Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ (2)

Κατερίνα Μ. Μάτσου

Στην πόλη χωρίς ιστορία…
2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Τσικνοπέμπτη

Μόνον

ο μαύρος γάτος της γειτονιάς και το ημερολόγιό της κι ίσως κι εκείνο το ξαφνιασμένο φεγγάρι, που μόλις είχε αρχίσει να ξεπροβάλει ολόλαμπρο πίσω από τα σύννεφα, μετά από μία βιαστική και άνευ λόγου χειμωνιάτικη βροχή -μια φωτεινή, γεναριάτικη πανσέληνος- είχαν δει το κόκκινο, μυρωδάτο φιλί του Ανδρέα να φωλιάζει δειλά στα χείλη της Λήδας κι εκείνη δεν το είχε φανερώσει σε κανέναν. Δεν είχε κανέναν τόσο καλό και έμπιστο φίλο για να φορτώσει στους ώμους του ένα τόσο βαρύ και τόσο πολύτιμο μυστικό κι ας είχε πάντα μόνο καλούς και έμπιστους φίλους, μα αυτό το μυστικό ήταν αποκλειστικά και μόνο δικό της. Έτσι ένιωθε. Ότι κουβαλούσε ένα θησαυρό πολύ μεγάλο για να τον εμπιστευτεί σε άλλον άνθρωπο. Ούτε καν στην Έρη κι ας ξόδευαν μαζί τη μισή τους μέρα, ψάχνοντας για τη μεγαλύτερη ανακάλυψη του κόσμου τους, το χαμένο κλειδί του παλιού δρύινου μπαούλου της γιαγιάς, που κρατούσε χρόνια τώρα καλά κρυμμένη την ιστορία της πόλης. Ο Ανδρέας συνέχιζε να είναι πάντα ο …καλός της φίλος και σ’ αυτόν εμπιστευόταν πλέον όλα τα μυστικά της. Μόνο για το φιλί του δεν του μίλησε ποτέ κι ας τριγύριζε κι αυτό, μαζί με τη μορφή του, κάθε βράδυ σε παθιασμένα και μπερδεμένα όνειρα. Κι επειδή το μυστικό της ήταν πολύ βαρύ κι εκείνη δεν είχε ακόμη τόσο δυνατά μπράτσα για να σηκώσει στους ώμους τον ουρανό ολόκληρο σαν τον Άτλαντα κι επειδή σε κάποιον έπρεπε επιτέλους να εξομολογηθεί το μυστικό της, μήπως και ξαλαφρώσει, αποφάσισε να μιλήσει στην Έρη κι ας της έβαζε τις φωνές. Άλλες φίλες όμως τόσο καλές και τόσο έμπιστες, όσο εκείνη, δεν είχε και μόνο αυτή θα μπορούσε να την καταλάβει. Έστω και λίγο. Στο τέλος.
Βρήκε την ευκαιρία, λίγες μέρες αργότερα, στα τέλη του Φλεβάρη, πρωί Τσικνοπέμπτης, άρα μέρας χαλαρής, σ’ ένα διάλειμμα στο σχολείο. Κι όπως σωστά προέβλεψε η Λήδα, η Έρη έγινε απλά έξω φρενών.
- Είσαι τρελή, έβαλε τις φωνές η Έρη, όταν η Λήδα της εκμυστηρεύτηκε, ψιθυριστά σχεδόν, μα πιο δυνατά ήταν αδύνατο να μιλήσει, το μυστικό για το κόκκινο, μυρωδάτο φιλί του Ανδρέα στα χείλη της και τις βόλτες, που αυτός έκοβε από τότε και μάλλον από πάντα, κάθε βράδυ στα παθιασμένα και μπερδεμένα όνειρά της.
Δε ρωτούσε καν για την …τρέλα της φίλης της. Γι’ αυτήν ήταν σίγουρη! Είχε γνωρίσει κι εκείνη τον Ανδρέα κι εκείνη τυχαία στ’ αλήθεια, κι αν και δεν μπορούσε να καταλάβει τη φιλία της Λήδας μαζί του, με τα τόσα χρόνια που τους χώριζαν, ήξερε πως η φιλενάδα της τον εμπιστευόταν σαν έναν από τους πιο καλούς και έμπιστους φίλους της. Και σ’ αυτό, ήξερε, δεν παίζει κανένα ρόλο η ηλικία. Και καλά ως εδώ. Αλλά να της αρέσει και σαν άνδρας…
- Ξέρεις πόσων χρόνων είναι, φώναξε, τονίζοντας μία-μία τις λέξεις η Έρη.
- Μη φωνάζεις, θα σ’ ακούσουν τα παιδιά, προσπάθησε να την ηρεμήσει η Λήδα, που είδε ότι η έκπληξη και οι φωνές της φίλης της είχαν ήδη τραβήξει την προσοχή, όχι των παιδιών -αυτά καθόλου δε νοιάστηκαν για τις διαφορές και τα προβλήματα των δασκάλων τους- αλλά των συναδέλφων τους, που τις κοιτούσαν ήδη με απορία από την άλλη άκρη της αυλής.
- Και ναι, συνέχισε, ξέρω πόσων χρόνων είναι.
- 62, είπε χαμηλόφωνα τώρα η Έρη.
Ούτε σ’ εκείνη άρεσε να προκαλεί την προσοχή των συναδέλφων τους. Έτσι χαμήλωσε αμέσως τον τόνο της φωνής της.
- Το ξέρω, απάντησε η Λήδα και μάλλον είχε ήδη μετανιώσει για την τόλμη της.
- Κι έχεις ερωτευτεί έναν άνδρα 62 ετών, ξαναθύμωσε η Έρη, ο οποίος, να σου θυμίσω, εκτός από το ότι είναι στην ηλικία του πατέρα σου, είναι παντρεμένος, με μία κόρη τουλάχιστον μια δεκαετία μεγαλύτερή σου!
- Κατ’ αρχήν, μη φωνάζεις έτσι. Και δεν είπα ότι τον ερωτεύτηκα. Είπα απλά ότι… μου αρέσει. Είναι γοητευτικός άνδρας κι ας είναι 62 ετών.
- Ναι, σαν το Σον Κόννερι, την ειρωνεύτηκε η φίλη της.
- Ακριβώς, σαν το Σον Κόννερι. Και η κόρη του είναι 30 ετών, όχι 35.
- Σιγά τη διαφορά, ρε φιλενάδα, έγινε τώρα έξω φρενών η Έρη. Μα είσαι με τα καλά σου; Είσαι 25 ετών κι εκείνος 62. Τριάντα… τι λέω τριάντα; Τριάντα εφτά, σχεδόν σαράντα χρόνια μεγαλύτερος σου και με οικογένεια. Τι το ερωτικό μπορεί να υπάρξει ανάμεσά σας;
- Μη φωνάζεις έτσι, σου είπα. Θα σ’ ακούσουν τα παιδιά.
Για τους συναδέλφους τους, που τις κοιτούσαν δήθεν αδιάφοροι από την άλλη άκρη της αυλής, δεν είπε τίποτα. Αυτοί ήδη τις είχαν ακούσει και είχαν στήσει αυτί, μήπως και καταλάβουν τι συνέβαινε. Ακριβώς ή περίπου, δεν είχε σημασία. Θα συμπλήρωναν μόνοι τους τις απαραίτητες λεπτομέρειες.
- Εννοείς μάλλον όλα τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου, διευκρίνισε η Έρη, εκτός από τα 18 δικά σου, που είναι με το γυμναστή στην πίσω αυλή. Αυτός ο άνθρωπος, Λήδα, είναι στην ηλικία του πατέρα σου…
- Αυτός ο άνθρωπος όμως δεν είναι ο πατέρας μου, της απάντησε απόλυτα ήρεμη εκείνη και μόνο τότε η Έρη τρόμαξε.
Ναι, πράγματι. Ο Αντρέας δεν ήταν ο πατέρας της. Δεν έμοιαζε ούτε λίγο με τον πατέρα της.
- Κι έπειτα, συνέχισε, δεν έχω σκοπό να κάνω κάτι …ερωτικό, όπως νομίζεις, μαζί του. Είμαστε απλά φίλοι, καλοί φίλοι και η φιλία του μου φτάνει και νιώθω πολύ τυχερή, που τον γνώρισα. Απλά, τον συμπαθώ και με συμπαθεί πάρα πολύ…
- Σε γουστάρει θες να πεις, τη διόρθωσε η Έρη, μα η Λήδα προσπέρασε με τρόπο το σχόλιό της.
- Τον συμπαθώ και με συμπαθεί πάρα πολύ, επανέλαβε, τονίζοντας μία-μία τις λέξεις, και το φιλί του ήταν ένα υπέροχο δώρο. Το ωραιότερο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ. Ξέρεις κάτι; Δε μιλήσαμε ποτέ ξανά για το φιλί του και στ’ αλήθεια, εγώ -κι ελπίζω κι εκείνος- δεν έχω καμία τύψη για ό,τι έγινε. Ήταν ένα ταξίδι στο όνειρο και ξέρεις πως τελικά μόνο αυτό, μόνο το ταξίδι μετράει, όχι η Ιθάκη. Ένα μόνο φοβάμαι. Μήπως εκείνος τολμήσει κάτι παραπάνω απ’ το φιλί του. Γιατί αυτό σίγουρα δεν μπορώ να το αποφύγω. Δε θέλω να το αποφύγω…
- Για να βρεις ξανά τον λάθος άνδρα.
- Στις σχέσεις μου δεν ήμουν ποτέ τυχερή, το ξέρεις. Γι’ αυτό δεν έχω κανένα σκοπό να κάνω κάτι μαζί του.
Η Έρη την κοίταξε με καχυποψία.
- Αλήθεια σου λέω, δεν πρόκειται, επέμεινε η Λήδα. Κάτι τέτοιο δε θα μας βγάλει πουθενά, ούτε εμένα, ούτε εκείνον και δε θέλω να πληγώσω κανέναν. Ούτε να πληγωθώ ξανά θέλω. Έχω βαρεθεί πια να προσπαθώ να κλείσω πληγές, που ανόητοι άνδρες φροντίζουν να μου αφήνουν, σαν τελευταίο αναμνηστικό της ύπαρξής τους στη ζωή μου. Ο Ανδρέας όμως, Έρη, δεν είναι σαν αυτούς. Δε μοιάζει ούτε λίγο μ’ όλους αυτούς τους κοινούς, ανόητους άνδρες κι ίσως αυτό να με γοητεύει. Το πόσο διαφορετικός και ξεχωριστός είναι. Αγαπώ την παρέα του, θέλω ν’ ακούω τα λόγια του, θέλω ν’ ακούω τη φωνή του, θέλω να είμαι μαζί του. Σου το ‘πα και πριν. Το φιλί του το κρατάω σαν το πιο ακριβό κι ανεκτίμητο δώρο, που μου έχουν κάνει ποτέ και δε θα το εμπιστευτώ ποτέ σε κανέναν. Μόνο σ’ εσένα βρήκα την τόλμη…
- Και τι θα κάνεις, γλύκανε τώρα τη φωνή της η Έρη.
- Σου είπα, τίποτα. Δε θα κάνω τίποτα. Απλά θα συνεχίσω να τον ονειρεύομαι τα βράδια που βρέχει μέχρι να βρω κι εγώ το δικό μου Πρίγκιπα και ν’ ακουμπήσω τρυφερά τη μορφή του -κι εδώ σταμάτησε λίγο σα να έψαχνε τις κατάλληλες λέξεις για να συνεχίσει κι όταν τις βρήκε- ν’ ακουμπήσω τρυφερά τη μορφή του ανεκπλήρωτου έρωτά μου στο ντουλαπάκι των πιο όμορφων αναμνήσεών μου.
- Κι αν μπορεί… Το ξέρω πως δε γίνεται, αλλά αν μπορεί να γίνει κάτι μεταξύ σας; Τι θα επιλέξεις τότε;
- Δεν μπορεί, είπε απόλυτα σίγουρη η Λήδα.
Δεν έκανε ποτέ άσκοπα όνειρα.
- Δεν μπορεί να γίνει τίποτα απολύτως μεταξύ μας. Όχι για τη διαφορά της ηλικίας ή την οικογένειά του. Όλα αυτά είναι πολύ απλά, πολύ …χειροπιαστά προβλήματα και σ’ όλα τα απλά, χειροπιαστά προβλήματα υπάρχει πάντα κάποια λύση. Όσο κι αν πληγώνει, λύση υπάρχει πάντα. Απλά, στις ζωές τις δικές μας, κάπως αλλιώς είναι γραφτό να γίνουν όλα κι ο Ανδρέας κι εγώ πιστεύουμε στη μοίρα και στα γραμμένα. Ο άνθρωπος, Έρη, όσο δυνατός κι αν έχει γίνει, δεν έχει μάθει ακόμα πως ν’ αλλάζει τη μοίρα του. Κι όσο σοφός κι αν γίνει ακόμα κι όσα εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια χρόνια κι αν ζήσει αυτός ο πλανήτης, δε νομίζω να το μάθει ποτέ.
- Γιατί άραγε, ρώτησε η Έρη σα να ονειροπολούσε.
- Μάλλον, γιατί δε θα μπορέσει ποτέ να λύσει όλα τα μυστήρια του κόσμου του. Αν το κάνει ποτέ αυτό, θα χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. Ή, αν θέλεις, γιατί υπάρχει ένας Θεός, όποιο κι αν είναι τ’ όνομά Του. Κι αυτά τα πράγματα είναι, εκατομμύρια χρόνια τώρα, αποκλειστικά δική Του υπόθεση.
Η Έρη συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι, μ’ ένα δειλό χαμόγελο, παρηγοριάς πιο πολύ, παρά συμφωνίας στα λόγια της φίλης της. Είχε μετανιώσει που της φώναξε νωρίτερα, δεν έπρεπε να τη μαλώσει, εκείνη την είχε εμπιστευτεί, της είχε εμπιστευτεί το πολυτιμότερο μυστικό της κι ήθελε τώρα τόσο πολύ να την αγκαλιάσει για να την παρηγορήσει, ίσως και να της ζητήσει συγνώμη για τα σκληρά της λόγια, μα δε θα το τολμούσε ποτέ μπροστά στα παιδιά. Και ειδικότερα μπροστά στους συναδέλφους τους.
Το κουδούνι, επιτακτικό, ζήτησε από δασκάλους και μαθητές ν’ αφήσουν στην άκρη τα όνειρα και να επιστρέψουν στις τάξεις για τη συνέχεια του πεζού πρωινού τους. Τουλάχιστον, ήταν η τελευταία ώρα. Ήταν κι αυτό μια παρηγοριά.
- Ξέρεις ποιο είναι το πιο τρελό μου όνειρο, φώναξε η Λήδα στην Έρη, προσπαθώντας η φωνή της να ξεπεράσει την οχλοβοή των μαθητών, που έμπαιναν τρέχοντας στις τάξεις. Να μπορούσα λέει να ταξίδευα πίσω στο χρόνο και να τον συναντούσα ξανά, σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη ζωή, τότε που ήταν ακόμη νέος. Πριν παντρευτεί, πριν γεννηθεί η κόρη του, πριν γεννηθούμε εσύ κι εγώ. Τότε που δεν υπήρχε κανένας λόγος να μένουμε μακριά ο ένας από τον άλλον.
- Δεν μπορείς όμως να γυρίσεις το χρόνο πίσω, ούτε να κάνεις τ’ αδύνατά δυνατά. Μπορείς; Έχεις τόση δύναμη;
- Όχι, δεν μπορώ. Δεν έχω καμία απολύτως δύναμη, γιατί δεν ορίζω εγώ τον κόσμο. Δεν είμαι Θεός. Άνθρωπος είμαι κι ο άνθρωπος, το είπαμε και πριν, όσο σοφός και δυνατός κι αν έχει γίνει, δεν έμαθε ακόμα πως ν’ αλλάζει τη μοίρα του. Ούτε τη φύση μπορεί να παραβιάσει. Η φύση και ο κόσμος μας έχουν τη δική τους νομοτέλεια, ακολουθούν το νόμο του Θεού κι αυτό το νόμο δεν είναι σωστό να τον αγνοούμε.
- Ξέρεις όμως τι λένε, της φώναξε η Έρη την ώρα που έμπαιναν στο σχολείο. Πως όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις.
Τα λόγια της φίλης της αντήχησαν σα μακρινή ευχή στ’ αυτιά της και η Λήδα μπήκε στην τάξη χαμογελώντας. Μετά από λίγο ταξίδευε στα χαμόγελα των μαθητών της. Είχε ήδη ξεχάσει κάθε προηγούμενη λέξη.

Ήταν Τσικνοπέμπτη, δηλαδή μια μέρα γιορτινή, που τα σχολεία όφειλαν να τελειώσουν τα μαθήματά τους λίγο νωρίτερα και οι μαθητές να διαβάσουν λίγο λιγότερο. Έτσι κι εκείνη την Τσικνοπέμπτη, όπως και κάθε Τσικνοπέμπτη σ’ αυτή την πόλη χωρίς ιστορία κι ίσως και στην Ελλάδα ολόκληρη συνήθιζαν, η διευθύντρια διέταξε να σχολάσουν είκοσι λεπτά νωρίτερα, για να εισπράξει τις ιαχές ευτυχίας και ευγνωμοσύνης των μικρών μαθητών, που βρήκαν ιδιαίτερα συμφέρουσα τη γιορτινή προσφορά της. Βλέπετε, σ’ αυτή την πόλη χωρίς ιστορία, οι Αποκριές ήταν πάντα μεγάλη γιορτή και την περίμεναν όλοι ανυπόμονα. Τα παιδιά ξεχύθηκαν με φωνές στο προαύλιο, πετώντας από χαρά τις σχολικές τους σάκες στον αέρα κι η Λήδα πήρε με την Έρη το δρόμο για το σπίτι. Ήταν καλές φίλες κι έμεναν και στην ίδια γειτονιά. Πηγαινοερχόταν λοιπόν κάθε μέρα μαζί στο σχολείο.
Η Έρη άρχισε να της μιλάει ακατάπαυστα, όπως πάντα συνήθιζε, για τη νέα της κατάκτηση, τον ψηλό, γεροδεμένο νεαρό με το θεληματικό πηγούνι, που μόλις είχε μετακομίσει στο απέναντι διαμέρισμα. Μόνος, τόνισε κι αυτό είναι μεγάλο προσόν για άνδρα. Ειδικά, όταν αυτός είναι ψηλός, γεροδεμένος και με θεληματικό πηγούνι νεαρός, σαν το νέο της γείτονα. Βέβαια, δεν είχαν συστηθεί ακόμα και η Λήδα αναρωτήθηκε πως είναι δυνατό ν’ αποτελεί νέα κατάκτηση της φίλης της ένας άνδρας, που είχε δει μόνο τη μορφή του στο απέναντι μπαλκόνι. Και της το είπε.
- Όταν συστηθούμε, απάντησε απόλυτα σοβαρή η Έρη, θα γίνει σίγουρα!
Τόσο βέβαιη ήταν και η Λήδα με δυσκολία συγκράτησε τα γέλια της.
- Τουλάχιστον εγώ, γλυκιά μου, τη μάλωσε η Έρη, όταν άκουσε το πνιχτό γελάκι της πάνω απ’ το δεξί της ώμο, έχω φιλοδοξίες για έναν ελεύθερο άνδρα κι όχι για το Σον Κόννερι. Ενώ εσύ τους ελεύθερους τους ποδοπατάς για τα λάγνα μάτια του σερ.
- Ποιος σερ, απόρησε, γελώντας τώρα δυνατά η Λήδα, και ποιος άνδρας με θέλει πια τόσο παθιασμένα κι εγώ, όπως λες, τον ποδοπατάω;
- Αν ξεχάσουμε τον ντιλίβερι από την πιτσαρία στο σταθμό, που σκοτώνεται να φέρει την παραγγελία σου, κάθε φορά που τηλεφωνείς και τον ταχυδρόμο της γειτονιάς, που εδώ που τα λέμε, δεν είναι και από τις καλύτερες επιλογές, έχω να σου θυμίσω πρώτο απ’ όλους το Σταύρο.
- Το Σταύρο!
Ο Σταύρος ήταν καθηγητής, ο νεότερος καθηγητής στο νεοσυσταθέν πανεπιστήμιο της πόλης, τμήμα Δομικών Έργων. Η Λήδα και η Έρη τον είχαν γνωρίσει, όταν ένα βράδυ, τυχαία και τότε, όπως πάντα, βρέθηκαν στην ίδια παρέα. Ήταν ωραίος άνδρας, 35άρης, εμφανίσιμος και καλλιεργημένος. Και το σημαντικότερο: αδέσμευτος. Άρα τράβηξε αμέσως την προσοχή τους. Καταγόταν απ’ αυτή την πόλη, την πόλη χωρίς ιστορία και μέχρι τώρα δίδασκε στο πανεπιστήμιο της μεγάλης πόλης δίπλα στην απέραντη γαλάζια θάλασσα, που είχε γεννήσει τη Λήδα. Είχε καταφέρει να πάρει και τον τίτλο του διδάκτορα και τρία ή τέσσερα μεταπτυχιακά. Τώρα που ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο στη δική του πόλη, ζήτησε και κατάφερε να έρθει εδώ. Δεν ήθελε να εγκαταλείψει τόσο εύκολα τη μικρή του πατρίδα κι ας μην είχε αυτή την ιστορία της μεγάλης πόλης να επιδείξει. Ήξερε κι αυτός, όπως και η Λήδα, ότι την ιστορία της την κρατούσαν ακόμη καλά κρυμμένη οι γιαγιάδες στα βαθιά δρύινα μπαούλα, μαζί με ναφθαλίνη και το πρώτο τούλι του γάμου τους κι ενθουσιάστηκε, όταν έμαθε για την προσπάθειά της, να βρει το χαμένο κλειδί. Ενθουσιάστηκε όμως και μαζί της, για ν’ ανταλλάξουν το ίδιο εκείνο βράδυ της γνωριμίας τους τηλέφωνα και να της προτείνει την επομένη κιόλας μέρα να πάνε σινεμά. Στο έργο που ήθελε κι εκείνη να δει, του το είχε πει το προηγούμενο βράδυ. Κι η Λήδα ένιωσε ξαφνικά σα μαθήτρια γυμνασίου στο πρώτο της ραντεβού. Της άρεσε όμως πολύ αυτό το συναίσθημα και δεν του το αρνήθηκε. Άλλωστε τότε, ήταν ακόμα πριν το Γενάρη.
Από την πρώτη τους γνωριμία, λίγο πριν τα Χριστούγεννα μέχρι σήμερα, είχαν δει μαζί πολλά ακόμη έργα. Ο Σταύρος της έδειχνε με κάθε τρόπο τη συμπάθεια και το θαυμασμό του κι αν δεν ήταν κάπου στη μέση ο Ανδρέας, ίσως να μη δίσταζε κι εκείνη. Μα κάτι την εμπόδιζε λίγο πριν το επόμενο βήμα και μετά το κόκκινο, μυρωδάτο φιλί του Ανδρέα, που φώλιασε κρυφά ένα χειμωνιάτικο βράδυ με πανσέληνο στα χείλη της, οι σκέψεις της μπλέχτηκαν ακόμη περισσότερο. Βέβαια, συνέχισαν να βλέπονται, είτε οι δυο τους, είτε με παρέα κι εκείνος συνέχιζε να της δείχνει με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία τη συμπάθειά του. Ένα βήμα από εκείνη περίμενε. Απλά η Λήδα δίσταζε. Και η Έρη απορούσε, πώς είναι δυνατόν να θέλει τη φιλενάδα της ένας τέτοιος άνδρας κι εκείνη να το σκέφτεσαι ακόμα! Και να βάζει στη θέση του, ποιον; Τον Ανδρέα! Να ήταν και ο Σον Κόννερι… Η Λήδα άλλαξε την κουβέντα τους με διάφορα μισόλογα περί σημαντικότερων αισθημάτων, που ο Σταύρος ένιωθε σίγουρα, μα εκείνη έψαχνε ακόμα και χώρισαν μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού της, δίνοντας ραντεβού για το βράδυ, που είχαν κανονίσει να πάνε στο άναμμα του φανού.

Από το βράδυ της Τσικνοπέμπτης και κάθε μέρα, μέχρι και την Κυριακή της μεγάλης Αποκριάς, άναβε κάθε βράδυ, κάθε βράδυ και σε μια άλλη γειτονιά κι από ένας φανός, μεγάλες, περιποιημένες φωτιές, γύρω από τις οποίες στηνόταν το γλέντι. Τη δεύτερη Κυριακή μετά την παρέλαση και το χορό με το δήμαρχο και το νομάρχη στην κεντρική πλατεία, το γλέντι κορυφωνόταν. Οι φανοί, παλιά υπολείμματα της λατρείας του ήλιου, άναβαν όλοι, προσκαλώντας στο κέφι, με μεζέδες, που οι γυναίκες της γειτονιάς ετοίμαζαν, εκλεκτό, γλυκό κρασί απ’ τα τριγύρω αμπέλια, πολύ χορό και τραγούδι.
Η Έρη είχε τη φαεινή ιδέα να μασκαρευτούν, να ντυθούν είπε «δεσποινίδες της δεκαετίας του ’60». Κατά την τελευταία της επίσκεψη στο πατρικό της -στην πόλη μ’ έναν ακόμη πιο ασήμαντο αριθμό κατοίκων από τις ελάχιστες χιλιάδες του τόπου διορισμού τους- είχε ξεθάψει από τη ναφθαλίνη όλα τα φορέματα της νιότης της μητέρας και της θείας της κι έφερε τα μισά στη Λήδα να δοκιμάσει ποιο απ’ όλα της …στέκεται καλύτερα κι ας μην αγαπούσε τα μασκαρέματα εκείνη. Είχε πάψει να μασκαρεύεται στα 12 με την έξοδό της από το δημοτικό, το ήθελε όμως η φίλη της και θα τη λυπούσε αν της χαλούσε το χατίρι. Βρήκε δικαιολογία ότι κανένα φόρεμα δεν της στεκόταν και δε μασκαρεύτηκε, υπομένοντας τις φωνές της Έρης, όταν πέρασε να την πάρει από το σπίτι με το μπλου-τζιν και τη ζιβάγκο μπλούζα, μα δικαιολογήθηκε πως έκανε κρύο εκείνο το βράδυ κι ο φανός θα άναβε απόψε στην άλλη άκρη της πόλης.
Έφτασαν νωρίς, μα η γιορτινή φωτιά είχε ήδη ανάψει κι ο κόσμος ήταν από τώρα πολύς. Οι γυναίκες της γειτονιάς τους πρόσφεραν πίτα και κρασί και οι πρώτοι άνδρες χόρευαν ήδη γύρω από τη φωτιά, τραγουδώντας, χωρίς μουσική, αυτοσχέδια, σκωπτικά τραγούδια -με αρχαίους διθυράμβους έμοιαζαν- που σκορπούσαν πονηρές σκέψεις και κόκκινα μάγουλα στους ντόπιους κι απορία στους τουρίστες, που δεν καταλάβαιναν εύκολα την τοπική διάλεκτο. Με το τέλος του τραγουδιού πήραν το λόγο τα όργανα κι η Έρη ενθουσιάστηκε. Της άρεσαν πολύ αυτά τα γλέντια και δε χρειαζόταν ιδιαίτερη αφορμή για να μπλεχτεί στους χορευτές. Σε λίγο είχε γίνει ένα με το πολύχρωμο πλήθος. Μία γυναίκα απ’ τον οντά, χαμογελώντας, γέμισε ξανά με κόκκινο κρασί το ποτήρι της Λήδας.
- Δε θα μπεις κι εσύ στο χορό;
Η φωνή που τάραξε την πλήξη της ήταν απλά υπέροχη, μα δεν την περίμενε και την τρόμαξε και μια σταγόνα από το γλυκόπιοτο, κόκκινο κρασί χύθηκε και λέκιασε την μπλούζα της. Ο Σταυρός, ο υπεύθυνος για την ταραχή της, προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει.
- Συγνώμη που σε τρόμαξα. Δεν το ‘θελα.
- Δεν τρόμαξα, προσπάθησε να δικαιολογηθεί η Λήδα, γιατί της φαινόταν ντροπή ο φόβος, σκουπίζοντας βιαστικά και μάλλον άτσαλα το κρασί από τη μπλούζα της. Απλά… ξαφνιάστηκα.
- Δηλαδή, τρόμαξες. Όχι από φόβο, εσύ δε φοβάσαι τίποτα. Απλά δεν περίμενες να σου μιλήσω. Μάλλον δε με είχες δει καν. Συγνώμη. Υπόσχομαι να σου κάνω δώρο μια καινούργια μπλούζα. Ο λεκές από το κρασί δε βγαίνει, λένε, εύκολα. Μόνη;
- Με την Έρη, όπως πάντα. Κάπου εκεί είναι, ανάμεσα στον κόσμο, χορεύει. Εσύ; Μόνος;
- Με κάτι φίλους από την Αθήνα. Ήρθαν στην πόλη μας για δουλειές, πέρασαν να με δουν και είπα, μέρα που είναι, να τους ξεναγήσω στα έθιμά μας. Σε είδα από μακριά και σκέφτηκα…
- Με διέκρινες μέσα σ’ όλο αυτό τον κόσμο, ξαφνιάστηκε η Λήδα.
- Μα εσύ ξεχωρίζεις πάντα. Θα σ’ το ξανάπαν σίγουρα.
Γέλασε άσκοπα και κοίταξε τον κόσμο τριγύρω, ψάχνοντας τη λέξη που θα συνέχιζε την κουβέντα τους. Τώρα ήταν η σειρά της να μιλήσει, μα δεν ήξερε τι έπρεπε να πει. Ο Σταύρος την ξάφνιαζε πάντα.
- Τουλάχιστον, συνέχισε εκείνος, για τα δικά μου μάτια.
Σκόρπισε το βλέμμα του πάνω στο πρόσωπό της κι η Λήδα τρόμαξε. Το ήξερε αυτό το βλέμμα. Ήταν αυτό που της υποσχόταν ότι θα έκανε τα πάντα για χάρη της. Φτάνει μόνο να του το ζητούσε. Το έβλεπε συχνά, όχι όμως μόνο στα δικά του μάτια. Το έβλεπε, κάθε φορά που συναντούσε τα γαλάζια, σαν την απέραντη γαλάζια θάλασσα της πόλης της, μάτια του Ανδρέα.
Η Έρη ήρθε κοντά τους ακολουθώντας τα βήματα του χορού, χαιρέτησε με σταυρωτά φιλιά το Σταύρο, που θαύμασε τη μεταμφίεση της κι έτσι κι εκείνη άρχισε να γυρίζει γύρω-γύρω από τον εαυτό της για να του δείξει όλη τη μεγαλοπρέπεια του φορέματός της, μέχρι που ζαλίστηκε και χρειάστηκε να επιστρατευτεί η ψυχραιμία και η ετοιμότητα μιας τελείως άγνωστης παρέας, που στεκόταν δίπλα τους, για να μη σωριαστεί φαρδιά-πλατιά στις πλάκες της πλατείας.
- Μήπως ήπιαμε λίγο παραπάνω, της είπε, τάχα θυμωμένη η Λήδα κι η Έρη έσκασε στα γέλια στην αγκαλιά του Σταύρου.
Το κρασί ήταν πράγματι γλυκόπιοτο εκείνη τη χρονιά και τα ποτήρια άδειαζαν γρήγορα.
- Σταύρο, φώναξε η Έρη, γιατί δε φωνάζεις τους φίλους σου εδώ να τους γνωρίσουμε;
- Είσαι σίγουρη ότι μπορείς να κάνεις γνωριμίες τώρα, απόρησε η Λήδα και ήταν η σειρά του Σταύρου να σκάσει στα γέλια, ενώ η Έρη της έριχνε ένα γεμάτο φαρμάκι βλέμμα.
- Πάντα μπορώ να κάνω γνωριμίες με ωραίους άνδρες, της απάντησε με πείσμα εκείνη κι ο Σταύρος έψαξε τριγύρω, αναζητώντας την παρέα του, που μόλις εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε ότι είχε χάσει.
Οι φίλοι του δε φαινόταν πουθενά εκεί κοντά.
- Αφού τους συζητάμε, θα ήταν καλό να τους βρω κιόλας. Θα ξανάρθω να σας τους συστήσω, είπε με χαμόγελο και απομακρύνθηκε βιαστικός, ψάχνοντας τους φίλους του ανάμεσα στον κόσμο κι η Έρη άρπαξε το μπράτσο της Λήδας.
Τόσο δυνατά που την πόνεσε.
- Μα τι συμβαίνει; Με πονάς!
- Είναι κι εκείνος εδώ, είπε κι η Λήδα ένιωσε τα μάγουλά της ν’ ανάβουν.
Δε χρειαζόταν να ρωτήσει καν ποιον εκείνον η φίλη της εννοούσε. Κατάλαβε.
- Ο Ανδρέας. Πού;
- Εκεί, στην άλλη άκρη της πλατείας.
Η Λήδα κοίταξε με αγωνία τριγύρω. «Στην άλλη άκρη της πλατείας», της είπε η Έρη, ξέφυγε από τα χέρια της φίλης της κι άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στον κόσμο, στην άλλη άκρη της πλατείας, για να βρει τον Ανδρέα. Τον δικό της Ανδρέα.
- Λήδα, πού πας; Τι έπαθες, άκουσε τη φωνή της Έρης, τελείως διαφορετική τώρα, μα δεν της έδωσε καμία σημασία.
Μια περίεργη ζάλη την είχε κατακλύσει κι ίσως να ήταν κι απ’ το γλυκόπιοτο κρασί. Το μόνο που ήθελε όμως εκείνη τη στιγμή ήταν να συναντήσει τον Ανδρέα, τον δικό της Ανδρέα, να δει ξανά το χαμόγελό του και τα λαμπερά, σαν την απέραντη θάλασσα της πόλης της, γαλάζια μάτια του και θυμήθηκε πάλι την τρελή ελπίδα της, το τρελό της όνειρο και τα λόγια της Έρης το πρωί στο σχολείο: «Όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις». Μα ποιο σύμπαν μπορούσε τώρα να συνωμοτήσει για να γυρίσει εκείνη το χρόνο πίσω και ν’ αλλάξει όλη τη ροή του γνωστού και άγνωστου κόσμου, μήπως και αποκτήσει ό,τι στη ζωή της πιο πολύ ήθελε και τότε είδε τον Ανδρέα στην άλλη άκρη της πλατείας. Στεκόταν μόνος σε μια γωνιά, μακριά από τον κόσμο κι έπινε αμίλητος ένα ποτήρι κόκκινο, γλυκό κρασί. Χωρίς να το σκεφτεί φώναξε τ’ όνομά του κι εκείνος, όλως παραδόξως, μέσα στην οχλοβοή και τα τραγούδια του κόσμου την άκουσε. Σήκωσε τα μάτια του από το ποτήρι που κρατούσε, την είδε που στεκόταν απέναντί του και της χαμογέλασε. Και τότε η Λήδα είδε ένα αστέρι να σκίζει τα ελάχιστα σύννεφα του ουρανού του Φλεβάρη και να χάνεται πίσω από την πλάτη του, αφήνοντας στο στερέωμα μια φωτεινή, χρυσή γραμμή. Πώς βρέθηκε τόσο κοντά στη φωτιά δεν κατάλαβε. Η φλόγα άστραψε μπροστά στα μάτια της και την ξάφνιασε. Έκλεισε τα μάτια τρομαγμένη.
- Λήδα!
Άνοιξε τα μάτια και είδε δίπλα της, μέσα σ’ ένα θολό τοπίο, την Έρη να την πιάνει σφιχτά απ’ το δεξί μπράτσο κι άρχισε πάλι να ψάχνει, ανυπόμονα ανάμεσα στον κόσμο τριγύρω, τον Ανδρέα. Όλοι ήταν εκεί, χόρευαν και τραγουδούσαν, όπως και πριν το ξάφνιασμά της, μα τώρα κάτι, κάτι ελάχιστο στον αέρα, δεν ήταν σαν και πρώτα. Μάλλον γιατί τόση ώρα δεν είχε προσέξει τα χαμηλά σπιτάκια με τ’ ανθισμένα μπαλκόνια στην άλλη άκρη του δρόμου. Νόμιζε πως τα είχαν γκρεμίσει όλα μετά το μεγάλο σεισμό. Πώς ξαναβρέθηκαν τώρα μπροστά της; Τα αυτιά της άρχισαν να βουίζουν κι ένιωσε μια αφόρητη ζάλη. Λίγο πριν σωριαστεί λιπόθυμη στα πλακάκια της πλατείας άκουσε την Έρη να φωνάζει τρομαγμένη τ’ όνομά της κι είδε ένα όνειρο, πως κάποιος νεαρός αξιωματικός με στολή και φωτεινά γαλάζια μάτια, τη σήκωνε στην αγκαλιά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου