Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ (1)

Κατερίνα Μ. Μάτσου

Στην πόλη χωρίς ιστορία…
1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Η
Λήδα είχε γεννηθεί τυχερή. Δεν είχε ζήσει ούτε πόλεμο, ούτε ξεριζωμό, ούτε δικτατορία και χούντα, ούτε μεγάλες φυσικές καταστροφές και ανθρώπινες λεηλασίες. Είχε γεννηθεί σε μία «εποχή ευμάρειας και οικονομικής ανάπτυξης», όπως οι πολιτικοί έλεγαν και οι πολίτες συμφωνούσαν, αμέσως μετά την τελευταία, μεγάλη πολιτική αναστάτωση, που έπληξε την Ελλάδα, σε μία οικογένεια νομοταγή και μάλλον ευκατάστατη με δημοκράτες γονείς, που ήξεραν να συζητούν και να σέβονται τα θέλω των παιδιών τους. Η Λήδα τους αποζημίωνε με τις καλές της επιδόσεις και τις άριστες εντυπώσεις, που πάντα άφηνε στο σχολείο και με την εισαγωγή και αποφοίτησή της -με άριστα πάντα- από την Παιδαγωγική Σχολή. Υπερβολικά τυχερή -από γεννησιμιού της, μάλλον- κατάφερε να διοριστεί ένα μόλις χρόνο μετά την αποφοίτησή της, αριστεύοντας στις εξετάσεις διορισμού των νέων δασκάλων και επιλέγοντας έτσι εκείνη τον τόπο, όπου θα ασκούσε από ‘δω και στο εξής το ιερό λειτούργημά της: Μια μικρή και άχαρη επαρχιακή πόλη, στο βόρειο, υψηλότερο άκρο της Μακεδονίας, χτισμένη ανάμεσα σε ψηλά, κακοτράχαλα και σχεδόν άγονα βουνά, μ’ έναν ελάχιστο αριθμό κατοίκων μπροστά στο ένα εκατομμύριο της δικής της μεγαλούπολης κι έναν τελείως διαφορετικό ρυθμό και τρόπο ζωής και σκέψης.
Δεν την ήξερε από παλιά αυτή την πόλη. Μόνο μία-δύο φορές το όνομά της αν είχε ακούσει, προτού περάσει για πρώτη φορά τυχαία από ‘κει, σε μία κατά τ’ άλλα ασήμαντη, σχολική εκδρομή, που διαφορετικά δε θα θυμόταν. Κάπου αλλού πήγαιναν, βρέθηκε στο δρόμο τους αυτή η πόλη και τα σκορπισμένα στην άσφαλτο καρφιά, «αναμνηστικό» ενός προηγούμενου, αναίμακτου, τους καθησύχασαν, ατυχήματος μ’ ένα φορτηγό που μετέφερε ξυλεία και κανείς δε σκέφτηκε να συμμαζέψει από το δρόμο, που καρφώθηκαν χωρίς καμία προειδοποίηση και χωρίς καμία λύπη στο δεξί μπροστινό λάστιχο του λεωφορείου και σταμάτησαν εκεί να επιδιορθώσουν τη ζημιά κι αν και δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία πόλη μικρή και γκρίζα, γαντζωμένη ανάμεσα σε ψηλά, κακοτράχαλα και σχεδόν άγονα βουνά -νότιες απολήξεις της Πίνδου- που της έκοβαν πάντα και θα της έκοβαν αιώνια τη θέα, η Λήδα, για κάποιο περίεργο κι ανεξιχνίαστο λόγο, που δεν έψαξε ποτέ να διευκρινίσει, γιατί ποτέ δεν την ένοιαξε, την ερωτεύτηκε. Ρώτησε τους καθηγητές της γι’ αυτή την άγνωστη πόλη, αν θα μπορούσαν να πάνε κάπου όση ώρα μείνουν εκεί, αν υπάρχει κάποιο αξιοθέατο ή κάποιο μουσείο να δουν και να μάθουν κι οι καθηγητές της έβαλαν τα γέλια. Αξιοθέατα και μουσεία! Μα αυτή ήταν μια πόλη χωρίς ιστορία! Την ανάφεραν πουθενά τα σοφά σχολικά τους βιβλία; Πουθενά, ούτε μία σειρά δεν αφιέρωναν στη χάρη της, μόνο κάτι αστείες γεωγραφίες του δημοτικού ίσως να σημείωναν κάπου τ’ όνομά της και τον αριθμό των κατοίκων της, από την προηγούμενη κι όχι την τελευταία απογραφή, μα αυτό μόνο. Τίποτα περισσότερο. Ίσως αν γινόταν κάποιο φρικτό έγκλημα να τη θυμόταν για λίγο οι εφημερίδες και τα μεγάλα αθηνοκεντρικά τηλεοπτικά κανάλια, μα σ’ αυτή την πόλη δε γινόταν ποτέ φρικτά εγκλήματα κι έτσι οι εφημερίδες και τα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια που έχουν Ελλάδα μόνο την Αθήνα δεν τη θυμόταν ποτέ. Δεν τη γνώριζαν καν. Κανείς δεν την ήξερε. Ούτε καν οι καθηγητές της, που έλεγαν πως ήταν σοφοί σαν τα σχολικά τους βιβλία και ήξεραν πάντα τα πάντα. Άρα δεν είχε καμία απολύτως αξία! Τι αξιοθέατα και μουσεία να έχει μια πόλη χωρίς ιστορία, κατέληξαν και συνέχισαν αμέριμνοι τον καφέ τους, χαζεύοντας τον οδηγό του λεωφορείου, που άλλαζε ασθμαίνοντας το σκισμένο λάστιχο και όλοι τον λυπόταν, μα μόνο κάποιοι χειροδύναμοι μαθητές έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Και η Λήδα απόρησε, πως είναι δυνατόν να ξεφυτρώνει έτσι ξαφνικά μια πόλη στο σήμερα, χωρίς παρελθόν και χωρίς καμιά ιστορία, στην αυλή ενός κάστρου από βουνά κι από φουγάρα της Δ.Ε.Η., που ανέλαβαν να φιλοξενήσουν τους αιώνες της ύπαρξής της. Στην Ελλάδα βέβαια οι μαθητές δε διδάσκονται ποτέ γεωγραφία ή ιστορία και τα σχολικά βιβλία ιστορίας δεν είναι αλάνθαστα. Λανθασμένα από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα είναι, μα, αν και το ήξεραν όλοι οι μαθητές αυτό, το κρατούσαν κρυφό από τους καθηγητές τους. Αν τους το έλεγαν, θα κατηγορούσαν τα παιδιά για ασέβεια, πως δεν αναγνωρίζουν την «υπέρτατη σοφία» κάποιων άλλων σοφών συναδέλφων τους, που τα βιβλία αυτά ανέλαβαν να γράψουν για να διαφωτίσουν τα νιάτα και δε θα περνούσαν ποτέ τους αγενείς μαθητές τους στην επόμενη τάξη!
Κάπως έτσι η Λήδα γνώρισε και για κάποιον περίεργο κι ανεξιχνίαστο λόγο, που δεν έψαξε ποτέ να διευκρινίσει και δεν την ένοιαξε κιόλας, ερωτεύτηκε σφόδρα κι από την πρώτη ματιά αυτή την πόλη κι ας μην υπήρχε στα σχολικά της βιβλία. Έψαξε όμως και βρήκε ένα σωρό άλλα βιβλία που μιλούσαν για ‘κείνη κι έμαθε πως στους αιώνες της ύπαρξής της -κι ήταν πράγματι πολλοί κι ας μην ήταν η πόλη αυτή αρχαία, ούτε καν βυζαντινή- είχε γεννήσει σπουδαίους και μεγάλους άνδρες, πολεμιστές και διανοούμενους κι άξιους πολιτικούς και γενναίες κι άφοβες, μορφωμένες γυναίκες, μα την ιστορία της όλη, την αυθεντική της ιστορία, χωρίς περικοπές και συντομεύσεις, την κρατούσαν ακόμη καλά φυλαγμένη οι γιαγιάδες στα βαθιά, δρύινα μπαούλα, μαζί με ναφθαλίνη και το πρώτο τούλι του γάμου τους και είχαν από χρόνια χάσει το κλειδί. Κι επειδή η Λήδα ήταν σίγουρη πως πόλεις χωρίς ιστορία δεν υπάρχουν πουθενά στον κόσμο, υποσχέθηκε στην πόλη αυτή και στον εαυτό της, όταν με το καλό γίνει δασκάλα, όπως το παιδικό όνειρο πρόσταζε, να έρθει και να διδάξει στην πόλη αυτή κι ας ήταν μια πόλη χωρίς ιστορία, μήπως και βρει κάποιον τρόπο και ξεκλειδώσει το παλιό μπαούλο της γιαγιάς. Μήπως κι ανακαλύψει κάπου τυχαία την ιστορία της.
Διορίστηκε, αριστεύοντας στις εξετάσεις και με το άριστα στη τσέπη, τέλειο χαρτί, ζήτησε να τη στείλουν στην πόλη αυτή. Στην πόλη χωρίς ιστορία. Οι γονείς της ξαφνιάστηκαν, μα άκουγαν και σεβόταν πάντα τις αποφάσεις των παιδιών τους και δεν προσπάθησαν να της αλλάξουν γνώμη κι ας ήταν δεμένη οικογένεια. Ταξίδεψαν μαζί στην πόλη των ονείρων της, βρήκαν ένα κουκλίστικο σπίτι με μεγάλη αυλή κι είπαν πως θ’ ανταλλάσσουν επισκέψεις κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο. Δεν ήταν δα και τόσο μακριά από το δικό τους λιμάνι κι ας μην είχε αυτή η συγκεκριμένη πόλη ποτέ θάλασσα να ταξιδεύει τα όνειρα των εραστών της κι η κόρη τους ήταν πλέον αρκετά μεγάλη για να φροντίζει μόνη της τον εαυτό της. Λίγες μέρες αργότερα ήταν η καινούργια δασκάλα της Α΄ τάξης στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς της.
Στην ίδια αυτή πόλη, στην πόλη χωρίς ιστορία, ζούσε και δύο χρόνια αργότερα κι είχε πλέον μάθει πολλά για την ιστορία της, που τελικά, προς μεγάλη έκπληξη των καθηγητών της, μα όχι δική της, έμαθε πως υπήρχε κι ήταν και πολυσέλιδη! Τα σχολικά βιβλία τους μόνο δεν τη γνώριζαν κι είχε σκεφτεί πολλές φορές να στείλει μία επιστολή διαμαρτυρίας στον Οργανισμό Έκδοσης και Επιμέλειας Σχολικών Βιβλίων, μα κανείς δε θα της έδινε σημασία κι έτσι το ανέβαλε συνεχώς. Δύο χρόνια μετά οι μαθητές της περνούσαν με απορία την Γ΄ Δημοτικού, ήταν καλή φίλη με την Έρη -ή Ερμιόνη, κατά το βαφτιστικό της, που φρόντισε ωστόσο να ξεχάσει αμέσως μόλις βγήκε από την κολυμπήθρα- τη δεύτερη νεαρή δασκάλα του σχολείου -που καταγόταν από μία πόλη μ’ έναν ακόμη πιο ασήμαντο αριθμό κατοίκων από τις ελάχιστες χιλιάδες του τόπου διορισμού τους- και εξερευνούσαν μαζί κάθε κρυφή γωνιά της πόλης, ψάχνοντας μήπως και βρουν κάπου το χαμένο κλειδί του παλιού μπαούλου της γιαγιάς, που κρατούσε φυλακισμένη την ιστορία της. Δύο χρόνια μετά είχε πειστεί, πως στην πόλη αυτή θα έμενε για πάντα, γιατί την είχε πλέον αγαπήσει σαν πατρίδα.

Σ’ αυτή την πόλη, στην πόλη χωρίς ιστορία, γνώρισε και τον Ανδρέα. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τυχαία, σε μία, κατά τ’ άλλα, αδιάφορη, θεατρική παράσταση ενός τοπικού ερασιτεχνικού θιάσου, που ποτέ δεν είδε. Γελοία στιγμή, που διαφορετικά θα θυμόταν και θα κοκκίνιζε.
Βιαζόταν να προλάβει το κουδούνι της έναρξης εκείνη, σκόνταψε στο τελευταίο σκαλοπάτι στην είσοδο του θεάτρου, έχασε το βήμα και την ισορροπία της και μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και πριν προλάβει να καταλάβει τι ακριβώς ή τι περίπου συνέβαινε, προσγειώθηκε στην αγκαλιά του. Την υποδέχτηκε με χέρια ανοιχτά κι έντρομα μάτια. Ξαφνιάστηκε από την απρόσμενη είσοδό της εκείνος, ψέλλισε ένα συγνώμη που μόλις ακούστηκε η Λήδα και προσπάθησε να ισορροπήσει ξανά πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες και τη στραπατσαρισμένη αξιοπρέπειά της.
- Δεσποινίς! Τι σας συνέβη; Είστε καλά, ρώτησε μ’ ενδιαφέρον εκείνος, δίνοντας της το μπράτσο του για να στηριχτεί και να ισορροπήσει.
Κάτι είπε η Λήδα -«παραπάτησα» μάλλον- και αντιλήφθηκε πως ο άγνωστος άνδρας, που της είχε προσφέρει την αγκαλιά του για να τερματίσει μία άδοξη πτώση της στα καλοσφουγγαρισμένα μάρμαρα της εισόδου του θεάτρου, λίγο πριν την πρεμιέρα ενός εντελώς άγνωστου τοπικού θιάσου, ήταν ιδιαίτερα περιποιητικός και ευγενικός μαζί της για να περάσει από το μυαλό της απαρατήρητος.
Τελικά δεν μπήκαν στο θέατρο. Ούτε η Λήδα, ούτε ο Ανδρέας. Πέρασαν όλη την πρώτη πράξη στην είσοδο, καθισμένοι στα σκαλοπάτια, ανταλλάσσοντας δευτερεύουσες πληροφορίες για τις ζωές τους κι όταν άκουσαν το κουδούνι του διαλείμματος, απομακρύνθηκαν διακριτικά. Άλλωστε, είχε αρχίσει και να ψιχαλίζει. Πόσο ακόμα θα έμεναν στα σκαλοπάτια της εισόδου; Προσφέρθηκε να την πάει εκείνος σπίτι με τ’ αυτοκίνητό του κι έτσι έγινε πράγματι για να διαπιστώσει ο Ανδρέας πως εδώ, σ’ αυτό ακριβώς το ίδιο οικόπεδο, που ήταν τώρα το σπίτι της Λήδας, ήταν κάποτε χτισμένο το σπίτι της αγαπημένης του θείας, το παλιό, ψηλό αρχοντικό της θείας-Σεβαστής. Όταν η θεία πέθανε, χωρίς ν’ αφήσει απογόνους, το σπίτι ερήμωσε κι ο μεγάλος σεισμός ήταν αρκετός για να το λυγίσει. Το αγόρασε τελικά από κάποιους μακρινούς συγγενείς, που του ‘χαν απομείνει -ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Ανδρέας- κάποιος εργολάβος. Αυτός είχε χτίσει το σπίτι που στέγαζε τώρα τα όνειρα της Λήδας.
Χώρισαν με το «χαίρω πολύ» της πρώτης γνωριμίας, χωρίς καμία άλλη υπόσχεση για μελλοντική συνάντηση, για να συναντηθούν ξανά, απρόσμενα πάλι, την επόμενη μέρα, όταν εκείνος ήρθε να πάρει από το σχολείο τον αγαπημένο του ανιψιό. Ούτε τότε αντάλλαξαν τηλεφώνα, μα της τηλεφώνησε εκείνος το ίδιο κιόλας απόγευμα -δεν ήταν δύσκολο να βρει το τηλέφωνό της, το είχαν όλοι οι τηλεφωνικοί κατάλογοι της περιοχής, δίπλα στο όνομά της τα δύο τελευταία χρόνια- για να της ζητήσει κάποιο βιβλίο της πανελλήνιας ιστορίας, που καιρό τώρα έψαχνε και δεν μπορούσε τάχα να βρει σε κανένα από τα χίλια βιβλιοπωλεία και τη χιλιόχρονη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης και σκέφτηκε, μήπως τυχόν και το έχει εκείνη. Δασκάλα ήταν. Είχε χιλιάδες βιβλία στη βιβλιοθήκη της, του το είχε αποκαλύψει το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους, όταν συζητούσαν στα σκαλοπάτια στην είσοδο του θεάτρου. Ίσως να είχε κι αυτό που τώρα έψαχνε ο Ανδρέας και πράγματι, το είχε. Μόλις πριν από δύο εβδομάδες το είχε αγοράσει και το διάβασε μέσα σε ένα μόλις βράδυ. Τόσο ενδιαφέρον ήταν. Θα συναντούνταν για να του το δώσει την επόμενη μέρα.
Η συμπάθεια ήταν αμοιβαία.

Κι έτσι συνέχισαν να συναντούνται με κάθε νέα ευκαιρία κι έβρισκαν πολλές ευκαιρίες για να συναντηθούν. Έγιναν γρήγορα καλοί φίλοι. Ο Ανδρέας ήξερε πολλά για τη χαμένη ιστορία της πόλης, που έψαχνε με αγωνία ν’ ανακαλύψει η Λήδα και ρουφούσε αχόρταγα με κάθε του λέξη. Τυχερή -από γεννησιμιού της, το είπαμε- είχε πάντα καλούς και έμπιστους φίλους. Ένας τέτοιος καλός και έμπιστος νέος φίλος έγινε κι ο Ανδρέας κι έβαζαν και οι δυο τα γέλια, όταν θυμόταν την πρώτη τους συνάντηση. Τι κι αν εκείνη ήταν 25 ετών κι ο Ανδρέας 62; Η αληθινή φιλία δεν έχει ηλικία! Ένα μόνο φοβόταν: Που κάθε νέα τους συνάντηση δεν ήθελαν να τελειώσει. Ούτε η Λήδα, ούτε ο Ανδρέας. Κι όταν άρχισε να σουλατσάρει ο ένας στα όνειρα του άλλου, ήξεραν και οι δύο ποιος είναι ο φταίχτης.
Ο Ανδρέας ήταν στρατιωτικός, εν αποστρατεία πλέον, μ’ ένα τιμημένο κάταγμα στο μηρό, «αναμνηστικό» από την προδοσία της Κύπρου το ’74, που τώρα ίσως και να το είχε πια ξεχάσει, όπως τριάντα τόσα χρόνια τώρα, η Ελλάδα ολόκληρη προσπαθούσε να ξεχάσει εκείνο τον άτιμο πόλεμο. Του το θύμιζαν πότε-πότε το χρυσό παράσημο και η εύφημος μνεία, που του είχε απονείμει το ελληνικό κράτος κι ήταν από τότε σε χρυσή κορνίζα στον τοίχο του σαλονιού κι ο αδιόρατος πόνος, κάθε φορά που πήγαινε ο καιρός ν’ αλλάξει. Ήταν παντρεμένος κι είχε μια κόρη, λίγο μεγαλύτερη από τη Λήδα, δασκάλα κι εκείνη, παντρεμένη κάτω στην Κρήτη, κάπου στο Ηράκλειο. Κοινό στοιχείο, γι’ αυτό έπιασαν στην αρχή με τόσο πάθος την κουβέντα. Μετά ανακάλυψαν πως είχαν πολλά περισσότερα κοινά, απ’ όσα στην αρχή νόμισαν. Κατά τ’ άλλα, η ζωή του ακολουθούσε με ευλάβεια τους δρόμους αυτής της πόλης, της πόλης χωρίς ιστορία, που τον είχε γεννήσει 62 χρόνια πριν και τον φιλοξενούσε τώρα, στα χρόνια της αποστρατείας και της ξεκούρασής του, μετά από αποσπάσεις στα πιο απομακρυσμένα και δύσβατα μέρη της Ελλάδας. Τώρα πια ασχολούνταν με τον πάντα περιποιημένο και την άνοιξη ολάνθιστο κήπο του, βοηθούσε τη γυναίκα του στα θέματα του σπιτιού, προσέφερε εθελοντικά δύο φορές την εβδομάδα τις υπηρεσίες του στο Σύλλογο Αποστράτων και συχνά οι φίλοι του τον συναντούσαν να τριγυρνάει με ύφος σοφού ερευνητή σε κάποιο από τα χίλια βιβλιοπωλεία ή τη χιλιόχρονη δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης. Αν και στρατιωτικός της παλιάς σχολής, ήταν μορφωμένος άνθρωπος και αγαπούσε πολύ τα βιβλία.
Όπως αγαπούσε και την παρέα της Λήδας. Της έλεγε πως ήταν η κόρη που πάντα ήθελε, τόσο διαφορετική και τόσο όμοια με την κόρη του κι ένα βράδυ, που το κρασί τον είχε ζαλίσει, η γυναίκα που πάντα ονειρευόταν. Εκείνο το βράδυ τόλμησε να τη φιλήσει, αφήνοντας δειλά στα χείλη της, φοβισμένα στην αρχή, σίγουρα μια στιγμή αργότερα, μία γεύση άνοιξης, ένα σπάνιο άρωμα φράουλα και κεράσι. Ήταν χαρούμενος εκείνο το βράδυ, δεν της είπε ποτέ το γιατί κι ούτε κι εκείνη ρώτησε ποτέ το λόγο και είπε πως ήθελε να της κάνει το τραπέζι. Κατέληξαν σε ένα από τα ωραιότερα ρεστοράν της πόλης, με θέα στα βουνά και στο ποτάμι απέναντι κι εξαίρετη κουζίνα, παρήγγειλε για χάρη της τα καλύτερα πιάτα και φίνο, κόκκινο κρασί από τα τριγύρω αμπέλια κι έμειναν μαζί μέχρι αργά. Όταν έφυγαν από το ρεστοράν δεν είχαν μείνει πια άλλοι πελάτες στα στρογγυλά τραπέζια κι επειδή έβρεχε πολύ κι έκανε κρύο δεν την άφησε να καλέσει ταξί, είπε πως θα την πήγαινε εκείνος με το αυτοκίνητό του μέχρι το σπίτι της κι ας τον έβγαζε τελείως από το δρόμο του. Έμενε, βλέπετε, στην άλλη άκρη της πόλης κι έτσι ακριβώς έγινε. Σταμάτησε μπροστά στη χαμηλή αυλόπορτα, «Σ’ ευχαριστώ για την όμορφη βραδιά», του είπε εκείνη και το εννοούσε πράγματι και του χαμογέλασε, «Κι εγώ για το όνειρο», ανταπέδωσε ο Ανδρέας και χωρίς η Λήδα να το υποψιαστεί καν, έσκυψε και τη φίλησε τρυφερά στα χείλη. Ένα κατακόκκινο, δροσερό φιλί με γεύση άνοιξης, ένα σπάνιο άρωμα φράουλα και κεράσι. Το άλλο πρωί μετά από μία άυπνη και για τους δύο νύχτα με υπέροχα όνειρα, της έστειλε ένα και μόνο κατακόκκινο τριαντάφυλλο με μία ροζ κάρτα ευχών, χωρίς πολλά λόγια. «Συγνώμη…». Έτσι ήταν ο Ανδρέας. Ήξερε να λέει τα πιο πολύπλοκα πράγματα με τα πιο απλά λόγια, μα ποτέ δεν της εξήγησε, γιατί ακριβώς της ζητούσε να τον συγχωρέσει. Τίποτα κακό δεν είχε κάνει! Της είχε χαρίσει μόνο ένα υπέροχο όνειρο. Φύλαξε την κάρτα της συγνώμης του μέσα στις σελίδες του ημερολογίου της. Αυτό και ο μαύρος γάτος της γειτονιάς της ήταν οι μόνοι που γνώριζαν τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ στο αυτοκίνητο του Ανδρέα κι ήταν και για τους δύο σίγουροι πως δε θα πρόδιδαν ποτέ το μυστικό τους. Τριγυρνούσαν τόσοι κλέφτες ονείρων στον κόσμο τους. Δε θα διακινδύνευαν ποτέ να τους το αρπάξουν.
Συνέχισαν να συναντούνται όπως και πριν κι ούτε λέξη δεν είπαν ξανά για εκείνο το κόκκινο, ανοιξιάτικο φιλί εκείνο το βράδυ του Γενάρη στο αυτοκίνητο του Ανδρέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου