Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ …ΠΟΛΛΑΠΛΩΣ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Τελικά το ομολογώ. Είμαι μια ανόητη! Μία αγράμματη δημοσιογράφος, χωρίς ίχνος λογοτεχνικής κουλτούρας, που ντροπιάζω το δημοσιογραφικό λειτούργημα! Και δεν είναι αυτό κρίση ανασφάλειας ή αυστηρή αυτοκριτική, αλλά γεγονός αναμφισβήτητο. Γιατί αλλιώς, αν δεν είμαι πραγματικά ανόητη, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι πέρασα ένα ολόκληρο απόγευμα, χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα, μα πραγματικά ούτε λέξη, απ’ όσα συζητούνταν γύρω μου; Πώς εξηγείται όλοι οι υπόλοιποι ακροατές να κοιτάζουν τους ομιλητές με το στόμα ανοιχτό και να ψιθυρίζουν συνέχεια: «Ω, μα δεν τα λένε υπέροχα; Τι βαθύ πνεύμα» κι εγώ να μην καταλαβαίνω τίποτα απ’ όσα λεγόταν στο βήμα; Αυτό δεν ήταν λογοτεχνική βραδιά! Εφιάλτης ήταν!
Συνηθίζω να συμμετέχω ευλαβικά σε διάφορα τέτοια λογοτεχνικά απογεύματα που διοργανώνουν συχνά-πυκνά και χωρίς καμία αφορμή και προειδοποίηση οι λογοτεχνικοί κύκλοι της πόλης μας. Είναι κι αυτά ένας τρόπος να σπάσει για λίγο η ρουτίνα της επαρχίας που μας μεγαλώνει και αποτελούν τέλεια θέματα ρεπορτάζ για μία επαρχιακή εφημερίδα σαν τη δική μας, που όπως ο κύριος διευθυντής μας συνηθίζει να λέει «μπορεί να ενδιαφέρεται πρωτίστως για την Πολιτική και την Οικονομία, αλλά δεν ξεχνά ποτέ και τον Πολιτισμό», μα τέτοια ντροπή που ένιωσα εκείνο το συγκεκριμένο λογοτεχνικό απόγευμα δεν είχα νιώσει ποτέ πριν στη ζωή μου. Εντάξει, το παραδέχομαι, ποτέ δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα από το χώρο της υψηλής λογοτεχνικής διανόησης, όμως δεν ασχολήθηκα ποτέ μ’ αυτά, όσο κι αν αγαπώ τα βιβλία και το διάβασμα και τη λογοτεχνία γενικότερα. Μα εκείνο το απόγευμα, εκείνο το συγκεκριμένο λογοτεχνικό απόγευμα, ένιωσα τέτοια ντροπή, που μάλλον θα κάνω μήνες να ξαναπάω σε λογοτεχνική συγκέντρωση. Μήνες; Τι λέω; Χρόνια ολόκληρα! Όπως και σ’ εκείνο το βιβλιοπωλείο, που συχνάζει η «υψηλή κουλτούρα» της πόλης κι ας έχει όλες τις τελευταίες κυκλοφορίες. Για να μην πω ότι σκέφτομαι σοβαρά να καταθέσω τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα και να δηλώσω παραίτηση από την εφημερίδα! Τόσο πολύ εξευτελίστηκα!
Το κεντρικό θέμα της επίμαχης συζήτησης, που έκανε κουρέλι την αυτοπεποίθηση μου, είχε σχέση με τον υπερμοντερνισμό στη σύγχρονη ποίηση -ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων- κι αρχικά νόμιζα πως πρόκειται για κάποια συγκέντρωση πνευματιστών ή κάποιας άλλης παρόμοιας οργάνωσης και μάλλον αυτό πίστευαν κι όλοι όσοι πρωτόβλεπαν την αφίσα, έτσι όπως ήταν σχεδιασμένος ο τίτλος ανάμεσα σε ροζ συννεφάκια κι αν δεν υπήρχε εκείνη η διευκρίνιση κάτω-κάτω, ούτε που θα καταλάβαινα ότι πρόκειται για λογοτεχνική συγκέντρωση. Αν και εγώ δε βρέθηκα εκεί για το θέμα, αλλά για το γεγονός. Όπως είπα και πριν κάτι τέτοιες εκδηλώσεις αποτελούν τέλειο θέμα ρεπορτάζ για εμάς, τους τοπικούς δημοσιογράφους των πολιτιστικών κι από την άλλη σε κάτι τέτοια λογοτεχνικά απογεύματα συναντιούνται πάντα όλα τα μεγάλα πνεύματα της πόλης και εδώ που τα λέμε θα ήθελα να με υπολογίζουν κι εμένα ανάμεσα τους. Είναι όνειρο όλων όσων ασχολούνται με τη λογοτεχνία στην πόλη μας κι ας σημαίνει αυτό ότι γράφουν απλά αραιά και που χρονογραφήματα των 300 λέξεων στις τοπικές εφημερίδες, να ενταχθούν κάποια μέρα στις λογοτεχνικές παρέες της πόλης. Έτσι, μήπως και σπάσει λίγο η ανία της πέτρινης πόλης μας.
Οι ομιλητές, όπως διευκρίνιζε το πρόγραμμα που μοίραζαν στην είσοδο κάποιες αχτένιστες κοπελίτσες, αρκετοί και με αρκετούς τίτλους ο καθένας. Λογοτέχνες, ποιητές, διδάκτορες λογοτεχνίας σε πανεπιστήμια του εξωτερικού (κατά προτίμηση της Ανατολικής Ευρώπης), κριτικοί ποίησης και άλλα παρόμοια. Ηλικία επίσης παρόμοια και απροσδιόριστη και βλέμμα βλοσυρό, που χάζευε το ταβάνι ή απλά το άπειρο. Λιπόσαρκοι όλοι, εκτός ενός ευτραφούς κυρίου που καθόταν στη γωνία και που μετά κατάλαβα πως ήταν εκπρόσωπος του δημοτικού συμβουλίου, που είχε έρθει να χαιρετήσει την εκδήλωση κι όχι λογοτέχνης. (Τόσα μεγάλα ονόματα στην πόλη μας, να μην έρθει και ένας εκπρόσωπος των τοπικών αρχών;) Σίγουρα άνθρωποι του πνεύματος. Έτσι εξηγείται η αδιαφορία τους για τα μικρά, χειροπιαστά αγαθά όπως, ας πούμε, τα ρούχα. Μοντελάκια περασμένης δεκαετίας ήταν όλοι τους, σαν Αλβανοί πρόσφυγες και κανένας, μα κανένας -το διασταύρωσα αυτό- δεν είχε όλα τα κουμπιά του σακακιού του!
Με την πρώτη ματιά κάπου τρόμαζες. Τόσα μεγάλα πνεύματα εκεί μέσα, τι ήθελες εσύ, ο μικρός κι ασήμαντος, στον οίκο τους; Αυτά είναι μόνο για τους βαθιά κι αληθινά μορφωμένους κι όχι για σένα την ανόητη παιδούλα, απόφοιτη ανωτέρας, ούτε καν ανωτάτης σχολής, που δεν κατάφερες ούτε έξω απ’ το πανεπιστήμιο να περάσεις! Κι ας αποφοίτησες με δύο επαίνους και άριστα. Πιο πολύ όμως με τρόμαξαν τα βλοσυρά, εξερευνητικά βλέμματα που μου έριξαν, μόλις μπήκα μέσα, οι ευτραφείς κυρίες του ακροατηρίου -καμία σχέση με τους λεπτεπίλεπτους λογοτέχνες- γιατί οι λογοτέχνες μάλλον δεν πρόσεξαν καν την παρουσία μου. Όλες με απογευματινό ταγιεράκι, πρωινό κομμωτήριο και γούνες. Αμέτρητες γούνες. Οι πιο προχωρημένες οικολογικές. Οι κυρίες αυτές, το έχω παρατηρήσει, είναι το μόνιμο ακροατήριο σε κάθε τέτοια εκδήλωση. Πάντα συνηθίζουν να πιάνουν τις πίσω θέσεις κοντά στην πόρτα, για να έχουν ελευθερία κινήσεων, αν βαρεθούν και θελήσουν να φύγουν πριν το τέλος και ελεύθερο οπτικό πεδίο σε όλο το χώρο, για να βλέπουν και να σχολιάζουν τα πάντα. Προσπάθησα να κάτσω εκτός του οπτικού τους πεδίου, πράγμα πρακτικά ανέφικτο, αφού καταφέρνουν πάντα να επιτηρούν όλο το χώρο, κυρίως για να μη γίνω κι εγώ, αν δεν είχα γίνει ήδη με την είσοδο μου και τη μίνι φούστα μου, αντικείμενο του σχολιασμού τους.
Αυτά σκεφτόμουνα η άμοιρη μικρή και αθώα κορασίδα και η ομιλία ξεκίνησε. Και μαζί και η ηθική μου κατάπτωσις. Γιατί από τις δέκα λέξεις που άκουγα, ζήτημα ήταν αν καταλάβαινα τις δύο! Ή μάλλον τις λέξεις, έτσι ως λέξεις, μία-μία τις καταλάβαινα, το νόημα των προτάσεων που έφτιαχναν οι λέξεις αυτές δεν έπιανα. Άλλαξα θέση μήπως και δε με ευνοεί η θέα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Οι κύριοι είτε μιλούσαν ελληνικά, είτε κινέζικα ήταν το ένα και το αυτό. Όλοι οι άλλοι τους καταλάβαιναν, αν μπορώ τουλάχιστον να κρίνω από τις αντιδράσεις των ακροατών τους. Μόνο εγώ, η μικρή και ανόητη παιδούλα, που θέλησα να συγχρωτιστώ με την υψηλή κουλτούρα, δεν καταλάβαινα που παν τα τέσσερα. Πού ξεκίνησα η ανόητη ξυπόλυτη στ’ αγκάθια;
Η μοναδική προηγούμενη φορά που μου συνέβη κάτι παρόμοιο ήταν στα φοιτητικά μου χρόνια, στην Θεσσαλονίκη, στην παρουσίαση της καινούργιας ποιητικής συλλογής ενός Τσέχου ποιητή, που ήταν τόσο σημαντικός, ώστε δε θυμάμαι καν το όνομά του, ούτε το είχα ξανακούσει ή το ξανάκουσα από τότε. Συστήθηκε στο ταπεινό κοινό του των τριάντα ατόμων -παραπάνω θα ήταν υπερβολή να πω ότι ήμασταν- ως μοντερνιστής, με επιρροές από τον Καβάφη και το Σεφέρη κι εμείς οι αφελείς τριάντα ακροατές του νομίσαμε πως θ’ ακούγαμε κάτι το ίδιο μελωδικό με τα ποιήματα των δύο αυτών μεγάλων Ελλήνων. Όπως είπα ήδη ο εν λόγω κύριος δεν ήταν Έλληνας. Τσέχος ήταν και είτε διάβαζε τα ποιήματα του στη μητρική του γλώσσα, είτε στην ελληνική καμία διαφορά. Μπορώ να πω μάλιστα πως στην τσεχική τα καταλάβαινα καλύτερα, παρά στην ελληνική μετάφραση που διάβαζε με πάθος και άκρως παραστατικά ένας επίσης πάρα πολύ γνωστός, αλλά παντελώς άγνωστος, Έλληνας αυτή τη φορά, συγγραφέας. Εκεί όμως η κατάπληξη ήταν γενική κι ας δηλώναμε μετά ενθουσιασμένοι. Σαν ευγενικοί όμως άνθρωποι, δε γελάσαμε ούτε στιγμή με τα όσα απίθανα μας εξιστορούσε στα ποιήματά του. Καθίσαμε ήσυχοι και αρκούντως σοβαροί μέχρι τέλους, τον συγχαρήκαμε όλοι ανελλιπώς και οι τριάντα ένας-ένας και φύγαμε μ’ ένα ηλίθιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη. Όταν μπήκα στο ασανσέρ, μαζί με έναν άσχετο νεαρό, που δεν κατάλαβε ούτε κι ο ίδιος πως βρέθηκε στην παρέα μας, δύο καλοντυμένους κυρίους και τις συμβίες τους, ο ένας τόλμησε να πει: «Μα τι μ… μας έλεγε τόση ώρα»! Ξεσπάσαμε όλοι σε ηχηρά γέλια μέχρι δακρύων και καταλήξαμε έξι παντελώς άγνωστοι μεταξύ μας άνθρωποι να πίνουμε ούζα στα Λαδάδικα! Μας είχε εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο. Αργότερα έμαθα πως στο μοντερνισμό άλλα λες κι άλλα εννοείς και ασυναίσθητα θυμήθηκα τη γιαγιά μιας φίλης μου, που μετά το τρίτο εγκεφαλικό ρωτούσε, κάθε φορά που έβλεπε την επί τριακονταπενταετίας νύφη της, ποια είναι η κοπελίτσα!
Όμως εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εδώ δεν ήταν η γιαγιά της φίλης μου με τα τρία εγκεφαλικά κι εγώ ήμουν η μόνη που δεν καταλάβαινα τίποτα από ένα κοινό σαφώς πολυπληθέστερο από του Τσέχου ποιητή και σύμφωνα και με τον νόμο των πιθανοτήτων, πιο πιθανό είναι να είμαι εγώ η μία η ανόητη, παρά οι υπόλοιποι εκατό. Όμως έμεινα ως το τέλος. Κι έζησα κάθε στιγμή της ηθικής μου κατάπτωσης.
Γύρισα σπίτι ντροπιασμένη. Τι διαφορά είχα πλέον μ’ εκείνη την αγελάδα που έβοσκε ανέμελη κάτω από τον Πύργο του Άιφελ σε μία διαδήλωση των Γάλλων αγροτών στη φωτογραφία που είχα βρει σε κάποια εφημερίδα και την είχα κρατήσει γιατί μου φάνηκε γουστόζικη; Προφανώς καμία (ίσως μόνο κάποια κιλά λιγότερα), αφού δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα από υψηλή διανόηση. Για να μην πω ότι κι εκείνη η αγελάδα κάτι παραπάνω καταλάβαινε, αφού και πρωτοσέλιδο είχε γίνει σε γαλλικές και ελληνικές εφημερίδες και τη διαμαρτυρία της για το δίκαιο των αφεντικών της έκανε. Ο ένας από τους ομιλητές μας, έμαθα ανεβαίνοντας από δύο κυρίες στο ασανσέρ, (στα ασανσέρ, όπως και στα κομμωτήρια, μαθαίνεις πολλά ενδιαφέροντα πράγματα), εκείνες με τις γούνες και τα απογευματινά ταγιεράκια, μικρός μάζευε ελιές στο χωριό του παππού του κάτω στην Πελοπόννησο κι εγώ μ’ έναν παππού δάσκαλο κι έναν προπάππο γιατρό και προγόνους ήρωες Μακεδονομάχους να έχω χάσει το μπούσουλα σε μία ασήμαντη συζητησούλα για τον υπερμοντερνισμό στην μοντέρνα ποίηση. Ανόητη μικρή, πόσα ακόμα έχεις να μάθεις!
Όπως-όπως και με χίλια ζόρια έγραψα ένα σύντομο ρεπορτάζ για το φύλλο της επομένης, όσα είχα μπορέσει να καταλάβω δηλαδή και το παρέδωσα στον αρχισυντάκτη μου. Ήμουνα σίγουρη πως θα το απορρίψει, μα δημοσιεύτηκε την επομένη. Χωρίς διορθώσεις. Απόρησα και πήγα κατευθείαν στον κύριο διευθυντή. Δεν είναι δυνατόν, του είπα, να δημοσιεύεται έτσι, χωρίς καμία διόρθωση, το ρεπορτάζ ενός κενού πνευματικά ατόμου! Προς στιγμήν φοβήθηκε ο άνθρωπος μήπως έχω πυρετό και παραμιλάω και για να με καταλάβει του διηγήθηκα όλη τη θλιβερή μου ιστορία. Μα αντί να με παρηγορήσει όπως περίμενα -είναι πολύ καλός άνθρωπος ο κύριος διευθυντής μας, πάντα μας παρηγορεί όταν είμαστε στις μαύρες μας- παραδόξως έβαλε τα γέλια!
- Ε, όχι και να απογοητευτείς από τις ασυναρτησίες μερικών κατά φαντασίαν διανοούμενων.
Και με έστειλε για ρεπορτάζ στον κύριο νομάρχη. Γιατί όπως είπε έχουμε και σημαντικότερα πράγματα να κάνουμε από το να ασχολούμαστε με τους κύκλους των …πολλαπλώς χαμένων ποιητών!

Κοζάνη, Μάρτιος 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου