Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

ΟΙ ΔΥΟ ΕΚΤΟΡΕΣ

ΟΙ ΔΥΟ ΕΚΤΟΡΕΣ

Όταν έμαθε την αλήθεια, έχασε τον κόσμο. Ήθελε να πεθάνει κι ίσως να το ‘κανε κιόλας, αν ήταν λίγο πιο τολμηρός. Μα τόση τόλμη δεν είχε ποτέ, άκουσε και το γιο του να τον φωνάζει από το διπλανό δωμάτιο και δεν ξανασκέφτηκε το θάνατο. Τα λόγια όμως της μητέρας του, που, χωρίς καμιά τύψη, είχαν κάνει κομμάτια τον τοίχο της καθημερινής του ρουτίνας, δεν μπορούσε να τα ξεχάσει. Κι έμαθε έτσι από πρώτο χέρι, πως είναι να διαλύεται όλος ο κόσμος σου σε μια στιγμή.
Ξαφνικά όλ’ αυτά που θεωρούσε δεδομένα και κομμάτια του κόσμου του, απλά έπαψαν να ισχύουν. Είχε μάθει πλέον την αλήθεια. Τώρα το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να την αποδεχτεί. Κάποια στιγμή αυτό θα γινόταν κι ίσως να ‘ταν καλύτερα που το ‘μαθε τώρα, που το ‘μαθε έτσι από εκείνη, μα στα ψέματα δεν ήταν ποτέ καλός και τον εαυτό του δεν μπόρεσε ποτέ να τον ξεγελάσει με τέτοιες πρόχειρες δικαιολογίες. Πώς ήταν άλλωστε δυνατό να είναι εύκολο κάτι τέτοιο; Πώς ήταν δυνατό να είναι εύκολο να μάθει να λέει πως ο πατέρας του, εκείνος ο …κύριος με το ξανθό στεφάνι των μαλλιών και τα φωτεινά γαλάζια μάτια που τον πήγαινε βόλτα στο πάρκο με το ποδήλατο, όταν ήταν μικρός, που γύριζε ανήσυχος από τη δουλειά, όταν αρρώσταινε, που τον σήκωνε στην αγκαλιά του και άγγιζε τον ήλιο, αυτός που έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία και περηφάνια, όταν τον φώναζε μπαμπά, αυτός λοιπόν δεν ήταν πλέον ο πατέρας του, δεν ήταν ποτέ ο πατέρας του κι ας είχε τ’ όνομα του κι οι αδελφές του δεν ήταν τελικά αδελφές του! Ήταν απλά τα παιδιά της μητέρας του μ’ αυτόν τον άνδρα, που ο Έκτορας φώναζε μπαμπά και λάτρευε, που είχε τ’ όνομά του, μα που δεν ήταν πλέον και δεν ήταν ποτέ ο πατέρας του. Στην αρχή του φάνηκε γελοίο, λίγο ακόμα και θα έβαζε τα γέλια κι ύστερα ήθελε μόνο να το βάλει στα πόδια. Να εξαφανιστεί, μήπως κι έτσι πάψει αυτό το ανόητο παραμύθι. Κάποια στιγμή μάλιστα νόμιζε πως είχε μαζευτεί αόρατος σε μια γωνιά και παρατηρούσε τον εαυτό του από μακριά, έτσι όπως έβλεπε τα δράματα των άλλων στην τηλεόραση. Θυμήθηκε πως στο βουβό δράμα που παρακολουθούσε ήταν ο πρωταγωνιστής κι ο πόνος στο στομάχι του έγινε αφόρητος.
Η μητέρα του το είπε απροειδοποίητα. Απλά, χωρίς πολλά λόγια, ένα απίστευτα φωτεινό μεσημέρι. Ήταν λίγο καιρό μετά την ξαφνική φυγή του άλλου του πατέρα, του πατέρα που μέχρι χτες νόμιζε πως όφειλε σ’ αυτόν την ύπαρξή του, πάνω που είχαν αρχίσει να συνηθίζουν στην απουσία του. Συζητούσαν στο γραφείο της για άσχετα πράγματα, δε θυμόταν τι, όταν του έπιασε τρυφερά το χέρι και του αποκάλυψε το μυστικό της, το κοινό τους μυστικό. Ένα μυστικό, που αν κι ο χρόνος του είχε ξεθωριάσει τα χρώματα, εκείνη δεν ήθελε και δεν έπρεπε να πάρει μαζί της. Ο άλλος του πατέρας είχε φύγει ξαφνικά κι είχε αφήσει πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς με τη ζωή κι εκείνη ήθελε να είναι έτοιμη, χωρίς μυστικά και ψέματα να βαραίνουν την ψυχή της. «Τότε ποιος», θέλησε να ρωτήσει, μα δεν τόλμησε, μάλλον γιατί δεν είχε πια φωνή για να μιλήσει. Κατά βάθος ήξερε πως το ποιος ή το γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν είχαν καμία απολύτως σημασία, καμία απολύτως αξία, ήθελε όμως να μάθει. Κι επειδή η μητέρα του κατάλαβε τι σκεφτόταν, όπως καταλάβαινε πάντα όλες τις συνειδητές κι υποσυνείδητες σκέψεις του, ξεκλείδωσε το συρτάρι της, έψαξε για λίγο μέσα στα χαρτιά της νιότης της και του έδωσε μια παλιά, ασπρόμαυρη φωτογραφία. Είδε εκεί τον εαυτό του, μικρό παιδί, δίπλα στη μητέρα του, που κοίταζε το φακό τρομαγμένη, κάποιο καλοκαίρι, χρόνια πριν, σ’ έναν παλιό σταθμό και κοντά τους, μα όχι δίπλα τους, στεκόταν με ξαφνιασμένο χαμόγελο ένας ψηλός, ώριμος άνδρας. Στην αρχή νόμισε πως έβλεπε τον εαυτό του και παρέλυσε. Μια αστραπή φώτισε τα κλειδωμένα ντουλαπάκια του μυαλού του, εκεί που είχε καταχωνιάσει όλες τις παιδικές του αναμνήσεις και νόμιζε πως τις είχε πια ξεχάσει. Όπως αυτή, για εκείνο το φωτεινό, αυγουστιάτικο μεσημέρι, χρόνια πριν, στον παλιό σταθμό των τρένων, όταν γνώρισε τον άνδρα της φωτογραφίας. Το γοητευτικό κύριο που είχε το ίδιο όνομα μ’ εκείνον. Τον κύριο Έκτορα.

Τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων ο Έκτορας τα περνούσε πάντα στην επαρχία, στο πατρικό σπίτι της μητέρας, με τον παππού και τη γιαγιά. Πήγαιναν συχνά εκεί πάνω κι αν και δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια πόλη μικρή και γκρίζα, χτισμένη πάνω στην πέτρα και χωρίς θάλασσα, ο Έκτορας την αγαπούσε πολύ. Είχε πολλούς φίλους εκεί, τον παππού και τη γιαγιά και πολλούς άλλους παππούδες και γιαγιάδες, που του ‘καναν πάντα όλα τα χατίρια, θείους και θείες και τα ξαδέρφια του κι όλη μέρα ήταν στους δρόμους για να επιστρέψει σπίτι μόνο αργά το βράδυ, ξεθεωμένος και μαυρισμένος από το παιχνίδι στις αλάνες και να κοιμηθεί σε κρεβάτια με δροσερά σεντόνια, χωρίς εφιάλτες. Ένα από εκείνα τα καλοκαίρια γνώρισε και τον άνδρα της φωτογραφίας, τον ψηλό ώριμο άνδρα που είχε το ίδιο όνομα μ’ εκείνον. Τον κύριο Έκτορα.
Εκείνο το μεσημέρι, θυμήθηκε ο Έκτορας, όταν όλο το σπίτι υπέκυψε στο γλυκό ύπνο του μεσημεριού, η μαμά τον σήκωσε από το παιχνίδι, τον έντυσε καλά, του χτένισε τα μαλλιά και του έβαλε κολόνια και τον πήρε για μία βόλτα, οι δυο τους. Τις αδελφές του δεν τις πήραν μαζί τους, ούτε είπαν σε κανέναν ότι θα βγουν, μόνο τη θεία του είδε να τους χαιρετάει από το παράθυρο, μισοκρυμμένη πίσω από τη δαντελένια κουρτίνα κι αν δεν ήταν κι αυτή ο Έκτορας θα ήταν σίγουρος πως έφευγαν από το σπίτι κρυφά, μεσημέρι Αυγούστου, την ώρα που ο ήλιος έκαιγε τις πέτρες και τις πλαγιές του βουνού, που φιλοξένησε όλα τα παιδικά του καλοκαίρια. Κατηφόρισαν προς τον παλιό σταθμό των τρένων κι όταν ρώτησε τη μαμά που πήγαιναν εκείνη του απάντησε απλά «βόλτα» κι ύστερα σιώπησε. Και θυμήθηκε πως είχε ξαφνιαστεί, γιατί η μαμά ποτέ δε συνήθιζε να σωπαίνει τόσο.
Έφτασαν στον παλιό σταθμό των τρένων κι εκεί είδε έναν κύριο, τον κύριο της φωτογραφίας, να τους περιμένει κάνοντας βόλτα δίπλα στις ράγες, κλωτσώντας, τάχα αδιάφορα, τα χαλίκια που του ‘κλειναν το δρόμο. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, με λαμπερό, πράσινο βλέμμα, όμοιο με το δικό του, ωραίος στ’ αλήθεια, ίσως και εκτυφλωτικός για τα παιδικά του μάτια. Κάπως έτσι θα ήταν σίγουρα κι ο Οδυσσέας, ο πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης, ο αγαπημένος του ήρωας στις ιστορίες που του διηγούνταν ο μπαμπάς του. Όταν τους είδε, αυτόν και τη μητέρα στην κορυφή του δρόμου, πήγε κοντά τους, χαιρέτησε ευγενικά τη μαμά κι ύστερα έσκυψε και χαιρέτησε κι εκείνον. Με χειραψία, όπως κάνουν οι μεγάλοι.
- Εσύ λοιπόν είσαι ο Έκτορας, του είπε. Το ξέρεις πως έχουμε το ίδιο όνομα;
Όχι, δεν το ήξερε, πού να το ξέρει, δεν τον είχε ξαναδεί και του το είπε κι ο κύριος Έκτορας έβαλε τα γέλια -τι εκτυφλωτικό χαμόγελο- και κοίταξε τη μαμά.
- Σωστά, είπε. Δεν έχουμε γνωριστεί. Πού να το ξέρεις!
Ύστερα τους προσκάλεσε στο διπλανό ζαχαροπλαστείο, αυτός και η μαμά ήπιαν καφέ κι ο Έκτορας απόλαυσε ένα μεγάλο παγωτό με πολύχρωμες μπάλες, που παράγγειλε ειδικά γι’ αυτόν ο άγνωστος μέχρι τότε κύριος που είχε το ίδιο όνομα μ’ εκείνον κι όλο τον ρωτούσε πώς τα πάει στο σχολείο και ποια μαθήματα του αρέσουν και τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει και γέλασε με την καρδιά του, όταν ο Έκτορας του απάντησε «θηριοδαμαστής»! Όμως τότε, μικρό παιδί, θηριοδαμαστής ήθελε να γίνει και δεν καταλάβαινε γιατί όλοι γελούσαν, όταν τους το έλεγε. Μόνο η μαμά δε γελούσε. Τους κοιτούσε μόνο που μιλούσαν και τριγύριζε νευρικά μέσα στις χούφτες της το φλιτζάνι με τον καφέ, που δεν ήπιε ποτέ. Όταν ο Έκτορας έφαγε όλο το παγωτό του βγήκε στο πάρκο να παίξει με τ’ άλλα παιδιά κι η μαμά έμεινε μόνη με τον άγνωστο μέχρι τότε κύριο να μιλάνε για πράγματα, που ο Έκτορας, μικρό παιδί τότε, δεν καταλάβαινε.
Έμειναν ώρα στο πάρκο του παλιού σταθμού, δεν ξέρει πόση, τότε δεν υπολόγιζε ακόμα την ώρα που περνούσε και δεν τον απασχολούσε, μα πρέπει να άργησαν, γιατί όταν η μαμά τον φώναξε κοντά της, βιαζόταν να γυρίσουν σπίτι. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και φαινόταν σα να είχε κλάψει κι ο Έκτορας τρόμαξε, γιατί τότε ακόμα νόμιζε πως οι μαμάδες δεν κλαίνε ποτέ. Έξω από το ζαχαροπλαστείο ένας πλανόδιος φωτογράφος τους έβγαλε, με το ζόρι σχεδόν, μια βιαστική φωτογραφία, τη φωτογραφία που τώρα τριάντα χρόνια μετά κρατούσε κι η μαμά βιάστηκε να την κρύψει στο βάθος της τσάντας της, χωρίς καν να την κοιτάξει. Ύστερα ο κύριος Έκτορας τον χαιρέτησε χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά, «χάρηκα πολύ που σε γνώρισα», του είπε και του έσφιξε το χέρι, όπως κάνουν οι μεγάλοι κι ύστερα χαιρέτησε τη μαμά. Θυμάται πως κάτι της ψιθύρισε καθώς χώριζαν, μα η μαμά δε στάθηκε να τον ακούσει. Άρπαξε το μικρό Έκτορα από το χέρι και έφυγαν βιαστικοί. Και το βράδυ, όταν όλοι έπεσαν για ύπνο, ο Έκτορας άκουσε για πρώτη φορά τη μαμά του να κλαίει κρυφά στην κάμαρα της, μα δεν της το είπε ποτέ.
Δεν τον ξαναείδε ποτέ αυτόν τον άγνωστο κύριο Έκτορα και δε μίλησε σε κανέναν για τη γνωριμία τους. Η μαμά δεν του είπε τίποτα, μα είχε καταλάβει πως το μεσημέρι αυτό στο πάρκο του παλιού σταθμού έπρεπε να το κρατήσει μυστικό. Και στο παιδικό του μυαλουδάκι ο κύριος Έκτορας με τα λαμπερά μάτια, το αστραφτερό χαμόγελο και το στητό, γεροδεμένο κορμί πήρε τη θέση του ήρωα και του πολυμήχανου Οδυσσέα, μα, αν και πέρασε πολλά ακόμα καλοκαίρια στην επαρχία, δεν τον ξανασυνάντησε ποτέ. Ώσπου τον ξέχασε τελείως.
Μα τώρα, μόλις η μητέρα του έδειξε αυτήν την ίδια φωτογραφία, θυμήθηκε ξανά εκείνο το αυγουστιάτικο μεσημέρι στον παλιό σταθμό κι ο κύριος Έκτορας ζωντάνεψε ξανά στο μυαλό του. Αντιλήφθηκε, με τρόμο σχεδόν, πως πατέρας του ήταν κάποιος που είχε δει μόνο μια φορά στη ζωή του, τριάντα χρόνια πριν κι ίσως και περισσότερα κι ήξερε μόνο το μικρό του όνομα. Το ίδιο με το δικό του. Η μαμά του είπε ακόμα πως ο ...άλλος του πατέρας, σ’ αυτόν που μέχρι χτες νόμιζε πως όφειλε την ύπαρξή του και αυτός για τον οποίο έκλαιγε σα μικρό παιδί λίγο καιρό πριν, ήξερε όλη την αλήθεια από την αρχή, μα ποτέ δεν της είπε τίποτα. Δεν τον ενδιέφερε τι είχε γίνει τους μήνες που έμειναν μακριά από μία ανόητη ιδιοτροπία. Όταν ξαναβρέθηκαν, δεν τον ένοιαζε τίποτα. Για εκείνον ο Έκτορας ήταν απλά ο γιος του.
Έφυγε για το σπίτι του σκεφτικός.

Στη γυναίκα του δεν είπε τίποτα. Άλλωστε, είχε υποσχεθεί στη μητέρα του πως το μυστικό τους θα έμενε για πάντα μυστικό κι ας είχαν ξεθωριάσει πια τα χρώματα του. Για όλους θα συνέχιζε να είναι αυτός που μέχρι τώρα ήταν. Μόνο αυτός θα ήξερε ότι είναι πια κάποιος άλλος. Κι ο κύριος Έκτορας, ο πολυμήχανος Οδυσσέας των παιδικών του χρόνων, εγκαταστάθηκε για τα καλά μες στο μυαλό του ξυπνώντας μνήμες, που είχε ξεχάσει ότι είχε και θύμησες παλιές από την πέτρινη επαρχία, που φιλοξένησε όλα τα παιδικά του καλοκαίρια. Με την πρώτη ευκαιρία μάζεψε βιαστικά λίγα πράγματα και πήρε ξανά, όπως τότε, τον ίδιο δρόμο.
Στη γυναίκα του είπε απλά ένα ψέμα, ότι δηλαδή είχαν προκύψει κάτι ξαφνικές δουλειές στην επαρχία, δουλειές που έπρεπε να τακτοποιήσει ο ίδιος, έπρεπε να βρει και κάποιους συναδέλφους… Στη μητέρα του δεν είπε τίποτα. Θα καταλάβαινε. Και δεν το ήθελε. Είπε θα της το έλεγε εκείνος, όταν θα γυρνούσε, μα δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν θα μιλούσαν ποτέ γι’ αυτό.

Στην επαρχία έφτασε νωρίς το απόγευμα. Είχε χρόνια να έρθει, αν θυμόταν καλά από τα πρώτα χρόνια του γάμου του, πριν ακόμα γεννηθεί ο γιος του, που ήταν ήδη εφτά χρόνων, πρωτάκι του δημοτικού. Οι παππούδες είχαν πια πεθάνει, μα είχε ακόμη πολλούς συγγενείς εκεί, τη θεία του πρώτη απ’ όλους, μα δεν τολμούσε να τους επισκεφτεί. Πώς θα δικαιολογούσε την ξαφνική του εμφάνιση; Έτσι προτίμησε ν’ αφήσει το αυτοκίνητο σ’ έναν απόκεντρο δρόμο και να περπατήσει. Στους δρόμους που κάποτε έτρεχε ανέμελος, εκείνα τα ζεστά καλοκαίρια, ξέπνοος και ιδρωμένος. Ευτυχισμένος μόνο. Τότε, όταν όλα ήταν λίγο πιο απλά κι έτσι όπως τα θυμόταν τώρα, νόμισε πως ήταν η ζωή κάποιου άλλου, μα τότε, θυμήθηκε, ήταν παιδιά. Και τα παιδιά δεν έχουν τις έγνοιες των μεγάλων.
Δεν του ήταν δύσκολο να βρει τα παιδικά μονοπάτια. Η πέτρινη πόλη, που ταξίδεψε όλα τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων, αν και είχε μεγαλώσει ανέλπιστα κι αυτή, δεν είχε αλλάξει και τόσο στα χρόνια της απουσίας του. Μόνο που τώρα οι υπερμοντέρνες πολυκατοικίες, που είχαν υψωθεί στη θέση των παλιών, χαμηλών σπιτιών με τους ψηλούς αυλότοιχους, που σαν σε όνειρο θυμόταν, έκαναν ακόμα πιο στενούς τους στενούς από πάντα, χωρίς κανένα σχέδιο, δρόμους της. Μάλλον γι’ αυτό δεν κατάλαβε πως βγήκε στον παλιό σταθμό κι ο χρόνος γύρισε πάλι πίσω.
Στάθηκε δίπλα στις ράγες, που είχαν χορταριάσει από την αχρησία και προσπάθησε να θυμηθεί το πρόσωπό του, το πρόσωπο του πατέρα του, που εδώ, δίπλα στις ίδιες ράγες, μία και μοναδική φορά είχε συναντήσει, τότε που τα τρένα σταματούσαν ακόμα στον παλιό σταθμό. Θυμήθηκε πως δεν είχε καμία άλλη ανάμνηση από εκείνον, ο πατέρας του ήταν απλώς μια ξεθωριασμένη εικόνα σ’ ένα άψυχο χαρτί, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του την παλιά φωτογραφία και την κοίταξε ξανά, σα να ζητούσε από τις άψυχες φιγούρες την απάντηση σε μια ερώτηση που δεν τολμούσε να κάνει. Κάπου μακριά άκουσε τη φωνή ενός τρένου, μα ήταν σίγουρος πως αυτό το τρένο δε θα έφτανε ποτέ εδώ στον παλιό σταθμό με τις χορταριασμένες ράγες.
Και τότε του φάνηκε πως τον είδε να σουλατσάρει εκεί δίπλα στις ράγες, κλωτσώντας, αδιάφορα τάχα, τα χαλίκια που του ‘κλειναν το δρόμο, ψηλός και στητός, με το ίδιο λαμπερό, πράσινο βλέμμα, το απελπιστικά όμοιο με το δικό του, όπως τότε. Του χαμογέλασε -τι εκτυφλωτικό χαμόγελο- και κάθισε απέναντι του στη ράχη από ένα ετοιμόρροπο, ξύλινο παγκάκι.
- Εσύ λοιπόν είσαι ο Έκτορας, του είπε. Θυμάσαι πως έχουμε το ίδιο όνομα;
- Ναι, θυμάμαι, του απάντησε. Τώρα πλέον έχουμε συστηθεί και ξέρω τ’ όνομά σου.
- Φοβόμουν πως θα με είχες πια ξεχάσει.
- Αυτό νόμιζα κι εγώ. Πως σε είχα ξεχάσει, μα να που τελικά έκανα λάθος. Κάναμε λάθος και οι δύο. Δε σε ξέχασα. Και μάλλον δε σε ξέχασα ποτέ. Μόνο που, να… τόσα χρόνια απλά δε σε θυμόμουν.
- Και τώρα τι άλλαξε και με θυμήθηκες;
- Τι άλλαξε; Ειλικρινά; Τίποτα. Τίποτα δεν άλλαξε. Απλά τώρα έμαθα. Κι ήρθα εδώ ψάχνοντας μια απάντηση, σε μια ερώτηση που δεν τολμώ ακόμα να κάνω. Δεν τολμώ να κάνω ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν ξέρω αν μπορείς εσύ να μου τη δώσεις αυτή την απάντηση που με τόση αγωνία ψάχνω -μάλλον κανείς δεν μπορεί- μα δεν είχα κάποιον άλλο να σκεφτώ και τη μητέρα δεν ήθελα να την ταράξω. Βλέπεις, εκείνος που έβρισκε πάντα την απάντηση στις απορίες μου έφυγε ταξίδι. Χωρίς να βγάλει εισιτήριο επιστροφής.
- Είσαι θυμωμένος.
- Όχι, δεν είμαι.
- Κι όμως. Είσαι. Είσαι πολύ θυμωμένος. Μαζί μου. Όχι μαζί της, εκείνη πάντα τη λάτρευες και στ’ αλήθεια τη ζηλεύω. Έχεις, στ’ αλήθεια, κάθε δίκιο να μου θυμώνεις, μα ήμουν δειλός, πολύ δειλός κι εκείνη τόσο νέα. Εκείνη δε φοβήθηκε ποτέ. Εγώ φοβόμουν, έτρεμα την ευτυχία. Βλέπεις, οι αγάπες που ισορροπούν στις δύο άκρες ενός γκρεμού χρειάζονται πάθος για να ζήσουν και τόλμη και τόση τόλμη εγώ δεν είχα ποτέ. Πώς μπορούσα να τη βρω τότε, ξαφνικά στα 52 μου χρόνια;
- Δε σου ζήτησα το λόγο. Γιατί μου δίνεις εξηγήσεις;
- Γιατί μου είπες ότι ψάχνεις μια απάντηση.
- Αυτή την απάντηση δεν μπορείς εσύ να μου τη δώσεις. Κανείς δεν μπορεί. Κι αυτό σου το ‘πα. Κι είναι στ’ αλήθεια γελοίο, αν το σκεφτείς. Τόσα χρόνια τώρα εγώ δε σε θυμόμουν, δε σε ήξερα καν κι όμως… Εσύ ήσουν πάντα εκεί. Κρυμμένος μέσα στο αίμα μου, στην πιο σκοτεινή γωνιά του μυαλού μου, περιμένοντας υπομονετικά τη μεγάλη, την κορυφαία σκηνή του έργου, να εμφανιστείς και να με λυτρώσεις. Έτσι δεν γίνεται συνήθως; Με το τέλος του δράματος, έρχεται η κάθαρση. Όχι, δεν είμαι θυμωμένος μαζί σου. Δε θύμωσα ποτέ μαζί σου, ούτε και μ’ εκείνη έχω θυμώσει. Ούτε τώρα σου θυμώνω κι ας μη μπορείς να μου δώσεις την απάντηση που με τόση αγωνία ψάχνω. Με τον εαυτό μου θυμώνω που δεν μπορώ ακόμα να αποφασίσω αν το έργο αυτό, στο οποίο μαζί πρωταγωνιστούμε, είναι δράμα ή κωμωδία.
- Εσύ τι θέλεις να ‘ναι; Αλήθεια ή ψέμα;
- Τι θ’ αλλάξει; Το τέλος το γράψατε μαζί με τη μητέρα μου 38 χρόνια πριν. Εγώ απλά ερμηνεύω τους χαμένους ρόλους.
- Είσαι σκληρός.
- Όχι. Δειλός για ν’ αντιμετωπίσω την αλήθεια είμαι. Σαν εσένα. Είμαι γιος σου.
Ένας βιαστικός και άτακτος άνεμος μπλέχτηκε στα μαλλιά του, διαλύοντας το όνειρο κι ο πατέρας χάθηκε. Η φωτογραφία έπεσε στο χώμα και τότε είδε στην πλάτη της γραμμένο με μπλε στυλό και με τα γράμματα της μητέρας το όνομά του.

Βρήκε το τηλέφωνο και τη διεύθυνσή του στον τηλεφωνικό κατάλογο, δεν ήταν δύσκολο, ήταν ο μόνος μ’ αυτό το όνομα, ίσως κι ο μόνος Έκτορας σ’ όλη την πόλη και πήρε, χωρίς δεύτερη σκέψη, το δρόμο για το σπίτι του. Δε δυσκολεύτηκε να το βρει. Τα λόγια που θα του έλεγε, όταν τον συναντούσε είχε χάσει.
Η γυναίκα που του άνοιξε την πόρτα του διώροφου σπιτιού, που έγραφε στο κουδούνι τ’ όνομά του, του έμοιαζε και μάλλον το κατάλαβε κι εκείνη, γιατί στο πρώτο βλέμμα πισωπάτησε κι έμεινε να τον κοιτάζει ξαφνιασμένη, χωρίς καν να τον ρωτήσει ποιος ήταν και τι ήθελε. Ήταν μεγαλύτερη του σίγουρα, μα όχι πολύ μεγάλη, μαυροφορεμένη και χλωμή. Ωστόσο καλοφτιαγμένη και όμορφη. Όταν, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, τον ρώτησε επιτέλους τι ήθελε, ο Έκτορας νόμιζε ότι έμοιαζαν ακόμη και οι χροιές των φωνών τους. Της είπε ότι ήθελε να συναντήσει τον κύριο Έκτορα, «αν δεν τον ενοχλώ» κι επειδή φοβήθηκε μήπως του το αρνηθεί, πήρε ένα ανόητο χαμόγελο, βιάστηκε να της δείξει την κάρτα του και ψέλλισε κάτι για ένα μήνυμα από έναν παλιό του συνάδελφο από τη Θεσσαλονίκη. Μάλλον ο κύριος Έκτορας είχε πολλούς παλιούς συναδέλφους στη Θεσσαλονίκη, γιατί η μαυροφορεμένη γυναίκα του χαμογέλασε σα να καταλάβαινε -τι λαμπερό χαμόγελο κι εκείνη- κι άνοιξε την πόρτα διάπλατα, προσκαλώντας τον μέσα.
Διέσχισαν με αθόρυβα βήματα ένα μακρύ χωλ, σκοτεινό και ζεστό, που μύριζε ξύλο και παλιά βιβλία και σταμάτησαν μπροστά σε μια βαριά πόρτα, που άνοιξε με θόρυβο. Το δωμάτιο που μπήκαν ήταν σκοτεινό και παραλίγο να σκοντάψει πάνω στα βιβλία που ήταν μαζεμένα σωρούς στο πάτωμα. Δε χωρούσαν άλλα στη βιβλιοθήκη. Και τότε τον είδε.
Εκεί, στην άκρη του μισοσκότεινου δωματίου, δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, που έμοιαζε να πλημμυρίζει ήλιο εκείνον μόνο, καθισμένος σε μια αναπηρική πολυθρόνα, μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό πάνω στα αδύναμα πόδια του, που σκέπαζε μια λεπτή κουβέρτα, καθόταν μαζεμένος ένας γεροντάκος. Ένας ασπρομάλλης, αδύναμος γεροντάκος με ζαρωμένη, χλωμή όψη, αδύνατος σα σκελετός κι ο Έκτορας έμεινε ξέπνοος μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. Δεν μπορεί. Κάποιο λάθος θα είχε γίνει. Άλλον άνθρωπο ερχόταν να συναντήσει, όχι αυτόν τον κακόμοιρο παππούλη. Δεν ήταν αυτός ο κύριος Έκτορας, δεν μπορεί να ήταν αυτός ο ψηλός και στητός κύριος Έκτορας με τα λαμπερά πράσινα μάτια και την αγέρωχη όψη. «Πατέρα, ο κύριος ζητάει να σε δει», είπε η μαυροφορεμένη γυναίκα, η κόρη του, η αδερφή του λοιπόν, γι’ αυτό έμοιαζαν τόσο κι έδωσε στον πατέρα της την κάρτα του άγνωστου επισκέπτη. Κι ο γέρος, που μέχρι τότε δεν είχε σηκώσει τα μάτια του από το βιβλίο που μελετούσε, κοίταξε το άψυχο χαρτί κι ύστερα εκείνον. Το βλέμμα του έτρεμε. Κι ο Έκτορας ένιωσε τα γόνατα του να λυγίζουν, συνειδητοποιώντας, σ’ εκείνο το ένα βλέμμα, πως τα μάτια αυτά ήταν πολύ απλά τα μάτια του πατέρα του, τα μάτια τα δικά του Ψιθύρισε κάτι για …λάθος κι έφυγε σαν κυνηγημένος.
Δεν τον ξανασυνάντησε ποτέ κι ας πήγε από τότε πολλές φορές στην επαρχία που πέρασε όλα τα παιδικά του καλοκαίρια, πιο συχνά τώρα με τη γυναίκα του και το γιο τους για να επισκεφτούν τους συγγενείς τους κι ούτε με την μητέρα του συζήτησαν ξανά για ‘κείνον. Εκείνη του είχε πει την αλήθεια, τι άλλο να έλεγαν τώρα; Ίσως, σκέφτηκε ο Έκτορας, ίσως εκείνη να τον συνάντησε ξανά, να τον συναντούσε συχνά, Χριστούγεννα και Πάσχα ή το καλοκαίρι που πήγαινε στην αδελφή της. Ίσως να της είχε μιλήσει εκείνος για την επίσκεψη του παράξενου άνδρα, του γιου της, του γιου τους -είχε καταλάβει ποιος ήταν, το είδε στα μάτια του- που έφυγε σα να τον κυνηγούσαν μόλις τον αντίκρισε, μα δεν τον ένοιαζε κι αν αυτός δεν της έλεγε τίποτα ήταν, έλεγε, για να μη τη στεναχωρήσει. Όχι γιατί δεν έβρισκε τις λέξεις να της το πει. Δεν το παραδεχόταν. Ποτέ δεν παραδέχτηκε το φόβο του. Ίσως, δικαιολογούνταν, να μη της έλεγε τίποτα, γιατί τώρα ο έρωτάς της, ο πατέρας του ήταν ένας μικρός, μισός ανθρωπάκος, μαζεμένος σε μια αναπηρική πολυθρόνα, αδύναμος σα φύλλο και ζαρωμένη όψη. Κατά βάθος τον λυπόταν -μαζί και τον εαυτό του για το όραμα του Οδυσσέα που είχε χάσει- μα δεν τον ξανασυνάντησε ποτέ.
Κάποτε έμαθε ότι πέθανε. Τυχαία, από τα πένθη μιας εφημερίδας. Λυπήθηκε, μα όχι τόσο, όσο όταν πέθανε ο άλλος του πατέρας και μάλλον κάπως έτσι έπρεπε να γίνει και στη μητέρα του δεν είπε τίποτα, δικαιολογώντας τα δάκρυά της εκείνο το βράδυ που πέρασε τυχαία από το πατρικό του και τη βρήκε να κλαίει πάνω σε μια παλιά φωτογραφία, που βιάστηκε να κρύψει μέσα στις παλάμες της και δεν του έδειξε ποτέ, ούτε κι εκείνος ρώτησε το λόγο για τα δάκρυα της. Είχαν πια μάθει να έχουν μυστικά και να σέβεται ο ένας τα μυστικά του άλλου. Για τη μητέρα του ο κύριος Έκτορας ήταν ένα κομμάτι της ζωής της. Ένας ξαφνιασμένος, καλοκαιρινός έρωτας. Γι’ αυτόν δεν ήταν τίποτα. Απλά ένας …γνωστός κι ούτε καν σα γνωστός του δεν μπορούσε να λογιστεί κι ας όφειλε σ’ αυτόν την ύπαρξη του. Όμως, παράδοξα, όταν έμαθε ότι πέθανε, όλοι του οι φόβοι διαλύθηκαν και μόνο τότε μπόρεσε να τον σκεφτεί σαν πατέρα. Ένιωσε ότι έπρεπε να εξομολογηθεί σε κάποιον το μυστικό του κι επειδή αυτός στην εκκλησία δεν εξομολογούνταν ποτέ και φίλους τόσο έμπιστους δεν είχε, είπε όλη την αλήθεια στη γυναίκα του. Εκείνη, υπομονετική, δεν του είπε τίποτα. Μόνο τον άκουσε σιωπηλή κι ύστερα του χάιδεψε τα μαλλιά και τον άφησε να κοιτάζει ώρα πολλή το πάτωμα, χύνοντας και γι’ αυτόν τον πατέρα ένα δάκρυ.
Την άλλη μέρα έστειλαν μαζί ένα συλλυπητήριο τηλεγράφημα στην κόρη του. Γυρίζοντας σπίτι αγόρασε μια χρυσή κορνίζα κι έβαλε εκεί τη φωτογραφία με τη μητέρα του και τον κύριο Έκτορα στον παλιό σταθμό, χρόνια πριν.

Κοζάνη, Δεκέμβριος 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου