Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

ΤΟΥ ΑΡΕΣΕ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΑΕΙ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ…

Του άρεσε να περπατάει στη βροχή! Μόνος. Ήταν, βλέπεις, μοναχικός άνθρωπος κι η βροχή ταίριαζε με τη μοναξιά του. Από παιδί την αγαπούσε. Όχι την μπόρα, ούτε το ψιλόβροχο, αλλά εκείνη τη γλυκιά, καλοκαιριάτικη βροχή, που έφτανε ίσα-ίσα για να ξεπλύνει τη σκόνη από τα κόκκινα κεραμίδια και να δροσίσει το πλακόστρωτο στην πλατεία. Εκείνη που κάνει το χώμα να ευωδιάζει κι ευτυχώς που στον τόπο του υπήρχαν ακόμα κόκκινα κεραμίδια και πλακόστρωτες πλατείες και χώμα που ευωδίαζε. Έστω και λίγα. Τα τελευταία.
Από παιδί αγαπούσε τη βροχή κι από παιδί ακόμα, κάθε καλοκαίρι, μόλις άρχιζε να βρέχει, άνοιγε διάπλατα πόρτες και παράθυρα, για να νιώσει τον ήχο της και να μυρίσει το άρωμα της. Καθόταν τότε μαρμαρωμένος στο σκαλοπάτι του πατρικού του σπιτιού με θέα στο ποτάμι με τα μάτια κλειστά κι ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη κι έτσι συνέχισε να απολαμβάνει τις καλοκαιρινές της συναυλίες και μετά που μεγάλωσε κι άφησε το χωριό και τα χωράφια του πατέρα με θέα στο ποτάμι για την παρακείμενη πόλη, που είχε γνωρίσει από τα πρώτα μαθητικά του χρόνια. «Θα κρυώσουν τα παιδιά», τον μάλωνε γλυκά η γυναίκα του, που στα νιάτα της ήταν κι αυτή δροσερή σαν την καλοκαιριάτικη βροχή, μα τις πόρτες και τα παράθυρα δεν του τα έκλεινε. Ήξερε τη μικρή του αδυναμία και δεν τον δυσαρεστούσε. Η γυναίκα του κάπου βαθιά μέσα της πίστευε στ’ αλήθεια πως ο άνδρας της ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος και δικαιούνταν τέτοια ξεχωριστά δώρα. Δεν έμπαινε ποτέ ανάμεσα σ’ εκείνον και τη βροχή. Το παιχνίδι αυτό ήταν μία καθαρά δική του υπόθεση. Μια μυστική συμφωνία κι ένα δώρο για τον εαυτό του, ένα δώρο που δικαιούνταν. Όταν έπιανε βροχή το καλοκαίρι, εκείνη η γλυκιά, καλοκαιριάτικη βροχή που τόσο αγαπούσε, έβρισκε πάντα μια δικαιολογία για να ξεχνάει το αυτοκίνητο στο γκαράζ και να γυρίζει σπίτι με τα πόδια. Και πάντα διάλεγε τον πιο μακρινό δρόμο. Γινόταν μούσκεμα, μα δεν τον ένοιαζε. Κάθε φορά περνούσε τις ωραιότερες ώρες του με την αγαπημένη του βροχή κι ήταν ευτυχισμένος. Όχι, δεν ήταν παράξενος άνθρωπος. Διαφορετικός από τους πολλούς ήταν, μα η γκρίζα πόλη που τον φιλοξενούσε από τα πρώτα μαθητικά του χρόνια κάτι τέτοια δεν τα καταλάβαινε κι όσοι τον έβλεπαν να περπατάει χαρούμενος μες στη βροχή κουνούσαν το κεφάλι και χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον με νόημα. Για ‘κείνον ήταν αναφαίρετο δικαίωμα αυτή η ευτυχία, αυτό το δικαίωμα στη βροχή και δεν τον πείραζαν τα ξινισμένα μούτρα των συμπολιτών του. Ούτε τα λόγια τους τον πείραζαν κι ας τον έλεγαν «παράξενο» κι «αλλοπαρμένο». Δεν τους έβλεπε, ούτε τους άκουγε. Όταν περπατούσε στη βροχή, όλοι αυτοί που δεν τον καταλάβαιναν δεν υπήρχαν και το μόνιμα γκρίζο τοπίο γύρω του, το γνώριμο φόντο της επαρχιακής πόλης που τον φιλοξενούσε από τα πρώτα μαθητικά του χρόνια, άλλαζε χρώμα. Άλλαζαν οι μορφές κι η πόλη γινόταν περιέργως όμορφη κι ας πνιγόταν χρόνια τώρα στο τσιμέντο. Ήταν μια καθαρά δική του ιστορία αυτή η σχέση του με τη βροχή και δεν τη συζητούσε πότε με κανέναν, γιατί όλοι θα τον έλεγαν τρελό, αν μάθαιναν το μυστικό του. Κανένας δε θα μπορούσε να τον καταλάβει. Ούτε καν η γυναίκα του η ίδια κι ας πίστευε κάπου βαθιά μέσα της πως ο άνδρας της ήταν στ’ αλήθεια ένας ξεχωριστός άνθρωπος κι ας άφηνε τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά για χάρη του.

Κάποτε σταμάτησε να περπατάει στη βροχή. Μόνος. Συνέχιζε να είναι πάντα μοναχικός άνθρωπος κι επέστρεφε πάντοτε στη μοναξιά του. Τώρα, όταν έπιανε βροχή το καλοκαίρι, όχι μπόρα, ούτε ψιλόβροχο, αλλά εκείνη η γλυκιά, καλοκαιριάτικη βροχή που κάποτε αγαπούσε, έκλεινε με βία πόρτες και παράθυρα. Δεν ήθελε πια ν’ ακούει το τραγούδι της, ούτε να μυρίζει το άρωμά της. Και το μεσημέρι γύριζε σπίτι πάντα με το αυτοκίνητο και πάντα από τον πιο σύντομο δρόμο, με φόβο, μην τυχόν και τον αγγίξει καμιά σταγόνα βροχής και τον λιώσει, λες κι ήταν άνθρωπος φτιαγμένος από χιόνι. Η πόλη, που γνώριζε από τα πρώτα μαθητικά του χρόνια, συνέχιζε να είναι πάντα γκρίζα, μα τώρα τελευταία οι άνθρωποι δεν τον κοιτούσαν πια με ειρωνεία, τώρα τον σεβόταν και του μιλούσαν ευγενικά, τώρα δεν έκανε πια «τρέλες», ήταν πλέον σαν κι αυτούς, μα αυτόν πάλι δεν τον ένοιαζε. Αυτός τώρα είχε άλλα να σκεφτεί. Είχε υποχρεώσεις, έτσι έλεγε στους φίλους του κάθε φορά που τον καλούσαν για έναν καφέ μετά τη δουλειά και τους απέφευγε πάντα όλους, μέχρι που κι εκείνοι έπαψαν να τον υπολογίζουν στις παρέες τους, μα ήταν πλέον πολύ απασχολημένος για να τους σκεφτεί. Τώρα είχε μεγαλώσει, οι δουλειές του είχαν μεγαλώσει, τα παιδιά του είχαν μεγαλώσει κι ήταν έτοιμα να φύγουν από το σπίτι, η γυναίκα του, που μεγάλωσε κι αυτή, ξαφνικά θαρρείς, τον μάλωνε για τις μικρές του αδυναμίες, γιατί είχε πλέον πειστεί πως ο άνδρας της ήταν ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, τι ξεχωριστός κι αηδίες κι έτσι κι αυτός δεν είχε πλέον καμία μικρή αδυναμία και κάθε μέρα τα μαλλιά του άσπριζαν όλο και πιο πολύ. Δεν κοιταζόταν πλέον στον καθρέφτη. Όχι για τα μαλλιά του που είχαν αρχίσει ν’ ασπρίζουν, ούτε για τις ρυτίδες που εμφανίστηκαν ένα πρωί χωρίς καμία τύψη στο πρόσωπο του -αναμενόμενα ήταν αυτά, δώρα της ηλικίας του- μα γιατί στον καθρέφτη δεν έβλεπε πια τον εαυτό του. Την αποτυχία των οραμάτων του έβλεπε, που βούλιαζαν κάθε μέρα όλο και πιο πολύ μέσα στο βάλτο της καθημερινής του ρουτίνας, στο βάλτο που αυτός είχε χαθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό. Κι επειδή τον πλήγωναν τα φαντάσματά τους που στοίχειωναν κάθε βράδυ τον ύπνο του έλεγε πως αυτός δεν είχε ποτέ οράματα και στον καθρέφτη δεν κοιταζόταν πια.
Κάποιο από αυτά τα ζεστά μεσημέρια των καλοκαιριών στην επαρχιακή πόλη, που τον φιλοξενούσε από τα πρώτα μαθητικά του χρόνια, την ώρα που γύριζε σπίτι άρχισε ξαφνικά να βρέχει. Ήταν ξαφνική η βροχή και δεν ήταν μπόρα, ούτε ψιλόβροχο, αλλά εκείνη η γλυκιά, καλοκαιριάτικη βροχή, που κάποτε αγαπούσε. Κι αυτός ήταν στο δρόμο κι αυτοκίνητο δεν είχε, το είχε ξεχάσει στο γκαράζ. Αν ήταν λίγο πιο παρατηρητικός θα είχε δει τα σύννεφα που μαζεύονταν εδώ και ώρα πάνω από την πόλη. Μα αυτός είχε τώρα πάρα πολλές υποχρεώσεις κι είχε πάψει να κοιτάζει τον ουρανό. Όσοι έτυχε να βρεθούν εκείνη την ώρα στους δρόμους βίασαν σχεδόν τρομοκρατημένοι το βήμα τους, κάποιοι άρχισαν να τρέχουν, κάποιοι μπήκαν κάτω από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών για να προστατευτούν και κάποιες φρεσκοχτενισμένες κυρίες σκέπασαν με αγωνία το καινούργιο τους χτένισμα με τις τσάντες τους. Μόνο αυτός έμεινε ακίνητος μέσα στην ξαφνική βροχή. Ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, κάπου εκεί στην εφηβεία, αγκαλιασμένα σφιχτά, πέρασαν τρέχοντας από δίπλα του γελώντας δυνατά. Κι αυτούς τους είχε ξαφνιάσει η βροχή, μα αυτοί το διασκέδαζαν, δεν είχαν τρομοκρατηθεί όπως εκείνος. Αυτόν, εδώ και καιρό τον τρόμαζαν αυτές οι ξαφνικές ψιχάλες που χαλούσαν την υποτιθέμενη γαλήνη του, μα αυτοί κοιτούσαν, τολμούσαν να κοιτάξουν τη βροχή στα μάτια κι ήταν ευτυχισμένοι. Όπως αυτός, κάποτε. Μα γιατί τον πλήγωσαν τόσο τα γέλια δύο άγνωστων τελείως ανθρώπων, που ούτε τα πρόσωπά τους δεν του ήταν καν γνωστά;
Βίασε μηχανικά το βήμα του, μάλλον γιατί έτσι έκαναν όλοι γύρω του κι όχι τόσο για να φτάσει γρήγορα σπίτι, μα δεν έκανε καμία άλλη προσπάθεια για να προστατευτεί από τις ψιχάλες. Συνέχισε να περπατάει μέσα στη μέση του δρόμου, μέσα στη βροχή, που τον χτυπούσε στο πρόσωπο και του ‘καιγε το δέρμα κι η γκρίζα πόλη γύρω του άρχισε ξαφνικά ν’ αλλάζει χρώμα, όπως παλιά. Κι αυτός, μέσα στην αδυναμία του, άρχισε να νιώθει πάλι λίγο πιο δυνατός. Ήταν τόσο μελωδικός ο ήχος της βροχής, τόσο ευωδιαστό το άρωμά της κι αυτός ο ανόητος, εδώ και πολύ καιρό, τα είχε παραμελήσει. Τα είχε ξεχάσει κι αρκούνταν σε άλλες μουσικές, σε άλλα αρώματα, μικρά και ελάχιστα μπροστά της. Ίσως γιατί τώρα τελευταία τριγύριζαν τόσα πολλά μέσα στο κεφάλι του, που δεν έβρισκε πλέον χρόνο για κάτι τέτοιες μικρές απολαύσεις. Μόνο που τελικά για κάτι τέτοιες μικρές και αναπάντεχες στιγμές ζεις κι αυτός ο ανόητος εδώ και καιρό έψαχνε τα σπουδαία και τα μεγάλα, γιατί του είχαν πει πως έτσι θα γίνει σπουδαίος και μεγάλος κι αυτός και λησμόνησε τη φίλη του τη βροχή. Μα τώρα που η παλιά του φιλενάδα τον είχε ξανασυναντήσει, το αποφάσισε εκείνη τη στιγμή να μην την αφήσει ποτέ ξανά να φύγει. Τώρα η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, τα βήματά του βιάστηκαν κι άλλο κι άρχισε να τρέχει. Όχι για να βρει μια στεγνή γωνιά να λουφάξει. Απλά για να ξαναβρεί τη ζωή του, τη ζωή που τόσα χρόνια τώρα είχε χάσει ψάχνοντας τα σπουδαία και τα μεγάλα. Η βροχή, η παλιά του αγαπημένη, η μόνη του αγαπημένη, του ‘δινε δύναμη, τη δύναμη που τόσα χρόνια είχε ξεχάσει ότι κρατούσε, χαμένος μέσα στο βάλτο της καθημερινής του ρουτίνας. Άρχισε να τρέχει και να περνάει δρόμους, πλατείες και σκαλοπάτια κι όλοι τον κοιτούσαν περίεργα, γιατί όλους τους ενοχλούσε η βροχή, πώς γίνεται να μην ενοχλεί τον έναν που θα έπρεπε να είναι όμοιος τους! Μα αυτός συνέχιζε να τρέχει μέσα στη βροχή και δεν τον ένοιαζαν τα βλέμματά τους, ούτε τα λόγια τους, δεν τους έβλεπε, ούτε τους άκουγε, μόνο γέμιζε τις αισθήσεις του με το άρωμά της κι έπαιρνε πίσω όλα τα χρόνια που είχε χάσει. Έφτασε τρέχοντας ψηλά, στο ψηλότερο σημείο της πόλης κι ήταν μούσκεμα, ξέπνοος, μα παράδοξα ευτυχισμένος. Στάθηκε εκεί, μέσα στη βροχή, με τη γκρίζα πόλη ριγμένη στα πόδια του. Τη γκρίζα πόλη που, όταν τολμούσε να φανερώσει τις μικρές του αδυναμίες, όπως αυτή την αγάπη του για τη βροχή, τον κοιτούσε με ειρωνεία. Τώρα ήταν υποταγμένη στα χάδια της παλιάς του φιλενάδας, της γλυκιάς καλοκαιριάτικης βροχής που από παιδί αγαπούσε κι αυτός στεκόταν εκεί ψηλά, αρχηγός της. Κι επιτέλους μετά από πολύ καιρό τόλμησε να σηκώσει τα μάτια στον ουρανό. Ήταν ζωντανός. Έπεσε στα γόνατα στο χώμα κι έβαλε τα κλάματα.
Από τη μέρα εκείνη ξανάρχισε να περπατάει στη βροχή! Μόνος. Συνέχιζε να είναι μοναχικός άνθρωπος κι ούτε που τον ένοιαζαν τα ειρωνικά βλέμματα των ανθρώπων στο δρόμο. Αυτός είχε τη φίλη του τη βροχή. Και τη ζωή του όλη στα χέρια του.

Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου