Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ (4)

Κατερίνα Μ. Μάτσου

Στην πόλη χωρίς ιστορία…
4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Σάββατο


Πέρασε
το πρωί του Σαββάτου στο σπίτι, τριγυρνώντας παρέα μ’ όλες τις γάτες της γειτονιάς στον κήπο και στ’ «ανεξερεύνητα δωμάτια» -έτσι είχαν ονομάσει με την Έρη το τεράστιο υπόγειο και την εξίσου μεγάλη σοφίτα του σπιτιού κι ήταν κι αυτή μια ανάμνηση από εκείνες που δε θυμόταν από πότε τις είχε αποκτήσει- καθώς η κυρά-Σεβαστή δεν την άφησε να κάνει απολύτως τίποτα. «Ο γιατρός είπε ξεκούραση», της υπενθύμισε κατά την τελευταία επανάστασή της, όταν δηλαδή τόλμησε ν’ αγγίξει τη σκούπα για να μαζέψει τα ψίχουλα που είχαν σκορπίσει κάτω απ’ το τραπέζι, στην προσπάθειά της να κόψει μια φέτα από το φρέσκο ζυμωτό ψωμί και την έστειλε να διαβάσει στο δωμάτιό της, ενώ εκείνη ξεκίνησε για την καθιερωμένη, σαββατιάτικη πρωινή βόλτα στη λαϊκή αγορά.
Σ’ αυτή την πόλη χωρίς ιστορία η λαϊκή αγορά είχε πάντα ημέρα δράσης το Σάββατο. Τότε, μεγάλοι έμποροι και μικροί πραματευτάδες, απ’ όλο το νομό κι ίσως κι απ’ όλη την περιφέρεια, ερχόταν στην πρωτεύουσα, με τ’ άλογα και τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα την πραμάτεια τους, φρούτα, λαχανικά και χόρτα κι ό,τι άλλο πρόσφερε σε αφθονία το γόνιμο έδαφος του λεκανοπεδίου, ρακένδυτοι και φτωχοί, με τις ντόπιες φορεσιές οι χωριάτες, επιβλητικοί και περήφανοι, οι μόνοι με αυτοκίνητα -έστω και ελάχιστα- οι ντόπιοι. Βλέπετε, σ’ αυτή την πόλη χωρίς ιστορία τα χωριά τριγύρω απ’ την πρωτεύουσα του νομού δεν είχαν ποτέ καμία σχέση μαζί της και οι κάτοικοί της κοιτούσαν τους χωριάτες με περηφρόνια, κάθε φορά, τις λίγες έως ελάχιστες φορές, που εκείνοι τολμούσαν να περπατήσουν στους δρόμους της. Κάποτε μάλιστα είχαν θεσπίσει και διόδια στις εισόδους της πόλης, τους φόρους, απ’ όπου όποιος περνούσε, έπρεπε να πληρώσει ή, αν δεν είχε χρήματα, ν’ αφήσει κάτι απ’ τα υπάρχοντά του ενέχυρο και να το πάρει ξανά στην επιστροφή. Έτσι οι χωριάτες, φτωχοί πάντα, δεν μπορούσαν να έρθουν συχνά στη μεγάλη πόλη κι ακόμη και τώρα, που φόροι πλέον δεν υπήρχαν, δεν ερχόταν σχεδόν ποτέ, ούτε οι πρωτευουσιάνοι πήγαιναν ποτέ στα χωριά τους. Σε κανένα πανηγύρι μόνο ή όταν ταξίδευαν και τύχαινε να περνάει από ‘κει ο δρόμος τους. Προσπερνούσαν τα χωριά τους με αδιαφορία για να τα ξεχάσουν στην επόμενη στροφή. Εκείνοι, οι χωριάτες, ερχόταν μόνο για το παζάρι του Σαββάτου. Δεν είχε θεσπιστεί τότε ακόμα η αστική συγκοινωνία, ούτε είχαν ανακαλύψει τα αγαθά, που έκρυβε στα σπλάχνα της η μαύρη γη του λεκανοπεδίου και το ποτάμι και δεν είχε πάρει αξία το μωβ χρυσάφι των αγρών τους. Αυτά ήταν σχέδια του μέλλοντος.
Εκείνο το Σάββατο η Λήδα είδε πολλούς πραματευτάδες να περνούν με τα ζώα τους φορτωμένα την πραμάτεια τους μπροστά από το σπίτι τους, η λαϊκή, θυμήθηκε -κι ήταν κι αυτή μία από ‘κείνες τις αναμνήσεις που δεν ήξερε ότι είχε- η λαϊκή ήταν κάπου εκεί κοντά, δεν είχαν φτιάξει τότε ακόμη το νέο, μεγάλο χώρο, που θα φιλοξενούσε στο μέλλον δυο φορές την εβδομάδα μικρούς και μεγάλους εμπόρους, μα ήταν κι αυτό ένα σχέδιο του μέλλοντος και τότε ακόμη η πόλη χωρίς ιστορία είχε μόνο λίγους περισσότερους από 20.000 κατοίκους. Δε χρειαζόταν τότε ακόμα καινούργιους, άνετους χώρους για τη λαϊκή αγορά. Είδε την κυρά-Σεβαστή να γυρίζει απ’ τη λαϊκή μαζί με την Έρη, που εκείνη την ώρα είχε σχολάσει, φορτωμένες και οι δύο σακούλες ξέχειλες από φρούτα και λαχανικά -η κυρά-Σεβαστή να προχωράει βιαστική μπροστά και η Έρη να τρέχει πίσω της, φορτωμένη τη σχολική της τσάντα και σακούλες με ψώνια, ασθμαίνοντας και παραπατώντας από το βάρος- και βγήκε στην αυλόπορτα να τις προϋπαντήσει.
- Να βοηθήσω, ρώτησε με χαμόγελο η Λήδα, μόλις έφτασαν κοντά της, μα η κυρά-Σεβαστή την έστειλε γρήγορα πίσω στο σπίτι.
- Μέσα γρήγορα! Θα κρυώσεις, τη συμβούλευσε αυστηρά κι ας μην έκανε καθόλου κρύο εκείνο το Σάββατο.
Μα στην κυρά-Σεβαστή δεν μπορούσες εύκολα να πεις όχι, δεν μπορούσες ποτέ να πεις όχι κι έτσι την ακολούθησε χωρίς σχόλια στο σπίτι, ενώ η Έρη πέταξε τις σακούλες που κρατούσε στα πλακάκια της κουζίνας και σύρθηκε, πτώμα κυριολεκτικά, στο δωμάτιό της.
Τακτοποιώντας λίγο αργότερα τα φρούτα και τα λαχανικά που μόλις είχαν αγοράσει, με τη Λήδα μόνο να βλέπει, αλλά να μην αγγίζει, η κυρά-Σεβαστή ξεκίνησε μια κουβέντα για το φαγητό της Κυριακής. Σε μια βδομάδα ξεκινούσε σαρακοστή, οπότε θα ‘ταν καλό να τελειώσουν με τα κρέατα που είχαν αυτή την εβδομάδα και έπαιρναν φρέσκα αργότερα, μια και καλή για το Πάσχα. Κάποτε μάλιστα, θυμήθηκε η ηλικιωμένη γυναίκα, έκαναν από αυτή την εβδομάδα νηστεία κι η μακαρίτισσα η μάνα της, που μεγάλωσε και προίκισε ολομόναχη πέντε θυγατέρες, δεν τις άφηνε σαράντα μέρες, ούτε κρέας να φάνε, ούτε αυγό, ούτε λάδι. «Πενθούμε για το Χριστό μας, μας έλεγε η μάνα μας κι ακόμη και σήμερα στις κηδείες και στα πένθη έτσι δεν κάνουμε; Έτσι κάνουμε κι έτσι θα κάνουμε πάντα».
Ο μεγαλύτερος φόβος της κυρά-Σεβαστής, διαπίστωσε εύκολα η Λήδα, ήταν απλά ο …εκσυγχρονισμός. Η αλλαγή, το σύγχρονο και το μοντέρνο, αυτό που εκείνη δε μπορούσε να κατανοήσει, ούτε είχε ονειρευτεί ποτέ, μα που είχε αρχίσει ήδη να απλώνει τον ιστό του σαν ύπουλη αράχνη πάνω από την πόλη της, κάνοντας την αγνώριστη. Ψηλές και άχαρες πολυκατοικίες ξεφύτρωναν τώρα σε κάθε γειτονιά, παίρνοντας τη θέση κάποιου χαμηλού σπιτιού με μεγάλη, ολάνθιστη αυλή, κρύβοντας τον ήλιο και κάνοντας ακόμη πιο στενούς τους στενούς από πάντα, χωρίς κανένα σχέδιο, δρόμους της, μα ήταν η μόδα της εποχής και πολλών άλλων εποχών που θ’ ακολουθούσαν κι η κυρά-Σεβαστή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να την αλλάξει. Ούτε να τη σταματήσει. Μα ούτε κι εκείνη γινόταν πλέον ν’ αλλάξει. Ήταν ήδη 60 ετών, πολύ μεγάλη για ν’ αλλάξει σε μια βραδιά τις απλές, καθημερινές σκέψεις της.
Το χτύπημα του κουδουνιού το ακολούθησαν τα βιαστικά βήματα της Έρης στη σκάλα, «ανοίγω εγώ», φώναξε τραγουδιστά από το χωλ κι είχε ξεχάσει κιόλας κάθε της κούραση κι έτσι οι δυο γυναίκες στην κουζίνα, αν και ξαφνιάστηκαν -δεν περίμεναν επισκέψεις τέτοια ώρα- δεν έδωσαν άλλη σημασία. Μάλλον θα ήταν κάποια γειτόνισσα, που γυρνώντας απ’ τη λαϊκή, πέρασε για έναν καφέ ή για κάτι που χρειαζόταν για το φαγητό -ψάρια τηγανητά ή κεφτέδες «με ζ’μι» το Σάββατο- και δεν το είχε κι έτρεξε να το ζητήσει από τις γειτόνισσες, να δει τι κάνουν, πώς τα περνούν. Συνηθιζόταν τότε αυτό στην πόλη χωρίς ιστορία και σε πολλές άλλες πόλεις στην Ελλάδα ολόκληρη. «Λήδα, σε ζητάνε», φώναξε ξανά, τραγουδιστά η Έρη από το χωλ κι η Λήδα βιάστηκε ν’ ακολουθήσει την ηχώ της φωνής της.
Η φίλη της την περίμενε στο σαλόνι, μπροστά στη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα, κοιτάζοντας ονειροπόλα κάπου στην αυλή, ανάμεσα στις ανθισμένες αμυγδαλιές.
- Τι συμβαίνει; Ποιος είναι, ρώτησε η Λήδα με απορία, γιατί κανείς δεν την περίμενε μαζί με τη φίλη της στο σαλόνι.
Γι’ αυτό ξαφνιάστηκε.
- Μάντεψε, της απάντησε η Έρη, χαζεύοντας ακόμα, την άγνωστη εικόνα, έξω από το παράθυρο. Ήρθε να σε δει.
- Ποιος;
- Ο ιππότης σου. Ο Ανδρέας, και της έδειξε το νεαρό αξιωματικό, που τριγυρνούσε στην αυλή, κάτω από τα ανθισμένα δένδρα κι η Λήδα ένιωσε να χάνει την ανάσα της.
Ήταν ο Ανδρέας αυτός, ο δικός της Ανδρέας, εκείνος που για χάρη του έκανε μιαν άπιαστη ευχή σ’ ένα αστέρι, που διέσχιζε βιαστικό τον ουρανό ένα γιορτινό βράδυ και για χάρη του ταξίδεψε σ’ έναν άλλο κόσμο, σ’ αυτόν τον κόσμο, στο δικό του κόσμο. Ψηλός και γεροδεμένος, όμορφος, όπως και τότε και όπως πάντα, υπέροχος μες στη μεγάλη του στολή. Την είδε που στεκόταν πίσω απ’ τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα και της χαμογέλασε. Πήρε θάρρος απ’ το φωτεινό του χαμόγελο και τη λάμψη των γαλάζιων ματιών του, όμοια με την απέραντη θάλασσα της πόλης της, έριξε τη ζακέτα της στους ώμους και βγήκε στον ανθισμένο κήπο, παραβλέποντας το πονηρό και όλο απορία για τη συνέχεια χαμόγελο της Έρης.
- Εσείς λοιπόν είστε ο Ανδρέας, είπε δυνατά, κρατώντας με κόπο ακυμάτιστο τον τόνο της φωνής της, πηγαίνοντας κοντά του κι ο Ανδρέας, σα να ντράπηκε, χαμήλωσε τα μάτια στα παπούτσια του.
- Ναι, εγώ είμαι ο Ανδρέας, απάντησε εκείνος, κάνοντας μία ελαφρά υπόκλιση μπροστά της. Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, δεσποινίς.
Και σα γνήσιος ιππότης επισφράγισε τη γνωριμία τους, αφήνοντας ένα γλυκό φιλί στο δεξί της χέρι κι ένα υπέροχο άρωμα από φράουλα και κεράσι πλημμύρισε τον κήπο. Σαν εκείνο που είχε νιώσει στο πρώτο του φιλί 40 χρόνια αργότερα, για να διαπιστώσει με έκπληξη πως κάθε τι πρώτο σ’ αυτή την παράλογη ιστορία θα ερχόταν τώρα μετά.
Τώρα ήταν πλέον σειρά της να μιλήσει.
- Εσείς μας φροντίσατε προχτές που λιποθύμησα στην πλατεία, είπε κι ο Ανδρέας έγινε πιο κόκκινος κι από τις κόκκινες παπαρούνες, που πλημμύριζαν κάθε άνοιξη τα χωράφια γύρω απ’ το ποτάμι.
- Μάλιστα, δεσποινίς! Εγώ. Πώς είστε σήμερα;
- Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ. Άλλωστε, δεν ήταν τίποτα σημαντικό. Όπως κι ο γιατρός διαπίστωσε μία παροδική κι εντελώς ασήμαντη υπόταση.
- Ήθελα να σας επισκεφτώ και στο νοσοκομείο χτες, μα δεν ήξερα αν ήταν σωστό.
- Γιατί, ρώτησε εκείνη με τη σκέψη της γυναίκας των αρχών του επόμενου αιώνα. Είναι κακό το ενδιαφέρον ενός ανθρώπου για το συνάνθρωπο του;
- Όχι, όχι καθόλου, μα… φοβήθηκα. Μήπως τυχόν και σας έφερνα σε δύσκολη θέση. Δεν είναι βλέπετε κομψό, καθόλου κομψό ένας άνδρας να επισκέπτεται μια γυναίκα. Ειδικά μια δεσποινίδα σαν εσάς.
- Γιατί; Τι το διαφορετικό έχω εγώ, ρώτησε με χαμόγελο η Λήδα κι ο Ανδρέας, που με το μυαλό της δεκαετίας του ’60, δεν περίμενε μια τέτοια ερώτηση -τότε οι γυναίκες αγαπούσαν πολύ τα κοπλιμέντα και δε ρωτούσαν ποτέ το γιατί- ξαφνιάστηκε.
Είχε πολύ σωστά διαπιστώσει πως η Λήδα ήταν μία διαφορετική γυναίκα, μα τότε δε μπορούσε ακόμα να καταλάβει το λόγο. Τον πραγματικό λόγο δεν τον υποψιαζόταν καν.
- Δεν ξέρω, απάντησε αμήχανα και πράγματι δεν ήξερε τι να της απαντήσει κι έγινε ξανά κατακόκκινος σαν τις κόκκινες παπαρούνες δίπλα στο ποτάμι την άνοιξη. Μάλλον, γιατί είστε …διαφορετική. Σχεδόν αιθέρια.
- Μιλάτε σαν ποιητής, διαπίστωσε η Λήδα και μάλλον είχε κοκκινίσει κι εκείνη από τις φιλοφρονήσεις του.
Τα μάγουλα της έκαιγαν.
- Και μη νιώθετε τύψεις που δεν ήρθατε να με επισκεφτείτε χτες στο νοσοκομείο. Δε θα με βρίσκατε άλλωστε εκεί. Έφυγα, βλέπετε, νωρίς. Πολύ νωρίς. Τα νοσοκομεία δεν είναι κι ο καλύτερος τόπος για να περάσεις ευχάριστα τη μέρα σου και προσπαθώ, όσο μπορώ, να τ’ αποφεύγω.
Έμειναν για λίγο αμίλητοι, ακίνητοι ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον, κοιτάζοντας τα παπούτσια τους και τα πρώτα λουλουδάκια στο χώμα. Δεν ήξεραν τι άλλο να πουν για να συνεχίσουν την κουβέντα.
- Η θεία σας είπε πως είστε στρατιωτικός, τόλμησε εν τέλει να ρωτήσει εκείνη.
Η κυρά-Σεβαστή μιλούσε πάντα με πολύ καμάρι για τον ανιψιό της, τον «αξιωματικό» κι ήταν κι αυτή μία από εκείνες τις αναμνήσεις που η Λήδα δεν ήξερε ότι είχε, ούτε θυμόταν πώς ή πότε την είχε αποκτήσει.
- Ναι, χαμογέλασε εκείνος, μην τολμώντας ακόμα να την κοιτάξει στα μάτια. Αξιωματικός. Απόφοιτος της Σχολής Πολέμου. Τώρα περιμένω την πρώτη μου μετάθεση. Κάπου στα βόρεια σύνορα νομίζω.
- Αλήθεια, χάρηκε εκείνη κι ας μη της το ‘πε με την ίδια χαρά εκείνος. Εγώ είμαι δασκάλα, συστήθηκε. Στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς μας. Ήρθα από τη μεγάλη πόλη δίπλα στην απέραντη θάλασσα.
Έτσι ονόμαζε πάντα την πόλη της. Η μεγάλη πόλη δίπλα στην απέραντη θάλασσα, ποτέ με τ’ όνομα της, μα τ’ όνομά της, μετά απ’ όλα αυτά έμοιαζε μικρό κι ασήμαντο.
- Ναι, το ξέρω. Σας ξέρω. Από τη θεία μου δηλαδή, βιάστηκε να δικαιολογήσει τη γνώση του ο Ανδρέας, μη τυχόν και φανεί αγενής. Έρχεται συχνά σπίτι μας στο χωριό και μιλάει πάντα με τα καλύτερα λόγια για σας. Και για τη δεσποινίδα φυσικά, βιάστηκε να προσθέσει, κοιτάζοντας με μια άκρη της γαλάζιας ματιάς του την Έρη, που τους παρακολουθούσε με τρόπο πίσω από τη δαντελένια κουρτίνα του σαλονιού.
- Είναι καταπληκτική γυναίκα η θεία σας. Και για σας μιλάει συχνά.
- Αλήθεια, ξαφνιάστηκε ο Ανδρέας.
- Ναι. Σας αγαπάει πολύ κι είναι πολύ περήφανη για σας. Λέει πως της θυμίζετε το μακαρίτη τον αδελφό της. Κι εκείνος στρατιωτικός νομίζω ήταν.
Ούτε αυτά θυμόταν πότε τις τα είχε πει η κυρά-Σεβαστή, μα, πράγμα περίεργο, τα ήξερε. Και ήταν όλα σωστά.
- Ο θείος Ανδρέας, επιβεβαίωσε τη γνώση της εκείνος. Απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων. Σκοτώθηκε το ’40 στον πόλεμο, κάπου στην Αλβανία. Από εκείνον πήρα τ’ όνομα. Στη μνήμη του με είπανε Ανδρέα. Γεννήθηκα βλέπετε κι εγώ τα χρόνια του μεγάλου πολέμου.
- Ίσως γι’ αυτό ακολουθείτε τώρα τα βήματά του.
- Λέτε; Ίσως.
Ένα στρατιωτικό τζιπ σταμάτησε με θόρυβο μπροστά στο παλιό αρχοντικό, γεμίζοντας σκόνη το στενό και τον ήλιο του σαββατιάτικου πρωινού, κορνάροντας βιαστικά και σπάζοντας άτσαλα την ησυχία του χωμάτινου δρόμου κι ο Ανδρέας κοίταξε ξαφνιασμένος προς την αυλόπορτα, τον οδηγό με τη στολή και τα μαύρα γυαλιά μπροστά από τ’ ανοιχτό τιμόνι, που του κουνούσε βιαστικά το χέρι.
- Πρέπει να φύγω, είπε ο Ανδρέας. Ο συνάδελφος για μένα πέρασε. Του είχα πει ότι θα είμαι εδώ και είπε πως θα περάσει να με πάρει. Έχουμε μια δουλειά για το στρατόπεδο να τελειώσουμε. Χάρηκα πολύ που είστε καλά. Και πάρα πολύ που σας είδα.
- Κι εγώ χάρηκα. Που σας είδα ξανά. Κι αυτή τη φορά χωρίς καμία ζάλη για δικαιολογία. Θα ξανάρθετε;
- Εσείς θέλετε να ξανάρθω, ρώτησε ο Ανδρέας μ’ αδημονία.
Συγκεκριμένη απάντηση περίμενε απ’ τα χείλη της. Αυτή του έδωσε.
- Πολύ, του απάντησε και τα χείλη του Ανδρέα σχημάτισαν ένα υπέροχο, φωτεινό χαμόγελο.
- Τότε θα ξανάρθω. Οπωσδήποτε, φώναξε εκείνος ευτυχισμένος κι έφυγε τρέχοντας.
Λίγο πριν βγει από τον ανθισμένο κήπο έκοψε από τη μεγάλη, γέρικη αμυγδαλιά της αυλόπορτας ένα ανθισμένο, φορτωμένο λευκά λουλούδια κλαδί και το πέταξε μαζί με το χαμόγελο του στα χέρια της. Και η Λήδα έμεινε να τριγυρνάει στο όνειρο.
Αυτός λοιπόν ήταν ο Ανδρέας! Ο ανιψιός της κυρά-Σεβαστής, της σπιτονοικοκυράς της, ο νεαρός αξιωματικός, που τη φρόντισε όταν λιποθύμησε στην πλατεία και τώρα είχε έρθει ως εδώ για να δει τι κάνει, γιατί είχε τρομάξει πολύ εκείνο το βράδυ κι ήθελε να ρωτήσει πώς είναι, να μάθει για την υγεία της, να την ξαναδεί. Ο Ανδρέας που μιλούσε σαν ποιητής κι ας ήταν απλά ένας νεαρός, άδοξος αξιωματικός, που περίμενε με αδημονία την πρώτη του μετάθεση κι ας ήταν κάπου στα βόρεια σύνορα. Ο άνδρας που εκείνη είχε γνωρίσει τυχαία σ’ ένα άτυχο παραπάτημά της στην είσοδο του τοπικού θεάτρου, 40 χρόνια αργότερα και την είχε γοητεύσει από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους με τη γλυκύτητα των λόγων του και τη λάμψη των ματιών του κι ας ήταν τότε κιόλας 62 χρόνων κι ας ήταν παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης μεγαλύτερής της, μα δεν είναι κακό, σκέφτηκε η Λήδα, ο θαυμασμός και η εκτίμηση μιας γυναίκας για έναν άνδρα. Για έναν άνδρα, που είχε ευχηθεί σε κάποιο άσημο αστέρι που έπεφτε, σκίζοντας στα δύο τη νύχτα, να είχε γνωρίσει σε κάποια άλλη εποχή, να ζούσε κι εκείνη σε κάποια άλλη εποχή. Τότε που ήταν ακόμη νέος, νεαρός, ανερχόμενος στρατιωτικός και ελεύθερος. Πάντα πίστευε πως η εποχή που ζούσε δεν της ταίριαζε. Έπρεπε να είχε γεννηθεί κάποια χρόνια πριν. Τότε που ο κόσμος όλος ήταν λίγο πιο απλός. Λίγο πιο αθώος. Και να που η ευχή της σ’ εκείνο το ασήμαντο αστέρι πιάστηκε κι είχε γυρίσει το χρόνο πίσω, είχε γυρίσει όλο τον κόσμο πίσω για να συναντήσει εκείνον, να συναντήσει το δικό της Ανδρέα. Τότε που ήταν ακόμη νέος -λίγο πριν τα 30- όπως κι εκείνη κι ελεύθερος, όμορφος σα θεός, λαμπερός μες στη μεγάλη του στολή, σαν το αστέρι που πήρε την ευχή της και την πήγε στο Θεό κι εκείνη σ’ έναν άλλο κόσμο. Τότε που τα σπίτια, στους δρόμους της πόλης χωρίς ιστορία, ήταν ακόμη χαμηλά με κόκκινα κεραμίδια και μεγάλες, ολάνθιστες αυλές και δεν έκρυβαν τον ήλιο, τότε που οι κύριοι χαιρετούσαν ευγενικά τις δεσποινίδες και τις κυρίες στο δρόμο βγάζοντας το καπέλο τους, τότε που οι άνθρωποι κοιτούσαν ακόμη το φεγγάρι κι ονειροπολούσαν. Τότε, πολύ πριν τη σύγχρονη, μπερδεμένη εποχή της. Τότε που ήταν όλα λίγο πιο απλά. Τι κι αν είχε γυρίσει πίσω στο χρόνο κι είχε αφήσει στην άκρη μια ολόκληρη ζωή; Ήταν εκεί ο Ανδρέας, ο δικός της Ανδρέας κι αυτό της ήταν αρκετό.
- Ενδιαφέρων νέος ο ανιψιός της κυρά-Σεβαστής, άκουσε δίπλα της την Έρη.
- Ναι, πράγματι, της απάντησε η Λήδα χαμογελώντας, χαϊδεύοντας τα λευκά λουλούδια μέσα στην παλάμη της.
Δε θυμόταν πως πέρασε την υπόλοιπη μέρα. Θυμόταν μόνο πως τη νύχτα την πέρασε ξάγρυπνη δίπλα στο παράθυρό της, χαζεύοντας τ’ αστέρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου