Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

ΒΥΘΟΣ ΒΟΪΟΥ

Το παρακάτω κείμενο, μία μονογραφία για το ψηλότερο και ένα από τα γραφικότερα χωριά του νομού Κοζάνης το Βυθό του Βοΐου, είναι μία μελέτη του επί 40 χρόνια δασκάλου του χωριού Χρίστου Γερ. Κατσίκα (1897-1984). Ο αείμνηστος δάσκαλος ασχολήθηκε επί χρόνια και σε βάθος με την ιστορία του τόπου του και η μελέτη αυτή είναι ένα μικρό μόνο κομμάτι των πολυσέλιδων προσωπικών του σημειώσεων, που σήμερα, εμείς, οι απόγονοί του, κρατούμε και φυλούμε, σαν πολύτιμο θησαυρό.
Σήμερα ο Βυθός αποτελεί Δημοτικό Διαμέρισμα του δήμου Βοΐου και σύμφωνα με την απογραφή του 2001 αριθμεί 184 μόνιμους κατοίκους, αριθμός που αυξάνεται σημαντικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Κατερίνα Μ. Μάτσου


Υ.Γ. Εξαιρουμένου του πολυτονικού, που δεν μπορούσα να εφαρμόσω στον Η/Υ, όσον αφορά τη σύνταξη και την ορθογραφία, ακολούθησα πιστά το αρχικό κείμενο.





ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΒΥΘΟΥ – ΒΟΪΟΥ.

Ο Βυθός (τέως Ντόλος ή Δόλος), το πρόσχαρο αυτό, φιλόξενο, προοδευτικό και πολιτισμένο χωριό της Επαρχίας Βοΐου (τέως Ανασελίτσης), βρίσκεται κτισμένο σε μια βαθιά χαράδρα (χωρισμένη σε τρεις μικρότερες, εντός της περιοχής των οικιών) του πολυχαραδρώδους βουνού της Δυτικής Μακεδονίας, του Βοΐου. Περιβάλλεται από ψηλές λοφοσειρές και δειράδες, υψούμενες εν είδει επάλξεων και φρουρίων. Το ύψος των υπερβαίνει τα 1300 μέτρα, ενώ το της περιοχής, της καταλαμβανομένης υπό των σπιτιών του χωριού κυμαίνεται μεταξύ των 950-1050 μέτρων.
Ο Βυθός, όπως και τα περισσότερα Παραπίνδια και Παραβόϊα χωριά συνεστήθη και συνωκίσθη πιθανώτατα κατά τους χρόνους της μεγάλης μετοικεσίας του Αλβανοχριστιανικού και Ελληνοχριστιανικού πληθυσμού της Αλβανίας, Ηπείρου και Νοτιοδυτικής Μακεδονίας (και άλλων τμημάτων) προς άλλα ασφαλέστερα μέρη, είτε των αυτών διαμερισμάτων, είτε άλλων μακράν κειμένων του τόπου της μετοικεσίας. Η μετοικεσία ήρχισε μετά την κατάληψιν και των τελευταίων τμημάτων της Πάλαι ποτέ Βυζαντινής-Ελληνικής Αυτοκρατορίας υπό των Τούρκων και συνεχίσθηκε μέχρι του 1750 έτους περίπου.
Φαίνεται ως μάλλον πιθανόν, ότι μεταξύ των ετών 1450-1500 κατέφυγον εις την χαράδραν του Βυθού (τέως Ντόλου), λόγω της δασώδους, ασφαλούς και δυσπροσίτου θέσεως της, ευνοούσης την απόκρυψιν των και την ατομικήν και οικογενειακήν των ασφάλειαν, ακόμη δε και την διασφάλισιν και διάσωσιν των Ελληνοχριστιανικών ιδεωδών περί τας 10 οικογένειαι, προερχόμεναι κατά πάσαν πιθανότητα εκ της Ηπείρου. Η παράδοσις τας θέλει προερχομένας εκ των Δολιανών της Ηπείρου, και διά τον λόγον ότι οι κάτοικοι του Ντόλου (ήδη Βυθού) καλούνται «Ντολιανάται» ή «Δολιανάται» (κατά το «Δολιανά»), αντί του φυσικωτέρου «Ντολιώται» (κατά το «Ντόλος»). Ούτοι συνέπηξαν τον πρώτον υποτυπώδη οικισμόν. Δεν αποκλείεται όμως και η εκδοχή της υπάρξεως εν τη χαράδρα από χρόνων αγνώστων και τινων αγροτοκτηνοτροφικών οικογενειών, διαμενουσών εις αγροτοκτηνοτροφικούς οικίσκους, ένθα διετήρουν τα τε ζώα και εργαλεία της καλλιεργείας και τα της κτηνοτροφίας.
Εις την αυτήν χαράδραν μετώκησαν ή κατέφυγον περί τα τέλη του ΙΣΤ! ή τας αρχάς του ΙΖ! αιώνος, όχι μόνον διά τους μνησθέντας ως άνω λόγους, αλλά και διά λόγους συγκεντρωτικούς και κοινωνικούς, ων δυνάμει ήτο αποτελεσματικωτέρα η εξασφάλισης των μνησθέντων πλεονεκτημάτων και ιδεωδών και ισάριθμαι οικογένειαι εκ του ομόρου παλαιοχωριδρίου «Φτέρη», κειμένου εις τους πρόποδας της υψηλοτέρας κορυφής του Βοΐου όρους, καλουμένης «Άι-λιας», ύψους 1810 μέτρων περίπου. Εν συνεχεία μεταξύ των ετών 1730-1740 κατέφυγον διά τους αυτούς λόγους εις την αυτήν χαράδραν και αι 10 περίπου οικογένειαι του ομόρου παλαιοχωρίου «Καλογρίτσα». Έτσι επετεύχθη η σύστασις-συνοικισμός του Ντόλου-Βυθού, διά της συνοικίσεως δηλονότι εις το αυτό μέρος των κατοίκων των μνησθέντων και άλλων αγνώστων χωριδρίων τήδε κακείσε διεσπαρμένων από χρόνων αγνώστων εις μέρη απόκεντρα και αποκλεισμένων ιδία εν ώρα χειμώνος. Επειδή δε συνέπεσεν η τε «Φτέρη» και η «Καλογρίτσα» να είναι όμορα τω Ντόλω-Βυθώ χωρίδρια, διά τούτο ο Βυθός ηυξήθη όχι μόνον εις πληθυσμόν, αλλά και εις έκτασιν.
Ο πληθυσμός του Βυθού εξηκολούθει οσημέραι αυξανόμενος διά της μετοικεσίας εις αυτόν και ευαρίθμων τινών οικογενειών εκ Κερασόβου της Ηπείρου και άλλων μεμονωμένων εκ Βορείου Ηπείρου, λόγω τρομοκρατήσεως του πληθυσμού της εκ της κατά το έτος 1762 γενομένης δηώσεως της Μοσχοπόλεως υπό Αλβανικών στιφών και έφθασε να έχη συμφώνως μεν τη Μητροπολιτική απογραφή του έτους 1865 οικογενείας 140, ήτοι 700 κατοίκους, συμφώνως δε τη τοιαύτη του έτους 1905 οικογενείας 180, ήτοι 900 κατοίκους. Αι οικογένειαι αύται κατενέμοντο εις τας 4 συνοικίας του χωρίου, ήτοι την Κεντρικήν, καλουμένην «Βαρόσι» εκ των οικογενειών της Φτέρης και τινων της Καλογρίτσης, την Ανατολικήν, καλουμένην «Μαρκατάδες» εκ των οικογενειών της Καλογρίτσης, την Δυτικήν, καλουμένην «Κερασοφτάδες» εκ των οικογενειών του Κερασόβου και την Κάτω συνοικίαν, καλουμένην «Ντόλον» εκ των οικογενειών των Δολιανών και των τυχόν αυτοχθόνων αγροτοκτηνοτρόφων. Συμφώνως τω αριθμώ τούτω των οικογενειών ο Ντόλος-Βυθός παρουσιάζεται ως δεύτερον εις πληθυσμόν χωρίον μετά το Ζουπάνιον-Πεντάλοφον της επί Τουρκοκρατίας Μουδιρίας (Υποεπαρχίας) Ζουπανίου. Σήμερον ο πληθυσμός του ανέρχεται εις 450-480 άτομα.
Ο Βυθός έχει έναν ναόν, τιμώμενον επ’ ονόματι των «Εισοδίων της Θεοτόκου» κτισθέντα περί το έτος 1720-1740. Εν εκκλησίδιον, τιμώμενον επ’ ονόματι των «Αγίων Αναργύρων» κτισθέν το έτος 1803 και μεταφερθέν προ πενταετίας εις ετέραν θέσιν παρά τον κυρίως Ναόν. Έτερον Ναόν, τον του Νεκροταφείου, τιμώμενον επ’ ονόματι του Αγίου Παντελεήμονος, κτισθέντα το έτος 1929. Εν εκκλησίδιον-Ερημοεκκλησιακόν Ασκητήριον, καλούμενον «Παληομονάστηρο» εις το παλαιοχωρίδριον «Φτέρη», τιμώμενον επ’ ονόματι των Ταξιαρχών, κτισθέν μεταξύ των ετών 1400-1500. Μίαν μικρού μεγέθους Μονήν, καλουμένην και ταύτην «Παληομονάστηρο», εις την θέσιν «Γκρέζη», τιμωμένην επ’ ονόματι του Αγίου Πνεύματος, κτισθείσαν περί το έτος 1640 και επιδιορθωσείσαν-ανακαινισθείσαν το έτος 1782 ως έχει σήμερον. Το παρά το «Παληομονάστηρο» τούτο «Μέγα Μοναστήριον της Αγίας Τριάδος», την «Άι Τριάδα», τιμώμενον επ’ ονόματι του Αγίου Πνεύματος, το λαμπρόν αυτό και περικαλλές και αξιοθέατον άλλοτε οικοδόμημα, που είναι θαύμα τελειοτάτης αρχιτεκτονικής, οικοδομικής, ζωγραφικής και ξυλογλυπτικής τέχνης και έχει μεγάλην προσκυνηματικήν και ιστορικήν αξίαν. Η οικοδόμησις του ήρχισε το έτος 1782 κι απεπερατώθη το έτος 1802, συμπεριλαμβανομένης και της αγιογραφίας του Ναού.
Σχολείον φαίνεται λειτουργούν προ του έτους 1780. Εις αυτό εδίδαξε προ του έτους 1800 Ιωάννης τις (ο τότε δάσκαλος) αγνώστου επωνύμου. Από του έτους 1800 και εντεύθεν φαίνονται αθρόαι σημειώσεις των κατά καιρούς διδαξάντων περί του χρόνου της υπηρεσίας των και άλλων γεγονότων εις τα σωζώμενα εν ή δύο παλαιότερα Εκκλησιαστικά βιβλία, διότι τα άλλα κατεστράφησαν μετά την προμήθειαν νέων, λόγω αγνοίας της αξίας των. Κατά το έτος 1884 συνετάχθη υπό του εκ μητρός πάππου μας ιατρού Κοσμά Αγακίδου ο πρώτος εν τη Επαρχία Κανονισμός των Σχολείων κατόπιν Πρακτικού της ολότητος των κατοίκων «Περί διοργανισμού των της Σχολής», θεωρηθείς και παρά της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης. Σήμερον λειτουργεί 2/θέσιον Δημοτικόν Σχολείον με 40 περίπου μαθητάς, ενώ προ 15/ετίας οι φοιτώντες μαθηταί ανήρχοντο μέχρις 100. Το κτισθέν δαπάνη της εν Αμερική Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος των Ντολιανιτών «Τα Εισόδια της Θεοτόκου» και των εν τη κοινότητι δημοτών διδακτήριον ενεπρίσθη υπό των Γερμανών τον Ιούλιον του 1944 και ανωκοδομήθη δαπάνη του Εράνου της Α.Μ. του Βασιλέως.
Η διοίκησις των Εκκλησιαστικών, των Σχολικών και των Κοινοτικών πραγμάτων κι ζητημάτων ενεργείται παρά των οικείων Επιτρόπων, Εφορειών και Συμβουλίων μετ’ ευσυνειδησίας και συναισθήσεως των καθηκόντων των. Οι κάτοικοι εν τη ολότητι των τυγχάνουν φίλοι των γραμμάτων και της προόδου, ασκούν κατά γενικόν σχεδόν κανόνα το πατροπαράδοτον επάγγελμα του κτίστου-οικοδόμου και τηρούν μετά θρησκευτικής ευλαβείας τα αγνά και ιδεώδη ήθη και έθιμα.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡ. ΚΑΤΣΙΚΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου