Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

2.081 μ.Χ.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2081
23:48 μ. μ.

Σήμερα στο σχολείο ήταν μια μέρα ξεχωριστή. Είχαμε γιορτή, τη γιορτή για τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρώπη, μια μέρα που τα παιδιά μου περίμεναν ανυπόμονα μήνες τώρα. Όχι τόσο για την επέτειο που η γιορτή ήρθε να μας θυμίσει -τα παιδιά μου είναι ακόμη πολύ μικρά για τέτοιες μεγάλες σκέψεις- όσο για το ότι η δική μας γιορτή ήταν μια υπόθεση αποκλειστικά δική τους. Γιατί όλα, μα όλα, στη σημερινή σχολική μας γιορτούλα τα ετοίμασαν μόνοι τους οι μικροί μου μαθητές. Η δική μου βοήθεια, σα δασκάλας, θα ήταν μάλλον άσκοπη, αν τα παιδιά μου δεν είχαν αποφασίσει να ετοιμάσουν την καλύτερη γιορτή που παρουσιάστηκε ποτέ στο σχολείο μας. Κουράστηκαν πολύ όλους αυτούς τους μήνες που ετοιμαζόμασταν, μα σήμερα οι κόποι τους ανταμείφθηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Η γιορτή ήταν, χωρίς υπερβολή, τέλεια! Ο κόσμος που την παρακολούθησε, γονείς και δάσκαλοι, έφυγε πραγματικά ενθουσιασμένος και μέχρι και ο κύριος διευθυντής μας αναγκάστηκε να παραδεχτεί, σε μία σπάνια κρίση ειλικρίνειας, πως τα παιδιά μου έδωσαν πραγματικά τον καλύτερο τους εαυτό. Κι ας ήταν βέβαιος λίγους μήνες πριν, τη μέρα που ανέθετε τη γιορτή στην τάξη μου, πως δε θα καταφέρναμε απολύτως τίποτα. Μα αυτό σήμερα, μπροστά στην …επιτυχία μας, φρόντισε επιμελώς να το ξεχάσει!
Είναι συνήθεια αρκετά χρόνια τώρα να γιορτάζεται με λαμπρότητα κάθε ημερομηνία και κάθε γεγονός, που έχει κάποια σχέση και κάποια σημασία για την Ενωμένη Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Κρατών, όπως ονομάζεται από τη μέρα που άνοιξαν τα σύνορα. Φέτος ήταν η χρονιά της Ελλάδας, καθώς φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την είσοδο της Ελλάδας στην ομοσπονδία, τότε Ε.Ο.Κ. κι αυτό το γεγονός γιορτάσαμε σήμερα στο σχολείο. Βέβαια, η ημερομηνία -23 του Μάη- είναι συμβολική, μα το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας και οι υπεύθυνοι των εκπαιδευτικών ζητημάτων στις Βρυξέλλες έκριναν πως αυτό δεν έχει καμία σημασία, τα 100 χρόνια είναι που μετράνε κι έστειλαν σε όλα τα σχολεία της ελληνικής επικράτειας, αρκετούς μήνες πριν, από την αρχή της σχολικής χρονιάς, την εντολή για την προετοιμασία της γιορτής μαζί με την ομιλία που έπρεπε να διαβάσουμε στα παιδιά. Ποτέ σ’ αυτές τις «ευρωπαϊκές» γιορτές δεν ετοιμάζουμε εμείς οι ίδιοι τις ομιλίες, όπως στις άλλες, «απλές» επετείους κάθε χώρας συνηθίζεται. Πάντα μας τη στέλνουν έτοιμη από τις Βρυξέλλες. Συνήθως, ή μάλλον πάντα, οι ομιλίες αυτές δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία απαρίθμηση των αγαθών, πραγματικών ή υποτιθέμενων, που κέρδισε η κάθε χώρα, με την είσοδο της στην Ένωση και των δεινών που θα είχε υποστεί, αν έμενε μόνη και απομονωμένη από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία. Αν μπορούσα να την παραβλέψω θα το είχα κάνει ευχαρίστως, αφού τίποτα παραπάνω δεν έλεγε από αυτά που εμείς είχαμε ήδη ετοιμάσει, ήταν όμως ρητή διαταγή να τη διαβάσουμε πρώτη-πρώτη κι ο κύριος διευθυντής μας δε θα παράκουγε ποτέ διαταγές της Ευρώπης. Εκτός αυτού η θέση μου απέναντι του ήτανε ήδη δύσκολη. Του είχα ξαναφέρει αντίρρηση και μάλιστα αρκετά σθεναρά, όταν είπε να διαβάσουμε την ομιλία στα παιδιά έτσι όπως μας την είχαν στείλει, δηλαδή στα αγγλικά και δε θα ανεχόταν να εναντιωθώ ξανά στις απόψεις του. Αν μου επέτρεψε να διαβάσω την ελληνική μετάφραση το έκανε μόνο και μόνο, γιατί όλοι οι συνάδελφοι συμφωνήσαμε και μάλλον πείσαμε κι εκείνον πως στις σχολικές γιορτές, που κατά κανόνα αποτελούν ευκαιρία για κοπάνα, ποτέ κανείς δεν προσέχει τις ομιλίες. Ούτε καν οι ίδιοι οι δάσκαλοι. Αν επιμέναμε στα αγγλικά θα χάναμε την προσοχή των παιδιών ακόμα πιο εύκολα κι ας είναι πλέον η δεύτερη γλώσσα όλων. Τα παιδιά μας σήμερα γνωρίζουν αγγλικά καλύτερα κι από τη μητρική τους γλώσσα και δεν θεωρείται πλέον υπερβολή, αλλά αντίθετα ανάγκη, να ξεκινούν να μαθαίνουν «ευρωπαϊκές» γλώσσες, πριν ακόμα ξεκινήσουν το σχολείο, όπως ακριβώς κάνουν οι μικροί μου μαθητές. Άλλωστε, δικαιολογούνται, είμαστε πια Ευρωπαίοι!
Θυμάμαι πόσο πολύ εξοργιζόταν η γιαγιά μου με κάτι τέτοιες επετείους και δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για «ευρωπαϊκές γιορτές», που τα πρώτα χρόνια της καθιέρωσής τους, οι εκάστοτε κυβερνήσεις προωθούσαν με μεγάλη επιμονή και κάθε μέσο, ειδικά στα σχολεία. Θα γινόταν έξω φρενών αν ζούσε σήμερα, ιδιαίτερα αν άκουγε το λόγο που εκφωνήσαμε στο σχολείο και όλες αυτές τις ευχαριστίες για τα όσα η Ευρώπη μας πρόσφερε, που επαναλαμβάνουν από το πρωί και κάθε μέρα σε κάθε μέσο και με κάθε αφορμή πολιτικοί και διανοούμενοι. Βέβαια, αυτά είναι λόγια της στιγμής, κάποιοι από τους επισήμους πρέπει να τα πουν, ακόμη κι αν δεν τα πιστεύουν -αν και δε νομίζω να υπάρχει σήμερα έστω και ένας πολιτικός που να μην πιστεύει στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία- μα αν ζούσε σήμερα η γιαγιά ξέρω ότι θα έκλεινε με νεύρα την τηλεόραση και θα έφευγε από το δωμάτιο ρίχνοντας κατάρες σε όλους αυτούς. Κυρίως στους Ευρωπαίους.
Η γιαγιά δεν αγάπησε ποτέ, ούτε τους Ευρωπαίους, ούτε την Ευρώπη. Όλη αυτή η προσπάθεια της ευρωπαϊκής ενοποίησης της φαινόταν ένα φιάσκο, μια προσπάθεια ένωσης ανόμοιων πραγμάτων, που δεν αποδέχτηκε ποτέ, ακόμη και τα χρόνια που η ένωση αυτή έγινε πράξη. Για τη γιαγιά μου όλα αυτά ήταν ουτοπίες κάποιων, ρομαντικών τότε, τον πρώτο καιρό, ανθρώπων. Μετά υπολογισμοί των συμφερόντων. Ποιος μπορεί να ενώσει ανόμοιους λαούς; Να είναι συνέταιροι, συνεργάτες και σύμμαχοι, ναι, αλλά ένα κράτος! Πού ακούστηκε κάτι τέτοιο; Με παραξένευε πάντα αυτή η στάση της, γιατί η γιαγιά μου ήταν κοριτσάκι το 1981, όταν η Ελλάδα έγινε το δέκατο μέλος της τότε Ε.Ο.Κ. Κι όταν μεγαλώνεις μέσα σε μία συγκεκριμένη κατάσταση, σε μία κατάσταση που σου λένε και τελικά σε πείθουν πως είναι για το καλό σου, για να σε προωθήσει στο μέλλον, όπως μαθαίνουν τώρα οι μικροί μου μαθητές, μαθαίνεις να ζεις μ’ αυτήν και να θεωρείς τον εαυτό σου ένα κομμάτι της κι αν δε σε βλάψει, δεν την πολεμάς. Και τη γιαγιά μου, απ’ ό,τι ξέρω, δεν την έβλαψε η Ευρώπη.
Μα η γιαγιά, όταν τολμούσα να της το πω αυτό, δε συμφωνούσε μαζί μου. Μου έλεγε πως μια ζωή σχεδόν άκουγε μεγαλόστομους πολιτικούς να ζητάνε θυσίες για να μπει η μικρή κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα στην Ευρώπη και να συναντήσει εκεί τη μυθική γη Χαναάν. Εκείνη υποστήριζε πως δεν είχε συναντήσει τίποτα και μετά οι ίδιοι ή παρόμοιοι πολιτικοί ζητούσαν ξανά τις ίδιες θυσίες. Κι οι Ευρωπαίοι να μας κοιτάζουν με περιφρόνηση και να απορούν πως ένας τόσο σπουδαίος λαός κατάντησε να έχει τέτοιους απογόνους κι η γιαγιά γινόταν έξαλλη. Οι «ξένοι», κι αυτοί για τη γιαγιά μου ήταν μόνο οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, κανένας άλλος λαός, ήξεραν από την Ελλάδα μόνο την αρχαία ελληνική ιστορία κι αυτή έτσι όπως αυτοί την ήθελαν, ως το Μεγαλέξανδρο μόνο, αυτόν τον «ημιβάρβαρο», κατ’ αυτούς, πολεμοχαρή Μακεδόνα, που καμία σχέση δεν είχε με τους υπόλοιπους Έλληνες, τα μπουζούκια και τα νησιά. Κατά τ’ άλλα η σύγχρονη Ελλάδα ήταν γι’ αυτούς ένα υποανάπτυκτο κράτος, που προσπαθούσε να ορθοποδήσει χωρίς επιτυχία κι η γιαγιά θύμωνε, όχι τόσο με τους ξένους -αυτοί τι ξέρουν;- όσο με τους Έλληνες, όταν μιλούσαν περιφρονητικά για την πατρίδα τους. Γιατί για τη γιαγιά μου, για ένα λόγο που εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να νιώσω, η πατρίδα ήταν ιερή.
Στο σχολείο, μου έλεγε, άκουγε συνεχώς για την απειλή του 1992 τότε που τα σύνορα, όπως της έλεγαν, θ’ ανοίξουν κι οι Ευρωπαίοι θα αποβιβαστούν, σα νέοι κατακτητές στην Ελλάδα και θα σαρώσουν τα πάντα. Ύστερα διάβαζε για να περάσει σ’ ένα «υποβαθμισμένο», όπως συμμαθητές και καθηγητές της υποστήριζαν, ελληνικό πανεπιστήμιο, αφού και να περνούσε και να τελείωνε, το πτυχίο της δε θα είχε καμία αξία απέναντι σ’ αυτά που θα έφερναν οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί της από τα «αναβαθμισμένα» πανεπιστήμια του εξωτερικού. Όλως παραδόξως αυτά τα υποστήριζαν με πάθος όλοι σχεδόν οι συμμαθητές της, που έκαναν ακριβώς το ίδιο μ’ εκείνη: Διάβαζαν για να περάσουν στα υποβαθμισμένα ελληνικά πανεπιστήμια! Ύστερα, ειρωνευόταν η γιαγιά, κρέμασαν όλοι τα υποβαθμισμένα ελληνικά πτυχία τους στον τοίχο κι έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι. Σπάνια στην ειδικότητα τους και κατά προτίμηση στην πόλη που τους είχε μεγαλώσει ή κάπου εκεί τριγύρω, χωρίς να τολμούν να μιλήσουν, να πουν ή να κάνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που η επίσημη εξουσία ή απλώς οι πολλοί υποστήριζαν. Τουλάχιστον αυτή είχε τολμήσει να «πιάσει τη ζωή από τα μαλλιά» κι έλεγε με πονηρό χαμόγελο πως είχε ζήσει σχεδόν τα πάντα κι απ’ τη ζωή της δεν απογοητεύτηκε ποτέ κι ας ζούσε τα τελευταία χρόνια μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν αγαπούσε. Που δε συμπάθησε καν.
Μάλλον γι’ αυτό η γιαγιά μου δε αποδέχτηκε ποτέ την ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης. Γιατί μια ζωή την έβλεπε, την έμαθαν να τη βλέπει, σαν απειλή. Απειλή για το μέλλον της, την επιτυχία και την ευτυχία της, κυρίως απειλή για την ταυτότητα της και φόβο για την πατρίδα της την ίδια. Η γιαγιά μου ήξερε πως η Ελλάδα είναι ένα μικρό κράτος. Ίσως και αδύναμο. Όχι στον πόλεμο, τους κατακτητές που ερχόταν με τα όπλα μπορούσε να τους νικήσει. Μπορούσε όμως ν’ αντέξει και στην ειρηνική εισβολή της Ευρώπης; Οι Έλληνες πάντα λάτρευαν ότι ερχόταν «απ’ έξω», ειδικά εδώ, στην επαρχία κι η Ευρώπη ήταν πάντα γι’ αυτούς η τέλεια εικόνα της ευημερίας. Κι η γιαγιά, όσο τα χρόνια περνούσαν, έβλεπε τον εαυτό της να μεγαλώνει μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν ήξερε και τα παιδιά της να γεννιούνται μέσα σε μια Ελλάδα, που ξεχνούσε την ελληνική γλώσσα και την ελληνική της ταυτότητα. Ξαφνικά έπρεπε να ξεχάσει κι εκείνη τη δραχμή και να βάζει στο πορτοφόλι της τα ευρώ και να υπακούει πάντα στις εντολές της Ευρώπης, που ποτέ δεν υπολόγισε την ελληνική ψυχή της και ποτέ δεν τη βοήθησε χωρίς αντάλλαγμα. Όλα αυτά, που τώρα για μας είναι κομμάτια της καθημερινότητάς μας, ήταν για εκείνη η σταδιακή κατάρρευση του κόσμου της και μια υποσυνείδητη, μα τρομακτική απειλή για το μέλλον. Μα η απειλή για την Ελλάδα έπρεπε να έρχεται μόνο από την Ανατολή, ποτέ από τη Δύση κι όταν αποφάσισαν πως και η Ανατολή πρέπει να γίνει φίλος μας, πάντα με διαταγή της Ευρώπης, τότε ο εχθρός αποφάσισαν να έρχεται από το Βορρά, που αυτή είχε τολμήσει να υποστηρίξει όταν η πολιτισμένη Δύση διέλυε με έξυπνες βόμβες τα Βαλκάνια. Η Δύση, της έλεγαν, δεν την απείλησε ποτέ κι ας μόλυνε η Δύση με ουράνιο τα όνειρα των παιδιών της. Τουλάχιστον, μέχρι το τέλος, έβλεπε ακόμα την ελληνική σημαία να κυματίζει πάνω από την πόλη, έστω και δίπλα, μα ψηλότερα από την ευρωπαϊκή και δεν απογοητευόταν. «Βλέπεις», μου έλεγε. «Υπάρχει ακόμα Ελλάδα. Δε θα μας βγάλουν από τη μέση τόσο εύκολα»!
Η γιαγιά μου έζησε και έκλεισε τον αιώνα και είδε πολλά απ’ αυτά που φοβόταν να γίνονται πραγματικότητα. Ίσως γι’ αυτό δεν έκανε ποτέ καμιά προσπάθεια να πάψει να γερνάει, όπως συνηθίζεται από τότε που δημιουργήθηκαν τα διάφορα φάρμακα και τα άλλα μέσα που επιβραδύνουν τη γήρανση. Τους περισσότερους τους τρομάζουν τα γηρατειά. Η γιαγιά μου τα απολάμβανε. Ζούσε κάθε στιγμή με το ίδιο πάθος, από την πρώτη της ανάσα μέχρι το τέλος, μέχρι τα εκατό. Πράγματι είχε πιάσει τη ζωή από τα μαλλιά και δεν την άφησε να φύγει εύκολα. Έλεγε πως αυτή δε χρειαζόταν φάρμακα για να ζήσει περισσότερο, η μακροζωία ήταν κληρονομική και μου απαριθμούσε παππούδες επί παππούδων που πέθαναν, αφού είχαν κλείσει τον αιώνα, με αποκορύφωμα εκείνον τον παππού του προπάππου της, που πέθανε αισίως στα 120! Άλλωστε, όπως έλεγε η γιαγιά, τι θα καταλάβουμε αν ζήσουμε αιώνια; Θ’ αντέξουμε να ζούμε σ’ έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς; Όταν η γιαγιά μου έφυγε, ήρεμα και ήσυχα, χωρίς καμία τύψη να βαραίνει την ψυχή της, τίποτα δεν ήταν όπως τα είχε μάθει. Η πόλη της, η γειτονιά της, οι άνθρωποι, όλοι κι όλα είχαν αλλάξει. Κι είναι λογικό αυτό μέσα σ’ έναν αιώνα. Μα η γιαγιά μου δεν μπορούσε πλέον ν’ αλλάξει. Και την τρόμαζε αυτός ο κόσμος που κάποτε είχε αγαπήσει με πάθος, μα δε μπορούσε πλέον να αναγνωρίσει κι ας μην απογοητεύτηκε ποτέ.
Λένε πως της μοιάζω. Στην εμφάνιση, στους τρόπους, στη σκέψη. Στο πείσμα, λέει η μητέρα μου. Κι όπως εκείνη τρόμαζε με τον κόσμο που αλλάζει διαρκώς, έτσι τρομάζω κι εγώ μ’ όλα αυτά που γίνονται γύρω μου. Κυρίως μ’ εκείνα που δεν μπορώ να προβλέψω. Τα παιδιά μου σήμερα στο σχολείο ήταν ενθουσιασμένα με τη γιορτή κι εγώ ενθουσιάστηκα με την επιμονή τους και τη δουλειά που έκαναν όλους αυτούς τους μήνες. Έτσι, όμως, όπως τ’ άκουγα να μιλάνε, με τόσο πάθος και τόση αγάπη για την Ευρώπη, την καινούργια τους πατρίδα, τρόμαξα. Τρόμαξα με τη σκέψη πως κάποια στιγμή, εμείς, οι Έλληνες θα υπάρχουμε μόνο στα βιβλία της ιστορίας, πως για τα παιδιά μας τα ελληνικά θα είναι μία ακόμα ξένη γλώσσα, που σε λίγα χρόνια δε θα τη μαθαίνουν πλέον, γιατί δε θα τη χρειάζονται πουθενά και θα λεγόμαστε Έλληνες από παράδοση και μόνο, αφού θα γίνουμε ένα κράτος χωρίς έθνος. Κι αν ξαφνικά η Ευρώπη διαλυθεί στους πέντε ανέμους, τότε τι θα κάνουμε; Πού θα γείρουμε για παρηγοριά;
Μάλλον αυτό πρέπει να μάθω πριν απ’ όλα στους μαθητές μου: Να είναι πάνω και πριν απ’ όλα Έλληνες και μετά Ευρωπαίοι. Γιατί, αν προσπαθήσουμε να γίνουμε κάτι καινούργιο διαγράφοντας το παρελθόν, το μόνο που θα καταφέρουμε θα είναι να γίνουμε ένας λαός χωρίς μέλλον και δε μας αξίζει. Άλλωστε, ό,τι και να γίνει, πατρίδα μας θα είναι πάντα αυτή η μικρή γωνιά των Βαλκανίων κι όχι η Ευρώπη ολόκληρη. Πάντα εδώ θα γυρίζουμε κι εδώ θα ζητάμε παρηγοριά. Ασυναίσθητα τα βήματα μας θα μας φέρνουν πάντα στο τέλος εδώ. Εδώ που είναι η καρδιά και που μένει πάντα η σκέψη.

Κοζάνη, Ιούλιος 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου