Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ (3)

Κατερίνα Μ. Μάτσου

Στην πόλη χωρίς ιστορία…
3ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Παρασκευή


Ξύπνησε
σ’ ένα δωμάτιο επαρχιακού νοσοκομείου απ’ αυτά με τους βρώμικα, άσπρους τοίχους και τη βαριά μυρωδιά του γαλάζιου οινοπνεύματος στον αέρα. Τριγύρω επικρατούσε βαριά σιωπή κι αρχικά νόμισε πως αιωρούνταν στο κενό ή στη θολή όψη κάποιου κρυστάλλινου ονείρου, μα γυρίζοντας το κεφάλι στο πλάι ένιωσε τον ήλιο να της γαργαλάει τα βλέφαρα και προσγειώθηκε απότομα στην πραγματικότητα. Το φως του ήλιου έτσι όπως, χωρίς σκέψη και φειδώ, αιφνιδίασε τα ξαφνιασμένα της βλέφαρα, την τρόμαξε και βιάστηκε να κρύψει το πρόσωπό της πίσω απ’ τον αγκώνα της. Το χέρι της, μουδιασμένο από την πολύωρη ακινησία, πόνεσε, όπως το δίπλωσε απότομα στο πλάι, μα ήξερε ν’ αντέχει τον πόνο και δε φώναξε. Άκουσε μόνο την πόρτα ν’ ανοίγει, σκληρά τακούνια να χτυπούν στο μωσαϊκό και να έρχονται με προσεχτικά βήματα κοντά της.
- Λήδα, ψιθύρισε κάποιος κι ήταν η φωνή του απίστευτα γλυκιά. Λήδα, καλή μου, ξύπνησες;
Ήταν η Έρη και η Λήδα, που μέχρι τότε ήταν ακόμα χαμένη στη θολή όψη του ίδιου κρυστάλλινου ονείρου, που την ταξίδευε όλη νύχτα, άρχισε σιγά-σιγά ν’ αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα.
Διστακτικά μισάνοιξε τα μάτια για να τα ξανακλείσει σχεδόν αμέσως, τυφλωμένη από τον ήλιο, που σκορπιζόταν, χωρίς καμιά ντροπή, πάνω στο πρόσωπό της.
- Προς Θεού, κλείσε αυτή την κουρτίνα!
Άκουσε πάλι τα σκληρά τακούνια της Έρης να χτυπούν στο μωσαϊκό, πηγαίνοντας τώρα βιαστικά προς το παράθυρο, το θόρυβο από την κουρτίνα, έτσι όπως την τράβηξε άτσαλα από το πλάι κι ύστερα να έρχονται πάλι, γρήγορα κοντά της.
- Λήδα, είπε ξανά η Έρη και η φωνή της ήταν τόσο γλυκιά και τόσο καλοσυνάτη, λες και μιλούσε σε μωρό. Επιτέλους, φιλενάδα μου, συνήλθες. Πώς νιώθεις;
Δεν ήξερε και της το είπε, «περίεργα» και η Έρη έτρεξε να φωνάξει το γιατρό.
Μόνο τότε, όταν έμεινε μόνη στο μισοσκότεινο δωμάτιο, η Λήδα προσπάθησε ξανά ν’ ανοίξει τα μάτια και να κοιτάξει τριγύρω. Βρισκόταν πράγματι σ’ ένα δωμάτιο επαρχιακού νοσοκομείου. Το φανέρωνε η βαριά μυρωδιά του αντισηπτικού στον αέρα -όχι γαλάζιο οινόπνευμα, αντισηπτικό, κάτι ελάχιστο στην οσμή τα κάνει να ξεχωρίζουν- κι αυτή η απόλυτη, βαριά σιωπή, που ήταν απλωμένη παντού τριγύρω. Παραδόξως όμως, απ’ όσο τουλάχιστον μέσα στο μισοσκόταδο μπορούσε να διακρίνει, δεν ήταν βρώμικα άσπροι οι τοίχοι και η Λήδα, καχύποπτη από τη φύση της, σκέφτηκε πως μάλλον έφταιγε το λιγοστό φως, πραγματικά ελάχιστο, όσο μόνο κατάφερνε να γλιστρήσει κάτω από τη βαριά κουρτίνα. Με μία προσεκτικότερη ματιά είδε πως το δωμάτιο είχε μόνο ένα κρεβάτι, το δικό της, που δεν έτριζε, όταν αναγκαζόταν να αναπνεύσει ή ν’ αλλάξει πλευρό και πεντακάθαρα, λευκά σεντόνια. Αν δεν είχε πάει πρόσφατα στο επαρχιακό νοσοκομείο της πόλης χωρίς ιστορία που τα τελευταία δύο χρόνια φιλοξενούσε τη ζωή της, φορτωμένη λουλούδια και βιβλία με χαρούμενες ιστορίες για κάποιο μαθητή της, που αναγκάστηκε να αποχωριστεί πρόωρα και εντελώς άδοξα τις αμυγδαλές του, δε θα της έκανε εντύπωση η καθαριότητα του χώρου, αφού πριν από εκείνη την πρώτη και μοναδική επίσκεψή της δεν είχε έρθει ποτέ ξανά στο επαρχιακό νοσοκομείο αυτής της πόλης και δεν ήξερε. Ήταν -από γεννησιμιού της, το είπαμε- υπερβολικά τυχερή και εξαιρετικά ανθεκτική σε ιούς και ασθένειες και δεν είχε ανάγκη από νοσοκομεία. Μα τώρα, μπροστά στους βρώμικα, άσπρους τοίχους, που είχε αντικρίσει σ’ εκείνη τη μία και μοναδική της επίσκεψη στο παιδιατρικό τμήμα του επαρχιακού νοσοκομείου, ξαφνιάστηκε με το λαμπερό χώρο, που εκείνη φιλοξενούσε. «Άρα υπάρχουν και τέτοια δωμάτια», σκέφτηκε κι ο γιατρός με την Έρη μπήκαν με βιαστικά βήματα στο δωμάτιο της.
- Συνήλθαμε βλέπω, της είπε ο γιατρός, χαρίζοντας της ένα τεράστιο, ολόλευκο χαμόγελο, που θα διαφήμιζε με τον καλύτερο τρόπο οδοντόκρεμες, ανάγοντας τη λιποθυμία της Λήδας το προηγούμενο βράδυ σε κοινή τους υπόθεση. Πώς αισθάνεστε σήμερα, δεσποινίς;
Η ευγένειά του και το απρόσμενο «δεσποινίς» της προσφώνησής του την ξάφνιασαν. Δεν ήταν συνηθισμένος ο χαιρετισμός αυτός στην εποχή της. Τώρα πλέον, έλεγαν και υποστήριζαν με πάθος κάποιες ξεχασμένες φεμινίστριες, όλες οι γυναίκες είχανε γίνει κυρίες. Τι δεσποινίδες κι αηδίες! Ίσως ο γιατρός, σκέφτηκε η Λήδα, να ήταν της …παλιάς σχολής κι ας μην ήταν καθόλου μεγάλος.
- Περίεργα, είπε πάλι, αφήνοντας στην άκρη τις άλλες σκέψεις και απαντώντας κάπως μονότονα στην ερώτησή του, μα δεν έβρισκε άλλη, καταλληλότερη απ’ αυτήν, λέξη.
- Αυτό είπε και πριν, γιατρέ, διευκρίνισε έντρομη η Έρη.
Μάλλον το «περίεργα», διαπίστωσε η Λήδα με το ξάφνιασμα της φίλης της, είναι μία πολύ τρομακτική λέξη!
- Αναμενόμενο, είπε ήρεμα ο γιατρός, ψάχνοντας κάπου στο χέρι της το σφυγμό της. Χτες βράδυ, όταν σας έφεραν στο νοσοκομείο, ήσασταν πολύ ανήσυχη. Γι’ αυτό σας έκανα μία ηρεμιστική ένεση, μήπως και μπορέσετε και κοιμηθείτε. Και μάλλον τα καταφέραμε. Απ’ ό,τι μου είπε ο εφημερεύων γιατρός, αλλά και οι νοσοκόμες, περάσατε ήρεμη νύχτα. Γι’ αυτό αισθάνεστε έτσι …περίεργα τώρα. Είναι από την επήρεια της ένεσης. Θα περάσει κι αυτό, μην ανησυχείτε.
- Τι έγινε;
- Λιποθυμήσατε. Από κάποια παροδική υπόταση μάλλον, γιατί απ’ όσο τουλάχιστον μπορώ να διαπιστώσω κι απ’ όσα οι εξετάσεις σας φανέρωσαν, χαίρετε άκρας υγείας. Απλά η …παρέα σας, είπε ο γιατρός και κοίταξε χαμογελώντας την Έρη, που βιάστηκε να ρίξει το δικό της ντροπαλό χαμόγελο στο πάτωμα -ασυνήθιστη συστολή εκείνη τη μέρα- τρόμαξε και σας έφεραν αμέσως εδώ.
- Και τώρα;
- Τώρα συνήλθατε, της χαμογέλασε ο γιατρός κι άρχισε να μετράει βιαστικά μ’ ένα «προπολεμικό» πιεσόμετρο, που σε χρόνο ρεκόρ πέρασε στο χέρι της, την πίεσή της. Κι απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, είστε πολύ καλύτερα από χτες το βράδυ. Θέλετε να κάνετε μία προσπάθεια να σηκωθείτε;
Έβγαλε με γρήγορες κινήσεις το «προπολεμικό» πιεσόμετρο από το μπράτσο της και της άπλωσε το χέρι. Δεν το σχολίασε. Δέχτηκε την πρότασή του μ’ ένα απλό κούνημα του κεφαλιού κι έσπρωξε στην άκρη την ελαφριά κουβέρτα που τη σκέπαζε. Προσπάθησε να σηκωθεί, μα μόλις σήκωσε πρώτη φορά και ελάχιστα το κεφάλι από το μαξιλάρι, ο κόσμος γύρω της μαύρισε κι έκλεισε ξανά σφιχτά τα μάτια. Φοβήθηκε πως θα χανόταν πάλι κι έσφιξε με δύναμη το μπράτσο του γιατρού.
- Μη φοβάστε, άκουσε τη φωνή του από κάπου μακριά.
Τ’ αυτιά της βούιζαν. «Σιγά-σιγά», τη συμβούλεψε ο γιατρός, ο βόμβος στ’ αυτιά της σταμάτησε και τόλμησε να πατήσει τα πόδια της στο πάτωμα, να σταθεί όρθια και ν’ ανοίξει τα μάτια. Στεκόταν ανάμεσα στην Έρη και στο γιατρό, την έπιαναν και οι δύο από τα μπράτσα, βοηθώντας την να ισορροπήσει.
- Καλύτερα τώρα, ρώτησε με το ίδιο, αστραφτερό και ολόισιο χαμόγελο διαφήμισης οδοντόκρεμας ο γιατρός και μόνο τότε τόλμησε να γυρίσει το κεφάλι στο πλάι και να τον κοιτάξει.
- Καλύτερα, ψιθύρισε. Μάλλον.
Έψαξε την Έρη, στεκόταν κι εκείνη δίπλα της και της χαμογελούσε.
- Με κατατρόμαξες, μωρέ, της είπε με νάζι.
Ναι, πράγματι, είχε τρομάξει κι εκείνη. Το φως στο δωμάτιο ήταν λιγοστό, έφταιγαν οι ερμητικά κλειστές, βαριές κουρτίνες κι ο γιατρός, καταλαβαίνοντας μάλλον την προτίμησή της στο άπλετο φως, αποφάσισε να τις αφήσει στην άκρη.
- Λίγες μέρες ξεκούραση και καλό φαγητό, τη συμβούλεψε, ανοίγοντας διάπλατα τις κουρτίνες και η Λήδα κατάλαβε αμέσως πως κάτι στην εικόνα γύρω της δεν πήγαινε καλά.
Η Έρη φορούσε ακόμα το φόρεμα της μεταμφίεσής της με τον περίτεχνο κότσο, που είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ, λίγο τσαλακωμένο και ατημέλητο πλέον, μα ένα παρόμοιο φόρεμα και ό,τι είχε απομείνει από ένα παρόμοιο χτένισμα είχε τώρα κι εκείνη κι ας μην είχε μασκαρευτεί και η φιγούρα του γιατρού της θύμισε έντονα νεαρό της δεκαετίας του ‘60, σαν αυτούς που έβλεπε στις παλιές, ελληνικές ταινίες. Σαν αυτούς, που όλες τις κοπέλες τις αποκαλούσαν πάντα «δεσποινίδες». Κοίταξε ξανά τριγύρω τους απίστευτα άσπρους τοίχους, θυμήθηκε ξανά το απρόσμενο «δεσποινίς» του γιατρού νωρίτερα και την ευχή της την ώρα που το αστέρι έσκιζε τον ουρανό και χανόταν πίσω από την πλάτη του Ανδρέα το προηγούμενο βράδυ κι ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Δε γινόταν να συμβαίνει κάτι τέτοιο! Δεν ήταν δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο!
- Τι χρονιά έχουμε, ρώτησε και την κοίταξαν και οι δύο με απορία.
- Ένα βράδυ μόνο χάσατε, δεσποινίς. Όχι το χρόνο ολόκληρο, της χαμογέλασε ο γιατρός, που σίγουρα τον είχε ξαφνιάσει η ερώτησή της, μα γιατρός ήταν, θα είχε ακούσει πολύ χειρότερα κι έτσι δεν πρόδωσε το ξάφνιασμά του.
- Τι χρονιά έχουμε, επέμεινε η Λήδα και του έσφιξε δυνατά το μπράτσο.
Μάλλον τον πόνεσε, γιατί τώρα της απάντησε αμέσως. Από τη χρονολογία που άκουσε το προτελευταίο από τα τέσσερα νούμερα έκανε τ’ αυτιά της να βουίζουν ξανά κι ας μη ζαλιζόταν πλέον. Ήταν ένα τεράστιο, πελώριο 6. Δεν έδωσε σημασία στα υπόλοιπα νούμερα, αυτά τα ήξερε και δεν την ενδιέφεραν κιόλας. Θυμήθηκε τις σκέψεις της την ώρα που τ’ αστέρι της διέσχιζε τον ουρανό μαζί με την ευχή της και τα λόγια της Έρης το πρωί στο σχολείο. «Αν θέλεις κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις».

Η Έρη -που μπροστά στο γιατρό προτιμούσε ολόκληρο το βαφτιστικό της, Ερμιόνη - δείγμα ωριμότητας μάλλον- τη βρήκε μπροστά στο παράθυρο να χαζεύει την πόλη. Μια πόλη που είχε δει, πριν από εκείνο το πρωινό, αμέτρητες φορές, μα… ποτέ έτσι. Μάλλον γιατί δεν την είχε δει ποτέ πριν σ’ αυτό το χρόνο. Κάποτε αυτό το χρόνο δεν τον είχε ζήσει ποτέ. Εκείνη είχε πεταχτεί ως το σπίτι, όπου οι δύο δασκάλες συγκατοικούσαν, να της φέρει κάποιο άλλο, πιο πρόχειρο φόρεμα. Αυτό που από το προηγούμενο βράδυ φορούσε ήταν το …«καλό» της και μ’ όλα αυτά είχε γίνει χάλια, δεν μπορούσε να εμφανιστεί μ’ αυτά τα ρούχα και το δωδεκάποντο τακούνι πρωί-πρωί στους δρόμους. Νοίκιαζαν, έμαθε η Λήδα, και οι δύο νεαρές δασκάλες από ένα δωμάτιο στο παλιό, ψηλό αρχοντικό της κυρά-Σεβαστής και δίδασκαν στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς τους. Οι γονείς της δεν ήταν εκεί. Εκείνοι είχαν μείνει στο δικό τους λιμάνι, στη μεγάλη πόλη δίπλα στην απέραντη γαλάζια θάλασσα, εκεί από όπου κι εκείνη είχε ξεκινήσει δύο χρόνια πριν για να έρθει σε μία πόλη χωρίς ιστορία και λίγους περισσότερους από 20.000 κατοίκους. Κάποια χρονιά που το προτελευταίο από τα τέσσερα νούμερα ήταν ένα τεράστιο, πελώριο 6.
- Γιατί σηκώθηκες, τη μάλωσε η Έρη, όταν τη βρήκε μπροστά στο παράθυρο να χαζεύει την πόλη. Δεν άκουσες τι είπε ο γιατρός; Ξεκούραση. Έλα ν’ αλλάξεις, σου έφερα ένα άλλο φόρεμα και μαλακά παπούτσια. Πετάχτηκα και μέχρι το σχολείο, τα κανόνισα κι εκεί. Σήμερα ευτυχώς πήγαν εκδρομή -πάντα έτσι γίνεται μετά την Τσικνοπέμπτη- και αύριο θα σε αντικαταστήσει κάποια άλλη δασκάλα. Τώρα από Δευτέρα, αν χρειαστεί να λήψεις κι άλλη μέρα…
- Μα αύριο είναι Σάββατο, απόρησε η Λήδα.
- Και από πότε δεν έχουμε σχολείο το Σάββατο, απόρησε με τη σειρά της η Έρη με το ακατανόητο για την εποχή της γεγονός, μαζεύοντας τα πράγματα της φίλης της από τριγύρω.
- Από το 1980, ψιθύρισε η Λήδα, μα η φιλενάδα της δεν την άκουσε.
Έφυγαν από το νοσοκομείο -που ήταν καινούργιο, θυμήθηκε η Λήδα κι ας μην κατάλαβε πως εμφανίστηκε έτσι ξαφνικά αυτή η θύμηση στο μυαλό της, δωρεά ενός πλούσιου ξενιτεμένου, μόλις πριν λίγα χρόνια, τρία ή τέσσερα, είχαν γίνει τα εγκαίνια, παρουσία του ίδιου του Υπουργού Βορείου Ελλάδος, γι’ αυτό και ήταν τόσο καθαροί οι λευκοί τοίχοι- και πήραν το δρόμο για το σπίτι της κυρά-Σεβαστής. Της κυρά-Σεβαστής, που ήταν τότε και ήταν πάντα η αγαπημένη θεία του Ανδρέα. Του δικού της Ανδρέα, που εκείνη είχε γνωρίσει τυχαία σαράντα χρόνια αργότερα, στις αρχές του επόμενου αιώνα. Άραγε, θα τον συναντούσε και σ’ αυτή τη ζωή; Γιατί για χάρη του είχε βρεθεί σ’ αυτό τον κόσμο. Ρώτησε την Έρη τι ακριβώς είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ, εκείνη, δικαιολογήθηκε, δεν τα θυμόταν ακόμη όλα καθαρά και πράγματι έτσι ήταν, δε θυμόταν τίποτα απολύτως από το προηγούμενο βράδυ, σε όποια εποχή κι αν το είχε ψάξει, μα ο γιατρός είχε πει πως πρέπει να ηρεμήσει και θα τα θυμόταν όλα πεντακάθαρα και η Έρη της είπε. Η Έρη πάντα μιλούσε πολύ και πάντα έψαχνε λόγο και αφορμή για να μιλήσει. Είχαν πάει, της είπε, στο άναμμα του φανού, στην άλλη άκρη της πόλης κι εκεί που καθόταν και χάζευαν τον κόσμο που χόρευε, λιποθύμησε.
- Έτσι, χωρίς λόγο, απόρησε η Λήδα.
- Χωρίς κανένα απολύτως λόγο. Μου είπες να δω κάτι στον ουρανό κι όταν γύρισα να σε ρωτήσω τι, απλά λιποθύμησες.
- Και ποιος μ’ έφερε στο νοσοκομείο; Σα να θυμάμαι κάποιον, ένα νεαρό με στολή, να με παίρνει αγκαλιά, μα δεν είναι σίγουρη, αν όλα αυτά που θυμάμαι συνέβησαν στ’ αλήθεια.
- Τον θυμάσαι το νεαρούλη βλέπω, την πείραξε η Έρη κι η Λήδα χαμογέλασε βιαστικά.
Ανυπομονούσε ν’ ακούσει τι συνέβη παρακάτω.
- Τέλος πάντων, πήρε πάλι το λόγο η Έρη, ο νεαρός που θυμάσαι, ήταν ένας ανιψιός της κυρα-Σεβαστής, αξιωματικός. Τον βρήκαμε τυχαία εκεί και μέσα στην αναστάτωση, προσφέρθηκε να μας βοηθήσει.
- Ένας ανιψιός της κυρα-Σεβαστής, απόρησε η Λήδα κι η καρδιά της άρχισε πάλι να χτυπάει δυνατά και ακανόνιστα.
- Ναι, ο Ανδρέας. Τον θυμάσαι τον Ανδρέα;
Ναι, τον θυμόταν τον Ανδρέα, τον δικό της Ανδρέα, που την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους στα σκαλιά του θεάτρου, όταν την πήγε σπίτι με τ’ αυτοκίνητό του, διαπίστωσε πως εδώ, σ’ αυτό ακριβώς το οικόπεδο που ήταν τώρα το δικό της σπίτι, ήταν κάποτε χτισμένο το παλιό, ψηλό αρχοντικό της θείας-Σεβαστής. Της αγαπημένης του θείας.
- Ναι, τον θυμάμαι τον Ανδρέα, ψιθύρισε.
«Για χάρη του έγιναν όλα», θέλησε να πει, μα δεν τόλμησε.
- Ε, λοιπόν αυτός ο Ανδρέας, συνέχισε η Έρη, εμφανίστηκε μπροστά μας, όταν λιποθύμησες, πραγματικά από το πουθενά, σε άρπαξε αγκαλιά και πήγαμε στο νοσοκομείο.
- Και τώρα, πού είναι, ρώτησε η Λήδα ανυπόμονη να τον συναντήσει.
- Ο Ανδρέας; Στο στρατόπεδο υποθέτω.
- Στρατόπεδο;
- Δεν είπαμε ότι είναι στρατιωτικός; Αξιωματικός, απόφοιτος της Σχολής Πολέμου. Με λαμπρό μέλλον, λένε οι ανώτεροί του και περηφανεύεται η κυρά-Σεβαστή. Χλωμή σε βλέπω, φιλενάδα. Σίγουρα είσαι καλά;
- Καλά είμαι, Έρη. Απλά λίγο …μπερδεμένη. Μ’ όλα αυτά που έγιναν…
Πράγματι, είχαν γίνει πάρα πολλά. Μέχρι και το χρόνο είχαν γυρίσει πίσω!
Η Έρη ξεκίνησε μία ατέλειωτη, όπως πάντα συνήθιζε, κουβέντα για το γοητευτικό νέο τους γείτονα -τελικά η Έρη σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους αιώνες είχε πάντα γοητευτικούς νεαρούς γείτονες- κι η Λήδα, που ποτέ δεν πρόσεχε τέτοιες συζητήσεις της φίλης της ή τους γείτονές τους, σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους αιώνες, άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στην πόλη, που φιλοξενούσε τα δύο τελευταία χρόνια τα βήματά τους. Μιας πόλης που πίστευε ότι γνώριζε και μέχρι χτες πράγματι γνώριζε πολύ καλά, μα μέχρι χτες ήταν σε μία άλλη εποχή, σ’ έναν άλλο αιώνα. Ποτέ πριν δεν είχε αναλογιστεί πόσο πολύ αλλάζουν οι πόλεις μέσα σε κάποια χρόνια, πολλά ή λίγα, ενός αιώνα. Δε χρειάστηκε κι έτσι δεν την απασχόλησε ποτέ. Το έβλεπε τώρα, περπατώντας στους αιώνιους δρόμους της πόλης χωρίς ιστορία κι ας είναι παράδοξο μία πόλη χωρίς ιστορία να έχει αιώνιους δρόμους, κάποια χρόνια μόνο νωρίτερα από την εποχή που είχε γεννήσει εκείνη. Κι ήταν σα να περπατούσε σε μία άλλη, άγνωστη, μα παραδόξως ελκυστικότερη πόλη απ’ αυτή που μέχρι χτες γνώριζε, με σπίτια χαμηλά με μεγάλες, ολάνθιστες αυλές και ψηλούς αυλότοιχους, που προστάτευαν κάποτε από τους Οθωμανούς κατακτητές κι απ’ όλους τους άλλους, αλλόδοξους και ομόδοξους δυνάστες που είχαν περάσει κι είχαν λαβώσει το σώμα της. Που και που, ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής και πολλών άλλων εποχών που στο μέλλον θα ερχόταν, το παλιό, χαμηλό σπιτάκι είχε δώσει τη θέση του σε κάποια μοντέρνα, νεοαναγειρόμενη πολυκατοικία, ψηλή και γκρίζα, άχαρη κι αταίριαστη με την πόλη, μα ήταν η μόδα της εποχής και πολλών ακόμη εποχών που θ’ ακολουθούσαν. Οι δρόμοι που διέσχιζαν ήταν στενοί, στρωμένοι με χαλίκια και άμμο, ελάχιστοι με άσφαλτο και όσα, λιγοστά πραγματικά, αυτοκίνητα τολμούσαν να τους διασχίσουν, σήκωναν σύννεφα σκόνης, που έφταναν μέχρι τα κεραμίδια ακόμη και των ψηλών, διώροφων αρχοντικών. Κι ο ήλιος, ολόλαμπρος, τους έκανε παρέα.
Μα ήταν μία άλλη εποχή αυτή που τώρα ζούσε, θυμήθηκε η Λήδα κι αποφάσισε ν’ αφήσει τ’ όνειρο να της δείξει το δρόμο. Υπήρχε σίγουρα κάποιος λόγος για όλα αυτά που ζούσε, μα αυτή, όπως και οι πρωταγωνίστριες στις παλιές, ασπρόμαυρες ταινίες του Χόλιγουντ, που τόσο αγαπούσε, θα τον μάθαινε τελευταία.
- Με προσέχεις καθόλου, τσίριξε στο αυτί της η Έρη, που μόλις τότε παρατήρησε το ονειροπόλο βλέμμα της φίλης της και η Λήδα προσγειώθηκε απότομα στην πραγματικότητα.
Ή, σε ό,τι τέλος πάντων, ήταν αυτό που ζούσε.
- Ναι, Έρη, σε προσέχω. Μ’ αφήνεις να κάνω κι αλλιώς, απάντησε εκείνη, πιο πολύ για να απαλλαγεί από τις ερωτήσεις της φίλης της και πέρασαν βιαστικές την αυλόπορτα του παλιού, ψηλού αρχοντικού της κυρά-Σεβαστής που τις φιλοξενούσε.
Η σπιτονοικοκυρά τους, η κυρά-Σεβαστή, που είχε ενημερωθεί κι εκείνη από την Έρη για όσα το προηγούμενο βράδυ συνέβησαν, όταν πέρασε από το σπίτι να πάρει το φόρεμα και τα άλλα πράγματα της φίλης της, τις περίμενε ανήσυχη πίσω από το μεγάλο παράθυρο του σαλονιού και μόλις τις είδε στην αρχή του δρόμου, βγήκε ανήσυχη στην αυλόπορτα του παλιού αρχοντικού να τις προϋπαντήσει, διασχίζοντας έναν κήπο όλο ανθισμένες αμυγδαλιές, από τις οποίες στο μέλλον θα έμενε μόνο η μεγάλη, γέρικη αμυγδαλιά της αυλόπορτας κι η Λήδα απόρησε ποιος ανόητος εργολάβος είχε τη φαεινή ιδέα και την καρδιά να κόψει αργότερα όλα αυτά τα υπέροχα δένδρα.
- Κορίτσι μου, τι κάνεις; Είσαι καλά, την αγκάλιασε και τη φίλησε γλυκά στα δύο μάγουλα η ηλικιωμένη γυναίκα και η Λήδα ξαφνιάστηκε από την απαλότητα του δέρματός της και τη γλυκιά ζεστασιά της ανάσας της.
Η κυρά-Σεβαστή ήταν τότε 60 ετών με άσπρα μαλλιά, τακτικά δεμένα σ’ ένα δίχτυ και μεγάλα, γαλάζια μάτια. Σαν τα μάτια του Ανδρέα. Ήταν χήρα, θυμήθηκε η Λήδα, ο άνδρας της είχε πεθάνει ξαφνικά, πολύ νέος και γι’ αυτό φορούσε από τότε πάντα μαύρα και το μεγάλο της παράπονο ήταν που δεν είχε προλάβει να κάνει ένα παιδί. Απ’ το μεράκι της έκανε παιδιά της όλα τα παιδιά της γειτονιάς κι ήξερε να τ’ αγαπάει σαν παιδιά της όλα. Σαν παιδιά της αγαπούσε και τις δύο νεαρές δασκάλες, τη Λήδα και την Έρη, που νοίκιαζαν εδώ και δύο χρόνια στο σπίτι της και σαν μάνα τους, την αγαπούσαν κι εκείνες. Και πράγμα περίεργο, αν και αυτή τη γυναίκα η Λήδα την έβλεπε για πρώτη φορά, ένιωσε σα να την ήξερε χρόνια και θυμήθηκε εντελώς απροσδόκητα την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους, όταν είδε το ενοικιαστήριο στη γωνιά του φράχτη και χτύπησε δειλά το κουδούνι του παλιού, ψηλού αρχοντικού κι ας μη την είχε ζήσει ποτέ αυτή τη μέρα, μα μάλλον κάπως έτσι έπρεπε να γίνει. Είχε σκοντάψει σε κάποια ρωγμή του χρόνου. Τώρα έπρεπε να βρει ξανά τη χαμένη ισορροπία.
Κάτι ψιθύρισε στις ερωτήσεις της σπιτονοικυράς της, «καλά, τώρα καλά» κι ύστερα είπε πως θέλει να ξαπλώσει λίγο κι ανέβηκε στον πρώτο όροφο, εκεί όπου ήταν το δωμάτιό της. Το βρήκε αμέσως κι ας μην ήξερε καν ποιο από τα τέσσερα δωμάτια του πρώτου ορόφου ήταν. Τα βήματά της και μια υποσυνείδητη λειτουργία του μυαλού της την οδήγησαν κατευθείαν εκεί.
Έκλεισε την πόρτα κι έμεινε ακίνητη στη μέση του δωματίου. Ήταν μεγάλο και φωτεινό, απίστευτα ζεστό. Ύστερα είδε τη μεγάλη σόμπα στη γωνία και το τζάκι στον απέναντι τοίχο, που τώρα όμως, θυμήθηκε, δεν το άναβαν ποτέ. Είχαν κλείσει τις καμινάδες, χρόνια πριν, μάζευαν υγρασία. Στον απέναντι τοίχο ήταν η ντουλάπα, ένα μικρό κομοδίνο με τρία συρτάρια δίπλα στο κρεβάτι και πίσω της, δίπλα στην πόρτα η τουαλέτα με το μεγάλο, στρογγυλό καθρέφτη. Στα πόδια του κρεβατιού της είδε και την σχολική της τσάντα, στα πόδια του κρεβατιού την άφηνε πάντα και στην άλλη της ζωή και πάνω στην τουαλέτα της, ανάμεσα σε καλλυντικά και αρώματα, μια τοπική εφημερίδα, ανοιγμένη τυχαία σε κάποια σελίδα, όπου κάποιος ντόπιος, ονειροπόλος συγγραφέας, είχε γράψει μία σύντομη ιστορία της πόλης. Στο μέλλον, θυμήθηκε η Λήδα, διαβάζοντας το όνομά του, αυτός ο ίδιος συγγραφέας, σπουδαίος και σοφός πολιτικός πλέον, θα εξέδιδε ένα βαρύ βιβλίο με περισσότερες από 500 σελίδες για την ιστορία της πόλης του, ένα από τα πρώτα βιβλία που εκδόθηκαν για την ιστορία μιας πόλης χωρίς ιστορία*1. Πήρε την εφημερίδα στα χέρια κι έψαξε με αγωνία την προμετωπίδα με την ημερομηνία. Και όταν τη βρήκε, είδε κι εκεί ένα τεράστιο, πελώριο 6, προτελευταίο στα τέσσερα ψηφία του έτους. Προσπάθησε με κόπο να καταλάβει τι στο καλό είχε γίνει, πως θυμόταν πράγματα που δεν είχε ζήσει ποτέ, μα δεν κατάλαβε τίποτα. Κι έτσι όπως ξάπλωσε στο κρεβάτι, αποκοιμήθηκε στα δροσερά σεντόνια.

Είδε ένα περίεργο όνειρο εκείνο το μεσημέρι.
Είδε τον εαυτό της να στέκεται σ’ ένα σταυροδρόμι ανάμεσα στη μία και στην άλλη της ζωή. Η μία, η πρώτη, αυτή που μέχρι χτες ζούσε, λίγο μετά το 2000 και η άλλη, η νέα της ζωή, αυτή που από σήμερα είχε ξεκινήσει, εκεί γύρω στο 1960. Κι η Λήδα ανάμεσα στις δύο ζωές της, να κοιτάζει πότε τη μία και πότε την άλλη και να μην ξέρει με ποια από τις δύο πρέπει να προχωρήσει. Δίπλα στη μία, στη ζωή του 2000, που μέχρι χτες θεωρούσε κανονική ζωή της, η οικογένειά της, έτσι όπως μέχρι τότε τη γνώριζε, οι γονείς κι ο αδελφός της και πιο πίσω οι μικροί της μαθητές και δίπλα τους η Έρη, ο Σταύρος κι ο Ανδρέας των αρχών του 21ου αιώνα. Και δίπλα στην άλλη της ζωή, στη ζωή του 1960, η άλλη της οικογένεια, η οικογένεια της έτσι όπως τη δεκαετία εκείνη έπρεπε να είναι, η Έρη πάλι, μα τώρα κι η κυρά-Σεβαστή και οι μικροί της μαθητές των χρόνων εκείνων κι ένας ψηλός, ωραίος, νεαρός αξιωματικός. Ο Ανδρέας. Ο Σταύρος ή κάποιος άλλος Σταύρος τότε δεν υπήρχε.
Και οι δύο εποχές τη φώναζαν κοντά τους κι εκείνη στεκόταν ξαφνιασμένη στη μέση του δρόμου, κοιτάζοντας πότε τη μία και πότε την άλλη, ανίκανη ν’ αποφασίσει ποια από τις δύο έπρεπε ν’ ακολουθήσει, ποια από τις δύο ήταν η αληθινή. Σκέφτηκε πως έπρεπε να προχωρήσει προς το μέλλον, γιατί ήταν μόνο 25 χρόνων και όλο το μέλλον απλωνόταν μπροστά της κι έτσι έριξε μια τελευταία ματιά στην οικογένεια του 1960 κι ετοιμάστηκε να πάρει τον αντίθετο δρόμο.
Δεν πρόλαβε.
- Λήδα, άκουσε κάποιον να φωνάζει τ’ όνομά της από τη ζωή του 1960 και γύρισε πάλι το βλέμμα της στο παρελθόν.
Ο νεαρός, ψηλός αξιωματικός, ο Ανδρέας, που ήταν κι εδώ και θα ήταν σ’ όλες τις εποχές ο δικός της Ανδρέας, έκανε ένα βήμα μπροστά και της άπλωσε με χαμόγελο το χέρι. Και η Λήδα χωρίς άλλη σκέψη πήρε την απόφαση που τόσο τη βασάνιζε. Αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Αυτή ήταν πλέον η ζωή της. Κι ίσως οι αρχές του επόμενου αιώνα να ήταν το όνειρο.
Όταν ξύπνησε, είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου