Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕΡΤΖΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ

Κατερίνα Μ. Μάτσου

Το παρακάτω κείμενο είναι ένα χρονογράφημα του γνωστού, ακούραστου επί 50 και πλέον χρόνια δημοσιογράφου από το Νυμφαίο της Φλώρινας, δάσκαλου για κάθε νέο δημοσιογράφο Νικόλαου Ι. Μέρτζου. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ» της Θεσσαλονίκης στο φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 1972 και νομίζω πως αξίζει να το διαβάσουμε.
(Εκτός από το πολυτονικό σύστημα τονισμού, που δεν έχω τη δυνατότητα να εφαρμόσω στον Η/Υ, η στίξη και η ορθογραφία ακολουθούν τους κανόνες του πρωτοτύπου).

ΚΟΖΙΑΝΗ
Εκείνη η Κοζάνη… Με τα γυμνά τα πέτρινα βουνά τριγύρω. Με τον βοριά να λιχνίζη τους ανθρώπους σε Κοζανίτες και σε «άλλους». Να αφήνη τους Κοζανίτες εκεί, αδιάφορους, στερεούς, αντίκρυ στον χειμώνα και στα βουνά -τους άλλους να τουρτουρίζουν κολλημένοι στο καλοριφέρ. Και η ρακή διπλοβρασμένη, οι πιπεριές να καίνε -μικρές μπουκιές από φωτιά- το γέλιο να κελαρύζη απάνω από τα ποτήρια, απάνω απʼ τη ρουτίνα, πέρα από το Σήμερα και τις μικρές ανάγκες. Τι γίνεται τάχα εκείνη η Κοζάνη; Είναι στιγμές που έρχονται οι επιθυμίες βαθιές και σε τραβούν μακρυά, πέρα απ’ την τύρβη, προς τα εκεί που οι ρίζες κρατούνε δυνατές ανάμεσα στα βράχια -και η φύτρα σιωπαίνει, ανθίζει και καρπίζει στο γύρισμα του ήλιου.
Θα έλεγε κανείς πως, τώρα τελευταία, πολλά θα μπορούσαν να θυμίζουν την Κοζάνη. «Τι Λωζάννη, τι Κοζάνη» γελούνε τα ραδιόφωνα, η άσφαλτος και το μπετόν γράφουν το χρονικό της εποχής σε δρόμους, σε πολυκατοικίες, σε ξενοδοχεία και σε μεγαλόπρεπα δημόσια κτίρια, η πόλη ξανανιώνει και κρατάει γερά τη θέση της, καρδιά και νους της Δυτικής Μακεδονίας. Μα όλα αυτά ιχνογραφούν μια Κοζάνη απλώς, μια κάποια πολιτεία με σφρίγος -που θα μπορούσε να λέγεται και αλλοιώς. Δεν είναι η ουσία. Γιατί η Κοζάνη βαστάει και ζη και τραβάει με κάτι άλλο, που δεν μετριέται ούτε ζυγίζεται, ούτε υπεισέρχεται σε απολογισμούς. Είναι το γέλιο το κοζιανίτικο - ο Θεός να σε φυλάει.
Ξεφύλλιζα την «Δυτική Μακεδονία» από όπου ο Ζηκόπουλος, ακάματος, ακοίμητος, αναλλοίωτος, βγαίνει κάθε βδομάδα και κάνει ένα «τζα» στην κοζιανίτικη επικαιρότητα. Δεν είναι μονάχα μία εφημερίδα που γράφεται απ’ την αρχή ως το τέλος. Είναι κάτι παραπάνω: η αντήχηση από το γέλιο των Κοζανιτών.
Έτσι που πολεμούν από γενιές αναρίθμητες, με τον βοριά, με το λιοπύρι, τις πέτρες, την ξενιτειά και τον εχθρό, οι Κοζανίτες κρατούνε την ιδιορρυθμία τους. Μάθανε να αντικρύζουν τη ζωή, με μάτι κάπως λοξό, από μιαν αλλοιώτικη σκοπιά. Από τόσο ψηλά ώστε να μη τους πνίγη ο κουρνιαχτός, αλλά και να μη τους ξεφεύγη η λεπτομέρεια. Η μία λεπτομέρεια. Η καίρια.
Κάθε γεγονός όπως κάθε άνθρωπος, έχει την «αχίλλειο πτέρνα» του. Την μία μικρή, φοβερή λεπτομέρεια του. Σαγίτα η κοζιανίτικη ματιά, την κτυπάει στο φτερό. Και όλα τα άλλα, τα πολλά και τα σημαντικά -με τις παράτες, τις μουσικές, τους βαρβάτους αριθμούς και τα μεγάλα λόγια- καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα, έρμαιο στο κύμα του κοζιανίτικου γέλιου. Γιατί οι άνθρωποι γνωρίζουν νάχουν χιούμορ εκεί. Δικό τους. Και φαρμακερό.
Έτσι έμαθαν να διαπλέουν την ζωή οι άνθρωποι στην Κοζάνη. Και έτσι την βλέπουν, ωχυρωμένοι καλά, ψηλά απʼ το ταμπούρι τους.
Γιατί τα λέμε αυτά; Απλώς γιατί τους ξαναθυμηθήκαμε - και τους επιθυμήσαμε. Και, επίσης, γιατί σπανίζει τόσο πολύ στα μήκη και στα πλάτη του κόσμου μας τούτη η ολύμπια αίσθηση των ημερών.

Ν.Ι. ΜΕΡΤΖΟΣ
Πηγή: «Ελληνικός Βορράς»
Φύλλο: 4618)1321 – 8/11/1972

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου