Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ & Η ΝΕΑΡΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΗ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ & Η ΝΕΑΡΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΗ

Μάλλον το σιγοψιθύριζαν όλοι. Εκτός από αυτούς τους δύο, φυσικά. Αυτοί ιδέα δεν είχαν για τα σχόλια που πετούσαν σαν πολύχρωμες πεταλουδίτσες πάνω από τα κεφάλια τους και σκανδάλιζαν, άνοιξη καιρό, τα κοριτσάκια στο γραφείο. Φυσικό ήταν, άλλωστε. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις οι άμεσα ενδιαφερόμενοι και εμπλεκόμενοι μαθαίνουν πάντα τελευταίοι όσα τους καταλογίζουν. Γι’ αυτό και η νεαρά ασκουμένη, που μόλις πριν ένα μήνα είχε έρθει στο γραφείο τους, εξακολουθούσε ν’ ανάβει φωτιές και ο κύριος διευθυντής, που με αποκλειστικά δική του παρέμβαση ψιθυριζόταν ότι είχε έρθει, εξακολουθούσε να της έχει μια διαολεμένη συμπάθεια που δεν ταίριαζε καθόλου με το βαρύ κι ασήκωτο του χαρακτήρα του. Κι όσο ο καιρός περνούσε και τα σχόλια φούντωναν -εν αγνοία τους πάντα- εκείνη συνέχιζε να είναι επιδεικτικά σιωπηλή σε ό,τι αφορούσε τα προσωπικά της, αρκούντως χαμογελαστή σε κάτι τέτοιες ερωτήσεις, που της έκαναν με νόημα οι άλλες μεταξύ σοβαρού και αστείου στα διαλείμματα για καφέ και τυρόπιτα και τόσο γλυκιά που πάθαινες ζάχαρο! Κι αυτός το ίδιο λιγομίλητος με τους υπαλλήλους, βαρύς κι ασήκωτος όπως πάντα και με βλέμμα που …κόβει. Γοητευτικός και με αρκετές θαυμάστριες και σίγουρα όχι γυναικάς, αν κι όπως είχε πει κάποτε κάποιος σοφός «υπάρχει άνδρας που να μη του αρέσουν οι γυναίκες» -σοφός ήταν ή ο Δημήτρης απ’ την εφημερίδα απέναντι;- μα ο δικός τους κύριος διευθυντής αφορμή για σχόλια δεν έδωσε ποτέ στο γραφείο. Όμως τα κορίτσια ήταν σίγουρα πως «όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν» κι επομένως όλοι οι άνδρες, διευθυντές ή όχι, είναι το ίδιο επιρρεπείς στις γυναίκες, ασκούμενες ή μόνιμες. Ειδικά όταν αυτές δεν είναι οι γυναίκες τους και όταν έχουν τα κιλά και την ηλικία της νεαράς ασκουμένης!
Τα σχόλια είχαν ξεκινήσει από την πρώτη στιγμή της άφιξης της πέτρας του …επικείμενου ροζ σκανδάλου στο γραφείο. Χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο αυτή η συγκεκριμένη νεαρά ασκουμένη, μία από τις πολλές και διάφορες που απασχολούσε κατά καιρούς το γραφείο τους, ξεσήκωσε από την πρώτη στιγμή τη σκόνη από τα τελευταία ράφια της βιβλιοθήκης και τις ξεχασμένες γραφομηχανές τους και αναστάτωσε όλο το μέγαρο με τα σκέρτσα της που, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν τίποτα περισσότερο απ’ αυτήν την ίδια. Ο πάντα αυστηρός κύριος διευθυντής, που τον έτρεμαν ακόμα και οι τοίχοι, γινόταν αρνάκι μαζί της και δεν περνούσε ούτε μέρα χωρίς να την καλέσει στο γραφείο του, έστω και για πέντε λεπτά και πάντα με κλειστή την πόρτα. Έλεγε για την προσωπική του αλληλογραφία. «Πόσα γράμματα έχει πια να γράψει κάθε μέρα», έσκαγαν από ζήλεια και περιέργεια οι υπόλοιπες, μόνιμες ή προσωρινές. Κι αυτή να δεις ένα στυλ και μία άνεση μαζί του! Όλες οι κοπέλες ήταν στο γραφείο πάνω από χρόνο, κάποιες μάλιστα τον ήξεραν κι από παλιά και τέτοια ελευθερία δεν του είχαν. Και το μεσημέρι, αυτό κι αν ήταν ύποπτο, έφευγαν πάντα μαζί. Τάχα γιατί έφευγαν την ίδια ώρα, αλλά ποιος τα πιστεύει τώρα αυτά, όλοι την ίδια ώρα σχολούσαν! Βέβαια, κάτω στην είσοδο χώριζαν, εκείνη πήγαινε προς τα κάτω κι αυτός προς τα πάνω, αλλά κατέβαιναν μαζί μέχρι την είσοδο κι αυτό είχε σημασία. Και πάντα με το ασανσέρ. Οι δυο τους. Και πάντα, το είχαν προσέξει και αυτό οι άλλες, το ασανσέρ καθυστερούσε, όταν κατέβαιναν μαζί, σα να σκάλωνε κάπου ανάμεσα στον τρίτο και στο δεύτερο όροφο!
Κάτι τέτοια έβλεπαν οι υπόλοιποι, ή μάλλον οι υπόλοιπες, γιατί υπόλοιποι εκτός από το Γιάννη -το μοναδικό άνδρα του γραφείου μετά τον κύριο διευθυντή- δεν υπήρχαν και σχολίαζαν. Μια μέρα, την ώρα που σχολούσαν, η πόλη αναστατώθηκε από μια ξαφνική βλάβη στο τοπικό δίκτυο της Δ.Ε.Η., το ρεύμα κόπηκε σε όλη την περιοχή του κέντρου, άρα και στο γραφείο τους και ο κύριος διευθυντής με τη νεαρά ασκουμένη, που μόλις είχαν φύγει, κλείστηκαν στο ασανσέρ. «Δε νομίζω να βιάζονται και πολύ να βγουν», χαμογελούσαν με νόημα οι υπόλοιπες όση ώρα περίμεναν την πυροσβεστική (και τους πυροσβέστες κυρίως) να τους απεγκλωβίσει και μόνο ο Γιάννης, που έτρεχε πανικόβλητος πάνω-κάτω, δεν τις έδινε σημασία, γιατί μόνο αυτός δεν πίστευε στις φήμες. Τουλάχιστον έτσι έλεγε στις άλλες. Γιατί εδώ που τα λέμε, μ’ όλα αυτά που λεγόταν τον τελευταίο καιρό, κάποιες φορές είχε αμφιβάλλει κι αυτός σοβαρά για τη σοβαρότητα του κυρίου διευθυντή του. Όταν επιτέλους τους έβγαλαν από το ασανσέρ η μικρή, κλειστοφοβικό άτομο όπως διαπίστωσαν, ήταν πιο άσπρη κι από τον άσπρο τοίχο. Μισή ώρα έκανε μέχρι να συνέλθει, έντεκα ποτήρια νερό ήπιε κι αφού συνήλθε ο κύριος διευθυντής προθυμοποιήθηκε να την πάει σπίτι με το αυτοκίνητο, μα η μικρή τον απέφυγε ευγενικά. Ήθελε, είπε, να πάρει λίγο αέρα. Από τότε ανέβαινε και κατέβαινε πάντα από τις σκάλες κι ας ήταν στον 5ο. Και πάντα μαζί με τον κύριο διευθυντή.
Όταν κάποια ψιθύρισε, τέλη του Ιούλη, την εποχή που οι περισσότερες έλειπαν για διακοπές, ότι τους είχαν δει αγκαλιά στο γραφείο του ένα απόγευμα που όλο το μέγαρο ήταν άδειο, τα σχόλια, που κάπως είχαν κοπάσει -λόγω έλλειψης στοιχείων κυρίως- αναζωπυρώθηκαν. «Α, στο καλό», ξαφνιάστηκαν. «Μα ναι, σας λέω. Τους είδαν». «Ποιοι; Ελπίζω όχι οι δημοσιογράφοι απέναντι». «Δεν μπορώ να σας πω. Πάντως εγκυρότερη πηγή από τους δημοσιογράφους». «Ήταν σίγουρα αυτοί»; «Ε, τι τώρα, παιδιά είμαστε; Δεν ξέρουμε τι λέμε; Αφού σας είπα. Πρόκειται για έγκυρη πηγή. Στο γραφείο του τους είδαν». Ύστερα τους δικαιολόγησαν. «Φταίει όμως κι η γυναίκα του», διαπίστωσαν. «Συνέχεια λείπει». «Λείπει; Πού λείπει», ρώτησαν οι ...ανενημέρωτες. «Δεν ξέρω. Πάντως λείπει γενικώς». «Τι να κάνει κι αυτός νέος άνθρωπος». «Κι ωραίος νέος άνθρωπος». «Ε, όχι και ωραίος! Απλά …γοητευτικός».
- Δε σταματάτε τις κακίες λέω εγώ, τις μάλωσε ο Γιάννης, μα καμία δεν του έδωσε σημασία.
Άλλωστε, αυτόν τον θεωρούσαν ήδη τσιράκι του κυρίου διευθυντή. Τώρα απλά το επιβεβαίωσαν!
Ύστερα απ’ αυτό δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία. Ο κύριος διευθυντής και η νεαρά ασκουμένη είχαν δεσμό, παράνομο και άκρως κατακριτέο και γι’ αυτό ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Ήταν βλέπετε πολύ της μόδας τότε -αν όχι πάντοτε- κάτι τέτοιες ιστορίες σε …παγκόσμιο επίπεδο. Ολόκληρος Λευκός Οίκος είχε υποκύψει στη γοητεία μιας νεαράς ασκουμένης (που εδώ που τα λέμε δεν έπιανε μία μπροστά στη δικιά τους), το δικό τους γραφείο θα γλίτωνε; Τώρα το μόνο που έμενε ήταν η αποκάλυψη του δεσμού από την απατημένη σύζυγο και τη σοβαροφανή υψηλή κοινωνία της πόλης, που κάτι τέτοιες περιπέτειες πάντα τις κατέκρινε δριμύτατα, αλλά ποτέ δεν τις απέφευγε. Ίσως να τις επιδίωκε κιόλας, έτσι, για να σπάσει λίγο η ρουτίνα. Για να ‘χουν κάτι να συζητούν τα κορίτσια στα διαλείμματα για τυρόπιτα και οι κυρίες της πόλης στον πρωινό καφέ.
Μόνο που ο καιρός περνούσε και η μεγάλη αποκάλυψη δεν έλεγε να έρθει. Η νεαρά ασκουμένη συνέχιζε να είναι το ίδιο χαριτωμένη και ανυπόφορα γλυκιά κι ο κύριος διευθυντής το ίδιο βαρύς κι ασήκωτος, όπως πάντα. Η αλήθεια είναι πως τα κορίτσια, αλλά και ο Γιάννης πλέον, έσκαγαν από περιέργεια να μάθουν τι πραγματικά συμβαίνει κι ας έλεγαν η μία στην άλλη πως ήταν σίγουρες για το δεσμό τους. Άλλωστε, εκείνη συνέχιζαν να μη τη βλέπουν να κυκλοφορεί με κάποιο αγόρι κι εκείνος συνέχιζε να μην εμφανίζεται ποτέ με τη γυναίκα του και πριν μάθουν τι πραγματικά συνέβαινε, αρχές του φθινοπώρου, η δεσποινίς συμπλήρωσε την περίοδο της άσκησής της και έφυγε από το γραφείο. Λίγο αργότερα έμαθαν ότι ετοιμάζεται να παντρευτεί. Ο αγαπημένος της, έλεγαν οι έγκυρες πηγές της πόλης, μόλις είχε ολοκληρώσει 21 υπέροχους μήνες στον ελληνικό στρατό, γι’ αυτό δεν τους είδαν ποτέ μαζί. Πού να τους δουν; Στη Λήμνο υπηρετούσε το παιδί! Έφεδρος. Είχαν σχέση από τα χρόνια που ήταν φοιτήτρια, έμαθαν. Δηλαδή πριν γνωρίσει τον κύριο διευθυντή. Έλαβαν πρόσκληση για το γάμο, όπως κι εκείνος. Παρευρέθηκε με τη σύζυγό του.
Τη θέση της στο γραφείο πήρε η δεσποινίς Βασιλεία, που αν και είχε περάσει από καιρό την πρώτη νεότητα συνέχιζε -λόγω έλλειψης συζύγου- να διατηρεί με πείσμα τον τίτλο της δεσποινίδος και να διορθώνει θιγμένη, όποιον τολμούσε να την αποκαλέσει κυρία. Αυτή δεν ήταν μαθητευόμενη. Μόνιμη ήταν και το μόνο κοινό που είχε με τη νεαρά ασκουμένη ήταν πως κατέλαβε το ίδιο γραφείο.
Η αλήθεια είναι πως, παρά την ανυπόφορη γλύκα της κι όσο κι αν την κακολογούσαν, τους έλειψε η μικρή. Και στον κύριο διευθυντή μάλλον έλειψε, δε συγκρίνονταν μαζί της η δεσποινίς Βασιλεία κι ας σκοτωνόταν να πάει στο γραφείο του, όποτε τη χρειαζόταν. Εκείνη την είδαν ξανά κάμποσους μήνες μετά το γάμο. Πέρασε να τους δει ένα πρωί φορτωμένη σακούλες και την κοιλίτσα της μόλις φουσκωμένη. Στάθηκε χαμογελαστή στην πόρτα, τσίριξαν εκείνες από χαρά μόλις την είδαν, την αγκάλιασαν, τη φίλησαν, τη ρώτησαν τι κάνει, πως τα περνάει, πότε με το καλό το ευτυχές γεγονός της έλευσης του διαδόχου κι ύστερα, άφησε τις σακούλες σε μια καρέκλα και πήγε στο γραφείο του κυρίου διευθυντή. Για να του πει μια καλημέρα, είπε. Ξαναγύρισε μετά από λίγο κι έκατσε μαζί τους, «να τα πούμε, μωρέ, λίγο»! Κι οι άλλες πως το πήγαν, πως το ‘φεραν, πάλι στον κύριο διευθυντή έφεραν την κουβέντα. Κι η ερώτηση, που τόσον καιρό τους παίδευε το μυαλό, έπεσε σα βόμβα την ώρα που ο Γιάννης κρυβόταν με τρόπο πίσω από τους ογκώδεις τόμους της μεγάλης γενικής εγκυκλοπαίδειας. Κι η νεαρά, πρώην ασκουμένη, έσκασε στα γέλια.
- Εγώ με τον κύριο διευθυντή; Δεν είμαστε καλά!
Κι έφυγε κρατώντας την μόλις φουσκωμένη κοιλίτσα της από τα γέλια. Τόσο αστείο της είχε φανεί!

Κοζάνη, Νοέμβριος 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου