιορτή και στο γλέντι.
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά, όταν βγήκαν στο δρόμο. Το βράδυ ήταν γλυκό και φωτεινό κι ίσως να ‘φταιγαν γι’ αυτό και οι φωτιές στους δρόμους ή τα αμέτρητα αστέρια που στόλισαν, ξαφνικά θαρρείς, τον ουρανό του Φλεβάρη. Ο αέρας μύριζε καμένο ξύλο και κάρβουνο και από κάθε γειτονιά ακούγονταν μουσικές και τραγούδια. Απ’ όποιον φανό κι αν περνούσαν, τους κερνούσαν κρασί και λαχταριστούς μεζέδες κι ο κόσμος ήταν χαρούμενος. Ξένοιαστος. Ήταν μέρα γιορτής. Τα μικρά και μεγάλα προβλήματα είχαν μείνει στην άκρη κι ο κόσμος απλά γλεντούσε. Είχαν ακόμη ώρες μέχρι τ’ άλλο πρωί. Στη γειτονιά της …λιποθυμίας της συνάντησαν πάλι τον Ανδρέα. Μάλλον ήταν γραμμένο να τον συναντάει πάντα εκεί. Μαζί με τη γυναίκα του αυτή τη φορά. Την έπιανε τρυφερά από τη μέση, έπιναν από ένα ποτήρι γλυκό κρασί και κοιταζόντουσαν με χαμόγελο. Στα δάχτυλα του δεξιού της χεριού η Λήδα είδε το χρυσό δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι που εκείνη είχε ξεθάψει από τις ρίζες της μεγάλης, γέρικης αμυγδαλιάς. Δε γινόταν να το παραβλέψει. Ήταν τόση η λάμψη του, τύφλωνε τον κόσμο! Την είδαν κι εκείνοι και τη χαιρέτησαν με χαμόγελο. Δύο αστραφτερά χαμόγελα, ικανά να φωτίσουν όλη την υπόλοιπη ζωή της. Τους ανταπέδωσε με κέφι.
- Πάμε να χορέψουμε, την ξεσήκωσε ο Σταύρος και την τράβηξε στον πολύχρωμο κύκλο γύρω από τη φωτιά.
Κι έτσι όπως χόρευαν, της φάνηκε πως γύριζε πάλι πίσω. Πάλι σ’ εκείνη την άλλη της ζωή, σ’ εκείνο τον άλλο, μαγικό κόσμο. Και της φάνηκε πως χόρευαν εκεί μαζί της, γύρω από τη φωτιά όλοι, η οικογένεια του τότε και η οικογένεια του τώρα, η κυρά-Σεβαστή κι ο θείος Νικήτας κι οι μικροί της μαθητές του τότε και του τώρα κι ένας ψηλός, γεροδεμένος νεαρός αξιωματικός με λαμπερά γαλάζια μάτια ο Ανδρέας, δίπλα στον άλλο Ανδρέα και τη γυναίκα του, στον Ανδρέα του τώρα και του σήμερα. Κι η πόλη άρχισε ξαφνικά ν’ αλλάζει μορφή και χρώμα, γέμισαν τα μπαλκόνια γλάστρες με πολύχρωμα λουλούδια και μια υπέροχη μυρωδιά απ’ τις ανθισμένες αμυγδαλιές απλώθηκε στον αέρα. Τι κι αν ήταν σε μια πόλη χωρίς ιστορία; Θα έγραφε εκείνη την ιστορία της, είχε μπόλικη μελάνη και όλη τη ζωή μπροστά της.
Ένα αστέρι έσκισε ξαφνικά τον ουρανό, γλιστρώντας στο στερέωμα, αφήνοντας στο διάβα του μία λεπτή, χρυσή γραμμή. Η Λήδα χαμογέλασε.
- Στο καλό, αστέρι μου, το ξεπροβόδισε χαμηλόφωνα. Και να πας, με το καλό, τις ευχές μας στο Θεό. Εγώ δεν έχω ευχή να σου δώσω να ταξιδέψεις. Έκανα πια πραγματικότητα κάθε όνειρό μου.
Δε χρειαζόταν πια ευχές και πεφταστέρια για να γίνουν τα όνειρά της πραγματικότητα. Κρατούσε σφιχτά το χέρι του Σταύρου με όλους τους αγαπημένους της στον ορίζοντα του βλέμματος της, οι μουσικοί έπαιζαν ένα γρήγορο, χαρούμενο τραγούδι κι η πόλη όλη έλαμπε στο φως της νύχτας. Δε χρειαζόταν τίποτα άλλο για να είναι ευτυχισμένη. Είχε τα 25 της χρόνια, την αγάπη μπροστά στα μάτια της και τη ζωή της όλη στα χέρια της.

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου