Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ (6)

Κατερίνα Μ. Μάτσου

Στην πόλη χωρίς ιστορία…
6ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Δευτέρα


Τώρα
την απασχολούσε μόνο το σχολείο κι η δουλειά της εκεί. Ήταν βέβαια η δουλειά της κι αυτό που είχε μάθει να κάνει κι αυτό που έκανε στο ίδιο σχολείο, που και τώρα πήγαιναν, τα δύο τελευταία χρόνια, μα παράδοξα, όπως άλλωστε ήταν όλα σ’ αυτή την ιστορία, όχι εδώ και όχι τώρα. Εκείνη η ζωή που θυμόταν ήταν η ζωή της σε μιαν άλλη εποχή και τώρα είχε έρθει σε μια άλλη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα καθ’ όλα όμοια και καθ’ όλα διαφορετική από εκείνη που μέχρι χτες ζούσε. Ντύθηκε βιαστικά, πήρε την τσάντα με τα σχολικά της βιβλία, που πάντα και σε κάθε εποχή άφηνε στα πόδια του κρεβατιού κι εκεί όπου και τώρα ήταν, χωρίς καν να κοιτάξει τι έχει μέσα και ξεκίνησε στηριγμένη στο μπράτσο της Έρης. Στο δρόμο προσπάθησε να μάθει για το νέο της σχολείο, το σχολείο στο οποίο ωστόσο υπηρετούσε τα δύο τελευταία χρόνια και η Έρη, ομιλητικότατη -από γεννησιμιού της- φρόντισε να την πληροφορήσει επαρκώς για τα πάντα.
- Η διευθύντρια δεν είχε κανένα λόγο να αρνηθεί να σου δώσει λίγες μέρες άδεια. Ίσα-ίσα, είπε κι άλλες μέρες αν ήθελες, για να ξεκουραστείς και ν’ αναρρώσεις πλήρως, δεν υπήρχε πρόβλημα. Την ξέρεις τη διευθύντρια μας. Η υγεία πάνω απ’ όλα. Όσο για τα παιδιά για λίγες μέρες, όσες μέρες έλειπες δηλαδή, θα γινόταν συνδιδασκαλία με το άλλο τμήμα της Γ΄ ή με κάποια δασκάλα που θα ερχόταν εκτάκτως, όπως έγινε την Παρασκευή και το Σάββατο δηλαδή κι έπειτα ποιο παιδί διαβάζει μέσα στις Απόκριες; Κουτί θα τους ερχόταν η απουσία σου!
Και η Λήδα διαπίστωσε με έκπληξη πως ακολουθούσαν και τώρα τον ίδιο δρόμο που ακολουθούσαν καθημερινά και επί δύο σχολικά έτη και 40 χρόνια αργότερα κι ας μην είχαν καμία σχέση οι δρόμοι του τότε με τους δρόμους του τώρα κι ας μην μπορούσε ακόμα να καταλάβει ποιο ήταν το τότε και πιο το τώρα σ’ αυτή την παράδοξη ιστορία. Οι δρόμοι του μέλλοντος ήταν σκοτεινοί, δεν τους έβλεπε συχνά ο ήλιος, τον έκρυβαν οι ψηλές, άχαρες πολυκατοικίες, που τους περιτριγύριζαν. Μα τώρα, σ’ αυτή την πραγματικότητα, δεν υπήρχαν πολυκατοικίες να της κρύβουν τον ήλιο και τη θέα των βουνών στο βάθος του ορίζοντα, ούτε αυτοκίνητα να ταράζουν με τις κόρνες τους το βήμα τους. Τα χαμηλά σπιτάκια τριγύρω, καθαρά και περιποιημένα, έμοιαζαν κουκλίστικα, όλοι οι άνθρωποι, γνωστοί και άγνωστοι, που τις συναντούσαν τις χαιρετούσαν με σεβασμό, βγάζοντας τα καπέλα τους οι κύριοι και σκύβοντας με συστολή το κεφάλι οι δεσποινίδες και οι κυρίες κι ο ορίζοντας, που τους τύλιγε, τους χαμογελούσε ασυννέφιαστα γαλάζιος. Ένας τελείως διαφορετικός κόσμος, μα τώρα, θυμήθηκε η Λήδα, ήταν σε μια άλλη εποχή και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τις σκέψεις της, που πήραν πάλι φωνή.
- Από ‘δω πάμε κάθε μέρα σχολείο, διέκοψε τον ατέλειωτο μονόλογο της Έρης κι εκείνη απλά γούρλωσε ξαφνιασμένη τα μάτια.
- Μα τι λες; Ναι, τα δύο τελευταία χρόνια από ‘δω πάμε κάθε μέρα σχολείο, δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να πάμε από το σπίτι της κυρά-Σεβαστής στο σχολείο, εκτός αν γυρίσουμε ανάποδα την πόλη όλη, απάντησε με τα μάτια πάντα ορθάνοιχτα η Έρη και σχεδόν αμέσως η Λήδα θυμήθηκε πως το σχολείο τους τότε, στις αρχές του επόμενου αιώνα, είχε χτιστεί στο ίδιο οικόπεδο, όπου ήταν και το παλιό σχολείο, αυτό που καταστράφηκε από μία τυχαία πυρκαγιά, κάπου εκεί στη δεκαετία του ’60.
Άρα ήταν πολύ φυσικό να ακολουθούν πάλι τον ίδιο δρόμο.
- Σίγουρα είσαι καλά, τη ρώτησε ξανά η φίλη της, που είχε ξαφνιαστεί πολύ από την τελευταία της ερώτηση.
Της απάντησε «καλά» μ’ ένα αχνό χαμόγελο, πιο πολύ για να την καθησυχάσει, παρά γιατί συμφωνούσε με τα λόγια της και πέρασαν την αυλόπορτα του σχολείου την ώρα ακριβώς που χτυπούσε το κουδούνι για το πρώτο μάθημα.
Λίγες στιγμές αργότερα έμπαινε στην αίθουσα της Γ΄ τάξης με καρδιοχτύπι, λουσμένη στον ιδρώτα κι οι μικροί της μαθητές στάθηκαν αμέσως προσοχή μπροστά της. Μια νεαρή δασκάλα, που βρισκόταν ήδη μέσα στην τάξη, η αντικαταστάτριά της μάλλον τις δύο μέρες που έλειψε, είπε κάτι χαμηλόφωνα στα παιδιά στα ακριανά θρανία και μόλις η Λήδα στάθηκε πίσω από την έδρα, δύο κοριτσάκια με κοτσιδάκια, μπλε ποδιές και λευκούς, αστραφτερούς γιακάδες, ήρθαν κοντά της και της πρόσφεραν από μία ανθοδέσμη με πολύχρωμα, ανοιξιάτικα λουλούδια. «Περαστικά, κυρία», είπαν σχεδόν ταυτόχρονα, κάνοντας μία ελαφρά υπόκλιση μπροστά της και η Λήδα τα αντάμειψε μ’ ένα γλυκό φιλί στα κόκκινα μαγουλάκια.
- Να σας αφήσω στο μάθημα σας, είπε χαμογελαστή η άλλη δασκάλα και βγήκε από την αίθουσα αφήνοντας πίσω μόνο το ίχνος του χαμόγελού της και το θρόισμα του φουρό της.
Η Λήδα κάθισε στην έδρα και κοίταξε τα προσωπάκια των παιδιών στα ξύλινα θρανία. Την κοιτούσαν με αφάνταστη συστολή και αφάνταστη αγάπη και, πράγμα περίεργο, μα μάλλον ήταν κι αυτό ένα από τα παράδοξα του ταξιδιού της σ’ αυτό τον κόσμο, αν και δεν είχε ξαναμπεί ποτέ σ’ αυτή την τάξη και δεν είχε ξαναδεί ποτέ αυτά τα συγκεκριμένα 18 παιδικά προσωπάκια, τα γνώριζε όλα. Τα ήξερε όλα, ένα-ένα με το μικρό τους όνομα και το βαθμό του ενδεικτικού τους. Την Ελένη, τη Δωροθέα, το Λάζαρο, το Μάρκο… Η Ματίνα από τα πρώτα θρανία, μία από τις καλύτερες μαθήτριες της τάξης, με την άνεση που το άριστα, που φιγουράριζε στον έλεγχό της, της πρόσφερε, σήκωσε το χέρι.
- Ναι, γλυκιά μου, της έδωσε το λόγο η Λήδα.
- Τι είχατε τι μέρες που λείψατε, δεσποινίς;
- Τίποτα σοβαρό, καλή μου. Ήμουν απλά λίγο άρρωστη.
- Πυρετό, μπήκε στη μέση της συζήτησης ο Σωτήρης, που η μητέρα του δούλευε τον τελευταίο χρόνο καθαρίστρια στο δημαρχείο.
- Όχι, καλέ μου, δεν είχα πυρετό, τον καθησύχασε η Λήδα. Κάποια… από τις αρρώστιες των μεγάλων είχα. Για λίγο όμως. Πολύ λίγο.
- Και είναι δύσκολες οι αρρώστιες των μεγάλων, κυρία, ρώτησε πάλι ο Σωτήρης κι ας μην είχε ανάγκη την απάντησή της.
Από μια τέτοια ξαφνική και ύπουλη αρρώστια των μεγάλων είχε χάσει τον προηγούμενο χειμώνα τον πατέρα του κι η μητέρα του δούλευε από τότε καθαρίστρια στο δημαρχείο. Ο δήμαρχος, καλός άνθρωπος, ήξερε τη φτώχεια τους, ένιωσε τον πόνο τους και δεν τους άφησε να πεινάσουν.
- Κάποιες φορές, απάντησε η Λήδα.
Την ήξερε κι αυτή, όπως και το σχολείο ολόκληρο, τη μοίρα του Σωτήρη και ήξερε πως, αυτός τουλάχιστον, δεν είχε ανάγκη την απάντησή της. Και πέρυσι που έχασε τον πατέρα του, από μία τέτοια άκαρδη και ύπουλη αρρώστια των μεγάλων πάλι μαθητής της ήταν. Αυτή τον παρηγόρησε. Κι ερχόταν από τότε πολλές φορές στο μάθημα με τα ματάκια του κατακόκκινα από το κλάμα. Δεν έκλαιγε ποτέ, της εκμυστηρεύτηκε, μπροστά στη μητέρα του. Δεν ήθελε να τη στεναχωρεί και άλλο.
- Η δικιά σας αρρώστια όμως δεν ήταν δύσκολη, έτσι δεν είναι, κυρία, ρώτησε πάλι με αγωνία ο Σωτήρης.
- Καθόλου δύσκολη, καρδιά μου, του χαμογέλασε η Λήδα, μήπως και καταφέρει και του δώσει λίγο θάρρος.
Ίσως και λίγο κουράγιο.
- Συμβουλεύτηκα το γιατρό μου, πήρα τα φάρμακά μου, ξεκουράστηκα και τώρα είμαι καλά. Και είμαι πάλι κοντά σας. Και να σας πω κάτι; Σας αγαπώ όλους πολύ-πολύ!
- Κι εμείς, κυρία, φώναξαν 18 παιδικά προσωπάκια.
Γέμισε η τάξη παιδικά χαμόγελα και φως.

Όσο οι ώρες περνούσαν, η Λήδα διαπίστωνε πως, όπως και με όλες τις αναμνήσεις της τώρα τελευταία συνέβαινε, θυμόταν κάθε στιγμή όλο και περισσότερα για τους μικρούς της μαθητές και το σχολείο και τη ζωή της τότε, τη δεκαετία του ‘60 κι ας μη θυμόταν από ποιον τα είχε μάθει όλα αυτά ή πότε τα είχε ζήσει. Μάλλον, διαπίστωσε, ήταν στοιβαγμένα σε κάποια άκρη του μυαλού της από πάντα. Κάποτε σ’ αυτήν ή στην άλλη ζωή, πότε ακριβώς δε θυμόταν, θα τα είχε μαζέψει εκεί για να μη σκονίζονται κι ύστερα τα είχε ξεχάσει. Απλά τώρα δε θυμόταν πότε είχαν γίνει όλα αυτά.
Ο μπαμπάς, θυμήθηκε λοιπόν η Λήδα, ήταν δικαστικός, συνταξιούχος τώρα, αυστηρός και δύσκολος και η μαμά δασκάλα, σαν τον αγαπημένο της παππού κι εκείνη και γλυκιά σα ζάχαρη και μέλι, ενώ ο αδελφός της σπούδαζε νομική, μα δεν έκανε όνειρα για δικαστική καριέρα. Έλεγε πως αυτός θα εξασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και θα υπερασπίζεται πάντα δωρεάν τους φτωχούς και τους πολιτικούς κρατούμενους κι ο μπαμπάς γινόταν έξαλλος, όχι για τους φτωχούς. Απλά γιατί δε θεώρησε ποτέ ανθρώπους άξιους υπεράσπισης τους πολιτικούς κρατούμενους. Ήταν η εποχή. Αυτήν ακολουθούσαν και ο πατέρας και ο Ορέστης, έστω κι από αντίθετους δρόμους. Κάτω από το στρώμα του κρεβατιού του αδελφού της, η Λήδα είχε βρει πολλές φορές διάφορα κομμουνιστικά έντυπα και άλλα απαγορευμένα βιβλία. Εκείνη, αν και συμφωνούσε με πολλές από τις ιδέες του κομμουνισμού, δεν τολμούσε ούτε καν να τα αγγίξει. Μάλλον, γιατί φοβόταν. Θυμόταν ακόμα το χαστούκι του πατέρα, τη μέρα που τραγουδούσε δυνατά στη βεράντα τη Μυρτιά του Θεοδωράκη, μα η Λήδα δεν ήξερε τότε πως ο Θεοδωράκης ήταν την εποχή εκείνη -και σε πολλές άλλες εποχές που προηγήθηκαν και θ’ ακολουθούσαν- απαγορευμένος. Μάλλον δεν ήξερε καν το όνομα του συνθέτη του αγαπημένου της τραγουδιού, που είχε πρωτακούσει σ’ ένα 45άρι δισκάκι που της δάνεισε ο ξάδελφός της, ο Περικλής. Έμεναν όλοι στη μεγάλη πόλη δίπλα στην απέραντη, γαλάζια θάλασσα, που είχε γεννήσει κι εκείνη, που μετά το τέλος των σπουδών της, βρέθηκε ξαφνικά σε μία πόλη χωρίς ιστορία, ακολουθώντας το διορισμό της και την επανάσταση της καρδιάς της κι ας ήταν ευκατάστατη οικογένεια, χωρίς την ανάγκη του μισθού της Λήδας, που ποτέ δεν ζήτησε. Μια ζωή πάνω-κάτω σαν την άλλη της ζωή, αυτής στις αρχές του επόμενου αιώνα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως πιάστηκε η ευχή της σ’ εκείνο τ’ αστέρι, που διέσχισε μια γιορτινή νύχτα τον ουρανό της πόλης χωρίς ιστορία, μα αυτό ίσως και να μην το ανακάλυπτε ποτέ κι έτσι έπαψε να το ψάχνει.
Μία ήταν η διαφορά με την άλλη της οικογένεια: Πως αυτός, ο τωρινός πατέρας, ακολουθώντας τις διαταγές των καιρών, ήταν πολύ πιο αυστηρός από τον άλλο της πατέρα, τότε, στις αρχές του επόμενου αιώνα, που μέχρι χτες ζούσε και θυμήθηκε κι ας μη το είχε ζήσει κι αυτό ποτέ, τον καβγά που είχαν, όταν ανακοίνωσε στους δικούς της, πως θα δεχτεί το διορισμό της σ’ αυτή την πόλη χωρίς ιστορία, αγνοώντας τις φωνές και τις απειλές του και αξιόλογους γαμπρούς, σαν τον αξιότιμο κύριο Παπαδάκη, που με τη βοήθεια σοβαρών προξενητάδων συνωστίζονταν καθημερινά έξω από την πόρτα της. Αν την άφησε να σπουδάσει το έκανε μόνο και μόνο, γιατί η κόρη του ονειρευόταν από μικρό παιδί να γίνει δασκάλα, σαν τη μαμά και τον αγαπημένο της παππού και πέρασε με άριστα στην Ακαδημία στην ίδια πόλη που την είχε γεννήσει και την είχε μεγαλώσει. Τι θα έκανε μετά; Ας ερχόταν αυτό το μετά και τότε θα έβλεπε. Δεν περίμενε ποτέ την επανάστασή της. Αυτή την έκανε καθημερινά και μεθοδικά ο αδελφός της. Η Λήδα ήταν η ήσυχη κόρη κι ας ήταν η πρωτότοκη. Κι όταν εκείνη του ανακοίνωσε πως θα δεχόταν το διορισμό της σε μία πόλη άγνωστη, χαμένη κάπου ψηλά στα μακεδονίτικα βουνά και χωρίς καμιά ιστορία, ο συνταξιούχος δικαστικός έγινε έξω φρενών. Κυρίως, γιατί τώρα πλέον την έχανε κι αυτό δεν μπορούσε να το ανεχτεί έτσι εύκολα. Την κόρη του την αγαπούσε πολύ, πάρα πολύ για να την αφήσει να φύγει μακριά του κι ας μη της το φανέρωσε ποτέ. Κι ό,τι κι αν έκανε η μητέρα της κι ο αδελφός της για να τον μεταπείσουν ή έστω να τον ηρεμήσουν, δεν κατάφεραν απολύτως τίποτα. Στο τέλος την απείλησε πως αν παράκουγε τις εντολές του και έφευγε, δε θα της έστελνε ποτέ ούτε δεκάρα, μα η Λήδα δεν πτοήθηκε. Είχε το μισθό της, τα 25 της χρόνια κι αν και η περιουσία του πατέρα σκόρπιζε πάντα όλη τη γη στα πόδια της, ήξερε να είναι επαρκής και με τα λίγα. Φίλησε σταυρωτά τη μητέρα και τον αδελφό της, χαιρέτησε από μακριά τον πατέρα, ήρθε μόνη της σ’ αυτή την πόλη χωρίς ιστορία, βρήκε δωμάτιο στο σπίτι της κυρά-Σεβαστής, έγινε καλή φίλη με την Έρη και ζούσε δύο χρόνια τώρα στην πόλη αυτή, στην πόλη που είχε πλέον αγαπήσει σαν πατρίδα. Όσο για τα χρήματα που της έστελνε κρυφά η μητέρα της, από τη σύνταξή της, με την ανοχή του πατέρα, που τα είχε καταλάβει όλα απ’ την αρχή, μα ποτέ δεν το έκανε θέμα, τα έστελνε όλα πίσω κι ας συνέχιζε να της στέλνει κι άλλα εκείνη.
Μια ζωή δηλαδή πάνω-κάτω σαν την άλλη της ζωή, τότε, στις αρχές του επόμενου αιώνα, που τώρα τη θυμόταν όλη απ’ την αρχή κι ένιωθε σα να ‘χε ζήσει δύο διαφορετικές ζωές κι ας ήταν παράλογο, μα το μόνο που ήταν δυσεύρετο σ’ αυτή την ιστορία ήταν η λογική: Μία ζωή στη δεκαετία του ’60 και μία 40 χρόνια αργότερα, στις αρχές του 21ου αιώνα. Μόνο που δε μπορούσε ακόμα ν’ αποφασίσει ποια από τις δύο ζωές της ήταν η σωστή.

Την ώρα που σχολούσε βαριά, μαύρα σύννεφα βιάστηκαν να κρύψουν τον ήλιο κι ο ουρανός έγειρε βαρύς πάνω από την πόλη. Ο παγωμένος άνεμος, που σηκώθηκε ξαφνικά, μύριζε βροχή κι ας μην ήταν καλοκαίρι, ούτε καν άνοιξη κι είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες, όταν η Λήδα πήρε το δρόμο για το σπίτι. Η Έρη είχε ζητήσει άδεια κι είχε φύγει μια ώρα νωρίτερα μ’ έναν τρομερό πονόδοντο για παρέα, με την ελπίδα να συναντήσει κάπου -και σύντομα- τον οδοντίατρό της, ένα γοητευτικό, νεαρό δανδή, με αμέτρητες κατακτήσεις και αμέτρητες θαυμάστριες, που ευχόταν να έχουν πονόδοντο κάθε μέρα για να τον συναντούν συχνότερα και η Λήδα τυλίχτηκε κι άλλο στο χοντρό παλτό της κι ακολούθησε, χωρίς σκέψη, το ρυθμό των βημάτων της. Παρέκκλιναν από το γνωστό δρόμο για το σπίτι και μέσα από γραφικά στενά με χαμηλά σπιτάκια και ψηλούς αυλότοιχους, στενά απ’ όπου δεν είχε ξαναπεράσει, γιατί δεν υπήρχαν πλέον όλοι αυτοί οι δρόμοι στην άλλη της ζωή -είχαν πέσει όλοι θύματα της αντιπαροχής και της άναρχης δόμησης κι ενός αναπάντεχου σεισμού 6,6R που τα τάραξε και τα ξερίζωσε κι ας μην ξερίζωσε από τη θέση της την πόλη- την οδήγησαν στην κεντρική πλατεία εκεί που βασίλευε τις μέρες αυτές ο βασιλιάς καρνάβαλος. Αυτή που είχε επισκεφτεί τόσες φορές στη μελλοντική ζωή της κι εδώ που είχε έρθει και σ’ αυτή τη ζωή μόλις την προηγούμενη μέρα, κρατώντας σφιχτά από το χέρι τον αδελφό της και σήμερα γεμάτη κόσμο, όπως χτες, που έτρεχε βιαστικά τριγύρω, όχι όμως τώρα για το γλέντι. Να προφυλαχτεί από τη βροχή και τον παγωμένο άνεμο που σηκώθηκε ξαφνικά, προσπαθούσε. Ένιωσε τις ψιχάλες να δυναμώνουν και μπήκε στο πρώτο ζαχαροπλαστείο, που βρέθηκε σαν από μηχανής θεός μπροστά της, την ώρα ακριβώς που άνοιγαν οι ουρανοί.
Το ένα από τα τρία ζαχαροπλαστεία στην πλατεία της πόλης φιλοξενούσε τους λιγοστούς πελάτες του μεσημεριού. Ένα γκαρσόνι με αστραφτερή, άσπρη στολή έτρεξε να τη βοηθήσει να βγάλει το βρεγμένο πανωφόρι της, άκουσε προσεχτικά την παραγγελία της «ένα γαλλικό καφέ με γάλα, παρακαλώ» και απομακρύνθηκε με μία ελαφριά υπόκλιση. Ο γαλλικός καφές στη δεκαετία εκείνη φανέρωνε τουλάχιστον …αριστοκρατική καταγωγή και συνήθειες, γι’ αυτό μάλλον δεν τον διέθεταν κι όλα τα καφέ της πόλης. Μα αυτό, που η Λήδα είχε διαλέξει, τυχαία εδώ που τα λέμε -αυτή μόνο να προφυλαχτεί από την ξαφνική βροχή και τον αέρα ήθελε κι αυτό βρέθηκε πρώτο μπροστά της- ήταν σίγουρα το καλύτερο και το πιο σύγχρονο της πόλης με τέλεια, προσεγμένη διακόσμηση και η Λήδα κοίταξε τις παρέες τριγύρω. Μία οικογένεια μ’ ένα μικρό παιδάκι, που γκρίνιαζε στην απέναντι γωνία, μία γυναικεία παρέα, που συζητούσε υψηλόφωνα δίπλα στο παράθυρο, δυο-τρεις ανδρικές παρέες στα πίσω τραπέζια και μια παρέα στρατιωτικών απέναντι της ακριβώς. Ήταν πέντε νεαροί αξιωματικοί, το φανέρωναν οι στολές τους και η Λήδα θυμήθηκε πάλι τον Ανδρέα κι έμεινε να τους κοιτάζει σαν ξαφνιασμένη. Κάποιος από την παρέα την είδε που τους κοίταζε έτσι επίμονα και της χαμογέλασε και η Λήδα χαμήλωσε τα μάτια κοκκινίζοντας, περίεργη συστολή εκείνη τη μέρα, μα έτσι έπρεπε να φερθεί σ’ αυτό το χρόνο κι έτσι φέρθηκε. Ένας νεαρός από την παρέα του νέου άγνωστου φίλου της έκανε σήμα στο γκαρσόνι να πληρώσουν, μάλωσαν -ως συνήθως- οι άνδρες ποιος θα δώσει τα χρήματα για να πληρώσουν στο τέλος ο καθένας τα δικά του και να μοιραστούν τα ρέστα και σηκώθηκαν να φύγουν. Και τότε έκπληκτη η Λήδα διαπίστωσε, ανάμεσα στο χαμόγελο του νέου άγνωστου φίλου της και στο πηλήκιο του νεαρού στη γωνία, πως ο νεαρός στρατιωτικός που καθόταν με την πλάτη γυρισμένη προς το τραπέζι της ήταν απλά ο Ανδρέας!
Πέρασε από μπροστά της, μα δεν την είδε, μάλλον κάτι σκεφτόταν και το μυαλό του ταξίδευε αλλού και μόνο όταν η Λήδα φώναξε τ’ όνομά του, αντιλήφθηκε την παρουσία της εκεί.
- Καλησπέρα, του χαμογέλασε η Λήδα μόλις ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της κι ο Ανδρέας στ’ αλήθεια τρόμαξε.
- Εσείς εδώ, κατάφερε να ψελλίσει. Συγνώμη, μα …δε σας είδα.
Έκανε ένα νόημα στους φίλους του να φύγουν χωρίς εκείνον, ο νέος άγνωστός φίλος της Λήδας της άφησε ένα θλιμμένο χαμόγελο, που προτίμησε το φίλο του από εκείνον κι ο Ανδρέας στάθηκε μπροστά της προσοχή, λες και παρουσιαζόταν σε ανώτερό του.
- Γύριζα σπίτι και μ’ έπιασε η βροχή, είπε με χαμόγελο η Λήδα. Είπα να πιω έναν καφέ μέχρι να σταματήσει… Αλλά γιατί μου μιλάς στον πληθυντικό; Δεν είπαμε να αφήσουμε στην άκρη αυτές τις τυπικότητες;
- Δεν ξέρω, απάντησε ο Ανδρέας και πράγματι δεν ήξερε.
Τίποτα τέτοιο δεν είχαν πει. Η Λήδα μόλις τώρα το ανακάλυψε.
- Μάλλον… ξαφνιάστηκα, συνέχισε εκείνος. Δεν πρέπει; Εννοώ, δεν πρέπει να σας μιλάω στον πληθυντικό;
- Δε βλέπω κανένα λόγο που να το επιβάλλει.
- Μπορεί. Απλά εγώ δε νιώθω και πολύ άνετα να σας μιλάω έτσι…
Πώς έτσι δε διευκρίνισε. Μάλλον ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε πώς έτσι εννοούσε.
- Εν αντιθέσει με προχτές, απόρησε η Λήδα και μάλλον την είχε θυμώσει ο τρόπος που της μιλούσε. Και γιατί σήμερα δε νιώθεις και πολύ άνετα να μου μιλάς έτσι;
Επανάλαβε με ειρωνεία τις λέξεις του, ειρωνεία τόσο έντονη, που ήταν αδύνατο, όσο ξαφνιασμένος και αν ήταν ο Ανδρέας, να μην το καταλάβει, μα την είχε ενοχλήσει πολύ αυτή η συμπεριφορά του.
- Δεν ξέρω, απάντησε εκείνος, φοβισμένος ακόμα. Έτσι!
Δεν της είχε πει ακόμα -κι εκείνη τότε δεν το υποψιαζόταν καν- ότι την είχε δει την προηγούμενη μέρα με τον αδελφό της στο πάρκο, απέναντι από την αρχαία εκκλησία και τον αδελφό της δεν τον γνώριζε. Αυτή η εικόνα, η Λήδα χαμογελαστή και ευτυχισμένη και ο αδελφός της, που τότε ακόμα δε γνώριζε, πιασμένοι σφιχτά από το χέρι, χάλασε την καλή του διάθεση.
- Συμβαίνει κάτι, Ανδρέα, ρώτησε η Λήδα καχύποπτη, μα καχύποπτη ήταν πάντα.
- Δεν ξέρω, προδόθηκε εκείνος, επαναλαμβάνοντας συνεχώς τα ίδια λόγια. Ίσως…
- Σαν τι δηλαδή;
- Σας είπα, δεν ξέρω. Τίποτα δε συμβαίνει. Πάντως, αν θέλετε μια συμβουλή, μη βγαίνετε συχνά μόνη. Εδώ η πόλη είναι μικρή κι ο κόσμος τα βλέπει και τα σχολιάζει όλα. Καμιά φορά και κακόβουλα. Γεια σας.
Και βγήκε βιαστικός στη βροχή, που δυνάμωνε.
- Ανδρέα!
Η Λήδα βγήκε τρέχοντας πίσω του, παρατώντας το παλτό και την τσάντα της στο ζαχαροπλαστείο και μετά από δυο-τρία βήματα, μόλις δηλαδή ο Ανδρέας αντιλήφθηκε την παρουσία της, δυο πλάκες του πεζοδρομίου παραπίσω, σταμάτησε ξαφνιασμένος στη μέση του δρόμου.
- Μα τι κάνετε, τρόμαξε, όταν την είδε να στέκεται έτσι, μέσα στη βροχή. Γυρίστε πίσω, σας παρακαλώ. Βρέχει. Θα κρυώσετε…
- Απαιτώ να μου πεις αμέσως τι συνέβη, φώναξε εκείνη, έξαλλη πλέον κι ούτε που την ένοιαζε για τα βλέμματα των περαστικών τριγύρω, που, ξαφνιασμένοι από τη φωνή της, σταμάτησαν στις άκρες των πεζοδρομίων, κάτω απ’ τα περβάζια των μπαλκονιών για να μη τους διακόπτει η βροχή, μήπως και μάθουν τι συμβαίνει κι ας μην ήταν κουτσομπόληδες.
- Σας είπα, τίποτα δε συνέβη. Πηγαίνετε μέσα, σας παρακαλώ! Μας κοιτάζει ο κόσμος.
Ο Ανδρέας τώρα την ικέτευε, ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα, μα η Λήδα δεν είχε καμία διάθεση να τον ακούσει.
- Δε σε πιστεύω. Δε σε πιστεύω και δεν πάω πουθενά αν δε μου πεις την αλήθεια κι ας γίνουμε ρεζίλι στον κόσμο όλο. Απαιτώ να μου πεις αμέσως τι συνέβη και πάψε να μου μιλάς σαν ξένος.
- Μη στέκεσαι μες στη βροχή, σε παρακαλώ. Θα κρυώσεις.
- Θα μου πεις τι συνέβη;
- Τίποτα δε συνέβη. Απλά χτες κατάλαβα.
- Τι κατάλαβες χτες; Δε σε είδα χτες, δε μιλήσαμε χτες…
- Έλα, μη στέκεσαι μες στη βροχή. Έχεις γίνει μούσκεμα.
- Τι έγινε χτες, Ανδρέα;
- Τίποτα. Απολύτως τίποτα δεν έγινε. Απλά… χτες σε είδα στο πάρκο.
- Και λοιπόν;
- Μη στέκεσαι μέσα στη βροχή. Σε παρακαλώ.
- Δε φεύγω από ‘δω αν δε μου πεις τι είδες χτες στο πάρκο.
- Μένω εδώ παραπάνω. Έλα, πάμε. Θα σου τα εξηγήσω όλα εκεί.
Έριξε το σακάκι του στους ώμους της, για να την προφυλάξει απ’ τη βροχή και τον αέρα που δυνάμωνε και την πήρε από το μπράτσο κι έτρεξαν μέχρι το σπίτι του, σ’ ένα από τα στενά πάνω από την κεντρική πλατεία, όπου ο Ανδρέας νοίκιαζε ένα μικρό δωμάτιο σε μια πλατιά αυλή, επιπλωμένο με ελάχιστα έπιπλα, περιποιημένο και καθαρό. Ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι με τρεις καρέκλες, ένα παλιό κομό γραφείο, που μάλλον είχε αφήσει εκεί η σπιτονοικοκυρά του, για να μην την ενοχλεί στο καινούργιο της σπίτι, μια ντουλάπα, ένα μεγάλο, σκαλιστό μπαούλο στα πόδια του κρεβατιού και μια μεγάλη ξυλόσομπα.
- Σκουπίσου, θα πουντιάσεις, της είπε ο Ανδρέας και της έδωσε μια μεγάλη άσπρη, αστραφτερή σαν το κοστούμι του γκαρσονιού στο καφέ, πετσέτα, που έβγαλε στο λεπτό από ένα απ’ τα συρτάρια της ντουλάπας και με γρήγορες κινήσεις έριξε στη σόμπα δύο από τα ξύλα, που ήταν στοιβαγμένα σωρός στο πλάι κι η φωτιά δυνάμωσε.
- Το παλτό μου και η τσάντα μου είναι στο ζαχαροπλαστείο, είπε άσχετα η Λήδα, μα μόλις τότε θυμήθηκε τα ξεχασμένα πράγματά της.
- Θα πάω να σου τα φέρω εγώ αργότερα, μόλις σταματήσει λίγο η βροχή. Μην ανησυχείς. Θα τα μαζέψουν τα γκαρσόνια. Κανείς δε θα τα πειράξει εκεί.
- Θα μου πεις τώρα τι έγινε χτες;
- Σου είπα, τίποτα. Απλά χτες έτυχε να σε δω στο πάρκο. Ήσουν με… με την παρέα σου. Κάποιο νεαρό. Δεν τον ξέρω, δεν τον έχω ξαναδεί και πιθανόν δεν είναι από την πόλη μας, μα σίγουρα ήταν εκεί για σένα. Εσένα κρατούσε από το χέρι κι εσύ χαμογελούσες. Χαμογελούσες ευτυχισμένη. Μάλλον… αυτό με πείραξε. Το χέρι σου μέσα στο δικό του και η ευτυχία του αγγίγματός του στο πρόσωπό σου.
Κατάλαβε.
- Ζήλεψες, του χαμογέλασε.
- Λίγο. Ή μάλλον… όχι, δε ζήλεψα καθόλου λίγο. Ζήλεψα πολύ. Πάρα πολύ. Βλέπεις, σε είχα συμπαθήσει από καιρό. Από τη μέρα που σε είδα πρώτη φορά στο σπίτι της θείας μου, δύο χρόνια πριν, τον πρώτο καιρό που είχες έρθει στην πόλη. Δεν τόλμησα όμως τότε να σου μιλήσω. Για την ακρίβεια, δεν τόλμησα ποτέ να σου μιλήσω. Ούτε καν για να σε χαιρετήσω, να σου πω μια καλημέρα. Ίσως να είμαι δειλός, μα … φοβόμουν. Φοβόμουν πολύ. Ήσουν βλέπεις πάντα τόσο δυνατή. Τόσο σπουδαία.
- Σπουδαία εγώ, απόρησε η Λήδα.
- Ναι, σπουδαία. Την εποχή εκείνη εγώ δεν ήμουν τίποτα. Ένα μικρό παιδί ήμουν, που προσπαθούσα να φτιάξω τη ζωή μου, να με δεχτούν στο στρατό… Κι εσύ, με τόση φινέτσα, τόση χάρη, τόσο σίγουρη για τον εαυτό σου, θα γύριζες ποτέ να κοιτάξεις κάποιον σαν εμένα; Κι έτσι δε βρήκα ποτέ την τόλμη και δε σου μίλησα ποτέ. Σε παρακολουθούσα από μακριά μόνο, όταν έβγαινες βόλτα στην πλατεία με τις φίλες σου ή όταν σε έβλεπα τυχαία, όταν πήγαινες και γύριζες από το σχολείο και κρατούσα τις σκέψεις μου κρυφές, φυλακισμένες. Για μένα μόνο. Γι’ αυτό δεν ερχόμουν και συχνά στη θεία μου. Για να μη σε συναντήσω και τα χάσω, παρότι λαχταρούσα όσο τίποτα να σε δω. Κι εκείνο το βράδυ, που λιποθύμησες στην πλατεία, για σένα ήμουν εκεί. Σε είδα τυχαία στο δρόμο και -μη μου θυμώσεις- σε ακολούθησα. Δεν είχα σκοπό να έρθω στο φανό, δε μου αρέσουν πολύ αυτά τα πανηγύρια. Εγώ μόνο κοντά σε σένα ήθελα να βρεθώ. Βλέπεις μόνο έτσι, από μακριά και κρυφά, τολμούσα να σε πλησιάσω. Κι όταν σε είδα να λιποθυμάς, όρμησα να σε βοηθήσω. Σε πήρα στην αγκαλιά μου και να σε πήγα στο νοσοκομείο. Δεν μπορούσα βέβαια να μείνω μαζί σου το βράδυ, δεν έπρεπε, ήταν ανάρμοστο, ήταν κι η δεσποινίς Ερμιόνη εκεί, εγώ δε χρειαζόμουν. Κι όταν με διαβεβαίωσε ο γιατρός ότι είσαι καλά, έφυγα. Είπα θα έρθω ξανά την άλλη μέρα να σε δω, μα δεν τόλμησα. Τα άλλα… τα ξέρεις.
- Γι’ αυτό προχτές, που ήρθες σπίτι να με δεις, με ρωτούσες αν θέλω να σε ξαναδώ;
- Ναι, γι’ αυτό. Και μου ‘δωσες φτερά, όταν μου είπες το ναι.
- Και χτες νόμισες ότι χάθηκαν όλα, ε;
- Δε χάθηκαν, ρώτησε ο Ανδρέας με αγωνία.
- Όχι, καλέ μου, δε χάθηκαν, είπε η Λήδα και του χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο κι ο Ανδρέας έπιασε το χέρι της και το φίλησε. Τίποτα δε χάθηκε. Ο αδελφός μου ήταν μαζί μου χτες. Ήρθε από την πόλη μας δίπλα στη γαλάζια, σαν τα υπέροχα μάτια σου, θάλασσα για να με δει, να μου φέρει τα φιλιά της μητέρας μας και τις ευχές του πατέρα. Για σένα του μιλούσα κι ήμουν τόσο χαρούμενη. Δε μ’ έκανε μόνο το άγγιγμά του ευτυχισμένη. Πόσο πολύ αγαπώ την παρέα σου και το χαμόγελό σου, του έλεγα, τα φωτεινά γαλάζια μάτια σου και πόσο ανυπομονώ να σε ξαναδώ. Κι ο καβγάς που είχαμε αδελφικός ήταν. Οι υπερβολές που τ’ αδέλφια πάντα κάνουν.
- Δηλαδή, ρώτησε ο Ανδρέας και η φωνή του τώρα έτρεμε.
- Δηλαδή, δεν υπάρχει κανένας άλλος άνδρας στην καρδιά μου, ψυχή μου. Μόνο εσύ. Παντού και πάντα εσύ.
Το φιλί τους ήταν η καλύτερη επισφράγιση της συμφωνίας τους κι ήταν έτσι όπως ακριβώς το περίμεναν. Υγρό και φοβισμένο στην αρχή, σίγουρο μια στιγμή μετά, μ’ ένα άρωμα από φράουλα και κεράσι να μεθάει το δωμάτιο. Να μεθάει τον κόσμο όλο. Στην αγκαλιά του ξέχασε τα πάντα. Κάθε φόβο της και κάθε της άγχος. Ακόμα κι αυτή την άλλη της ζωή, τότε, στις αρχές του επόμενου αιώνα. Μια νέα ζωή ανοιγόταν τώρα μπροστά της και μόνο αυτή άξιζε να ζήσει. Τα ρούχα τους σκόρπισαν, χωρίς σκέψη, στο πάτωμα.

Η βροχή συνέχιζε να ξεσκονίζει σχολαστικά τα κόκκινα κεραμίδια στις σκεπές και να περιορίζει τις γάτες της γειτονιάς κάτω από τα ξύλα της αυλής, ακόμη και την ώρα που ο ήλιος άρχισε να γλιστράει σιωπηλός τον αιώνιο δρόμο του πίσω απ’ τα βουνά, που αγκάλιαζαν από αρχή της ύπαρξής της την πόλη χωρίς ιστορία. Αγκαλιασμένοι ακόμα, η Λήδα κι ο Ανδρέας ξεκουράζονταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι αναλογιζόταν αν όλα όσα είχαν μόλις ζήσει ήταν αλήθεια.
- Πιστεύεις στα ταξίδια στο χρόνο, ρώτησε ξαφνικά η Λήδα και χωρίς καμία προειδοποίηση, χαμένη ακόμα στην αγκαλιά του κι ο Ανδρέας ξαφνιάστηκε.
- Στα ταξίδια στο χρόνο, απόρησε εκείνος, γιατί τι σχέση είχε αυτό που η αγαπημένη του ρωτούσε με όσα μόλις είχαν ζήσει;
- Ναι, στα ταξίδια στο χρόνο. Να μπορείς δηλαδή να ταξιδεύεις από το σήμερα στο χτες και στο αύριο, να βλέπεις και να ζεις κάθε φορά σε διαφορετικές εποχές, ίσως και διαφορετικές ζωές. Να είσαι κάθε φορά κι ένας άλλος, μα με πλήρη επίγνωση της εποχής όπου ζεις και όλων των άλλων εποχών όπου έχεις ζήσει, μα αυτό μόνο εσύ να το ξέρεις. Να συναντάς τους αγαπημένους σου σε άλλες εποχές, στο μέλλον και στο παρελθόν τους κι αυτοί να μην ξέρουν ποιος είσαι, να μη φαντάζονται καν ποιος μπορεί να είσαι! Να ξαναφτιάχνεις το μέλλον και να ζεις πράγματα που δε θα τα ζούσες πριν, που δεν ήταν δυνατό να ζήσεις πριν, γιατί πριν, πολύ απλά, όλα αυτά δεν υπήρχαν. Εσύ τα έφτιαξες, εσύ προγραμμάτισες το μέλλον σου. Κι ίσως και το μέλλον του κόσμου όλου!
- Ένα ταξίδι με μία μηχανή του χρόνου, δηλαδή! Ναι, έχω διαβάσει ένα βιβλίο με μία τέτοια μηχανή. Ο εφευρέτης της την έφτιαξε για να αλλάξει το παρελθόν του, να σώσει από το θάνατο την αγαπημένη του. Προσπάθησε. Απέτυχε. Κι έτσι ταξίδευσε απογοητευμένος στο πιο μακρινό μας μέλλον, για να αντικρίσει κι εκεί έναν άλλο εφιάλτη. Να συγκρουστεί μαζί του και να τον νικήσει για να μείνει στο τέλος, με τη θέλησή του, για πάντα εκεί*2.
- Ναι, κάτι τέτοιο, αλλά χωρίς καμία μηχανή του χρόνου, χωρίς καμιά βοήθεια. Μόνο με τη δύναμη του παντοδύναμου μυαλού μας. Κι ίσως και με μια ευχή σ’ ένα αστέρι που πέφτει.
- Ναι, αλλά θα είναι σα να θέλουμε να παίξουμε το ρόλο του Θεού κι αυτό είναι, πώς να το πω, αυτό είναι λίγο …βλάσφημο. Βαρύ φορτίο για τους ώμους ενός και μόνου ανθρώπου. Ίσως και άδικο για όλους τους άλλους.
- Φαντάζεσαι όμως τι συναρπαστικό που θα ‘ταν; Να ταξιδεύαμε και να πηγαίναμε ας πούμε στο παρελθόν, να γνωρίσω τη γιαγιά μου, που ποτέ δε γνώρισα ή, φαντάσου, και το Μεγαλέξανδρο τον ίδιο. Ή στο μέλλον, στις αρχές του επόμενου και του μεθεπόμενου αιώνα, να δούμε πως θα ζουν τότε οι άνθρωποι, πόσο μακριά απ’ το φεγγάρι θα έχουν φτάσει κι αν θα έχουν τολμήσει να μην πολεμούν πια μεταξύ τους.
Ο Ανδρέας κούνησε το κεφάλι.
- Δεν ξέρω. Σίγουρα είναι πολύ συναρπαστικά όλα αυτά που λες, μα εγώ, αν και διάβασα όλα τα βιβλία του Ιούλιου Βερν, δεν τα σκέφτηκα ποτέ όλ’ αυτά. Η ζωή μου δε μου άφησε ποτέ καιρό και δε μου έδωσε ποτέ ευκαιρία, για τέτοιες, μεγάλες, υψηλές κι ονειροπόλες σκέψεις.
Κι ο Ανδρέας άρχισε να διηγείται στη Λήδα την ιστορία του.
- Γεννήθηκα βλέπεις σε δύσκολες εποχές. Την εποχή του μεγάλου πολέμου. Και ζήσαμε τέσσερα χρόνια κι εμείς κι η Ελλάδα ολόκληρη τα χρόνια της μεγάλης νύχτας*3. Ο πατέρας μου είχε πολεμήσει το ’40 στην Αλβανία. Ήταν τυχερός. Γύρισε πίσω ζωντανός, μα με την αρρώστια στα στήθη και την πίκρα στην ψυχή. Η μητέρα μου λέει πως πριν τον πόλεμο ήμασταν ευτυχισμένη οικογένεια. Όχι πλούσια, μα ευτυχισμένη. Ο πατέρας ήταν τυπογράφος, απόφοιτος γυμνασίου, για την εποχή του άνθρωπος μορφωμένος. Είχε τυπογραφείο στην κεντρική πλατεία, τύπωνε εφημερίδες και άλλα έγγραφα, ακόμη και βιβλία, κάποιων ντόπιων, ονειροπόλων συγγραφέων, που δεν τολμούσαν να τα προωθήσουν στους εκδοτικούς οίκους των Αθηνών. Στο σπίτι μας είχαμε μια τεράστια βιβλιοθήκη, με χιλιάδες βιβλία, τη θυμάμαι κι εγώ. Μας την κατέστρεψαν αργότερα οι άθεοι. Έλεγαν πως οι φλόγες τους θα κάψουν τις ιδέες των ανθρώπων, τάχα γιατί είναι βέβηλες. Να τις εξευμενίσουν. Η μητέρα ήταν νοικοκυρά, μα κι εκείνη δεν πήγαινε πίσω σε γνώσεις. Είχε τελειώσει το δημοτικό κι είχε πάει και δύο χρόνια στο γυμνάσιο κι αυτό για γυναίκα της εποχής της ήταν μεγάλο προσόν. Σπάνιο προσόν. Διάβαζε πολύ, ακόμη και τώρα διαβάζει πολύ κι ας μην έχουμε πλέον μεγάλη βιβλιοθήκη στο σπίτι. Μάλλον γι’ αυτό ερωτεύτηκε το πατέρα μου. Και μου ‘λεγε ότι, παρότι ήταν πόλεμος και δύσκολα χρόνια, με περίμεναν και οι δύο με τόση ανυπομονησία.
Μόνο που εγώ ήμουν βλέπεις άτυχος. Γεννήθηκα τα χρόνια του μεγάλου πολέμου κι αν κι ο πατέρας μου δε σκοτώθηκε στον πόλεμο κι ήταν ήδη άρρωστος, λίγο μετά την επιστροφή του, οργανώθηκε στο Ε.Α.Μ. Δεν άντεχε αυτή την κατάσταση, ήταν ελεύθερος άνθρωπος κι ελεύθερος ήθελε να ζήσω κι εγώ, το παιδί του. Έπρεπε κάπως ν’ αντιδράσει. Βγήκε στο βουνό μαζί με το δεσπότη μας, μπλέχτηκε στ’ αντάρτικο… Γύρισε πίσω άρρωστος, σχεδόν νεκρός. Πέθανε το χειμώνα του ’48. Κι εγώ τότε ήμουν μικρό παιδί. Γι’ αυτό και τον θυμάμαι τόσο λίγο.
Το γαλάζιο βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει, μα δεν ήθελε να σταματήσει τη διήγησή του κι η Λήδα έκλεισε σφιχτά τα χέρια του μέσα στις παλάμες της. Έτσι, μήπως και του δώσει λίγο κουράγιο.
- Τότε φύγαμε από την πόλη και πήγαμε στο χωριό. Εκεί ζούσαν από χρόνια οι γονείς της μητέρας μου. Όταν ο γιος τους έφυγε μετανάστης για την Αμερική και το όνειρο και η κόρη τους παντρεύτηκε, έδωσαν στο γαμπρό τους προίκα το σπίτι στην πόλη κι αυτοί μετακόμισαν στο χωριό. Είχαν ένα αμπέλι εκεί κι είχε χτίσει ο παππούς από χρόνια ένα σπιτάκι. Έλεγε για να πηγαίνουν τα παιδιά του να ξεκαλοκαιριάζουν. Τώρα που ο μπαμπάς είχε πια πεθάνει κι ήμασταν μόνοι, η μητέρα θεώρησε πως εκεί, δίπλα στον παππού -η γιαγιά μου είχε πεθάνει πολύ νέα- θα ήμασταν ασφαλείς. Και ήμασταν. Ο παππούς, παλιός Μακεδονομάχος, μας προστάτευε πάντα. Ήταν σκληρός άνθρωπος, μα δίκαιος. Ήξερε ότι χρειάζεται αγώνας για να ζήσεις με αξιοπρέπεια, ειδικά σ’ εκείνες τις δύσκολες εποχές κι ήταν πάντα περήφανος για το γαμπρό του κι ας μην το ’λεγε στον κόσμο, γιατί το γαμπρό του τότε τον έλεγαν κομμουνιστή κι αυτό κάποιοι το θεωρούσαν τότε και το θεωρούν ακόμα βρισιά.
Ήταν δύσκολα χρόνια κι ίσως να σου φανεί περίεργο, μα τα θυμάμαι με νοσταλγία. Ήμουν καλός μαθητής και τελείωσα με άριστα το γυμνάσιο, μα, αν και πέρασα στο πολυτεχνείο, δεν μπορούσαν να με σπουδάσουν κι ας δούλευα κι εγώ κάθε καλοκαίρι. Κι επειδή ένιωσαν ότι με αδικούν, μόλις τελείωσα το σχολείο ο παππούς με έστειλε σε μία μέση τεχνική σχολή, εδώ, στην πόλη μας και έκανε το παν για να με πάρουν στη Σχολή Πολέμου. Και τα κατάφερε. Μπορεί να ήμουν ο γιος του κομμουνιστή, ήμουν όμως και ο εγγονός του εθνικόφρονα ήρωα Μακεδονομάχου κι αυτός με είχε αναθρέψει. Μπήκα στο στρατό, έγινα αξιωματικός κι ετοιμάζομαι πλέον την πρώτη μου μετάθεση.
Μάλλον για όλα αυτά δεν έκανα ποτέ, τέτοιες, υπέροχες σκέψεις, σαν εσένα. Έπρεπε πάντα να πατάω γερά στη γη κι ας λάτρευα τα φανταστικά ταξίδια του Ιούλιου Βερν στον ήλιο και στο φεγγάρι.
- Πότε περιμένεις τη μετάθεση σου;
- Υποθέτω μες στη βδομάδα. Τέτοια εποχή ανακοινώνονται πάντα. Λίγο πριν την άνοιξη. Κάπου στα βόρεια σύνορα έμαθα και μάλλον θ’ αργήσω να γυρίσω.
Τα λόγια του την τρόμαξαν και βιάστηκε να τον σφίξει με τρόμο πάνω της. Να τον κρατήσει λίγο ακόμα κοντά της.
- Μη φοβάσαι, έβαλε τα γέλια εκείνος, μόλις ένιωσε το άγχος της. Δε θα σε ξεχάσω, γλυκιά μου. Εσένα δεν πρόκειται να σε ξεχάσω ποτέ.
- Μου το υπόσχεσαι;
- Σου το ορκίζομαι, ψυχή μου. Με τη ζωή μου.
Κι έψαξε ξανά τα χείλη της.
Έξω απ’ το παράθυρο οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου παραμέριζαν, χωρίς κόπο, ό,τι είχε απομείνει από τα σύννεφα του μεσημεριού.

- Μα πού ήσουν χαμένη τόσες ώρες, ρώτησε με αγωνία η Έρη, όταν την άκουσε να μπαίνει τραγουδώντας στο χωλ του ψηλού, νεοκλασικού αρχοντικού της κυρά-Σεβαστής, μα η Λήδα δεν την άκουσε.
Συνέχισε να τραγουδάει ευτυχισμένη, κρέμασε το παλτό της στον καλόγερο, δίπλα στο άνοιγμα της πόρτας και ταίριαξε το ανύπαρκτο χτένισμά της στον σκαλιστό καθρέφτη του χωλ.
- Με προσέχεις καθόλου, φώναξε η Έρη κι η φιλενάδα της μόνο τότε την άκουσε και της έριξε ένα ονειροπόλο βλέμμα. Πού ήσουν χαμένη από το μεσημέρι;
- Στο όνειρο, γλυκιά μου. Στο όνειρο, της απάντησε η Λήδα και άρχισε να ανεβαίνει το ίδιο ονειροπόλα τη ξύλινη σκάλα για το δωμάτιο της.
Και η Έρη, εκνευρισμένη από την αδιαφορία της, πέταξε το περιοδικό που ξεφύλλιζε στο χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού κι άρχισε ν’ ανεβαίνει κι εκείνη πίσω της τα ξύλινα σκαλοπάτια. Τώρα, πράγματι, ήταν πολύ περίεργη να μάθει τι συνέβη.
- Μα τι λες, ρώτησε μπαίνοντας στο δωμάτιο της φιλενάδας της. Τι έγινε; Λέγε, δεν είναι εδώ η κυρά-Σεβαστή να μας ακούσει.
- Πώς πάει το δόντι σου, ρώτησε τελείως άσχετα εκείνη κι η Έρη ήταν έτοιμη να βάλει τις φωνές. Και τι κάνει ο υπέροχος οδοντίατρός σου;
- Ο οδοντίατρός μου είναι μια χαρά και το δόντι μου επίσης. Άσ’ τα τώρα αυτά και λέγε πού ήσουν.
- Θα σου πω απλά, απάντησε με χαμόγελο η Λήδα, βγάζοντας και διπλώνοντας τακτικά το φόρεμά της, ότι πέρασα όλο το μεσημέρι στην αγκαλιά του ωραιότερου και γλυκύτερου άνδρα της πόλης. Της πόλης; Τι λέω; Της Μακεδονίας και τη Θράκης ολόκληρης! Ίσως και όλων των Βαλκανίων. Για να μην πω του κόσμου όλου και ακουστώ υπερβολική. Ο οποίος, σημείωσε το αυτό, είναι τρελά ερωτευμένος μαζί μου.
- Δε σε πιστεύω, άνοιξε διάπλατα το στόμα της η Έρη. Ο Ανδρέας;
- Ακριβώς.
- Για λέγε, για λέγε! Πού ήσασταν;
- Στο σπίτι του. Τον συνάντησα τυχαία στην πλατεία την ώρα που γύριζα από το σχολείο το μεσημέρι, αναλάβαμε να λύσουμε μια …παρεξήγηση κι επειδή έβρεχε, με προσκάλεσε σπίτι του. Μένει λίγο πιο πάνω από την κεντρική πλατεία ξέρεις.
Και της εξιστόρησε τη συνάντησή τους, τη φριχτή υποψία που εκείνος είχε, όταν την είδε στο πάρκο με τον αδελφό της και τα παθιασμένα φιλιά τους κι η Έρη έμεινε με το στόμα ανοιχτό, ψιθυρίζοντας «δε σε πιστεύω» σε κάθε δεύτερη λέξη της.
- Και του δόθηκες, ψιθύρισε, όταν η φιλενάδα της τελείωσε την εξιστόρησή της και φορώντας τη ρόμπα του σπιτιού, χτενιζόταν μπροστά στο καθρέφτη. Δηλαδή… ολοκληρωτικά;
Δεν ήταν συνηθισμένο αυτό την εποχή εκείνη.
- Ναι, ψιθύρισε η Λήδα, και ήταν υπέροχο.
- Δε σε πιστεύω! Δηλαδή, θα σε πάρει; Γιατί αυτό που κάνατε μόνο κάτι τέτοιο μπορεί να σημαίνει.
- Δεν ξέρω, απάντησε η Λήδα και η Έρη παραλίγο να πέσει από την άκρη του κρεβατιού, όπου καθόταν στο πάτωμα. Και δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου αυτό. Δεν πήγα μαζί του για να με πάρει. Πήγα, γιατί αυτόν τον άνδρα τον αγαπώ και μ’ αγαπάει κι εκείνος. Μου το απέδειξε σήμερα.
- Μα καλά… Πώς;
- Μου είπε ότι με σκεφτόταν εδώ και καιρό, μα δεν τολμούσε να μου το πει. Φοβόταν. Ήμουν, είπε, τόσο «ξεχωριστή». Αλλιώτικη.
- Κι εσύ;
- Τι εγώ;
- Δε μου είχες μιλήσει ποτέ γι’ αυτόν, πριν δυο μέρες ούτε καν τ’ όνομά του δεν θυμόσουν και τώρα έτσι ξαφνικά τον ερωτεύτηκες;
- Έτσι ξαφνικά δε γίνονται αυτά τα πράγματα, είπε ψέματα η Λήδα.
Δεν ήταν έτσι ξαφνικά. Ήταν το όνειρό της, εδώ και πολύ καιρό, απλά δεν είχε βρει ακόμη τον τρόπο να το πραγματοποιήσει. Το κατάφερε με μια ευχή σ’ ένα αστέρι, που έπεφτε ένα γιορτινό βράδυ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου