Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Μόλις τ’ αδέρφια της Κατερίνας επέστρεψαν από την Αμερική στη μικρή τους Κοζάνη, έβαλαν πρώτη τους προτεραιότητα να παντρέψουν τη μικρή τους αδερφή. Τα χρόνια είχαν για όλους πια περάσει κι η Κατερίνα ήταν ήδη 19 χρόνων, ολόκληρη γυναίκα, μικρότερες της κι είχαν και παιδιά, έπρεπε κι εκείνοι να φροντίσουν, τώρα που είχαν επιστρέψει, για την αποκατάστασή της. Ο πατέρας είχε από χρόνια πεθάνει, οπότε είχαν απομείνει αυτοί μόνοι προστάτες για τις γυναίκες της οικογένειας, τη μάνα τους και την αδελφή τους. Αυτοί έπρεπε να νοιαστούν για το μέλλον και μετά θα κανόνιζαν και τη δική τους ζωή. Μα πρώτα θα ‘καναν το χρέος τους σαν αδέλφια. Έτσι δεν είχαν κάνει και τότε, πριν φύγουν και με τη μεγάλη τους αδελφή; Τι κι αν ήταν από άλλο πατέρα κι αν τη μεγάλωσε η οικογένεια του πατέρα της; Αυτοί αδελφή τους την υπολόγιζαν πάντα και καμιά διάκριση δεν έκαναν ποτέ ανάμεσα στα δυο κορίτσια. Πρόβλημα προίκας δεν υπήρχε, δούλεψαν σκληρά τόσα χρόνια στα ξένα και κατάφεραν να κάνουν καλή σειρά κι η αδερφή τους, εκτός από όμορφη, ήταν και χρυσοχέρα. Φωτιές έπιανε ο αργαλειός, όταν καθόταν κι έκανε αριστουργήματα. Γράμματα δεν ήξερε, δεν είχε πάει ποτέ σχολείο, ούτε η μητέρα της ήξερε γραφή κι ανάγνωση για να της μάθει τα βασικά, μα αυτό, τα χρόνια εκείνα, δεν είχε καμία απολύτως σημασία, τα κορίτσια των καλών και ευκατάστατων οικογενειών σπάνια μάθαιναν γράμματα. Η προίκα και η προκοπή έπαιζαν μεγαλύτερο ρόλο.
Έκατσαν λοιπόν τ’ αδέρφια, το συζήτησαν μεταξύ τους, τα ‘παν και με τη μητέρα τους κι αποφάσισαν πως έτσι έπρεπε να κάνουν. Τα προξενιά είχαν ήδη αρχίσει να καταφτάνουν στο σπιτικό τους, αμέσως μόλις μαθεύτηκε η είδηση της επιστροφής τους -τότε οι άνδρες πρώτα έπαιρναν την άδεια του πατέρα και των αδελφών και μετά της αγαπημένης τους- μα δε θα έδιναν την αδερφή τους στον πρώτο τυχόντα. Ήταν ευαίσθητη η αδερφή τους και καλομαθημένη, χρυσοχέρα σίγουρα και πανέμορφη. Ο γαμπρός έπρεπε να ‘ναι ισάξιός της. Θα έπαιρνε μεγάλη προίκα κι έπρεπε να ‘ναι προσεχτικοί, ίσως κάποιοι να τους πλησίαζαν γι’ αυτό και μόνο, άνδρες ανάξιοί της που δε θα τιμούσαν ούτε εκείνη, ούτε την οικογένεια της. Δεν τους ένοιαζε αν θα ήταν πλούσιος. Μπορούσαν να τον βοηθήσουν εκείνοι να κάνει μια αρχή κι έπειτα, αν ήταν άξιος, θα τα κατάφερνε και μόνος. Τίμιος κι εργατικός ήθελαν μόνο να ‘ναι, αξιοπρεπής, να προσέχει και να σέβεται την αδελφή και την οικογένεια τους.
Μορφωμένοι δεν ήταν, σχολείο είχαν πάει μόνο για τα βασικά, μα είχαν δει πολλά κι είχαν μάθει πολλά στα ταξίδια τους και θυμήθηκαν πως οι καλές οικογένειες, εκεί στα ξένα που για χρόνια περπατούσαν, πάντα ρωτούσαν τη γνώμη της γυναίκας για τον υποψήφιο σύζυγό της. Άλλωστε, ήταν σίγουροι πως η αδερφή τους δε θα παντρευόταν ποτέ κάποιον που εκείνη δε θα ενέκρινε, ό,τι και αν έκαναν κι ό,τι κι αν έλεγαν τ’ αδέλφια της για να την πείσουν. Ήταν πεισματάρα. Σαν εκείνους. Και για κανένα λόγο δεν ήθελαν να τη στεναχωρήσουν.
Ανακοίνωσαν λοιπόν τις αποφάσεις τους και στην Κατερίνα και συμφώνησε κι εκείνη μαζί τους -όχι δηλαδή πως είχε και πολλές δυνατότητες για το αντίθετο, μα ήταν αλλιώς τα χρόνια τότε κι ήταν ήδη 19 χρόνων- ειδικά με την απόφασή τους να δει και να εγκρίνει κι εκείνη τον υποψήφιο σύζυγό της. Ήταν νεωτερισμός αυτό για την εποχή κι η Κατερίνα ήθελε πάντα να ξεχωρίζει.
Το Γιάννη τον είδαν με ιδιαίτερη συμπάθεια, όταν τους έφερε το προξενιό, προξενητής που τα χρόνια που πέρασαν ξέχασαν να σημειώσουν κάπου τ’ όνομά του. Ήταν από πολύ καλή οικογένεια, ωραίος άνδρας και νοικοκύρης. Τρεις αδελφές ολομόναχος είχε παντρέψει κι είχε καλοπροικίσει και τις τρεις και μόνος του, αυτός κι η μάνα του, έφερνε σε σειρά το ταμπακαριό του πατέρα του κι οι ταμπάκηδες τα χρόνια εκείνα είχαν πολύ δουλειά. Σκληρή δουλειά. Ήξερε και γράμματα, μπορεί να είχε πάει μόνο μέχρι την τετάρτη δημοτικού, μα μπροστά στ’ αδέλφια της, που ήξεραν μόνο όσα τους χρειαζόταν, δηλαδή ελάχιστα, θεωρούνταν τουλάχιστον πανεπιστήμονας. Ο πατέρας του είχε φύγει κι εκείνος νωρίς κι άφησε στους ώμους του μοναχογιού του πολλά βάρη, αδελφές πολλές, μα πάντα είχε πολλές αδελφές αυτή η οικογένεια. Και πριν και μετά. Ο Γιάννης ήταν τότε 25 ετών, μεγαλύτερος δηλαδή από την αδελφή τους, μα έτσι ήταν καλύτερα. Τι θα της έδιναν δηλαδή; Κανένα νεαρό με τα μυαλά ακόμα πάνω απ’ το κεφάλι;
Μόνο ένα τους απασχολούσε. Η μάνα του, η κυρά-Λίνα. Κατερίνα δηλαδή, σαν την αδελφή τους, μα όλες τις Κατερίνες τα χρόνια εκείνα στην Κοζάνη τις φώναζαν Λίνες και υπήρχαν και τότε και τώρα πολλές με τ’ όνομά αυτό στην πόλη. Ήταν θεριό γυναίκα, είχε μεγαλώσει τόσα παιδιά, θυγατέρες όλες κι ένα μόνο γιο και την κόρη του άνδρα της από τον πρώτο του γάμο κι όταν εκείνος πέθανε, δεν κλείστηκε στο σπίτι να κλαίει και να χτυπιέται. Τον τίμησε κατά πως έπρεπε κι ύστερα ανέλαβε με το γιο της το ταμπακαριό κι ήταν πιο άνδρας κι από τους άνδρες. Άξια γυναίκα. Μόνο που να, είχε ένα «μικρό» ελάττωμα: Μεγάλο στόμα. Οι κουτσομπόλες της γειτονιάς ήταν σίγουρες πως θα μάλωνε με όποια νύφη κι αν έπαιρνε κι όσο νάχτι κι αν τους έδινε, η αναγκαστική συγκατοίκησή τους θα δημιουργούσε προστριβές, πάντα δημιουργεί σ’ εκείνον και σ’ όλους τους αιώνες και θα έδινε πολλές αφορμές για καβγάδες και φυσικά δε θ’ άφηνε ποτέ το γιο της να πάει σώγαμπρος, ακόμα και παλάτι να του ‘διναν οι συμπέθεροι. Αυτό τότε ήταν τουλάχιστον ντροπή και μόνο οι χωριάτες το συνήθιζαν, μα αυτοί ήταν φτωχοί και πάντα είχαν ελάχιστα. Στους Κοζανίτες το πατρικό σπίτι έμενε πάντα στο γιο. Χωρίς χαρτιά κι υπογραφές. Άγραφη συμφωνία, πιο δυνατή και από το νόμο.
Κάπως έτσι τα τρία αδέλφια (τη γνώμη του τέταρτου του Ηλία, δεν τη ζήτησαν, μα ο Ηλίας ήταν τότε ακόμα μικρός, πιο μικρός κι από την αδελφή τους, τι γνώμη να του ζητήσουν;) κατέληξαν σε τρεις υποψήφιους γαμπρούς από τους πολλούς που είχαν κατακλύσει το σπίτι και τη γειτονιά τους στους Αγίους Αναργύρους από κάτω, το ψηλό, διώροφο αρχοντικό (ένα από τα ελάχιστα αρχοντικά της Κοζάνης που σώζεται μέχρι σήμερα, μάλλον από τύχη ή κι από άγνοια, έστω και ερειπωμένο). Βέβαια, κανέναν από τους τρεις δεν είχε δει η αδελφή τους, ούτε την είχαν δει ποτέ εκείνοι, μα είχαν ακούσει για την ομορφιά και την προκοπή της, ίσως και για τη μεγάλη προίκα που τ’ αδέλφια της της έδιναν και καθώς ήταν όλοι σε ηλικία γάμου και χωρίς άλλες υποχρεώσεις, ανέθεσαν σε σοβαρούς προξενητάδες να τη ζητήσουν για χάρη τους. Φυσικά εκείνη θ’ αποφάσιζε ποιον απ’ τους τρεις θα έπαιρνε κι επειδή κάπως έπρεπε να τους δει, τους κάλεσαν στο σπίτι να τους κάνουν το τραπέζι. Έστρωσαν στην αυλή, ήρθαν οι καλεσμένοι, κάθισαν, έφαγαν, ήπιαν κι η Κατερίνα από το πάνω παράθυρο παρακολουθούσε. Τα κορίτσια τότε, όταν τ’ αδέλφια τους είχαν καλεσμένους, δεν εμφανιζόταν ποτέ. Καθόταν πάντα πίσω απ’ το παράθυρο με κλειστή την κουρτίνα. Δεν ήταν πρέπον να τους ρίχνουν λάγνα βλέμματα οι άνδρες. Στο τέλος της βραδιάς έπιασαν και το τραγούδι και τ’ αδέλφια, χωρίς να τους προσέξουν οι καλεσμένοι, ανέβηκαν βιαστικά στην κάμαρη της αδελφής τους να τη ρωτήσουν τι αποφάσισε, ποιον από τους τρεις προτιμάει. Κι εκείνη τους είπε.
- Τον ψηλό, με το μουστάκι!
Κι έδειξε το Γιάννη. Κάπως έτσι έδωσαν το λόγο για το γάμο.
Εκείνα τα χρόνια οι αρραβώνες δεν ανακοινώνονταν αμέσως. Έπρεπε πρώτα να κανονιστούν κάποια πράγματα, τα της προίκας συνήθως και καμιά φορά πάνω στην προίκα οι αρραβώνες διαλύονταν κι ένας διαλυμένος αρραβώνας, τα χρόνια εκείνα, ήταν σφάλμα και όνειδος για μια κοπέλα κι ας μην έφταιγε εκείνη, δεν ήταν ανάγκη να το μάθει όλος ο κόσμος πριν να είναι κι εκείνοι σίγουροι. Τα συζήτησαν αυτά με το Γιάννη και τη μάνα του κι ενώ εκείνος άλλα τους είπε μπροστά της, ήρθε ξανά μετά, μόνος και τους είπε ότι δεν ήθελε τίποτα απ’ όσα η μάνα του ζητούσε, αυτά ήταν δικά της λόγια, μα έπρεπε μπροστά της από σεβασμό να συμφωνήσει, αυτός μόνο την αδελφή τους ήθελε, τίποτα παραπάνω, είχε μάθει για την ομορφιά και την προκοπή της, γι’ αυτό και τη ζητούσε με όλη του την καρδιά. Τη μέρα που την είχε δει τυχαία στην εκκλησία με τη μητέρα της και θαμπώθηκε από την ομορφιά της και το φωτεινό, πράσινο βλέμμα των ματιών της, παρέλειψε να την αναφέρει. Και τα τρία αδέλφια, επειδή εκτίμησαν την ευθύτητα και την ειλικρίνεια των λόγων του, του έδωσαν τα διπλά απ’ όσα του ‘χαν τάξει, προικιά διπλά και τρίδιπλα και 80 ολόκληρες λίρες κι ας έλεγαν στην αρχή 50 μόνο. Αυτές ο Γιάννης τις κράτησε χωριστά για να της δώσει μετά στις κόρες του, απέκτησε κι εκείνος πολλές κόρες, όπως και τα παιδιά και τα εγγόνια και τα δισέγγονά του κι έτσι τίμια τις μοίρασε στο τέλος.
Ώσπου ένα μεσημέρι ο Γιάννης κι η παρέα του, επιστρέφοντας μαζί με τα όργανα από ένα τσιμπούσι, κάπου στο Άι-Δημήτρη μάλλον ή στον Άι-Θανάση, που ήταν κι ο προστάτης των ταμπάκηδων, βρέθηκαν κάτω από το σπίτι της Κατερίνας. Οι φίλοι του ήξεραν για το λόγο που ο Γιάννης είχε δώσει, μα σαν πραγματικοί φίλοι το κρατούσαν κι εκείνοι μυστικό κι απ’ τις μανάδες τους ακόμα. Κι επειδή ήταν όλοι λίγο ζαλισμένοι απ’ το γλυκό κρασί, τον τράβηξαν με τρόπο από ‘κείνο το δρόμο. Και κάτω από το σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του, έδωσαν εντολή οι φίλοι στα όργανα να παίξουν κι έστρωσαν τις κάπες τους χάμω να χορέψει πάνω ο φίλος τους. Τραντάχτηκε όλη η αρχαία γειτονιά απ’ τα τραγούδια και βγήκαν όλοι στις πόρτες και στα παράθυρα να δουν τι συμβαίνει, ποιος σπουδαίος περνάει και παίζουν τα όργανα. Και τότε βγήκε με το κρασί κι ο μεγάλος αδελφός της Κατερίνας, ο Γιώργης, ο προστάτης της οικογένειας τώρα που ο πατέρας είχε πια πεθάνει, να κεράσει το γαμπρό και τους φίλους του κι ανακοίνωσε στον κόσμο όλο τον αρραβώνα της αδελφής του.
Κάπως έτσι, διηγούνται, ότι έγινε το προξενιό κι ο αρραβώνας του παππού και της γιαγιάς μου, πολλά χρόνια πριν, τότε που ο 20ος αιώνας ήταν ακόμη νέος, σχεδόν έφηβος. Ο γάμος τους ήταν ευλογημένος κι ας πέρασαν φουρτούνες. Απέκτησαν εφτά παιδιά, τρεις γιους και τέσσερις θυγατέρες, πάντα περισσότερα τα κορίτσια από τ’ αγόρια σ’ αυτή την οικογένεια κι ο παππούς μοίρασε αργότερα ακριβοδίκαια τις 80 λίρες στις κόρες του, έτσι όπως είχε υποσχεθεί, όταν εκείνος αρραβωνιάζονταν, στο προαίσθημά του για τα παιδιά που θα ‘ρθουν. Κι άφησε την ανάμνηση του ζωντανή στα παιδιά και στα εγγόνια και στα δισέγγονα του, ακόμη και σ’ εκείνα που δεν πρόλαβαν να τον γνωρίσουν, μα φροντίζει να μας επισκέπτεται συχνά στα όνειρά μας και να μας εμψυχώνει. Να μας δείχνει το δρόμο μ’ ένα χαμόγελο. Την ιστορία, ξέρετε, δεν τη γράφουν οι ιστορικοί, ούτε οι καθηγητές του πανεπιστημίου. Την ιστορία τη γράφουν οι απλοί άνθρωποι. Κι αυτή η ιστορία, η ιστορία των απλών ανθρώπων, αξίζει περισσότερο κι από το ακριβέστερο ιστορικό μυθιστόρημα. Γιατί είναι η ζωή μας η ίδια. Αυτή την ιστορία πρέπει να φυλάξουμε. Για ένα πιο σταθερό βήμα προς το μέλλον και την προσωπική αυτογνωσία.

Κοζάνη, Ιανουάριος 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου