Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ…

Γλυκέ μου!
Να λοιπόν που πατάω ξανά όλους τους όρκους, που κάποτε έδινα στον πληγωμένο μου εγωισμό για να μην ξαναμιλήσω για σένα και να που σου γράφω ξανά, έτσι όπως πάντα έκανα, αμέσως μόλις ξεχνούσα τον αρχικό θυμό μου. Ξέρω πως δε θα ξαφνιαστείς ούτε αυτή τη φορά από το γράμμα μου. Εγώ έτσι ήμουν απ’ την αρχή κι εσύ, αλίμονο, το ξέρεις κι αυτό. Δυστυχώς, με ήξερες πάντα καλύτερα κι από μένα την ίδια κι ίσως γι’ αυτό να σε φοβόμουν. Μα τώρα, που δε φοβάμαι πια κανέναν άλλο πέρα απ’ το Θεό, τώρα σου γράφω ξανά, έτσι όπως πάντα συνήθιζα να κάνω, για να σου πω επιτέλους όλα αυτά που δεν τόλμησα ποτέ να σου πω, όταν σε είχα δίπλα μου. Για να σου μιλήσω για μία και μοναδική και τώρα, σου τ’ ορκίζομαι, πραγματικά τελευταία φορά, όπως ποτέ δε σου μίλησα, όταν σε είχα κοντά μου. Ξέρω πως τα λόγια μου δεν έχουν πλέον για σένα κανένα νόημα, ποτέ δεν είχαν, μα για μένα ήταν πάντα η έξοδος κινδύνου τα γράμματα μου, ο τρόπος για να σου πω όλα αυτά που δε μ’ άφησες ποτέ να σου πω, όταν ήσουν δίπλα μου. Σου είχα στείλει πολλά γράμματα εκείνο το δικό μας, περασμένο κι οριστικά απολεσθέν πλέον καλοκαίρι κι έλεγες πως γράφω ωραία και τρυφερά. Πορσελάνινα. Τόσο ωραία, που έλεγες γελώντας, πως σε θύμωνα.
Γλυκέ μου, νιώθω τη θλίψη να πλημμυρίζει το σπίτι μου μήνες τώρα και σήμερα αυτή μ’ έπεισε να κλάψω για σένα πρώτη φορά. Είχα ορκιστεί βλέπεις να μη σου αφιερώσω ποτέ ούτε ένα δάκρυ μου, είναι πολύ ακριβά και δε θα μπορέσεις να μου τα ξεχρεώσεις, μα σήμερα δεν μπόρεσα να τα διώξω κι ειλικρινά δεν ξέρω αν ήταν συνήθεια ή κατάρα αυτά τα δάκρυα, τιμωρία που ορκίστηκα να μην κλάψω για σένα ποτέ. Ξέρω όμως ότι την έστειλες εσύ αυτή τη θλίψη, που τρυπώνει από εκείνο το δικό μας, χαμένο κι οριστικά απολεσθέν πλέον καλοκαίρι κάθε πρωί στο σπίτι μου από το μισάνοιχτο παράθυρο κι από τις χαραμάδες της πόρτας σαν τις πεταλούδες την άνοιξη. Είσαι μοναδικός, άγγελέ μου, ξεχωριστός και υπέροχος, μα εσείς οι άνδρες πληγώνετε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Και πονάει πάντα το ίδιο. Επειδή σε κατηγόρησαν για βλασφημία φρόντισες να καταστρέψεις μόνος όλη τη μαγεία σου σε μια στιγμή. Τώρα μαζεύω τα κομμάτια να ξαναφτιάξω το πορτρέτο σου. Μόνο που θα μείνουν τα σημάδια.
Ξέρεις, θυμάμαι ακόμα όλες εκείνες τις ώριμες κυρίες και τους κυρίους του εκλεκτού σου κύκλου που σε θαύμαζαν, όταν μας μιλούσες για τις χίμαιρες του Οδυσσέα και τα εννοούμενα των ποιητών. Ειδικά εκείνες, εκείνες ήταν οι φανατικές σου θαυμάστριες. Ήταν πάντα εκεί στις τάχα φιλοσοφικές σας συναντήσεις, όλες μαζί, λίγο πιο μακριά σου μόνο για να μπορούν να σε θαυμάζουν, χωρίς να τις προσέχουμε εμείς, που ήμασταν και θα μέναμε πάντα απλά οι …άλλοι και συνεχώς σε παινούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους θαυμάζοντας τον πλούτο του μυαλού σου και τη λάμψη της φωνής σου, για όλα αυτά που έλεγες για τις χίμαιρες του Οδυσσέα και τα εννοούμενα των ποιητών κι ας μην εννοούσαν τίποτα απολύτως οι ταπεινοί οι ποιητές κι όλες συμφωνούσαν πως ήσουνα υπέροχος! Από …«λογοτεχνικής απόψεως» πάντα. Ύστερα, έλεγαν στους κυρίους του εκλεκτού σου κύκλου, που καθόταν πάντα πιο κοντά σου και που δε σε πρόσεχαν και τόσο πολύ, πόσο τις συγκλόνισαν τα λόγια σου και βιαζόταν να σου σφίξουν το χέρι με θαυμασμό, όχι όμως γιατί σε θαύμαζαν. Απλά για να σε νιώσουν λίγο πιο κοντά τους. Για να σπάσει το άγγιγμα σου τη μονοτονία της πέτρινης πόλης που μας μεγαλώνει, αυτήν που προσπαθείς κι εσύ μάταια να ραγίσεις με τις τάχα φιλοσοφικές συναντήσεις του εκλεκτού σου κύκλου κι ας είναι η πόλη πάντα πιο δυνατή από εσένα. Για ν’ αφήσεις το άρωμα σου στην παλάμη τους, να ‘χουν κάτι να σε θυμούνται μέχρι το άλλο πρωί. Οι πιο τολμηρές σου χάριζαν κι ένα φιλικό και ...λογοτεχνικό φιλί στο μάγουλο και περηφανεύονταν μετά πως σε φίλησαν. Κι εμείς, οι άλλοι, που δεν ανήκαμε κι ούτε θα μπαίναμε ποτέ στον εκλεκτό σου κύκλο, που τις βλέπαμε πόσο παθιασμένα σε κοιτούσαν, χαμογελούσαμε πονηρά. Τα ξέραμε πια τα κόλπα τους. Εμείς τότε κάτι τέτοια απλά τα σκεφτόμασταν. Δεν τα ομολογήσαμε ποτέ και φεύγαμε πολλές φορές, χωρίς να σε χαιρετήσουμε.
Δε σου μίλησα ποτέ για όλες αυτές τις ώριμες κυρίες και τους κυρίους του εκλεκτού σου κύκλου που λάτρευαν τα λόγια σου. Δε χρειαζόταν, το ήξερες, δεν το θεώρησα και σημαντικό… Τότε βλέπεις σε κράταγα εγώ κι εκείνες μόνο να σε θαυμάζουν από μακριά μπορούσαν και να σου αφήνουν κλεφτά, άνευ σημασίας λογοτεχνικά φιλιά στο μάγουλο. Ύστερα σκούπιζαν βιαστικά το σημάδι από το παλιό, κόκκινο κραγιόν. Μαζί και το φιλί τους. Ύστερα, όταν τα φώτα έσβηναν κι ο εκλεκτός σου κύκλος αποχωρούσε, εσύ ερχόσουν πάλι σε μένα. Κι εμένα δε μου άρεσαν τα λογοτεχνικά φιλιά, ούτε οι φιλοσοφικοί έρωτες. Ο έρωτας βλέπεις, άγγελέ μου, πρέπει να ‘χει σάρκα και οστά για να ζήσει και πάθος κι εγώ προτιμούσα τα παθιασμένα φιλιά σου στο στόμα. Κρυφά και μακριά απ’ όλους, όταν οι ώριμες κυρίες χανόταν στον καλό τους κόσμο αναπολώντας το άρωμά σου, που είχε αρχίσει ήδη να ξεφτίζει στην παλάμη τους. Τότε, εκείνη τη στιγμή, εσύ κοιμόσουν στην αγκαλιά μου. Μαζί περπατούσαμε τότε στ’ όνειρο κι ήταν και τ’ όνειρο ακόμα σαν εσένα, άγγελέ μου. Διαφορετικό. Αλλιώτικο και μαγικό. Τότε υπήρχαμε μόνο εμείς. Ύστερα αποφάσισες να υπάρχεις μόνος σου!
Γλυκέ μου, βρέχει ακόμα από χτες και πάντα στη Θεσσαλονίκη, όταν βρέχει στις δύο άκρες του χειμώνα, όλα είναι μουντά και σκοτεινά, βουτηγμένα στην ομίχλη. Εσένα έχω μήνες να σε δω και δε φταίνε τα χιλιόμετρα. Σ’ όλους αυτούς τους μήνες που πέρασαν από το τέλος εκείνου του δικού μας, περασμένου πλέον κι οριστικά απολεσθέντος καλοκαιριού ως το τώρα, βρεθήκαμε πολλές φορές στην ίδια πόλη. Φροντίσαμε επιμελώς να μη συναντηθούμε. Χαθήκαμε και οι δύο στις ζωές μας με τόσο πάθος, που οι δρόμοι μας έμεναν πάντα παράλληλοι. Ποτέ ταυτόσημοι. Τώρα μάθαμε και το ‘χουμε καμάρι, να ζούμε χωρίς το παρελθόν και το λέμε αυτό ευτυχία. Ποιος θέλει να καταστρέψει τόσο ωραίες, «αγγελικά πλασμένες» καταστάσεις; Άλλωστε, σου το ‘πα ξανά, αυτό που ζήσαμε τότε ήταν μόνο ένα όνειρο κι η πέτρινη πόλη που μας μεγάλωσε κάτι τέτοια όνειρα, ούτε να τα κρύβει ξέρει, ούτε να τα συγχωρεί. Επιμελώς προσπαθήσαμε να της κρυφτούμε. Τώρα κρυβόμαστε ο ένας από τον άλλον. Και οι δύο από τους εαυτούς μας.
Τελικά ξέρεις τι κατάλαβα; Πως δεν άξιζε τόση φασαρία ο έρωτας σου! Τίποτα το διαφορετικό δεν ήσουνα κι ας έμοιαζες αλλιώτικος. Εγώ ήμουν η ανόητη που σε πίστεψα, μα δεν είναι αυτό που με θυμώνει. Φταίει και αγανακτώ μ’ εκείνο το σημάδι, που εσύ άφησες να τριγυρίζει ελεύθερο στο μυαλό μου από εκείνο το καλοκαίρι. Ένα και μοναδικό δικό σου σημάδι με όλα εκείνα που ζήσαμε στο περιθώριο των όλων, το βλέμμα σου, το χάδι σου, τα λόγια σου κι όλα όσα δεν προλάβαμε, δεν αντέξαμε, δεν τολμήσαμε ούτε να ονειρευτούμε. Ξαφνικά, με την πρώτη βροχή του Σεπτέμβρη, το καλοκαίρι πέρασε. Τόσο εύκολα χαθήκαμε στην πραγματικότητα! Αυτό το ίχνος, που εσύ μου άφησες, τριγυρίζει από τότε στο μυαλό μου και ξυπνάει την ανάμνηση σου. Το σημάδι της πιο γλυκιάς μας, της πιο θεάρεστης αμαρτίας, αυτής που δεν εξομολογηθήκαμε ποτέ κι ούτε θέλουμε να εξομολογηθούμε και να πάρουμε άφεση, γιατί και πάλι κι εσύ κι εγώ, το ίδιο θα κάναμε. Πάλι τα ίδια θα έκανα. Μην το ψάχνεις ...
Γλυκέ μου, μη με ρωτήσεις, γιατί δε σου είπα τίποτα απ’ όλα αυτά εκείνο το καλοκαίρι. Δεν μπορούσα. Δε μ’ άφηνες. Αλήθεια, σε φοβόμουν. Τότε ήσουν ακόμη κάτι σα θεός. Τώρα είσαι απλά ίσος κι όμοιος μαζί μου. Ίσως και κατώτερος. Είσαι ακόμη όπως πάντα, άγγελέ μου, ξεχωριστός, μοναδικός και υπέροχος, μα τώρα στο πορτρέτο σου θα βλέπω τα σημάδια. Θα περάσει καιρός μέχρι να πάψω να τα διακρίνω.
Και θα ζούμε ως τότε ζωές παράλληλες, δε θα βρισκόμαστε ποτέ μαζί πάρα μόνο τυχαία κι ίσως να κάνω πως δε σε είδα, όπως θα κάνεις σίγουρα εσύ. Θα ξεχάσω τον αριθμό του τηλεφώνου σου και τη διεύθυνση του σπιτιού σου κι εσύ κάπου θα χάσεις την ατζέντα σου. Οι ώριμες κυρίες θα σε θαυμάζουν πάντα, αυτή τη φορά καθισμένες δίπλα σου, εγώ τώρα θα στέκομαι μακριά σου και θα φεύγω πάντα χωρίς να σε χαιρετώ. Κι ύστερα θα γυρίζω πάλι εδώ, δίπλα στη θάλασσα που ποτέ δεν αγάπησα κι εσύ θα μένεις πάντα εκεί, στην πέτρινη πόλη που μας μεγάλωσε, ανάμεσα στα βουνά που ποτέ δεν αγάπησες και που για να σ’ εκδικηθούν, θα σου κόβουν αιώνια τη θέα, χαρίζοντας σου μόνο μια σταγόνα ορίζοντα για να τον ποθήσεις περισσότερο. Θα είσαι πάντα σοφός και υπέροχος. Θα είμαι πάντα αυτή που σε θύμωνε με τις απορίες της και που θα σε ονειρεύεται. Λίγες, σπάνιες πια φορές, γιατί τώρα κάποιος άλλος άνδρας θα μπει στα όνειρά μου και θα ‘ναι πάντα λίγο κατώτερος από σένα, μα θα φροντίσω να τον κάνω Πρίγκιπα και Βασιλιά. Όλα θα γίνουν όπως πριν κι ας μην είναι τίποτα πια σαν και πρώτα. Όλα θα είναι όπως πριν εκείνο, το δικό μας, περασμένο κι οριστικά απολεσθέν πλέον καλοκαίρι, ανιαρά και ασήμαντα κι ας έχουν αλλάξει τα πάντα. Θα πατήσω πάλι τον όρκο μου και θα σου γράψω πάλι, άγγελέ μου και θα είμαι πάλι γεμάτη οργή και αγανάκτηση, γεμάτη ειρωνεία για τη μικρή κι ασήμαντη ζωή σου, όπως ήσουν πάντα κι εσύ με τις ζωές των άλλων, γεμάτη θυμό γι’ αυτά που δε θέλησες, που δεν τόλμησες να ζήσουμε μαζί, για όλα αυτά που δε μ’ άφησες ποτέ να σου πω, γιατί ποτέ δε μ’ άκουσες, μα πάντα γλυκέ μου θα σε λέω. Αυτή θα είναι η εκδίκηση μου. Γιατί, αν μη τι άλλο, καμία άλλη δεν πρόκειται να σε πει γλυκέ μου όπως εγώ!

Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου