Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΣΕΡΡΑΣ & ΚΑΠΟΙΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ!

της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Οι Σέρρες (ή «τα Σέρρας», για τους εραστές της παλαιότερης και -κατά τους ιστορικούς ερευνητές- και σωστότερης ονομασίας) δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, σε μας, τους Δυτικομακεδόνες, πόλη. Ελλείψει θάλασσας δεν έγιναν ποτέ ο τόπος των καλοκαιρινών μας διακοπών, η τηλεόραση και οι εφημερίδες, άνευ αφορμής εγκλήματος, δε μιλούν ποτέ για πόλεις άνω της Λάρισας και όταν επιλέγεται ως τόπος σπουδών -ακούσια συνήθως, από ελάχιστους εκούσια- το αποδεχόμαστε με σκεπτικισμό για να ψάξουμε την αμέσως επόμενη στιγμή έναν τρόπο μετεγγραφής σε πιο …οικείους -και όχι αναγκαστικά πιο κοντινούς μας- τόπους.
Η σημερινή πρωτεύουσα του νομού Σερρών μετράει μία ιστορία μεγαλύτερη των 2.000 χρόνων και γύρω στους 90.000 μόνιμους κατοίκους. «Μήλον της έριδος» ανάμεσα σε Έλληνες, Βούλγαρους και Τούρκους σε διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, από τις πιο παλιές μέχρι τις πιο πρόσφατες, η πατρίδα του Εμμανουήλ Παπά και του Κωνσταντίνου Καραμανλή αναγκάστηκε πολλές φορές να οπλιστεί με πείσμα και ν’ αναγεννηθεί κυριολεκτικά από τις στάχτες της, για να αφήνει σήμερα έντονο το αποτύπωμά της στο βορειοελλαδικό χώρο. Η σημερινή όψη της πόλης δε διαφέρει σε τίποτα απ’ όλες τις άλλες σύγχρονες, μακεδονίτικες πόλεις. Ψηλά, μοντέρνα κτίρια, γρήγοροι, μα, σαν επαρχία, όχι αγχωτικοί, ρυθμοί και τρόποι ζωής, συνεχώς εξελισσόμενη οικονομία και ανάπτυξη. Η σελίδα του Δήμου Σερρών στο διαδίκτυο ξαφνιάζει ευχάριστα με την πληρότητα και τον όγκο των πληροφοριών που προσφέρει στον επισκέπτη, που θα πληκτρολογήσει ανυποψίαστος την ηλεκτρονική διεύθυνση www.serres.gr και η ίδια η πόλη είναι ένα ευχάριστο πανόραμα εικόνων και χρωμάτων. Ίσως κάποιοι πουν πως σ’ αυτό βοηθάει και η γειτονική Θεσσαλονίκη. Σίγουρα όμως τον πρώτο ρόλο παίζει το πείσμα και η όρεξη των κατοίκων της, που έμαθαν πολύ καλά και πολύ νωρίς στους τόσους αιώνες της πολυκύμαντης ιστορίας τους, πως καμία πόλη δε ζει από τους γείτονές της μόνο.
Το σερραϊκό περιοδικό ΓΙΑΤΙ το συνάντησα τυχαία στο γραφείο ενός άλλου περιοδικού, επαρχιακού κι αυτού, της δικής μας ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ. Στις σελίδες της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ άλλωστε είχα πρωτοσυναντήσει το όνομά του, στη στήλη παρουσίασης νέων βιβλίων και περιοδικών και μου είχε κάνει εντύπωση και τότε ο τόπος καταγωγής. Το παρουσιαστικό του όμως, όταν για πρώτη φορά το πήρα στα χέρια μου, μόνο επαρχία δε θύμιζε. Ωστόσο δεν έψαξα τότε για άλλες πληροφορίες. Το ξεφύλλισα μόνο βιαστικά κι ύστερα ίσως και να το λησμόνησα.
Το δημιουργό και εκδότη του, δραστήριο δημοσιογράφο και συγγραφέα -αμέτρητων, μου φαίνεται- βιβλίων Βασίλη Ι. Τζανακάρη είχα την τύχη να γνωρίσω εδώ, στην Κοζάνη, στην παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου, με τον ποιητικό τίτλο «Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν», μία άτυπη καταγραφή της ύστατης εποχής της ληστοκρατίας τη δεκαετία 1920-1930. Σε κάποια από τις σελίδες του ξεχώριζε μία εξαισίου κάλους φωτογραφία του Φώτη Γιαγκούλα, του ληστή από το Μεταξά, που λίγο πριν τα 20 του χρόνια είχε ήδη διαπράξει 8 φόνους και είχε επικηρυχτεί για το αστρονομικό -την εποχή εκείνη- ποσό των 100.000 δρχ! Με αυτή τη φωτογραφία ως παράδειγμα εξηγούσαν οι εκλεκτοί ομιλητές την προτίμηση του ωραίου φύλου στους ληστές των ορέων. Εκείνο όμως που πιο έντονα θυμάμαι από τη βραδιά εκείνη ήταν η συγκίνηση του κυρίου Τζανακάρη, όταν αναφέρθηκε στην πρωινή επίσκεψή του στο Λαογραφικό Μουσείο της Κοζάνης. Ενθουσιασμένος από όσα εκεί αντίκρισε, δάκρυσε, γιατί αυτό είναι ένα έργο που στην πόλη του, τα Σέρρας, δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ. Οι Βούλγαροι κατακτητές, οι χειρότεροι και επαναλαμβανόμενοι κατακτητές της, άφησαν έντονα τα σημάδια τους στην πόλη και στην περιοχή, καταστρέφοντας και λεηλατώντας οτιδήποτε ωραίο. Ή απλά, οτιδήποτε θα μπορούσε στο μέλλον να αποτελέσει κομμάτι ενός μουσείου. Με ξάφνιασαν τα λόγια του. Ίσως και να με συγκλόνισαν. Μιλώντας μαζί του, λίγο αργότερα, μου θύμισε μία ρήση του αειμνήστου συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου, που έλεγε ότι πρέπει να διαβάζουμε την ελληνική ιστορία κλαίγοντας. «Θα έλεγα ότι είναι τόσα τα πάθη του λαού μας», συμπλήρωσε ο κος Τζανακάρης τα λόγια του αγαπημένου του φίλου, «που πρέπει και να τη γράφουμε κλαίγοντας». Έδωσα τίτλο και τελείωσα το ρεπορτάζ μ’ αυτή τη φράση. Τη συγκίνηση του επισκέπτη μας όμως δεν τόλμησα να την αναφέρω.
Παρ’ όλα αυτά χρειάστηκε να περάσει ένας ακόμη χρόνος μέχρι ν’ αποφασίσω να ζητήσω τη μηνιαία συνδρομή του περιοδικού από τα Σέρρας και άλλοι έξι μήνες μέχρι να βρεθώ εκεί, τυχαία και για λόγους που καμία σχέση με τη γραφή δεν είχαν, τον περασμένο Νοέμβρη. Ο κύριος Τζανακάρης, με έκπληξή μου, με θυμόταν ακόμα, όταν του τηλεφώνησα και είχα την ευκαιρία να με ξεναγήσει τόσο στα γραφεία του ΓΙΑΤΙ -όπου δε βρίσκεις χώρο να καθίσεις από τα βιβλία και τις εφημερίδες, η παλαιότερη μία εγγλέζικη εφημερίδα του 1850- όσο και στο κέντρο της πόλης, που λάμπρυνε εκείνο το πρωινό της Κυριακής -και τις διαθέσεις μας- από έναν υπέροχο ήλιο. Σ’ εκείνη τη συνάντησή μας πληροφορήθηκα πως το σωστό όνομα της πόλης είναι τελικά «Σέρρας», όπως οι παλαιότεροι θυμούνται και το προτιμούν ακόμα και όχι το εκδημοτικισμένο «Σέρρες» και πως το περιοδικό, το ΓΙΑΤΙ, συμπληρώνει φέτος 30 χρόνια ζωής και ασυναίσθητα θυμήθηκα πάλι την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Είχε γιορτάσει και η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ εκείνες τις μέρες τα γενέθλιά της, κατά 10 κεράκια λιγότερα από το σερραίο φίλο της. Στο πάρτι της δικής της ενηλικίωσης ήμουν το βράδυ πριν την αναχώρησή μου για εκεί.
Τελείωσε γρήγορα εκείνη η επίσκεψη του τέλους του Νοέμβρη στη σερραϊκή πρωτεύουσα -ήταν άλλωστε μόνο για ένα σαββατοκύριακο και τα σαββατοκύριακα πάντα βιάζονται να τελειώσουν- και ήμουν η μόνη από τους συνταξιδιώτες μου, που έφερα από το ταξίδι μου αναμνηστικά, περιοδικά και βιβλία. Μου άρεσε όμως αυτή η πόλη. Μου άρεσε πολύ. Μου άρεσε ο πλατύς ορίζοντας που την τύλιγε, ασυννέφιαστα γαλάζιος εκείνη την Κυριακή και η αχνή μορφή των βουνών στο βάθος, φρουροί και φύλακες, γεννήτορες της Μακεδονίας. Μου άρεσε γιατί συνάντησα μία πόλη που γνωρίζει και αναγνωρίζει την ιστορία της κι αυτό, στην Ελλάδα, δεν είναι καθόλου συνηθισμένο. Είμαστε ένας λαός που, όσο πιο κοντά στα βόρεια σύνορα της χώρας βρισκόμαστε, τόσο μικρότερη γνώση της πανελλήνιας και τοπικής μας ιστορίας έχουμε. Κάποτε μάλιστα μας έλεγαν -και μας είχαν πείσει γι’ αυτό- πως εμείς εδώ στη Μακεδονία δεν έχουμε ιστορία, μόνο έναν Μέγα Αλέξανδρο, μα κι αυτός, τι κι αν έφτασε μέχρι την Ινδία, πέθανε στα 33 του χρόνια και την ιστορία του τη διδασκόμαστε βιαστικά στο τέλος του σχολικού έτους, όπως και το Μακεδονικό Αγώνα, λίγες τάξεις αργότερα, που μπορεί να μη διδαχτούμε και καθόλου, γιατί ακολουθούν άλλα, σημαντικότερα, λένε οι ειδήμονες, κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας. Η Κοζάνη δεν ξέφυγε απ’ αυτή τη βεβαιότητα και ξαφνιάστηκε, όταν είδε τα αρχαιολογικά ευρήματα, τόσο στην Αιανή, όσο και κατά την πορεία δημιουργίας της νέας Εγνατίας. Δεν μπορεί ακόμα να κατανοήσει πως βρέθηκαν εδώ οι άνθρωποι του νεολιθικού και αρχαίου κόσμου και εδώ που τα λέμε, κανένας δεν προσπάθησε να της εξηγήσει το λόγο. Τα Σέρρας όμως και το ΓΙΑΤΙ έχουν μελετήσει κι έχουν κατανοήσει την πορεία της ιστορίας τους. Ίσως γιατί οι άνθρωποι -όπως κι αν ονομαζόταν ο κατακτητής- ήταν τόσο σκληροί μαζί τους, που δεν τους άφησαν να τους ξεχάσουν. Οι Βούλγαροι επιβάλλονταν πάντα με την ιδιότητα του νόμιμου κατόχου της περιοχής, αναζητώντας διέξοδο στο χρυσοφόρο Αιγαίο και η επιβολή τους αυτή μόνο με σφαγές και αιματοχυσία μπορούσε να ανεχτεί από τους Έλληνες κατοίκους. Η Κοζάνη, χαμένη πάντα πάνω στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας, δεν είχε ποτέ τόσο άγριους δυνάστες. Μ’ ένα προνόμιο, που της εξασφάλισε, κάποια χρονιά του 17ου αιώνα, ο πρώτος άρχοντάς της, ο Χαρίσης Τράντας, η πόλη είχε ανακηρυχτεί μαλικιανές, κτήμα δηλ. της μητέρας του σουλτάνου. Με την παροχή αυτών των προνομίων οι Κοζανίτες απαλλάσσονταν απ’ ορισμένους φόρους, απαγορευόταν στον τουρκικό στρατό να διαμένει και να περνάει μέσα από την πόλη, αν δεν ξεπετάλωνε τα άλογά του, απαγορευόταν η εγκατάσταση Οθωμανών στην πόλη και οι χριστιανοί μπορούσαν να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τις εκκλησιαστικές τους γιορτές. Στην Κοζάνη δε χτίστηκε ποτέ τζαμί, όπως στα τουρκοχώρια γύρω από την πόλη συνέβη. Παράλληλα, δραστήριοι έμποροι γυρνούσαν όλη την Ευρώπη, φέρνοντας πίσω στη μικρή πατρίδα τους, πλούσια εμπορεύματα και χρυσές λίρες και τις φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Σίγουρα, πέντε αιώνες τουρκικής σκλαβιάς -τα 400 χρόνια είναι τελικά μόνο για τη νότια Ελλάδα- δεν ήταν εύκολη υπόθεση και ο φόρος του αίματος ήταν πάντα βαρύς. Δε ζήσαμε όμως ποτέ τη σκληρή μοίρα των Σερρών και οι όμορφες στιγμές της ιστορίας δυστυχώς ξεχνιούνται εύκολα.
Θα ήθελα να είχαμε ένα περιοδικό σαν το ΓΙΑΤΙ στην Κοζάνη. Υπάρχουν σίγουρα και οι άνθρωποι και οι τρόποι για να γραφεί. Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ έχει μια άλλη μορφή. Δεν είναι «φτιαγμένη» για τέτοια πράγματα -κι ας μη με μαλώσει ο κος Καραγιάννης, «η ψυχή της» 20 ολόκληρα χρόνια, για την αδυναμία που της προσάπτω. Ίσως να μην ήρθε ακόμα ο καιρός. Ίσως οι μικρές ανάγκες της καθημερινότητας να είναι ακόμα πολύ μεγάλες και να μη μας αφήνουν καιρό και χώρο για τόσο υψηλές σκέψεις.
Η ανιψιά μου θα σβήσει σε λίγες μέρες το κεράκι του πρώτου χρόνου της ζωής της. Κάνει πλέον δειλά τα πρώτα της βήματα, λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια μισόλογα και κατανοητές μόνο για ‘κείνη λεξούλες και λατρεύει ν’ ανακατεύει τα πράγματα της θείας της. Κι όσες φορές βρει το ΓΙΑΤΙ πάνω στο γραφείο μου, το «μελετάει» με ενήλικη σοβαρότητα κι ούτε που σκέφτεται να διαλύσει τις σελίδες του, όπως με άλλα περιοδικά συμβαίνει. Θα ήθελα να διαβάζει κι εκείνη το ΓΙΑΤΙ στα 30 της χρόνια. Ίσως για να μάθει κάτι από την ξεχασμένη -και όχι χαμένη- ιστορία της Μακεδονίας, τον Εμμανουήλ Παπά και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή των Σερρών και το Γεώργιο Λασσάνη της Κοζάνης. Τους ποταμούς το αίμα, που οι Σερραίοι έχυσαν στον υπέρτατο αγώνα για την απόκτηση μιας αυτονόητης, ελληνικής πατρίδας και τον αγώνα των Κοζανιτών με τους κατακτητές και τα ψηλά και κακοτράχαλα βουνά του τόπου τους, που θα τους κρύβουν αιώνια τον ορίζοντα, χαρίζοντας τους μόνο μια ανάσα ουρανό για να τον ποθήσουν περισσότερο. Τον κοινό αγώνα των πανελλήνων στα βουνά της Αλβανίας και τόσους άλλους άγνωστους αγώνες και ήρωες, όλα αυτά που τα σχολικά της βιβλία δε θα γράψουν ποτέ και κανένας δάσκαλος δε θα πει ποτέ στους μαθητές του.
Ίσως για να γιορτάσει μία μέρα το ΓΙΑΤΙ και τα 60 και -γιατί όχι- και τα 100 του χρόνια. Άλλωστε, κάπως έτσι δεν είναι οι ευχές των γενεθλίων;
Χρόνια πολλά, ΓΙΑΤΙ και να τα εκατοστήσεις! Χρειαζόμαστε τη γνώση σου. Σ’ ευχαριστούμε που τόσο απλόχερα μας τη χαρίζεις!

Κοζάνη, Φεβρουάριος 2005



Αναγκαία υποσημείωση: Πολύτιμο βοήθημά μου στη συλλογή των ιστορικών πληροφοριών για την ιστορία της Κοζάνης υπήρξε το βιβλίο «Μία βορειοελληνική πόλη στην τουρκοκρατία-Ιστορία της Κοζάνης (1400-1912)» (εκδ: Εστία. Αθήνα-1992) του εκλεκτού συμπατριώτη μας, πολιτικού και συγγραφέα Μιχάλη Παπακωνσταντίνου. Σε αυτό βρήκα όλες τις ιστορικές πληροφορίες, που στο παραπάνω κείμενο, αναφέρω.


- Δημοσιεύτηκε στο Σερραϊκό περιοδικό ΓΙΑΤΙ, Μάρτιος 2005, αρ.τ. 357, σελ. 28-30.

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

ΙΕΡΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Ο «ΠΑΠΠΟΥΣ» ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Νικολάου, που κοσμεί την κεντρική πλατεία της Κοζάνης, συμπληρώνει σήμερα 3,5 αιώνες ζωής. Το καμπαναριό της εκκλησίας, με ιστορία 191 χρόνων μικρότερη, είναι πλέον το σήμα κατατεθέν της πόλης, σημείο αναφοράς και συνάντησης κατοίκων και ξένων και κοσμεί σήμερα κάθε τι που αναφέρεται στην ιστορία και στην πορεία της Κοζάνης στο χώρο και στο χρόνο.
Η ημέρα της γιορτής του αγίου (6 Δεκεμβρίου) είναι γενική αργία για την πόλη. Δημοτικά και ιδιωτικά καταστήματα, όπως και σχολεία και δημόσιες υπηρεσίες παραμένουν κλειστά, δίνοντας στη μέρα εκείνη μια εντύπωση Κυριακής. Το προηγούμενο απόγευμα τελείται στον ιερό ναό μέγας εσπερινός και την ημέρα της γιορτής, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της Πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας, πραγματοποιείται η περιφορά της εικόνας του Αγίου Νικολάου στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, συνοδεία πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, της ΠΑΝΔΩΡΑΣ και της μουσικής του στρατού, τμημάτων της τοπικής εφορίας οδηγών και προσκόπων και φυσικά πλήθους κόσμου, που γεμίζει ασφυκτικά και από νωρίς τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, για να συμμετάσχει ευλαβικά στην περιφορά της εικόνας του προστάτη αγίου τους. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος πολύ σοβαρός λόγος, συνήθως ασθένεια και μάλιστα βαριά, για να μη παρευρίσκεται κάποιος στην περιφορά. Από την ημέρα καθιέρωσης του Αγίου Νικολάου σε πολιούχο της Κοζάνης (9 Απριλίου 1953) δεν υπήρξε ούτε μία χρονιά που να μην πραγματοποιήθηκε, λόγω άσχημων καιρικών συνθηκών ή άλλων γεγονότων, η περιφορά της εικόνας την ημέρα της γιορτής του αγίου. Κι επειδή τις μέρες εκείνες κάνει κρύο και ρίχνει συνήθως το πρώτο χιόνι του χειμώνα -ούτε αυτό εμποδίζει τον άγιο να τριγυρίσει και να ευλογήσει τους δρόμους της πόλης του- οι γιαγιάδες λένε στα εγγονάκια τους πως σήμερα χιονίζει γιατί «ο Αϊ-Νικόλας χτενίζει τα γένια του».
Η επιλογή του Αγίου Νικολάου ως προστάτη του νέου ιερού ναού ήτανε μία προσωπική επιλογή του Κοζανίτη άρχοντα Χαρίση Τράντα, ο οποίος επιστρέφοντας από τη Ρωσία, όπου επί χρόνια ζούσε δίπλα σε κάποιον ευκατάστατο θείο του -αξιωματικό του ρωσικού στρατού, ο οποίος τον έχρισε μετά το θάνατό του γενικό κληρονόμο του- μαζί με το φιρμάνι (= σουλτανικό διάταγμα) της άδειας ανέγερσης της νέας εκκλησίας, έφερε μαζί του και κάποιες από τις εκεί συνήθειες. Ο Άγιος Νικόλαος, θαλασσινός άγιος για τους Έλληνες και την ορθόδοξη παράδοση, είναι ιδιαίτερα αγαπητός στους ορθοδόξους της Ρωσίας. Ακολουθώντας πιθανώς αυτή την παράδοση, ο Τράντας τον επέλεξε και σαν προστάτη άγιο της νέας εκκλησίας κι ας μην είχε εδώ θαλασσινούς να προστατέψει!
Η οικοδόμηση του ιερού ναού ξεκίνησε το 1664, πριν ακόμα μεταφερθεί η έδρα της Επισκοπής από τα Σέρβια στην Κοζάνη, με πρωτοβουλία του Τράντα, ο οποίος πάσχισε πολύ για τον καλλωπισμό της πόλης. Κατασκεύασε βρύσες σε διάφορα σημεία του οικισμού, φύτεψε αιωνόβια πλατάνια και έφτιαξε σκεπαστή αγορά. Είχε προηγηθεί, πάλι με δικές του ενέργειες, η ανακήρυξη της Κοζάνης σε μαλικιανέ, πέρασε δηλαδή στη δικαιοδοσία της μητέρας του Σουλτάνου και στο πλαίσιο αυτών των προνομίων της παραχωρήθηκε από την Υψηλή Πύλη και η άδεια οικοδόμησης του νέου ιερού ναού.
Μία πληροφορία ότι στην ίδια θέση υπήρχε παλαιότερος ναός, που κατεδαφίστηκε κάποια στιγμή το 17ο αιώνα για να χτιστεί στη θέση του η νέα εκκλησία, δεν επιβεβαιώνεται. Η ανέγερση του νέου ιερού ναού αποφασίστηκε εξαιτίας της αύξησης του μεγέθους της πόλης, που τότε βρισκόταν ακόμα στα πρώτα στάδια της ακμής της και του αριθμού των κατοίκων της. Η θέση που κτίστηκε ο ναός, όπως ο Λιούφης αναφέρει, ήταν τότε δάσος και όλοι οι κάτοικοι βοήθησαν, όπως ο καθένας μπορούσε, με χρήματα, αλλά και προσωπική εργασία, στην κατασκευή του. Οι περιστάσεις επέβαλλαν οι εκκλησίες να μη τραβούν την προσοχή του κατακτητή, όσα προνόμια κι αν είχαν οι πόλεις και γι’ αυτό το λόγο ο Άγιος Νικόλαος χτίστηκε χαμηλός και στην αρχή τουλάχιστον χωρίς κωδωνοστάσιο.
Το 1721, με νέο φιρμάνι που οι Κοζανίτες εξασφαλίζουν από την Υψηλή Πύλη για δήθεν επισκευές του ναού από σεισμό, ο ναός ανακαινίζεται εκ βάθρων (κατεδαφίστηκε και χτίστηκε ξανά όλη η εκκλησία, σε μεγαλύτερες αυτή τη φορά, στις σημερινές της διαστάσεις). Οι εργασίες ολοκληρώνονται το 1730, επί Επισκόπου Ζαχαρίου, με την αγιογράφηση του ιερού ναού, έργο των Γιαννιωτών αδελφών Νικολάου και Θεοδώρου. Μέχρι το 1747 με 1750 τοποθετούνται το ιερό τέμπλο και όλα τα υπόλοιπα ξυλόγλυπτα μέρη του ιερού ναού. Όλα σχεδόν τα ξυλόγλυπτα καλύπτονται από λεπτό φύλλο χρυσού, ενώ τα φωτοστέφανα των κεντρικών μορφών των τοιχογραφιών καλύπτονται από μονοκόμματες χρυσές πλάκες. Οι τοιχογραφίες του γυναικωνίτη είναι μεταγενέστερες και άλλης τεχνοτροπίας, γεγονός που επιβεβαιώνει την πληροφορία ότι ο γυναικωνίτης χτίστηκε κάποια χρόνια αργότερα από τον κεντρικό ναό. Κατά μία πληροφορία αγιογράφος αυτού του τμήματος της εκκλησίας ήταν ένας λαϊκός αγιογράφος από τη Σαμαρίνα.

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Μητροπολίτης Φώτιος (1910-1923), σε μία προσπάθεια βελτιστοποίησης του ιερού ναού και επίλυσης κάποιων σημαντικών προβλημάτων της κατασκευής του, ανέλαβε και διάνοιξε με δική του ευθύνη, νέα παράθυρα στη νότια πλευρά της εκκλησίας, στο ιερό βήμα και στην κεντρική κόγχη, κατεδάφισε το τοίχωμα που χώριζε το γυναικωνίτη από τον ανδρωνίτη και επεξέτεινε τη δυτική πλευρά του ορόφου των γυναικών, κατασκεύασε ή ίσως ανασκεύασε το βόρειο νάρθηκα και διάνοιξε το κέντρο της οροφής, όπου και κατασκεύασε δύο ψευδοτρούλους (φανάρια). Η επέμβαση αυτή του Φωτίου στον ιερό ναό θεωρείται εσφαλμένη ενέργεια, που ζημίωσε το ιερό κτίσμα, ιδίως το άνοιγμα του παραθύρου στην κόγχη του ιερού βήματος, που κατέστρεψε την τοιχογραφία της Πλατυτέρας και το άνοιγμα στο κέντρο της οροφής για την κατασκευή των δύο ψευδοτρούλων, που κατέστρεψε την τοιχογραφία του Παντοκράτορα. Η παράτολμη αυτή ενέργεια του Φωτίου, που άλλαξε ριζικά τη μορφή του ιερού ναού, αν και κατακρίθηκε σφόδρα από μεγάλη μερίδα του χριστεπώνυμου πλήθους της πόλης, ήταν ωστόσο αναγκαία, λόγω του χαμηλού της εκκλησίας και του σκοτεινού εσωτερικού χώρου, που ταλαιπωρούσε τους ιερείς κατά την εξάσκηση των ιερών καθηκόντων τους. Ο Φώτιος ήταν γέρος, με σοβαρά προβλήματα όρασης και ο σκοτεινός Άγιος Νικόλαος τον ταλαιπωρούσε πολύ, κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.
Στις 6 Νοεμβρίου 1926 ο ναός κηρύχτηκε αρχαιολογικό διατηρητέο μνημείο, οπότε έκτοτε καμία αλλαγή εσωτερική ή εξωτερική δεν μπορεί πλέον να γίνει και δεν έγινε στο ιερό κτίσμα, εκτός από τις απαραίτητες και αναγκαίες εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης.

Συχνά κατά τη διάρκεια όλων των χρόνων της λειτουργίας του, φιλοξενώντας βασιλιάδες και σπουδαίους πνευματικούς και πολιτικούς ηγέτες, ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Νικολάου έγειρε πολλές συζητήσεις περί αντικατάστασης ή έστω επιδιόρθωσής του. Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια των χρόνων της Τουρκοκρατίας, με ευθείς ή πλάγιους τις πιο πολλές φορές τρόπους, η Κοζάνη κατάφερνε να εξασφαλίζει από την Υψηλή Πύλη άδειες για την επισκευή της εκκλησίας, αποβλέποντας στην κατεδάφιση του παλιού και στην ανέγερση νέου ναού, συζητήσεις που συνεχίστηκαν και μετά το 1912 και την απελευθέρωση της Κοζάνης. Το 1926 ο ναός κηρύχτηκε αρχαιολογικό διατηρητέο μνημείο, οπότε κάθε σκέψη για κατεδάφιση και εκ νέου ανέγερσή του δεν μπορούσε πλέον να πραγματοποιηθεί. Ωστόσο οι σκέψεις δημιουργίας νέου ναού συνεχίστηκαν, κυρίως λόγω του χαμηλού της εκκλησίας και του σκοτεινού εσωτερικού χώρου, που ταλαιπωρούσε τους ιερείς κατά την εξάσκηση των ιερών καθηκόντων τους. Οι προσπάθειες αυτές έφτασαν σε ένα τελικό στάδιο το 1961 επί του μακαριστού Μητροπολίτου Διονυσίου και το έργο ανέγερσης του νέου ναού, πάνω από τον παλιό, επρόκειτο να ξεκινήσει το 1970, δεν πραγματοποιήθηκε όμως ποτέ, καθώς συντριπτικά μεγάλη μερίδα Κοζανιτών διαφώνησε, κυρίως για την τύχη του καμπαναριού, διότι το πρόπλασμα που είχε εκτεθεί προέβλεπε την κατεδάφισή του και την ανέγερση νέου, μικρότερου στο βορειοδυτικό άκρο του ναού.
Το 1986 πραγματοποιήθηκε η αποξήλωση, ο καθαρισμός και η κατασκευή νέας στέγης και ο καθαρισμός των τοιχογραφιών, που είχανε μαυρίσει από τα χρόνια και την αιθάλη των κεριών, που μέχρι πρόσφατα οι πιστοί άναβαν μέσα στο ιερό ναό κι όχι στον πρόναο, όπως σήμερα συνηθίζεται. Η αποκατάσταση του καμπαναριού άρχισε το 1995 με την ευθύνη του Δήμου Κοζάνης και ολοκληρώθηκε κατά ευτυχή συγκυρία λίγο πριν τον απρόσμενα μεγάλο για την περιοχή μας σεισμό των 6,6R της 13ης Μαΐου 1995.

ΤΟ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Άδεια ανέγερσης κωδωνοστασίου δόθηκε το 1728 επί Σουλτάνου Αχμέτ Γ΄ για ν’ αποκτήσει η εκκλησία «σήμαντρα σιδερένια και ξύλινα». Προγενέστερα, το 1721 με την ανακαίνιση (μάλλον εκ θεμελίων νέα ανέγερση) της εκκλησίας είχαν τοποθετηθεί σ’ αυτή μεγάλες καμπάνες, αλλά ο ήχος τους ενοχλούσε τους μουσουλμάνους κατοίκους των τριγύρω από την πόλη χωριών, οι οποίοι ζήτησαν και πέτυχαν την απαγόρευση της κωδωνοκρουσίας. Ένα σουλτάνικο φιρμάνι του 1729, που σώζεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, απαγορεύει στους Κοζανίτες να χρησιμοποιούν καμπάνες, αλλά επιτρέπει τα σήμαντρα. Ωστόσο για πολύ λίγο χρόνο χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα σήμαντρα. Η απαγόρευση σύντομα ξεχάστηκε και οι Κοζανίτες ξαναχτύπησαν τις δύο βροντερές καμπάνες όταν, το 1730, ιστορήθηκε η εκκλησία. Από τότε δεν φαίνεται να σταμάτησαν να χτυπούν οι καμπάνες στην Κοζάνη, τοποθετημένες τότε σε ένα μικρό κωδωνοστάσιο δίπλα στην εκκλησία. Την εποχή που δεν επιτρεπόταν η κωδωνοκρουσία και καθώς ο ήχος των σημάντρων δεν έφτανε αρκετά μακριά, οι πιστοί καλούνταν στις θείες λειτουργίες από το νεωκόρο ή ειδικό κράχτη.
Το 1855 οι Κοζανίτες αποφασίζουν να χτίσουν ένα ψηλό και επιβλητικό καμπαναριό, τετράγωνο, εμβαδού 42 m2, ψηλότερο τότε και μέχρι πρόσφατα από κάθε άλλο κτίριο στην πόλη, με προσανατολισμό τέτοιο ώστε κάθε μία από τις τέσσερις πλευρές του ν’ αντιστοιχεί σ’ ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα με 6 ορόφους και 26 μέτρα ύψος, για την εποχή του πύργος σωστός, από τον κάλφα (= πρωτομάστορα) Ανδρέα από τη Σέλιτσα (= τη σημερινή Εράτυρα του Βοΐου), όπως μαρτυρεί και η επιγραφή στον ανατολικό τοίχο του ισογείου, επάνω και δεξιά. Το καμπαναριό, που είναι από τότε και μέχρι σήμερα εμφανές σημείο και σήμα κατατεθέν της Κοζάνης και δεν κατάφεραν να λαβώσουν ή να ταράξουν ούτε ο πόλεμος του 1940, ούτε ο βομβαρδισμός της πόλης από τα γερμανικά στούκας τον Απρίλη του 1941, που ισοπέδωσε ολοκληρωτικά το δεύτερο όροφο του Δημαρχείου δίπλα, ούτε ο μεγάλος σεισμός των 6,6R το Μάιο του 1995.
Το πρώτο μέρος του κωδωνοστασίου χτίστηκε, όπως βεβαιώνουν και οι εγγράμματες αναφορές στις τέσσερις όψεις του, το 1855 με συνολικό κόστος 62.152 γρόσια και 37 παράδες, χρήματα που αρχικά είχαν συγκεντρωθεί για την ανέγερση σχολείου και η παροχή τους στην κατασκευή του καμπαναριού ξεσήκωσε πολλές διαμαρτυρίες. Στην κορυφή του τρούλου, αντί σταυρού, που απαγορευόταν (αν και οι Κοζανίτες στην αρχή προσπάθησαν και για λίγο καιρό πέτυχαν να παραβλέψουν την απαγόρευση1) τοποθέτησαν ένα μεταλλικό περιστέρι με ανοιχτές φτερούγες, που από μακριά έδινε την εντύπωση σταυρού.

Το 1904 οι Κοζανίτες καταφέρνουν, με τη βοήθεια συνεισφορών συμπατριωτών τους της Θεσσαλονίκης -στη μακεδονική πρωτεύουσα έδρευε πάντα, ακόμη και πριν την απελευθέρωση και μέχρι σήμερα, μία πολυπληθής και ιδιαίτερα δραστήρια κοινότητα Κοζανιτών- να αποκτήσουν μία τεράστια καμπάνα, βάρους πολλών οκάδων, την οποία βιαζόταν να τοποθετήσουν στο κωδωνοστάσιο για να ακούγεται ο ήχος της από μακριά. Έστειλαν τότε επιστολή προς τον Μητροπολίτη Κωνστάντιο, ο οποίος, σα μέλος της Ιεράς Συνόδου, βρισκόταν την εποχή εκείνη στην Κωνσταντινούπολη και τον πληροφορούσαν για τη βιασύνη τους να τοποθετήσουν στο καμπαναριό τη νέα μεγάλη καμπάνα. Ο Κωνστάντιος τους προέτρεψε να μη βιαστούν και να περιμένουν μέχρι να γυρίσει και ο ίδιος στην Κοζάνη το Μάρτιο του 1905 για να είναι παρών στην πρώτη κρούση της και ν’ αποφευχθούν πιθανόν δυσάρεστα επεισόδια από πλευράς των Τούρκων της περιοχής.
Το πρώτο ρολόι του κωδωνοστασίου, μίας μόνο όψεως, ήταν δωρεά του Ηλία Κουτσιμάνη και τοποθετήθηκε στην ανατολική πλευρά κάποια στιγμή πριν το 1867 (χρονιά θανάτου του δωρητή του). Το 1939 προστέθηκε ο έβδομος όροφος, όπου και τοποθετήθηκε το νέο ρολόι τεσσάρων όψεων, δωρεά του Κωνσταντίνου Μαμάτσιου, άξιου τέκνου και μεγάλου ευεργέτη της πόλης. Από τότε οι Κοζανίτες χαριτολογώντας ονομάζουν το ρολόι τους Μαμάτσιο, (το ρολόι μόνο, όχι όλο το κωδωνοστάσιο) το όνομα δηλαδή του δωρητή του και περιμένουν με αγωνία, αλλά και αγαλλίαση κάθε χτύπημά του. Οι πρώτοι χτύποι του νέου ρολογιού των τεσσάρων όψεων ακούστηκαν στις 00:00 της 31ης Δεκεμβρίου 1939. Τον Απρίλιο του 1941 μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα (6 Απριλίου 1941) και τον βομβαρδισμό λίγες μέρες αργότερα της Κοζάνης (10 Απριλίου 1941), ο πρώτος όροφος του Δημαρχείου καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Από τα θραύσματα η ανατολική και η νότια πλευρά των τριών πάνω ορόφων του κωδωνοστασίου υπέστη επιπόλαια, ανεξίτηλα ωστόσο, τραύματα, το ίδιο όμως παρέμεινε ακλόνητο.

Την ώρα του βομβαρδισμού, το απόγευμα της Πέμπτης 10 Απριλίου 1941, προπαραμονή της γιορτής του Λαζάρου, στην εκκλησία τελούνταν εσπερινός κι ήταν κατάμεστη από κόσμο. Παρότι ο πρώτος όροφος του Δημαρχιακού Μεγάρου δίπλα επλήγει από τις βόμβες και καταστράφηκε ολοκληρωτικά, κανένα από τα θραύσματα δεν έπληξε το κωδωνοστάσιο ή τον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου και οι κάτοικοι μίλησαν αμέσως για το θαύμα του «παππού» τους Αϊ-Νικόλα, που άπλωσε το χέρι του και προστάτεψε την πόλη, όπως την προστάτευε πάντα και δεν άφησε ποτέ ούτε Οθωμανούς, ούτε Εβραίους ή άλλους αλλόθρησκους να εγκατασταθούν στην Κοζάνη, ούτε φυσικές καταστροφές ή ανθρώπινες λεηλασίες να την καταστρέψουν.

Ο Άγιος Νικόλαος αναγνωρίσθηκε ως πολιούχος της πόλης της Κοζάνης με το Βασιλικό Διάταγμα της 9ης Απριλίου 1953 και φέρει όλα αυτά τα χρόνια της συνύπαρξής μας τον τίτλο του στοργικού και πάντα προστάτη παππού της Κοζάνης.

Κοζάνη, Δεκέμβριος 2010


1. Οι Κοζανίτες, όταν έχτισαν το καμπαναριό, παρέβλεψαν την παραπάνω απαγόρευση και τοποθέτησαν στην κορυφή του κανονικά σταυρό, γεγονός που όταν αντιλήφθηκε το μουσουλμανικό στοιχείο της περιοχής, δεν μπορούσε να ανεχτεί. Διαμαρτυρήθηκε έντονα και απαίτησε να κατέβει ο σταυρός αμέσως. Έτσι, ύστερα από πιέσεις και διαμαρτυρίες του Αγά του Μπουτζακίων προς την Τουρκική διοίκηση, κατάφεραν να κατεβάσουν το σταυρό από τον τρούλο του κωδωνοστασίου, με την προϋπόθεση όμως, που οι Κοζανίτες τους έθεσαν, να χτυπούν ελεύθερα οι καμπάνες. (Γιώργου Χαρισίου Παφίλη. Το χτύπημα της καμπάνας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ, 23 Δεκεμβρίου 2005, σελ: 8-9).

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Εκδήλωση για τα 100 χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα

«Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ…»
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Εκδήλωση αφιερωμένη στη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατο του Παύλου Μελά και την ένοπλη έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα διοργάνωσε το μεσημέρι της Κυριακής 12 Δεκεμβρίου 2004 στο Κοβεντάρειο η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης. Στην εκδήλωση κεντρική ομιλήτρια ήταν η κα Αθηνά Κακούλη-Τζινίκου, φιλόλογος-λαογράφος και τέως διευθύντρια του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσ/νίκης, η οποία μίλησε για το Μακεδονικό Αγώνα στη Δυτική Μακεδονία.
Η κα Τζινίκου αναφέρθηκε επιγραμματικά σε όλη την ιστορία της Μακεδονίας από την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων το Μάιο του 1453 και την οριστική διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι την απελευθέρωση και την προσάρτησή της στο νέο ελληνικό κράτος το 1912. Όπως παρατήρησε ο Μακεδονικός Αγώνας δεν περιορίζεται στην τετραετία 1904-1908, που είναι κυρίως οι χρονιές της ένοπλης αντίστασης. Είναι ένας αγώνας που ξεκίνησε το 1870, κορυφώθηκε την τετραετία εκείνη (1904-1908) και συνεχίζεται -με άλλη μορφή πλέον- ακόμα και σήμερα. Η Μακεδονία υπήρξε το «μήλον της έριδος» για πολλούς αιώνες ανάμεσα στους Έλληνες, στους Βουλγάρους και στους Τούρκους, αφού η κυριαρχία της οδηγούσε υποχρεωτικά και στην κυριαρχία του Αιγαίου, την οποία και οι τρεις χώρες επιθυμούσαν. Η ελευθερία και η τελική προσάρτησή της στην Ελλάδα, όπως το συντριπτικό ποσοστό της πλειοψηφίας των κατοίκων της επιθυμούσε, ήταν αποτέλεσμα σκληρού και μακρόχρονου αγώνα. Οι Μακεδόνες ήταν πάντα Έλληνες, όποια γλώσσα κι αν μιλούσαν. Όπως η κα Τζινίκου παρατήρησε οι κατά καιρούς υποψήφιοι «μνηστήρες» της προσπάθησαν με δόλιους τρόπους, σφαγές και επιθέσεις να διασπάσουν το ελληνικό φρόνημα των κατοίκων της, που όμως κατόρθωσε να παραμείνει ζωντανό παρά τα 400 και πλέον χρόνια σκλαβιάς και υποδούλωσης από έναν αλλόθρησκο και βίαιο δυνάστη. Τα ονόματα των εθνομαρτύρων που έπεσαν στα χώματά της, πολεμώντας για την ελευθερία της, με κορυφαίο τον Παύλο Μελά, είναι αμέτρητα και όλη η Μακεδονία και η Δυτική Μακεδονία ειδικότερα προσέφεραν σπουδαίους αγωνιστές στον αγώνα της ελευθερίας.
Η κα Τζινίκου αναφέρθηκε και στις επισκέψεις του κορυφαίου Μακεδονομάχου Παύλου Μελά στην Κοζάνη και μίλησε με συγκινητικά λόγια για τις τελευταίες στιγμές του στη Στάτιστα της Καστοριάς (σημερινό Μελά) τον Οκτώβρη του 1904, όταν, χτυπημένος από εχθρική σφαίρα και ύστερα από προδοσία, ξεψύχησε στην αγκαλιά των συντρόφων του, κρατώντας στα χέρια τη φωτογραφία των παιδιών του. Ο Παύλος Μελάς είχε έρθει στη Μακεδονία, όχι για να σκοτώσει, αλλά για να σκοτωθεί. Έχοντας πλήρη γνώση του δύσκολου εγχειρήματος, που θέλησε να φέρει εις πέρας, ήρθε και θυσιάστηκε στα χώματά της. «Για τους ήρωες αυτούς», είπε η κα Τζινίκου, «δεν χρειάζεται ενός λεπτού σιγή. Αρκεί να τους κρατήσουμε για πάντα στην καρδιά μας».
Την εκδήλωση άνοιξε το Σύνολο Δημοτικής Μουσικής του Μουσικού Σχολείου Σιάτιστας, ενώ στον ίδιο χώρο λειτουργούσε Έκθεση Φωτογραφίας του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσ/νίκης και του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου Κοζάνης.
Μιλώντας στο Θ λίγο πριν την έναρξη της εκδήλωσης η κα Τζινίκου παρατήρησε πως ο Μακεδονικός Αγώνας, μία πτυχή της νεότερης ελληνικής ιστορίας, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με την εθνική νεκρανάσταση του 1821, είναι σήμερα ελάχιστα γνωστός και αυτό οφείλεται και στις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτός διεξάγει. «Οι ίδιοι οι Μακεδονομάχοι», είπε η κα Τζινίκου, «κάτω από αντίξοες συνθήκες με διπλό αντίπαλο, τον Τούρκο και το Βούλγαρο, κατέστρεφαν ό,τι θα τους ενοχοποιούσε και συνεπώς έφτασαν μέχρι τις μέρες μας λίγες μαρτυρίες. Από την άλλη μεριά ήταν τόσο σεμνοί, ό,τι έκαναν το έκαναν για την πατρίδα κι όχι για τη φήμη ή τη δόξα και συνεπώς τα ελάχιστα απομνημονεύματα που έχουμε τα οφείλουμε στην Πηνελόπη Δέλτα, η οποία τα ζήτησε από τους Μακεδονομάχους για να γράψει τα βιβλία της. Δεν είναι ο Μακεδονικός Αγώνας όσο θα έπρεπε γνωστός και ακόμα ερευνάται». Αυτό οφείλεται και σε μία …συνήθεια των νεοελλήνων να αδιαφορούν για την ιστορία τους. «Εμείς οι νεοέλληνες», είπε η κα Τζινίκου, «ό,τι έχουμε εν αφθονία, δεν του δίνουμε αξία. Έχουμε εν αφθονία ιστορία, πολιτισμό και δεν τα τιμούμε όλα αυτά όσο θα έπρεπε. Ενώ γνωρίζουμε ότι η ιστορία είναι ασπίδα και δόρυ για την προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων, δυστυχώς δεν τα μελετούμε και δεν τα προβάλουμε όσο θα έπρεπε». Η ίδια προβάλει πρώτο το γεγονός ότι ο Αγώνας ήταν μια υπόθεση όλου του ελληνισμού. «Προσωπικά», διευκρινίζει, «θα ήθελα να προβληθεί περισσότερο το γεγονός ότι σύσσωμος ο ελληνισμός διεξήγαγε τον Μακεδονικό Αγώνα, αλλά με πρωτοπόρο το γηγενές στοιχείο, τους ντόπιους Μακεδόνες, όλων των ηλικιών και των δύο φύλων, όλων των κοινωνικών τάξεων». Όπως η κα Τζινίκου παρατήρησε η αρχαιολογική έρευνα και οι πλούσιες, αρχαιολογικές ανακαλύψεις σε όλη τη Μακεδονίας έχουν σήμερα αποστομώσει τους διάφορους πλαστογράφους της ελληνικής ιστορίας για την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων, που προσπάθησαν να αποδείξουν ότι τον Μακεδονικό Αγώνα δεν τον έκαναν οι Μακεδόνες, αλλά οι Έλληνες που καταπιέζουν το μακεδονικό έθνος. «Αυτό είναι λάθος. Πριν αρχίσει ο ένοπλος Μακεδονικός Αγώνας, πριν σκοτωθεί ο Παύλος Μελάς και αφυπνιστεί ο ελληνισμός, οι Μακεδόνες, μόνοι και αβοήθητοι, 33 ολόκληρα χρόνια, από τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας στα 1870 μέχρι το 1903 την επανάσταση των Βουλγάρων στο Ίλιντεν, που αιματοκύλισε τη Μακεδονία και το θάνατο του Παύλου Μελά, που αφύπνισε συνειδήσεις μόνοι και αβοήθητοι αγωνίστηκαν να παραμείνουν Έλληνες με όπλο τους τον παπά και το δάσκαλο, το σχολείο και την εκκλησία. Νομίζω ότι αυτή η περίοδος του αγώνα θα πρέπει να φωτιστεί περισσότερο για να καταδειχτεί ότι οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες, ότι αγωνίστηκαν με το αίμα της ψυχής τους να παραμείνουν Έλληνες, να ελευθερώσουν την πατρίδα και αισθάνονται μεγάλη ευγνωμοσύνη και για τους πανέλληνες, οι οποίοι σαν μακεδονομάχοι, βαλκανιομάχοι αργότερα ήρθαν και κατέθεσαν τα νιάτα και την ανδρεία τους, έχυσαν το αίμα τους στα χώματα αυτά για την ελευθερία της Μακεδονίας». Η ονομασία του νεοϊδρυθέντος κράτους των Σκοπίων και οι διάφορες ιστορικές ανακρίβειες, που οι βόρειοι γείτονές μας δημιουργούν για να δικαιολογήσουν τον όρο Μακεδονία ως όνομα του κράτους τους αναθέρμανε, όπως η κα Τζινίκου παρατήρησε, το μακεδονικό ζήτημα και εισήγαγε το Μακεδονικό Αγώνα σε μία νέα μορφή. «Εγώ θα ήθελα να ρωτήσω τους γείτονές μας», είπε η κα Τζινίκου, «πότε ήρθαν οι Σλάβοι στην Βαλκανική χερσόνησο, πότε έζησε ο Μέγας Αλέξανδρος και τι αυτός διέδωσε στα πέρατα του κόσμου; Την ελληνική γλώσσα. Γνωρίζετε κανέναν στρατηγό, κανένα βασιλέα που να διαδίδει γλώσσα, να διαδίδει πολιτισμό άλλον από αυτόν που είναι δικός του; Και βέβαια να τους ρωτήσουμε, αφού διεκδικούν την ονομασία Μακεδόνες, πού ήταν αυτοί όταν διεξάγονταν ο Μακεδονικός Αγώνας και τι έχουν καταθέσει σε αίμα, σε θυσίες στο χρηματιστήριο της ιστορίας για να διεκδικούν σήμερα αυτή την ονομασία; Δεν είμαστε εμείς οι οποίοι σφετεριζόμαστε δικά τους εδάφη. Αυτοί χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία σαν όχημα για να καταλάβουν τη δικιά μας Μακεδονία και να βγουν οι Σλάβοι στο Αιγαίο. Είναι μία παραχάραξη της ιστορίας, η οποία πρέπει από πλευράς μας να καταπολεμηθεί, διότι ο Μακεδονικός Αγώνας δεν τελείωσε. Συνεχίζεται με άλλες μεθόδους και με άλλα μέσα, με τον πολιτισμό και με τη διαφώτιση της διεθνούς κοινής γνώμης, η οποία δυστυχώς επί 60 χρόνια βομβαρδίζεται από τις προπαγάνδες των Σκοπιανών».


- Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κοζάνης ΘΑΡΡΟΣ, 14/12/2004, σελ. 7.

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΤΖΑΝΑΚΑΡΗ

ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ ΣΤΗ «ΛΗΣΤΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη «Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν» παρουσιάστηκε το απόγευμα της Πέμπτης 17 Απριλίου 2003 στην αίθουσα του Κοβεντάρειου από το ΙΝ.Β.Α., την πνευματική επιθεώρηση ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ και το Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο Κοζάνης. Το νέο βιβλίο του Ανατολικομακεδόνα (από τις Σέρρες) συγγραφέα ασχολείται με την ύστατη εποχή της ληστοκρατίας στον Όλυμπο, στα Καμβούνια, στα Χάσια, στην Πίνδο και στο Γράμμο τη δεκαετία 1920-1930, την ίδια εποχή που η Ελλάδα προσπαθούσε με κόπο να συνέλθει από τις σκληρές περιπέτειες των πρώτων χρόνων του 20ου αιώνα.
Το συγγραφέα προλόγισε ο δ/ντης του ΙΝ.Β.Α. και της πνευματικής ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ κος Β.Π. Καραγιάννης, που μίλησε για τον Βασίλη Τζανακάρη και το συγγραφικό του έργο. Ένα έργο που σήμερα περιλαμβάνει 17 βιβλία, 3 εφημερίδες και 28 χρόνια στο τιμόνι του μηνιαίου περιοδικού των Σερρών «Γιατί». Όπως ο κος Καραγιάννης παρατήρησε, μιλώντας για το νέο βιβλίο, αυτό είναι το κορυφαίο έργο του με ένα θέμα που πλέον «έχει περάσει στη χορεία του πρόσφατου νεοελληνικού παρελθόντος που λέγεται ιστορία». Μία ιστορία που μας αφορά άμεσα, καθώς η Δυτ. Μακεδονία ήταν πάντα «ληστογεννήτρα» και «ληστοτρόφος» περιοχή.
Για το βιβλίο και το θέμα της μελέτης του μίλησε ο ιστορικός Θανάσης Καλλιανιώτης, που χαρακτήρισε το νέο βιβλίο του κου Τζανακάρη «μία άριστα λεπτομερής ληστογεωγραφία μέσω της οποίας ο αναγνώστης επισκέπτεται την αιματηρή βία των αρχών της μεσοπολεμικής υπαίθρου». Ο κος Καλλιανιώτης αναφέρθηκε και σε άλλα χαρακτηριστικά βιβλία του ιδίου θέματος και μίλησε για τη ζωή του Φώτη Γιαγκούλα, του ληστή από το Μεταξά, που λίγο πριν τα 20 του χρόνια είχε ήδη διαπράξει οχτώ φόνους και είχε επικηρυχτεί για 100.000 δρχ.
Ο ίδιος ο κος Τζανακάρης ευχαρίστησε την Κοζάνη για την πρόσκληση και μίλησε για το νέο του βιβλίο, που κράτησε, όπως είπε, ως έρευνα 10 χρόνια, γράφτηκε σε 5, ενώ ερευνήθηκαν περί τις 4.000 εφημερίδες. Όπως παρατήρησε το θρύλο γύρω από το όνομα και τη δράση των ληστών, τον δημιούργησαν όχι τόσο τα κατορθώματα τους, όσο οι εφημερίδες της εποχής. Ο ίδιος δεν υπερασπίζεται τη δράση τους, γοητεύτηκε όμως από τη μπέσα και τη λεβεντιά τους, αυτό που ερωτευόταν παράφορα οι γυναίκες. Οι ληστές την εποχή εκείνη αγαπήθηκαν και μισήθηκαν θανάσιμα. «Αναγκάστηκα», είπε ο κος Τζανακάρης, «να «ακολουθήσω» κι εγώ ο ίδιος τους ληστές και πόνεσα πολύ και για τα θύματα, αλλά και για τους θύτες».
Με το τέλος των ομιλιών οι ακροατές είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν με το συγγραφέα και να τους υπογράψει τα βιβλία του.

«ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΛΑΙΓΟΝΤΑΣ…»
Λίγο πριν την εκδήλωση το Θ είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τον κο Τζανακάρη για το νέο του βιβλίο, που κυκλοφορεί με έναν τίτλο, όπως ο ίδιος παρατήρησε, ποιητικό, αλλά και τραγικά διαχρονικό. Αναφέρεται στο τέλος της ληστοκρατίας, εκατό χρόνια μετά τη γέννηση της, τη δεκαπενταετία 1920-1935, όταν ο δικτάτορας Πάγκαλος επανέφερε σε ισχύ έναν παλιό νόμο, που έλεγε ότι όποιος ληστής κόψει το κεφάλι του συντρόφου του και το παρουσιάσει στην αστυνομία θα πάρει αμνηστία και θα μπορέσει να μπει στη χωροφυλακή. «Και τότε έγινε κυριολεκτικά το σώσε», διευκρινίζει, «προκειμένου ο ένας ληστής να μπορέσει να γλιτώσει από τον άλλον». Η αφορμή για την έρευνα και τη μελέτη αυτής της σχεδόν άγνωστης, ξεχασμένης σήμερα πτυχής της ελληνικής ιστορίας δόθηκε από μία παιδική ανάμνηση. «Κάθε φορά που έγραφα γι’ αυτό το βιβλίο», είπε ο κος Τζανακάρης, «είχα στ’ αυτιά μου την ανάγνωση που μας έκανε ο πατέρας μου στις αρχές της δεκαετίας του ’50 μέσα από εφημερίδες της εποχής, διαβάζοντας μας τις συνέχειες των ληστρικών μυθιστορημάτων». Αυτό το γεγονός ξύπνησε και το πρώτο ενδιαφέρον της μελέτης. «Με ενδιέφεραν και με συγκλόνιζαν δύο πράγματα», διευκρινίζει. «Της μπέσας που είχαν οι ληστές και της λεβεντιάς. Και σήμερα λείπουν και τα δύο από την Ελλάδα». Το βιβλίο είναι ένα χρονικό της ληστοκρατίας, χωρίς όμως να είναι ένα ληστρικό μυθιστόρημα και ταυτόχρονα η ιστορία μιας άλλης Ελλάδας, πολύ κοντινής στο σήμερα, αλλά τελείως άγνωστης. Ίσως γιατί, όπως ο κος Τζανακάρης συνηθίζει να λέει, την ιστορία τη γράφουν οι καθηγητές και όχι οι άνθρωποι. Ο ίδιος δε δέχεται τον τίτλο του ιστορικού, γιατί αυτός γράφει την ιστορία των ανθρώπων, συμπάσχοντας τόσο με τα θύματα, όσο και με τους θύτες. «Θα μπορούσα να πω», σημειώνει, «αυτό που έλεγε πάντα ο αείμνηστος φίλος μου ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου, ότι πρέπει να διαβάζουμε την ελληνική ιστορία κλαίγοντας. Θα έλεγα λοιπόν ότι είναι τόσα τα πάθη του λαού μας που πρέπει και να τη γράφουμε κλαίγοντας».


- Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κοζάνης ΘΑΡΡΟΣ, 19/4/2003, σελ.8.

ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΕ & ΣΥΓΚΙΝΗΣΕ «Η ΓΙΑΓΙΑ Η ΡΟΥΣΑ»

ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΑΝ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Μία κατάθεση ψυχής ενός μεγάλου τέκνου της Κοζάνης ζωντάνεψαν στη σκηνή της Αίθουσας Τέχνης και σε πέντε μοναδικές παραστάσεις ερασιτέχνες ηθοποιοί και μουσικοί και το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης. «Η γιαγιά μου η Ρούσα», το γνωστό αφήγημα του Κοζανίτη συγγραφέα και πολιτικού Μιχάλη Παπακωνσταντίνου εγκατέλειψε για λίγο τις σελίδες του βιβλίου και πήρε μορφή, λόγο, σάρκα και οστά πάνω στη θεατρική σκηνή, ξυπνώντας μνήμες και αναμνήσεις από την Κοζάνη του παρελθόντος.
Πάνω στη σκηνή της Αίθουσας Τέχνης παρελθόν και παρόν έσμιξαν αρμονικά σε μία μοναδική σε εικόνες και συναισθήματα παράσταση. Η Κοζάνη της ταραγμένης δεκαετίας του ‘20, της εποχής του μεσοπολέμου και της έλευσης των προσφύγων από τη χαμένη Μικρασία -εικόνες τραγικά επίκαιρες σήμερα- έτσι όπως αυτές καταγράφηκαν στο μυαλό και στην καρδιά ενός μικρού παιδιού, που ενήλικας πλέον καταθέτει με το γραπτό λόγο τις αναμνήσεις από τη γιαγιά του τη Ρούσα και τη μικρή τότε πατρίδα του. Μαζί κομμάτια από την τοπική, την πανελλήνια, αλλά και την παγκόσμια ιστορία, που άθελα τους συμβάδισε μαζί τους σε μία εποχή που παρελθόν, παρόν και μέλλον έδιναν έναν σκληρό αγώνα επικράτησης. Στον κεντρικό ρόλο της γιαγιάς η γνωστή ηθοποιός Ντόρα Σιμοπούλου, αγαπημένη φίλη του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης, που ζωντάνεψε με ακρίβεια το πρόσωπο – αφορμή του αφηγήματος, «τον κρίκο», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηριστικά γράφει, «μεταξύ των παλαιότερων και των νεώτερων γενιών». Δίπλα της 27 ερασιτέχνες ηθοποιοί, που ζωντάνεψαν με επαγγελματική τελειότητα τους χαρακτήρες του έργου, ανάμεσα τους και εννέα μικρά παιδιά, ο μικρός αφηγητής και οι φίλοι του και οι μουσικοί της παράστασης, παρόντες επί σκηνής καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, αλλά και η ΠΑΝΔΩΡΑ, που έδωσε το δικό της μελωδικό τόνο στο έργο, σε μία παράσταση που δε ζωντάνεψε μόνο επί σκηνής, αλλά και στους διαδρόμους της Αίθουσας Τέχνης, ανάμεσα στους θεατές. Σκηνοθέτης της παράστασης ο Τώνης Λυκουρέσης, που ανέλαβε και το δύσκολο ρόλο της μεταφοράς του πεζού λόγου στη θεατρική σκηνή και μαζί την αναβίωση του χρώματος και του αρώματος της Κοζάνης, σε μία παράσταση που ενθουσίασε, αλλά κυρίως συγκίνησε τους Κοζανίτες, που επιβράβευσαν με το θερμότερο χειροκρότημα όλους τους συντελεστές της.
Στο έργο έλαβαν επίσης μέρος οι: Γιώργος Γκάτζιος, Νατάσα Σκαφίδα, Στάθης Νατσιός, Φωτεινή Χατζάρα, Μάγδα Κική, Ειρήνη Σταφυλά, Τάκης Συντουκάς, Γιώργος Αραβόπουλος, Γιώργος Αδαμίδης, Γιώργος Παφίλης, Αθηνά Μηνά, Νίκος Παυλίδης, Θανάσης Τσαλνταμπάσης, Νίκος Φιλημέγκας, Γιώργος Κοντορικός, Ευαγγελία Μακαντάση, Λένα Σιακαβάρα και Κώστας Διάφας και τα παιδιά Κων/νος Σιαμπανόπουλος, Γιώργος Αζής, Βασίλης Νήτσιος, Σταύρος Τζούτζας, Μιχάλης Νιάκας, Δημήτρης Κοκκαλιάρης, Γιάννης Παρχαρίδης, Ειρήνη Ντίνα και Ευσταθία Τσιφτσή.

«ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΖΕΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ…»
Λίγο πριν την έναρξη της παράστασης το Θ μίλησε με το σκηνοθέτη της παράστασης κο Τώνη Λυκουρέση για τις δυσκολίες, αλλά και τις προκλήσεις του έργου. Μία ιδέα που, όπως ο κος Λυκουρέσης διευκρίνισε, ξεκίνησε από μία πρόταση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης το περασμένο καλοκαίρι. «Διάβασα το βιβλίο με πάρα πολύ σοβαρότητα και ευθύνη», είπε στο Θ, «γιατί είναι ένα πεζό αφήγημα με αρκετές παγίδες στη θεατρική του διασκευή, καθώς αφορά ένα παρελθόν και επιπλέον είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο αρκετά χρόνια πριν. Νομίζω όμως ότι βρέθηκαν κάποιοι συγκεκριμένοι θεατρικοί κώδικες, που επιτρέπουν στο θεατή να παρακολουθήσει ένα σύγχρονο κείμενο, το οποίο αφορά τη γιαγιά τη Ρούσα του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, αλλά και ταυτόχρονα έχει όλες τις αρετές, τις γοητείες, τις εικόνες και τα συναισθήματα που έχει το βιβλίο». Πάνω σε αυτή τη διασκευή στηρίχτηκε η υλοποίηση του έργου και η αναβίωση, επί σκηνής, της Κοζάνης του 1920. «Είναι μια Κοζάνη εποχής», είπε ο κος Λυκουρέσης, «μια Κοζάνη του μεσοπολέμου. Αλλά νομίζω από τον τρόπο που αντιδρά το κοινό και από το ύφος της όλης παράστασης, τα στοιχεία, αν και είναι ιστορικά, γίνονται ταυτόχρονα και διαχρονικά. Γιατί τον Κοζανίτη θεατή τον αγγίζουν, τον ευαισθητοποιούν και του αναπαράγουν μνήμες πολύ οικίες». Η μεγαλύτερη δυσκολία κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του έργου ήταν, όπως ο κος Λυκουρέσης παρατήρησε, στο να μπορέσουν να συνεργαστούνε μεταξύ τους πάρα πολύ ετερόκλητοι άνθρωποι, ερασιτέχνες ηθοποιοί και τεχνικοί που πρόσφεραν στο θέατρο τις ελεύθερες ώρες τους, που δεν συμβάδιζαν όμως πάντα. Το πάθος όλων ωστόσο ήταν αρκετό και ο ενθουσιασμός του κόσμου τους αντάμειψε με τον καλύτερο τρόπο.«Θέλω να πιστεύω», είπε ο κος Λυκουρέσης, «ότι είναι ειλικρινής όλος αυτός ο ενθουσιασμός και η συναισθηματική φόρτιση που μας μεταδίδουν οι θεατές μας και όσο περνούν οι μέρες και αποστασιοποιούμαι και εγώ από την παράσταση και τη βλέπω όλο και πιο μακριά πραγματικά ανακαλύπτω τις γοητείες της για τους Κοζανίτες. Μέχρι στιγμής δούλευα τις γοητείες της για μένα. Τώρα όμως αρχίζω και ανακαλύπτω μέσα από το κοινό ότι πραγματικά αυτή η μεταγραφή ενός δυνατού και ουσιαστικού αφηγήματος σε θεατρικό λόγο καταθέτει και μία γοητεία για το θεατή της». Η Κοζάνη, όπως και ο ίδιος διαπίστωσε, αν και πόλη της επαρχίας, έχει ένα πλούσιο θεατρικό δυναμικό που εντυπωσιάζει. «Ο αριθμός των Κοζανιτών που εργάζεται, που δουλεύει στο θέατρο, που συμμετέχει, «καλλιτεχνίζεται» με τη θεατρική τέχνη είναι πάρα πολύ μεγάλος για μια επαρχιακή πόλη και πιστεύω ότι αυτό σίγουρα επηρεάζει και το κοινό. Όταν υπάρχει ένα τέτοιο δυναμικό θεατρόφιλων και ανθρώπων που συμμετέχουν στις θεατρικές παραστάσεις -και είναι δεκάδες αυτές που γίνονται ερασιτεχνικές και μη μες στο χρόνο- είναι σίγουρο ότι γύρω απ’ αυτούς κινείται επίσης ένα πολύ σημαντικό και θερμό θεατρικό κοινό».


- Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κοζάνης ΘΑΡΡΟΣ, 15/4/2003, σελ. 8.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

Οι Προέλληνες
Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι όταν οι Αθηναίοι «καθάριζαν» τη Δήλο, απομακρύνοντας όλους τους θαμμένους σ’ αυτήν νεκρούς, διαπίστωσαν πως οι περισσότεροι ήταν Κάρες. Η αναφορά αυτή γίνεται και από άλλους συγγραφείς και σε άλλα έργα. Παραδόσεις και συγγραφείς μνημονεύουν, εκτός από τους Κάρες, και Πελασγούς, Λέλεγες, Τέμμικες, Ύαντες, Ωγύγιους, Έκτηνες, Άονες, Αίμονες, Δρύοπες, Καύκωνες, Πρωτοαχαιούς, Τυρρηνούς κ.ά.
Όλοι αυτοί οι λαοί, σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα, μπορούν να μεριστούν σε δύο γλωσσικές ομάδες· τους Ινδοευρωπαίους Προέλληνες του ελληνικού χώρου και τους μη Ινδοευρωπαίους, συνδεόμενους με τους λεγόμενους Μεσογειακούς λαούς. Για τους Λέλεγες ενδείξεις πείθουν ότι ήταν συγγενείς με τους Χάττι, αρχαιότατο λαό της Μ. Ασίας. Εξάλλου ο επώνυμος ήρωάς τους, Λέλεξ, συνδέεται με τη Λακωνική (είναι βασιλιάς της χώρας και πατέρας του Ευρώτα) και τη Μεγαρίδα, όπως και με την Ιωνία ή τα νησιά του Αιγαίου. Στην Ιωνία ο Στράβωνας αναφέρει ότι υπήρχαν «λελέγεια» κτίσματα, ενώ η Μίλητος αποκαλούνταν Λελεγηίς. Στη βορειότερη Τρωάδα ήδη από την αρχαιότητα πολλοί χαρακτήριζαν διάφορα τοπωνύμια ως λελεγικά (Γάργαρα, Άντανδρος, Άσσος, Λάμψακος κτλ.). Σε ό,τι αφορά την παρουσία τους στην κυρίως Ελλάδα, ο Αριστοτέλης την εντοπίζει στη Δυτική Πελοπόννησο, την Αιτωλία και την Ακαρνανία, στη Λοκρίδα και, όπως ήδη προαναφέρθηκε στη Μεγαρίδα. Ο Ηρόδοτος πάλι τους συνδέει με τις Κυκλάδες. Στην Ήπειρο, κατά το Στέφανο Βυζάντιο, ήταν γείτονες με τους Μολοσσούς. Στη μ.Χ. εποχή, ο Φίλιππος από τα Συάγγελα, σε έργο του για τους Κάρες, τους ονομάζει δούλους των Καρών και επιπλέον τους παρομοιάζει με τους Είλωτες της Σπάρτης. Πολλοί υποθέτουν σήμερα ότι πιεζόμενοι από τους Χάττι ήρθαν στην Ελλάδα, ενώ όσοι έμειναν στη Μ. Ασία υποτάχτηκαν στους Κάρες. Η σταδιακή αφομοίωση των δύο αυτών λαών (Καρών και Λελέγων) ίσως ήταν ο λόγος που πολλοί στην αρχαιότητα έκαναν σύγχυση αυτών.
Οι Τυρρηνοί συνδέονται με τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και τη Μακεδονία, ιδίως την Ελυμιώτιδα/Ελίμεια, όπου κατά τις παραδόσεις εγκαταστάθηκε ο βασιλιάς τους Ελύμας. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Τυρρηνοί ήταν Λυδοί, που εγκατέλειψαν τη χώρα τους σε καιρό λιμού και εγκαταστάθηκαν σε άλλους τόπους υπό την ηγεσία του Τυρρηνού, γιου του Άτυος. Άλλοι τους συνέδεσαν με την πόλη Τύρρα της Λυδίας. Ωστόσο πέρα από κάθε αμφιβολία δεν υπήρξε συγγένεια μεταξύ Λυδών και Τυρρηνών.
Οι Έκτηνες συνδέονται με τη Βοιωτία, της οποίας ήταν αρχαιότατοι κάτοικοι. Οι Κυλικράνες κατοικούσαν στην Κεντρική Ελλάδα, στην Τραχίνα (της Φθιώτιδας) και ήδη από την αρχαιότητα θεωρούνταν λαός αλλόφυλος. Βασιλιάς τους, κατά τη μυθολογία, ήταν ο Εύρυτος, περίφημος τοξότης, την πρωτεύουσα του οποίου Οιχαλία κατέστρεψε ο Ηρακλής, εξανδραποδίζοντας τους κατοίκους της. Το όνομά τους σήμαινε ότι με στίγματα (τατουάζ) σχημάτιζαν μια κύλικα στο βραχίονά τους. Άλλη παράδοση υπαινίσσεται ότι ο Ηρακλής, αφού υπηρέτησε την Ομφάλη, φεύγοντας από τη Μ. Ασία έφερε στην Ελλάδα μαζί του δούλους, τους Κυλικράνες, να υπηρετούν αυτόν και τους απογόνους του.
Οι Κάρες δε συνδέονται με την κυρίως Ελλάδα. Οι σχετικές αναφορές που σημειώνουν κάτι τέτοιο κρίνονται σήμερα λαθεμένες. Προφανώς οφείλονται σε σύγχυση του λαού αυτού με τους Λέλεγες.
Εκτός όμως από τους Λέλεγες, τους Τυρρηνούς, τους Έκτηνες και τους Κυλικράνες, που αποτελούσαν το μεσογειακό υπόστρωμα των Προελλήνων, σ’ αυτούς συγκαταλέγονται και ορισμένοι λαοί τους οποίους μπορούμε να συνδέσουμε με την ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομοεθνία. Στους Ινδοευρωπαίους Προέλληνες περιλαμβάνονται οι Αίμονες, οι Άονες, οι Φοίνικες, οι Δρύοπες, οι Καύκωνες, οι Πελασγοί, οι Τέμμικες, οι Ύαντες.
Οι Δρύοπες ανήκουν στους πρώτους λαούς που κατοίκησαν την Ελλάδα, και μάλιστα την εντός του Ισθμού, σύμφωνα με το Στράβωνα. Ο Στέφανος Βυζάντιος, πάντως, βασιζόμενος σε αρχαιότερη πηγή γράφει ότι αρχικά αυτοί κατοικούσαν στην Οίτη και τον Παρνασσό, απ’ όπου πιεζόμενοι έφυγαν για να διασπαρούν στην Εύβοια, την Κύθνο, την περιοχή της Κυζίκου και της Αβύδου στη Μ. Ασία, την Κύπρο, την Πελοπόννησο κ.α. Επώνυμος ήρωάς τους ήταν ο Δρύοπας, γιος του Απόλλωνα, ή η Δρυόπη, κόρη του Ευρύπυλου. Ονομάτισαν πάντως Δρυοπία την περιφέρεια της Τραχίνας, ενώ κατ’ άλλους Δρυοπίδα για ένα διάστημα αποκαλούνταν η Ήπειρος. Πάντως, όπως η επωνυμία τους μαρτυρεί, ήταν Ινδοευρωπαίοι.
Οι Αίμονες, το όνομα των οποίων συνδέεται είτε με τη λέξη αίμα είτε με το όρος Αίμος, έδωσαν το όνομα Αιμονία στη βόρεια Θεσσαλία, το οποίο επιζούσε εν μέρει και ως τη μ.Χ. εποχή, αφού το αναφέρει ο Αθηναίος στους «Δειπνοσοφιστές». Αιμονία ή Αιμονίες πόλη αναφέρεται ότι υπήρχε και στην Αρκαδία, κατά τον περιηγητή Παυσανία, κτίσμα του Αίμονα, γιο του Λυκάονα. Κατά το Στέφανο Βυζάντιο, ο γενάρχης τους Αίμονας ήταν γιος του Χλώρου, γιου του Πελασγού, και πατέρας του Θεσσαλού. Ίσως αυτό να υπαινίσσεται συγγένεια με ένα άλλο ινδοευρωπαϊκό φύλο, τους Πελασγούς. Κατά τους μύθους ο Αίατος, βασιλιάς των Αιμόνων, εισέβαλε στη βόρεια Θεσσαλία, όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός που αποχώρησε την Όσσα από τον Όλυμπο, προσφέροντας διέξοδο στα λιμνάζοντα νερά του Πηνειού, που πλημμύριζαν τη θεσσαλική πεδιάδα.
Οι Άονες, κατά το Στέφανο Βυζάντιο, ήρθαν μαζί με τους Τέμμικες και από κοινού με αυτούς, τους Ύαντες και τους Λέλεγες κατοίκησαν στη Βοιωτία, ώσπου την περιοχή κατέλαβαν οι Φοίνικες του Κάδμου (οι Καδμείοι). Ο Παυσανίας ο Περιηγητής, στα «Βοιωτικά» του, αναφέρει ότι στον ίδιο χώρο προϋπήρχαν οι Έκτηνες, τους οποίους αποδεκάτισε «λοιμός». Τότε ήρθαν στον τόπο Άονες και Ύαντες και τελικά οι Άονες, νικημένοι από τους Φοίνικες, έμειναν εκεί, αφού υποτάχτηκαν στους νέους κυρίαρχους της χώρας, ενώ οι Ύαντες έφυγαν από τη Βοιωτία. Με τον καιρό αναμείχθηκαν με τους Φοίνικες (Καδμείους). Το όνομά τους πάντως δόθηκε στη χώρα (Αονία), ενώ επέζησε ως επωνυμία της πεδιάδας που εκτείνεται από τη Θήβα ως την Υλίκη (Αόνιο πεδίο).
Οι Φοίνικες για πολύ καιρό συγχέονταν με τους Σημίτες της Φοινίκης. Ωστόσο τόπος προέλευσής τους ήταν η πόλη Φοινίκη της Ηπείρου και η περιοχή της, όπου παραπόταμος του Θύαμη, ο Κάδμος, έφερε όνομα συγγενικό με το άλλο δικό τους όνομα (Καδμείοι). Εξάλλου το όνομα Φοίνικες συνδέεται με την ελληνική λέξη φοινός ή φοινικούς (= κόκκινος). Την επωνυμία Φοινατοί είχε επίσης ένα ηπειρωτικό φύλο ως τους ιστορικούς χρόνους. Κατά τους μύθους, ο Κάδμος συνδέεται άρρηκτα με την Ήπειρο· αφού βασίλεψε αρκετό καιρό στη Βοιωτία, έρχεται μαζί με την Αρμονία στην περιοχή αυτή, στα γεράματά του, γίνεται βασιλιάς των Θεσπρωτών, νικά τους Βρύγες και αποκτά τον Ιλλυριό, πρόγονο του αντίστοιχου λαού.
Καύκωνες μνημονεύονται στην Τριφυλία, όπου κατοικούσαν την πόλη Μάκιστο, κατά το Στέφανο Βυζάντιο. Η παράδοση ωστόσο λέει ότι ο πρόγονός τους Καύκωνας ήταν γιος του Αρκάδα. Ο Ηρόδοτος τους συνδέει με την Πύλο, την Αθήνα και τη Μίλητο, υπονοώντας ότι αναμείχθηκαν με τους Ίωνες και δηλώνοντας πως οι Μιλήσιοι «απόκτησαν βασιλιάδες Καύκωνες, απόγονους του Κόδρου, γιου του Μελάνθου». Ο Στράβωνας πάλι θεωρεί ολόκληρη την Ηλεία και τη Μεσσηνία χώρα των Καυκώνων και τις αποδίδει το όνομα Καυκωνία. Ο ίδιος αναφέρει ότι Καυκωνίτες ζούσαν στην περιοχή της Παφλαγονίας. Μαζί του συμφωνεί και ο Όμηρος, ο οποίος τους τοποθετεί κοντά στον Παρθένιο ποταμό και τους χαρακτηρίζει συμμάχους των Τρώων. Ίσως το ινδοευρωπαϊκό αυτό φύλο, μετά την κάθοδο των Ελλήνων στις ελληνικές χώρες, εν μέρει να υποτάχτηκε και να αναμείχθηκε μαζί τους και εν μέρει -ένα τμήμα του- να μετοίκησε στη ΒΔ Μικρά Ασία.
Οι Ύαντες, όπως ήδη σημειώθηκε, κατοικούσαν στη Βοιωτία, αλλά εντοπίζονται και στη Φωκίδα, τη Δυτική Λοκρίδα και την Αιτωλία. Μ’ αυτούς ολοφάνερα συνδέεται και η Υάμπολη των ιστορικών χρόνων.
Οι Τέμμικες από ορισμένους συνδέονται με το μεσογειακό υπόστρωμα, αλλά το όνομά τους αποδεικνύει ότι ήταν Ινδοευρωπαίοι. Ο Στράβωνας τους τοποθετεί στην Ανατολική Αττική· εκεί ζούσαν πριν μετοικήσουν στη Βοιωτία, μαζί με τους Άονες.
Οι Πελασγοί επί δεκαετίες συνιστούσαν ένα μεγάλο πρόβλημα. Άλλοι υπέθεταν ότι το όνομα ήταν γενικό και κάλυπτε διάφορα προελληνικά έθνη. Ορισμένοι τους έβλεπαν ως μεσογειακό λαό, που κατοικούσε όλα τα παράλια του Ευξείνου ή τουλάχιστον τα δυτικά κτλ. Σήμερα ωστόσο οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ότι το όνομα συνδέεται με ένα προελληνικό ινδοευρωπαϊκό φύλο, ο επώνυμος ήρωας του οποίου σχετίζεται με την Αρκαδία (είτε ήταν πατέρας του Λυκάονα, προγόνου του Αρκάδα, είτε ήταν γεννημένος από τη γη, δηλαδή «αυτόχθονας»). Παράλληλα, ωστόσο, ο Πελασγός σχετίζεται και με τη Θεσσαλία και ήταν αδελφός του Αχαιού και του Φθίου, επωνύμων ηρώων των αντίστοιχων ελληνικών φύλων. Απ’ αυτόν μάλιστα ονομάστηκε ένα τμήμα της Πελασγιώτιδα. Κατά τους μύθους του Πελοποννησιακού Άργους, ζούσε εκεί και φιλοξένησε στο Άργος τη Δήμητρα, όταν αυτή γύρευε την Περσεφόνη. Ήταν μάλιστα ο πατέρας της ηρωίδας Λάρισας, που έδωσε το όνομά της στην ακρόπολη του Άργους. Λάρισα όμως ονομαζόταν και μία από τις κυριότερες πόλεις της Θεσσαλίας. Ο Όμηρος αναφέρει επίσης Πελασγικό Άργος (έτσι ονομάζει τη Θεσσαλία), αλλά στην Οδύσσεια υποστηρίζεται ότι Πελασγοί κατοικούσαν στην Κρήτη, ενώ Πελασγοί επίσης, που ζούσαν στην Τρωάδα, ήταν σύμμαχοι των Τρώων (στην Ιλιάδα). Κατά τον Ηρόδοτο Πελασγοί ήταν οι Αιολείς και οι Ίωνες, και, όπως είναι γνωστό σήμερα, οι Ίωνες ζούσαν κάποτε στην περιοχή του Ίωνα, παραπόταμου του Πηνειού, ενώ πατρίδα των Αιολέων γενικώς θεωρούνταν η Θεσσαλία. Ο Έφορος υποστηρίζει ότι οι Πελασγοί ξεκινώντας από την Αρκαδία σκόρπισαν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Πελασγικός επίσης ονομάζεται από τον Όμηρο ο Δίας της Δωδώνης, ενώ πελασγικά χαρακτηρίζονται διάφορα αρχαία τείχη ή άλλα κτίσματα. Ο Ηρόδοτος μας παρέχει την πληροφορία ότι μιλούσαν μη ελληνική, δηλαδή βάρβαρη, γλώσσα. Πελασγοί ωστόσο επέζησαν σε διάφορους τόπους, κατά τους ιστορικούς χρόνους, στη Χαλκιδική, την Κρηστωνία και την Προποντίδα. Ορισμένοι υποθέτουν ότι και οι Ευρυτάνες μιλούσαν την πελασγική γλώσσα, στους ιστορικούς χρόνους, ενώ οι Πελασγοί της Χαλκιδικής εκτός από τη μητρική τους γλώσσα μιλούσαν και την ελληνική. Απ’ όλα αυτά, καθώς και από γλωσσικές ή αρχαιολογικές έρευνες, συμπεραίνεται ότι οι Πελασγοί ήταν ένας λαός ινδοευρωπαϊκός, με όνομα ινδοευρωπαϊκό, και όχι μια ομοεθνία ή ομάδα βάρβαρων λαών.
Τα πρώτα ελληνικά φύλα
Αχαιοί, Δαναοί, Άβαντες είναι τα πρώτα ελληνικά φύλα που κάνουν την εμφάνισή τους και ακούγονται στην Ελλάδα. Οι Αχαιοί των μυκηναϊκών χρόνων είναι αναμφίβολα Έλληνες, και το όνομά τους συνδέεται με το στοιχείο «αχ», το οποίο απαντάται σε πολλά ονόματα ποταμών (Ίναχος, δύο ποτάμια με αυτό το όνομα, Αχελώος, Αχήτης κτλ.), ενώ εντοπίζεται και στο όνομα Αχιλλέας· ίσως ο ήρωας να ήταν κάποτε θεότητα του υγρού στοιχείου, γι’ αυτό μάλλον παρουσιάζεται και ως γιος της Νηρηίδας Θέτιδας.
Οι πρώτοι Αχαιοί κατοίκησαν σε πολλούς ελληνικούς τόπους, ξεκινώντας μάλλον από τη Φθιώτιδα Αχαΐα, ενώ ενδέχεται να ζούσαν και στην Αθαμανία, στην Πελοπόννησο, και σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου. Η διασπορά τους σ’ όλο τον ελληνικό χώρο είναι η αιτία που το όνομά τους επιβάλλεται στην πρώτη επική ποίηση ως γενική επωνυμία των φύλων της Ελλάδας.
Από τα ελληνικά φύλα που αναφέρονται πρώιμα, εκτός από τους Αχαιούς, είναι οι Δαναοί και οι Άβαντες. Οι Δαναοί εικάζεται ότι κατοικούσαν στην περιοχή της Λέρνης, όπως αναφέρουν οι σχετικοί μύθοι. Οι Άβαντες μνημονεύονται από τον Όμηρο ως κάτοικοι της Εύβοιας, ενώ αναφέρεται ότι τμήμα τους ζούσε και στην Ιλλυρία.
Περί το 2000 π.Χ. ελληνικά φύλα (Αρκάδες) κατοικούν στην περιοχή του Αλιάκμονα (Δυτ. Μακεδονία). Γι’ αυτό ίσως οι μύθοι μνημονεύουν το Λυκάονα ως βασιλιά της Ημαθίας. Αργότερα βέβαια ωθούνται ως την Πελοπόννησο, αφήνοντας τμήματά τους στον άνω ρου του Αχελώου και την περιοχή του Σπερχειού. Στην περιοχή του Γράμμου, του Βοΐου εν μέρει, του Σμόλικα και της Τύμφης ζουν, την ίδια περίοδο, διάφορα δυτικά ελληνικά φύλα, ενώ οι Ίωνες καταλαμβάνουν το χώρο νοτίως των Αρκάδων, στην περιοχή του Ίωνα ποταμού, όπως ήδη έχει ειπωθεί, ενώ τμήμα τους ίσως είχε προωθηθεί ως την Πελοπόννησο, στον Αλφειό, που παλαιότερα λεγόταν Ίωνας.
Οι μετακινήσεις προς το νότο των ελληνικών φύλων συμπαρασύρουν και τους Προέλληνες, αν και οι Λέλεγες στη Λοκρίδα, οι Δρύοπες στην κοιλάδα του Σπερχειού, οι Κάδμιοι/Φοίνικες της Βοιωτίας επιβιώνουν ως τα τέλη της ύστερης χαλκοκρατίας. Οι Μινύες πιθανώς ήταν εγκαταστημένοι αρχικά στην περιοχή του Ολύμπου και των Τεμπών, ενώ αργότερα εντοπίζονται στην Κωπαΐδα και τον Ορχομενό. Τα ονόματα του ήρωα Άλμωνα και της Αλμωνίας (πόλης) σχετίζονται με τη Μακεδονία, ενώ η πόλη Αλμωνία ταυτίζεται με τη Μινύα. Στη Μακεδονική Αλμωνία, αναφέρεται στους μύθους, εγκαταστάθηκε μετά τη φυγή του από την Τροία ο Αινείας.
Ο Όμηρος μνημονεύει τους Περραιβούς και τους Αινιάνες ως συνεργαζόμενα φύλα, προσθέτοντας ότι συμμετείχαν στα τρωικά υπό κοινό αρχηγό. Πιθανολογείται επιπλέον ότι ο χώρος εγκατάστασής τους ήταν το βόρειο τμήμα της ιστορικής Περραιβίας, όπου υπήρχε και η πόλη Βωδώνη/Δωδώνη, της οποίας οι κάτοικοι, κατά τους επιτομείς του Στράβωνα, μετακινήθηκαν δυτικότερα σε κατοπινούς χρόνους (στο χώρο της ιστορικής Δωδώνης). Σύγχυση, ωστόσο, επικρατεί σχετικά με το χώρο που κατείχαν τα δύο αυτά φύλα, γιατί από τον Όμηρο αυτός προσγράφεται στους Λαπίθες.
Οι Λαπίθες κατοικούσαν στο πλέον δυτικό τμήμα της Θεσσαλίας, προς την Πίνδο, και κατείχαν κατά τον Όμηρο τις πόλεις Ολοοσσώνα, Γυρτώνη, Όρθη, Ηλώνη, αν και ορισμένοι κατοπινοί συγγραφείς θεωρούν ότι και η Λάρισα ήταν στην κατοχή τους, όπως και το όρος Ομόλη (τμήμα της Όσσας). Παρουσία Λαπιθών εντοπίζεται βέβαια και σε άλλα μέρη, π.χ. γένος Περιθοιδών (και δήμος) στην Αττική –ο Πειρίθους ήταν ήρωας των Λαπιθών–, ενώ την Κορώνεια ίδρυσε ο Λαπίθης Κόρωνος. Από την άλλη μεριά, οι Κυψελίδες της Κορίνθου υποστήριζαν ότι ήταν Λαπίθες. Λαπίθες ήρωες επίσης παρουσιάζονται να δρουν στη Λακωνία (Άμπυκας, Έλατος, Λαπίθης).
Οι Φλεγύες ήταν εγκαταστημένοι στη Δαυλίδα της Φωκίδας, αλλά ο Όμηρος δεν τους περιλαμβάνει στα ελληνικά φύλα που έλαβαν μέρος στα τρωικά. Ίσως είχαν απορροφηθεί από άλλα φύλα στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής. Συνδέονται πάντως με τη Θεσσαλική Γυρτώνα, απ’ όπου ενδεχομένως μετανάστευσαν στη Σικυώνα και τη Στερεά.
Στη Θεσσαλία αναφέρεται ότι ζούσαν Φθίοι, Δόλοπες, Μυρμιδόνες, Έλληνες. Οι Μυρμιδόνες, οι Έλληνες και οι Φθίοι παρουσιάζονται από τον Όμηρο ως λαοί στους οποίους βασίλευε ο Πηλέας, με κέντρο του κράτους του τη Φθιώτιδα Αχαΐα. Η μετοίκηση του Πηλέα στο τέλος των τρωικών στην Ήπειρο ίσως εξυπονοεί μετακίνηση αυτών των φυλών προς τα δυτικά. Δόλοπες εντοπίζονται επίσης βόρεια του Τυμφρηστού και αργότερα στη νήσο Σκύρο, με την οποία συνδέεται και ο Αχιλλέας άλλωστε (κρύβεται εκεί για να μη συμμετάσχει στον τρωικό πόλεμο, παντρεύεται την κόρη του βασιλιά της νήσου Δηιδάμεια κτλ.).
Οι Αθαμάνες, φυλή της οποίας επώνυμος ήρωας ήταν ο Αθάμαντας, πατέρας του Φρίξου και της Έλλης, πρέπει να ήταν εγκαταστημένοι νοτιότερα, στη Φθιώτιδα Αχαΐα, όπως δηλώνουν οι μύθοι οι σχετικοί με τον Αθάμαντα και την Ινώ. Αργότερα μετοίκησαν στην ιστορική Αθαμανία, όπου προϋπήρχαν Αχαιοί (ποταμός της περιοχής, παραπόταμος του Αχελώου ήταν ο Ίναχος).
Οι Κεφαλλήνες κατείχαν την ιστορική Ακαρνανία και τα νησιά Κεφαλληνία, Ιθάκη και Ζάκυνθο, όπως υπαινίσσεται η Οδύσσεια. Ορισμένοι μύθοι ωστόσο τους συνδέουν και με τη Θεσπρωτία· οι σχετικές αναφορές όμως μπορεί να εξυπονοούν μόνο την ύπαρξη καλών σχέσεων με τους Θεσπρωτούς, οι οποίοι κατείχαν τα παράλια της Ηπείρου. Στους Θεσπρωτούς πάντως βασιλεύει, σύμφωνα με το χαμένο έπος «Θεσπρωτίδα», ο Οδυσσέας, βασιλιάς και ήρωας των Κεφαλλήνων, που παντρεύεται τη βασίλισσά τους, Καλλιδίκη, μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη και το φόνο των μνηστήρων.
Οι Πίερες, φύλο ελληνικό που έδωσε αρχικά το όνομά του στην Πιερία, δεν πρέπει να συνδέονται με τους Πίερες Θράκες, αυτούς που αργότερα απώθησαν από την Πιερία οι Μακεδόνες και μετεγκαταστάθηκαν στον Πιερικό κόλπο, γύρω από το Φάγρητα. Συνδέονται, σύμφωνα με τους μύθους, με τους Μάγνητες, και οι πηγές υπαινίσσονται εγκατάστασή τους στις Θεσπιές. Τους Μάγνητες πάλι ορισμένοι θεωρούν συγγενείς των Μακεδόνων ή μακεδονικό φύλο. Κατά τον Ηρόδοτο (απόσπασμα από το χαμένο έπος του «Ηοίες»), Μακεδών και Μάγνης ήταν αδέλφια, γιοι της Θυίας, θυγατέρας του Δευκαλίωνα, και του Δία (επομένως πρώτα ξαδέλφια του Έλληνα) και «κατοικούσαν γύρω από την Πιερία και τον Όλυμπο, σε κατοικίες δοξασμένες».
Το όνομα των Βοιωτών σχετίζεται βέβαια με το όρος Βοίον (Βόιο) και εντοπίζεται μια δηλωμένη συγγένεια του φύλου αυτού με τα δυτικά ελληνικά φύλα, καθώς και με τους Αιολείς, πράγμα που μαρτυρείται και από τη διάλεκτό τους. Η εγκατάστασή τους στη Βοιωτία προϋποθέτει μια πρωιμότερη στη Θεσσαλία, απ’ όπου πιεζόμενοι αργότερα από τους Θεσσαλούς ήρθαν στην Καδμεία, στην οποία έδωσαν και το όνομά τους.
Παρουσία Αιολέων μαρτυρείται και στη Φθιώτιδα Αχαΐα. Ωστόσο, ο κύριος όγκος τους αργότερα βρίσκεται εγκαταστημένος στη Θεσσαλία και περιορίζει ή εγκολπώνει διάφορα άλλα φύλα (Περραιβούς, Αινιάνες, Λαπίθες κτλ.). Το όνομά τους, που σημαίνει ποικίλος, ίσως μαρτυρεί την ανάμειξη φύλων, και η συγγένεια της αιολικής διαλέκτου με τη βοιωτική και τη θεσσαλική των ιστορικών χρόνων προς τα εκεί οδηγεί. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Θεσσαλοί έρχονται από τη Θεσπρωτία να κατοικήσουν την Αιολίδα γη, δηλαδή κατευθύνονται από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Ο Στράβωνας πάλι υποστηρίζει ότι οι Βοιωτοί διώχτηκαν (εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας) από την Άρνη, όπου κατοικούσαν ως τότε, από τους Θεσσαλούς και ήρθαν στην Καδμηίδα χώρα. Αυτό ίσως εξηγεί τη γλωσσική συγγένεια Βοιωτών και Αιολέων. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι τμήμα της Αιτωλίας (αυτό γύρω από την Πλευρώνα και την Καλυδώνα) ονομαζόταν παλαιότερα Αιολίδα και προσθέτει ότι όλα τα ελληνικά φύλα αποκαλούνταν Αιολείς κάποτε, εκτός από τους Αθηναίους, τους Μεγαρείς και τους Δωριείς του Παρνασσού. Η λατρεία του Αιόλου, ήρωα αρχικά των Αιολέων και έπειτα θεού των ανέμων, η τόσο διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ελλάδα, μαρτυρεί τη διασπορά τους σ’ όλο τον ελληνικό χώρο. Πολλοί ήρωες, π.χ. στην Πελοπόννησο κ.α., εμφανίζονται ως Αιολείς, όπως ο γεννημένος στην Κόρινθο Σίσυφος.
Οι ανατολικοί και δυτικοί Λοκροί χωρίζονταν από τους Φωκείς γεωγραφικά, και κατά τις παραδόσεις τους είναι ντόπιοι, δεν έχουν έρθει από άλλους τόπους, πράγμα που μαρτυρεί την πρωιμότητα της εγκατάστασής τους στη δυτική και ανατολική Λοκρίδα και τη Φωκίδα.
Αιτωλοί και Επειοί πρέπει να ήταν φύλα συγγενικά, αφού ο Επειός, επώνυμος ήρωας των δεύτερων, ήταν γιος του Ενδυμίωνα, ήρωα των πρώτων. Ο Όμηρος τοποθετεί, πάντως, τους Αιτωλούς στο χώρο που αυτοί κατείχαν στους ιστορικούς χρόνους, ενώ για τους Επειούς αναφέρει ότι κατοικούσαν το Βουπράσιον, την Ήλιδα, την Υρμίνη, τη Μύρσινο κ.ά. πόλεις, από τις οποίες έφυγαν με 40 πλοία για να πάρουν μέρος στον τρωικό πόλεμο. Ο ήρωας Αιτωλός, πάλι, παρουσιάζεται ως γιος του Ενδυμίωνα και αδελφός του Επειού σε πολλούς μύθους. Ωστόσο ο Στράβωνας αναφέρει ότι ο Εκαταίος ξεχώριζε τους Ηλείους από τους Επειούς, και αυτό ίσως μαρτυρεί εγκατάσταση των δεύτερων σε χώρο που κατείχαν οι πρώτοι. Σύμφωνα με άλλες πηγές, τους Δωριείς οδηγούν στην Πελοπόννησο Αιτωλοί, οι οποίοι όμως κρατούν για τον εαυτό τους την Ηλεία (εδώ υπονοείται άμεση συγγένεια Επειών και Αιτωλών). Άλλοι ωστόσο θεωρούν ότι οι Ηλείοι ήταν απλώς οι Αιτωλοί που οδήγησαν τους Δωριείς στην Πελοπόννησο.
Στην περιοχή της Δωδώνης ο Όμηρος τοποθετεί τους Σελλούς/Ελλούς, μάντεις και προφήτες του Δωδωναίου και Πελασγικού Δία. Ο Ησίοδος στην ίδια περιοχή τοποθετεί την Ελλοπία, πόλη και περιφέρεια των Ελλόπων σύμφωνα με ορισμένους, κατά τους οποίους οι τύποι Σελλοί και Ελλοί αποτελούν συγκεκομμένη εκδοχή του ονόματος Ελλόπιοι. Ελλοπία ωστόσο ονομάζεται και η Εύβοια, είτε ολόκληρη είτε το βόρειο τμήμα της, ενώ οι Ελλόπιοι αλλού είναι θεσσαλικό φύλο. Κατά μία εκδοχή, το όνομα Έλλην επίσης προέρχεται από το Σελλάς/Ελλάς.
Κατά τους μύθους, οι Γραικοί ή Γραίοι (ή Γραίκες) ήταν φύλο ελληνικό που ζούσε στη Δυτική Θεσσαλία και το όνομά τους έφεραν όλοι οι Έλληνες κάποτε, ώσπου, σύμφωνα με τους μύθους, βασίλεψε σ’ όλα τα φύλα ο Έλληνας, γιος του Δευκαλίωνα, το όνομα του οποίου πήραν και οι ως τότε αποκαλούμενοι Γραικοί. Ο επώνυμος ήρωας του φύλου, πάντως, κατά τον Ησίοδο ήταν γιος του Δία και της Πανδώρας, θυγατέρας του Δευκαλίωνα. Κατά τον Αριστοτέλη, οι Γραικοί κατοικούσαν το χώρο όπου έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Ο ίδιος επίσης τοποθετεί αυτόν το χώρο στην περιοχή της Δωδώνης (εκεί «κατοικούσαν οι Σελλοί και οι ονομαζόμενοι τότε Γραικοί και τώρα Έλληνες»).
Ο Ηρόδοτος, και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, αναφέρουν ότι οι Μακεδνοί ζούσαν στην Πίνδο, όπου βρισκόταν και η τετράπολή τους (Βοιός, Ερινεός, Κυτίνιον και Πίνδος). Οι Μακεδνοί αυτοί, φύλο πολυπλάνητο, κατά τον ίδιο, ήρθαν στη συνέχεια στη Δωρίδα, απ’ όπου μετοίκησαν στην Πελοπόννησο έπειτα από πολλές απόπειρες. Η παραμονή τους στη Δωρίδα, συμπεραίνεται σήμερα, τους χάρισε το κατοπινό όνομά τους, Δωριείς. Ο Όμηρος αγνοεί τους Δωριείς, εκτός από μια περίπτωση στην Οδύσσεια, όπου τους κατονομάζει ως ένα από τα φύλα που ζούσαν στην Κρήτη. Οι Δωριείς της ιστορικής εποχής διαιρούνται σε τρεις φυλές, τους Υλλείς, τους Δυμάνες και τους Πάμφυλους. Ένα χαμένο σήμερα έπος, ο «Αιγίμιος», αναφερόταν στον ομώνυμο βασιλιά των Μακεδνών, τον οποίο βοηθάει ο Ηρακλής στον πόλεμό του εναντίον των Λαπιθών. Κατά τον Έφορο (το απόσπασμα διασώζει ο Στέφανος Βυζάντιος), ο Αιγίμιος ή Αιγιμιός «είχε δυο γιους, τον Πάμφυλο και το Δυμάνα, ενώ τον Ύλλο, γιο του Ηρακλή, έκανε τρίτο παιδί του (τον υιοθέτησε δηλαδή) ως ανταπόδοση της χάρης που χρωστούσε στον Ηρακλή για τα όσα έπραξε αυτός για λόγου του». Η παράδοση εξηγεί τη διαίρεση σε τρεις φυλές των Δωριέων και την πρόσδεσή τους με τους Ηρακλείδες. Κατ’ άλλη εκδοχή, ο Ηρακλής εκδιώκει τους Δρύοπες από τη γη τους και φέρνει σ’ αυτήν τους ως τότε ονομαζόμενους Μακεδνούς, υπηκόους του Αιγιμιού, οι οποίοι στη συνέχεια παίρνουν το όνομα Δωριείς. Ο μύθος αποκαλύπτει επίσης τη δημιουργία μιας συμμαχίας, στην οποία αργότερα προστέθηκαν οι Υλλείς, εγκαταστημένοι στη Στερεά. Η μετακίνηση προς το νότο των Μακεδνών συμπίπτει με μια άλλη, αυτή των Μολοσσών, ή μέρους τους, στην Αττική, τη Σικυωνία και την Αρκαδία.
Λίγο αργότερα οι Μακεδόνες, εναπομείναντες στην ανατολική Πίνδο Μακεδνοί, προωθούνται προς την Πιερία και τη μακεδονική πλευρά του Ολύμπου, απ’ όπου στη συνέχεια απλώνονται στην Ημαθία και τη Βοττιαία.
Για τους Ακαρνάνες παραδίδεται ότι ως μια περίοδο ονομάζονταν Κουρήτες. Ο επώνυμος ήρωάς τους, ο Ακαρνάν, ήταν γιος του Αλκμέωνα, κυρίου προσώπου της «Αλκμεωνίδας», ενός χαμένου σήμερα έπους. Την παράδοση αναφέρει ο Θουκυδίδης, ο οποίος εξηγεί μ’ αυτόν τον τρόπο την εμφάνιση (ή μάλλον τη μετονομασία αυτού του φύλου). Ο Στράβωνας θεωρεί ότι οι Κουρήτες καταλάμβαναν το ανατολικό τμήμα της Ακαρνανίας και οι Λέλεγες το δυτικό. Συγγενείς προς αυτούς ήταν και οι Αμφιλόχιοι, κυριότερη πόλη των οποίων ήταν το Αμφιλοχικόν Άργος, που το όνομά του δηλώνει την παρουσία αχαϊκού στρώματος στην περιοχή.


C:\Εγκυκλοπαίδεια Μαλλιάρης 2005\Media\12000\00011867.htm

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

ΕΡΩΤΟΣ ΑΚΟΥΣΜΑ

Στου δυνατού έρωτος το άκουσμα τρέμε και συγκινήσου
σαν αισθητής. Όμως, ευτυχισμένος,
θυμήσου πόσα η φαντασία σου σ’ έπλασσεν• αυτά
πρώτα• κ’ έπειτα τ’ άλλα -πιο μικρά- που στην ζωή σου
επέρασες κι’ απόλαυσες, τ’ αληθινότερα κι’ απτά.-
Από τους τέτοιους έρωτας δεν ήσουν στερημένος.

ΚΑΛΟ ΣΟΥ ΤΑΞΙΔΙ, ΔΑΣΚΑΛΕ

της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Στη μνήμη του εκλεκτού και ακούραστου δασκάλου μας
Κωνσταντίνου Σιαμπανόπουλου

Ήταν μία από εκείνες τις ειδήσεις που ξαφνιάζουν. Πάντα ξαφνιάζει η είδηση του θανάτου ενός ανθρώπου, μέλους του καθημερινού μικρόκοσμού σου, πόσο μάλλον όταν ο ίδιος είχε φροντίσει μόλις μία μέρα πριν να σου τηλεφωνήσει, να σου στείλει τις ευχές του για τη γιορτή σου, για υγεία και μακροημέρευση. Το επόμενο βράδυ σου ανακοίνωσαν απλά το θάνατό του κι ένα κομμάτι του κόσμου σου γκρεμίστηκε, φανερώνοντας εκείνο το απειροελάχιστο κενό που εμφανίζεται με κάθε νέα απώλεια.
Τον Κωνσταντίνο Σιαμπανόπουλο τον γνώρισα λίγα χρόνια πριν, όταν νέα και άμαθη δημοσιογράφος, με το όνομά μου μόνο όπλο, χτύπησα την πόρτα του γραφείου του με ένα πάκο χειρόγραφα στο βάθος της τσάντας μου. Του τα πρότεινα για το περιοδικό του Συνδέσμου, τα ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Τα μελέτησε με προσοχή και μου τηλεφώνησε το ίδιο κιόλας βράδυ για να μου πει πως θα δημοσιεύσει κάποιο απ’ όλα. «Έχεις πολύ καλή πένα», μου είπε και φρόντιζε από τότε να το επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία μπροστά σε οποιονδήποτε τρίτο, παρεμβαλλόταν στην κουβέντα μας. Από τη μέρα εκείνη πέρασα πολλές φορές ακόμα την πόρτα του γραφείου του, είτε ως δημοσιογράφος για κάποιο επίσημο γεγονός, είτε ως απλή επισκέπτρια, είχα την ευκαιρία να δω τρεις φορές το όνομά μου να φιγουράρει στα ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ και να τιμηθώ από το Σύνδεσμο Γραμμάτων & Τεχνών, μαζί με άλλους συναδέλφους δημοσιογράφους, για την απειροελάχιστη -στ’ αλήθεια- προσφορά μου στην προβολή και ανάδειξη των μουσείων στο νομό Κοζάνης. Τραγική ειρωνεία είναι πως μου τηλεφώνησε την προηγούμενη μέρα από την ανέλπιστη φυγή του να μου ευχηθεί για την ονομαστική μου εορτή. Ξαφνιάστηκα στ’ αλήθεια πολύ, ίσως και να τρόμαξα όταν έμαθα πως έφυγε από κοντά μας κι ένιωσα πως εκείνο το τελευταίο τηλεφώνημα του ίσως να ήταν ένας υποσυνείδητος αποχαιρετισμός προς όλους όσους γνώρισε και αγάπησε.
Στάδιο του πένθους είναι να μπορείς να θυμάσαι εκείνον που έφυγε χωρίς την αρχική μεγάλη θλίψη. Αναγκαστικά όλους εμάς που μείναμε πίσω η ζωή μας τραβάει ηθελημένα και αθέλητα μαζί της και συνεχίζουμε να ζούμε. Με τη μορφή του στις αναμνήσεις μας και τις συμβουλές του στα όνειρά μας.
Καλό σου ταξίδι, λοιπόν δάσκαλε. Εμείς ήμασταν όλοι εκεί στην αναχώρηση για το τελευταίο μεγάλο ταξίδι σου, ήταν υποχρέωση μας, σαν ένα μικρό ελάχιστο ευχαριστώ για όλα όσα μας πρόσφερες. Καλό σου ταξίδι και όταν φτάσεις εκεί ψηλά να δώσεις τις ευχές και τα φιλιά μας σε όλους τους αγαπημένους μας. Είναι όλοι εκεί και σε περιμένουν να σε καλωσορίσουν. Θα κάνετε ωραία παρέα. Και αν ποτέ μας πεθυμήσεις ή δεις ότι κάνουμε κάτι λάθος, μη μας αφήσεις στην άγνοιά μας. Έλα σ’ ένα όνειρο και συμβούλεψε μας. Θα σ’ ακούσουμε, πάντα σ’ ακούγαμε και τώρα που έφυγες θα μας λείψουν οι συμβουλές σου. Εμείς, όλοι όσοι μείναμε πίσω, σου υποσχόμαστε πως θα προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε το έργο σου. Με το δικό σου μεράκι και τη δική σου πολύτιμη φώτιση από ψηλά.
Καλό σου ταξίδι, δάσκαλε. Και να μας θυμάσαι που και που. Εσύ θα μείνεις στις καρδιές μας πάντα.

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1976: 34 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΟ MΕΤΑΞΑ

23 Νοεμβρίου 1976... Ίο δικινητήριο αεροσκάφος της Ολυμπιακής Αεροπορίας τύπου YS-11A με στοιχεία νηολογίου SX-BBR και όνομα «Νήσος Μήλος» απογειώνεται στις 08:35, ώρα τοπική, από το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Τελικός του προορισμός είναι το αεροδρόμιο Φίλιππος της Κοζάνης, με ενδιάμεσο σταθμό τη Λάρισα.
Στο πιλοτήριο του καινούργιου αεροσκάφους (παραλήφθηκε το 1971 από την Ολυμπιακή) ο έμπειρος κυβερνήτης και πρώην ιπτάμενος της πολεμικής αεροπορίας Κωνσταντίνος Σκιαδάς και συγκυβερνήτης ο Νικόλαος Τάρναρης. Μαζί τους στην καμπίνα επιβατών πετούν οι ιπτάμενοι συνοδοί Σταματία Σταθοπούλου και Γεωργία Τσουκαντά, οι οποίες είχαν ήδη ξεκινήσει να ετοιμάζουν το πρωινό, μόλις το αεροσκάφος οριζοντίωσε στα 10.000 πόδια.
Οι χειριστές είχαν ενημερωθεί από την επιμελητεία των πτήσεων της Ολυμπιακής κατά την πρωινή ενημέρωση ότι στη Λάρισα και στην Κοζάνη οι νεφώσεις εκείνο το πρωινό είχαν την «τιμητική» τους και πως η θερμοκρασία στην Κοζάνη ήταν κοντά στους 50C, δηλαδή «σε φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα». Δύο λεπτά πριν τις 9 το πρωί, το πλήρωμα επικοινωνεί με τον πύργο ελέγχου της Λάρισας και ζητά πλήρες μετεωρολογικό δελτίο τόσο για τη Λάρισα όσο και για την Κοζάνη: «Λάρισα καλημέρα, η Ολυμπιακή 830, επίπεδο πτήσεως 100, αναφέρατε καιρικές συνθήκες... Ολυμπιακή 830 καλημέρα, καιρός νεφελώδης, νέφη στα 4/8, ορατότητα 150 μέτρα, άπνοια, βαρομετρική πίεση 29,63, η θερμοκρασία στο έδαφος στους 80C, αναμείνατε για το μετεωρολογικό της Κοζάνης... Ελήφθη η Ολυμπιακή 830 κατερχόμενοι για τα 8000 και εν συνεχεία για τα 6000, η βάση των νεφών άνω των 10.000 ποδών». Το έμπειρο πλήρωμα καταλαβαίνει γρήγορα ότι έτσι όπως ήταν τα πράγματα, η προσγείωση στο αεροδρόμιο της Λάρισας θα ήταν από δύσκολη έως αδύνατη, αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζει την προσέγγιση εξ’ όψεως λόγω καιρού και αν τα πράγματα ήταν καλύτερα σε περίπου 25 λεπτά που θα έφτανε εκεί, θα επιχειρούσε προσγείωση.
Στις 09:07 η Λάρισα μεταβιβάζει το δελτίο καιρού του αεροδρομίου της Κοζάνης: «Ολυμπιακή 830 ο καιρός στην Κοζάνη νεφοσκεπής 8/8 AC8000 πόδια, 6-8 SCU 3500 πόδια, 2/8 ST 1500 πόδια, θερμοκρασία εδάφους 60C, βαρομετρική 29,62 ορατότητα 8 – 10 χιλιόμετρα, άνεμος 10 κόμβοι... Ευχαριστούμε Λάρισα, ελήφθη ο καιρός από Ολυμπιακή 830, να διαβιβασθεί στην Κοζάνη ότι συνεχίζουμε για εκεί», απαντά το πλήρωμα από το YS-11A, το οποίο εκείνη την ώρα βρισκόταν πάνω από τον ραδιοφάρο της Αγχιάλου και σε 15 λεπτά θα έφθανε στην Λάρισα. Στις 09:18 το αεροσκάφος περνά κοντά από το αεροδρόμιο της Λάρισας και δυο λεπτά αργότερα, αναφέρει πως βρίσκεται 10 μίλια βόρεια της Λάρισας και πως γυρίζει στη συχνότητα της Κοζάνης: «Φίλιππε καλημέρα, η Ολυμπιακή 830. Διαβιβάστε το μετεωρολογικό... Ολυμπιακή 830 καλημέρα σας, 2/8 ST 1500 πόδια, 7/8 SCU 3500 πόδια, 8/8 AST 8000 πόδια, θερμοκρασία εδάφους 60C, άνεμος 10 κόμβοι». Το πλήρωμα ζητά να επαναλάβει η Κοζάνη το μετεωρολογικό δελτίο κάτι που ο «Φίλιππος» κάνει ένα λεπτό αργότερα. Το μετεωρολογικό δεν τους λέει πολλά πράγματα, το πλήρωμα του BBR ασφυκτιά μέσα στη «σούπα», πνίγεται στα 6.000 πόδια... θεωρούν ότι η μόνη διέξοδος είναι στα χαμηλότερα... αρχίζουν κάθοδο για τα 3.500 πόδια, κάπου για να βρουν ένα σημάδι...
Δυστυχώς, οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν σε όλη την περιοχή του όρους Μεταξά δεν βοηθούν. Η πυκνή νέφωση που έχει σκεπάσει την περιοχή του Σαρανταπόρου, δεν αφήνει να φανούν οι παγίδες που κρύβονται στα υψώματα που σφίγγουν τον κλοιό γύρω από το YS-11A της Ολυμπιακής. Το έμπειρο πλήρωμα κρίνει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει για Κοζάνη. Αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο, στρίβει δεξιά 180 μοίρες και συνεχίζει για δύο λεπτά μια πορεία μεταξύ 214 και 233 μοιρών με ταυτόχρονη άνοδο στο ύψος των 4.500 ποδών. Το βαρύ πέπλο της νέφωσης, δεν λέει να σχιστεί. Αδιέξοδο παντού... Αποφασίζουν ταχεία κάθοδο με βαθμό 1.100 ποδών και οριζοντιώνουν στα 3.880 πόδια. Μένουν εκεί για μόλις 45 δευτερόλεπτα, το πλήρωμα βλέπει από ένα τυχαίο σκίσιμο της ομίχλης ένα διαφορετικό χρώμα από αυτό των νεφών. Η εικόνα στα μάτια του έμπειρου κυβερνήτη δεν είναι άγνωστη, είναι όμως η τελευταία. «Τράβα Νίκο, τράβα να βγούμε...», ίσως ήταν τα τελευταία λόγια προς τον συνάδελφό του. Ενστικτωδώς κολλούν και οι δυο το χειριστήριο στην κοιλιά τους, τραβούν με όση δύναμη έχουν και το «Romeo» σηκώνει μούρη απότομα. Η στάση του αυτή κρατά μόλις 12 δευτερόλεπτα και συνοδεύεται από έντονες ταλαντεύσεις και κραδασμούς. Απώλεια στήριξης; Έτσι φαίνεται, μα συνεχίζει να ανεβαίνει παράλληλα με την πλαγιά. Στις 09.37 δεν μπορεί πια. Η κοιλιά του «Νήσος Μήλος» γλύφει την πλαγιά του Μεταξά, το αεροπλάνο γλιστρά, αναπηδά και σχεδόν εφαπτόμενο με το έδαφος συντρίβεται φλεγόμενο σε απόσταση 250 μέτρων από το σημείο της πρώτης επαφής και σε υψόμετρο 4190 ποδών.
Τα τηλέφωνα παίρνουν φωτιά λίγα λεπτά αργότερα, όταν η Κοζάνη και η Λάρισα αδυνατούν να επικοινωνήσουν πλέον με το SX-BBR. Μόλις δίδεται το σήμα ότι το αεροσκάφος εξαφανίστηκε και πιθανότατα να έχει καταπέσει σε μια από τις ορεινές περιοχές του Σαρανταπόρου και του Μεταξά, σημαίνει συναγερμός. Η αστυνομία ειδοποιεί την κοινότητα του χωριού Μεταξά ότι χάθηκε το αεροπλάνο της Ολυμπιακής. Την ώρα εκείνη το χωριό ήταν καλυμμένο από την πυκνή ομίχλη, το ψιλόβροχο σε συνδυασμό με την υγρασία τρυπούσαν το κόκαλο και η θερμοκρασία βρισκόταν σταθερά κάτω από 5 βαθμούς με το βοριά να φυσά. Ο γραμματέας του χωριού βγαίνει τρέχοντας από το κοινοτικό κατάστημα στην πλατεία και ενημερώνει όλους όσοι βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο καφενείο. Μεταξύ αυτών και ο Γιάννης Γκουζιώτης, 78 χρονών σήμερα και ο δόκιμος τότε ιερέας Κωνσταντίνος Παπαγιάννης.
Ο κος Γκουζιώτης εργαζόταν τότε σε ένα λατομείο, το οποίο λόγω των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη την ημέρα, έμεινε κλειστό. «Ήμασταν στο καφενείο στην πλατεία και μόλις μας ενημέρωσε ο γραμματέας μαζευτήκαμε 11 νομίζω άτομα και με ένα αγροτικό ξεκινήσαμε να βρούμε που έπεσε το αεροπλάνο. Την περιοχή εγώ την ήξερα καλά, γιατί τέσσερα χρόνια έκανα φύλακας στη βάση του Ο.Τ.Ε. που βρίσκεται στην κορυφή και ξέραμε καλά που πηγαίναμε», μας λέει μετά από 33 χρόνια ο κος Γκουζιώτης. Έχει χρόνια να μιλήσει για το αεροπορικό δυστύχημα και να επαναφέρει στη μνήμη του τις δραματικές εικόνες που αντίκρισε. Είχε περάσει μισή ώρα από την πτώση του αεροσκάφους και το αγροτικό με τους έντεκα κατοίκους του χωριού Μεταξά κινούνταν μέσα στην πυκνή ομίχλη επάνω στον κακοτράχαλο ορεινό δρόμο, που οδηγούσε στην τηλεπικοινωνιακή βάση του Ο.Τ.Ε. Ξαφνικά, μέσα στη μονοτονία του γκρίζου, είδαν λευκά χαρτιά να ανεμίζουν δεξιά και αριστερά. «Εδώ είναι, εδώ είναι», φώναξε ο Γιάννης Γκουζιώτης και χτύπησε την οροφή του αγροτικού για να σταματήσει ο οδηγός. «Είσαι σίγουρος», τον ρώτησε ο εδώ και πολλά χρόνια πλέον ιερέας του Μεταξά Κωνσταντίνος Παπαγιάννης. «Εδώ έπεσε, δεν βλέπετε τα χαρτιά», συνέχισε ο Γιάννης Γκουζιώτης και οι άνδρες κατέβηκαν από το αγροτικό και χωρίστηκαν σε δυο ομάδες για να συνεχίσουν την έρευνα. Ο κος Γκουζιώτης με κάποιους κατοίκους ακολούθησε τα χαρτιά και ο παπα-Κώστας προχώρησε πιο δεξιά με τους υπόλοιπους.
«Καθώς περπατήσαμε, όχι πολλά μέτρα από το δρόμο, άρχισε να γίνεται αντιληπτή μυρωδιά από καύσιμο και καταλάβαμε ότι πλησιάζουμε. Μετά είδαμε το έδαφος να καίγεται, μια ευθεία γραμμή, λες και έβαλε κάποιος φωτιά επίτηδες», εξιστορεί ο κος Γκουζιώτης, «μετά είδαμε βαλίτσες ανοιγμένες, μια από εδώ και μια από εκεί και μόλις φτάσαμε επάνω από τη μικρή χαράδρα, είδαμε το αεροπλάνο σπασμένο στη μέση να καίγεται, το ίδιο και οι άνθρωποι». Οι φωνές των κατοίκων του χωριού για να εντοπίσουν τυχόν επιζώντες δυστυχώς αντιλαλούσαν μάταια στις πλαγιές του βουνού. Όλοι ήταν νεκροί, 46 επιβάτες και το τετραμελές πλήρωμα. Όπως θυμάται ο κος Γκουζιώτης, προσπάθησαν να τραβήξουν μερικούς επιβάτες από τη φωτιά, αλλά δεν κατάφεραν και πολλά. Όλοι ήταν συγκεντρωμένοι σε ένα σημείο, ο ένας επάνω στον άλλον, μια στοίβα ανθρώπων, έτσι όπως πετάχτηκαν από το YS-11A, μετά το σύρσιμο του στη χαράδρα.
Από τα δεξιά προσέγγισε και ο παπα-Κώστας με τους υπόλοιπους. «Ήταν τόσο πυκνή η ομίχλη που δε βλέπαμε ο ένας τον άλλο σε απόσταση δυο μέτρων και για να μη χαθούμε σφυρίζαμε», θυμάται. Μόλις πέρασε το σημείο του σπασμένου φτερού του αεροσκάφους, το θέαμα που αντίκρισε ήταν φρικτό, «δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου αυτό που είδα. Όλοι στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλο, λες και το είχαν καταλάβει και είχαν αγκαλιαστεί. Μια κοπέλα ήταν μπρούμυτα πεσμένη και καιγόταν μέχρι την μέση και ένας φαντάρος, δεν φαινόταν χτυπημένος, αλλά ήταν ακίνητος πεσμένος στο έδαφος», εξιστορεί με μεγάλη ταραχή τόσα χρόνια μετά ο παπα-Κώστας. Στη συνέχεια μαζί με ένα ακόμη κάτοικο του χωριού περπάτησαν για το τηλεπικοινωνιακό κέντρο του Ο.Τ.Ε., το οποίο βρίσκεται ένα χιλιόμετρο από το σημείο της πτώσης, στην κορυφή του βουνού. Λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν δεν υπήρχε κάποιος έξω και αναγκάστηκαν να πηδήξουν την περίφραξη, προκειμένου να ενημερώσουν τους τηλεπικοινωνιακούς ότι βρήκαν το αεροπλάνο. «Τότε οι τηλεφωνικές γραμμές ήταν ανοιχτές και μόλις τους είπαμε ότι το βρήκαμε, ακούστηκαν πολλές διαφορετικές φωνές που φώναζαν... που είναι, πες μας ποιο είναι το σημείο, είναι ζωντανοί; Δυστυχώς, όμως, η απάντηση για επιζώντες ήταν αρνητική. Μετά η ομίχλη διαλύθηκε, λες και περίμενε να γίνει πρώτα το κακό», περιγράφει με συγκίνηση τις στιγμές αυτές ο παπα-Κώστας.
Σε λίγο στο σημείο της πτώσης άρχισαν να καταφθάνουν άνδρες της ασφάλειας, αστυνομία, στρατός και άλλος κόσμος. Η περιοχή αποκλείστηκε και την επόμενη μέρα ξεκίνησε το μακάβριο έργο της αναγνώρισης των πτωμάτων, το οποίο σύμφωνα με δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής εκείνης, ήταν πολύ δύσκολο, λόγω της απανθράκωσης των θυμάτων.
Στο ξέφωτο που κατέπεσε το «Νήσος Μήλος» της Ολυμπιακής, 4 χιλιόμετρα από το Μεταξά, βρίσκεται μέχρι σήμερα μια σπασμένη πτέρυγά του με τη μπλε λωρίδα από τα χρώματα της εταιρείας, ξεφτισμένη σε κάποια σημεία, να υπενθυμίζει το γεγονός. Λίγο παραπέρα βρίσκεται ένας μαρμάρινος σταυρός με μια επιγραφή χαραγμένη στη μνήμη του υποσμηναγού Γιάννη Ζήκου, επιβάτη της μοιραίας πτήσης, που στήθηκε από τους γονείς του. Σε όλη τη γύρω περιοχή διάσπαρτα μικρά-μικρά κομμάτια του αεροσκάφους στέκονται σε πείσμα του χρόνου που πέρασε αδιάψευστοι μάρτυρες του γεγονότος.
Στο σημείο που βρέθηκαν οι επιβάτες και το πλήρωμα στέκεται σήμερα μια μικρή εκκλησία, την οποία έχτισαν στη μνήμη των νεκρών, οι συγγενείς τους, η Ολυμπιακή και η Μητρόπολη. Η εκκλησία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και σήμερα τα σημάδια της εγκατάλειψής της είναι εμφανή. «Έκανα μεγάλη προσπάθεια να φτιάξω αυτή την εκκλησία όπως πρέπει», λέει ο παπα-Κώστας και προσθέτει πως «ένας μηχανικός που έβαλα να μου υπολογίσει το ποσό που χρειάζεται για να φτιαχτεί, μου είπε πως είναι 25.000-. Έκανα προσπάθειες και έστειλα επιστολές στην Ολυμπιακή για να χρηματοδοτήσει τις επισκευές, αλλά απάντηση δεν πήρα μέχρι σήμερα».
Κάπου-κάπου, 33 χρόνια μετά από εκείνη την συννεφιασμένη μέρα του Νοέμβρη, ο παπα-Κώστας πηγαίνει στο σημείο και κάνει ένα τρισάγιο στη μνήμη αυτών που χάθηκαν κοντά στο χωριό του.


ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ OΜΙΚΡΟΝ

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

ΑΝΤΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ…

(…ΓΙΑΤΙ Η ΘΛΙΨΗ ΔΕΝ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ)
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Εις μνήμην Χρίστου Μπέσα

Δεν μπορώ ακόμη να εξηγήσω κι ας έχω πλέον μεγαλώσει και κάποιοι λένε ότι ωρίμασα, γιατί με ξαφνιάζει πάντα τόσο, σχεδόν με τρομάζει, η είδηση της αναπάντεχης, ξαφνικής φυγής ενός ανθρώπου, μέρους του μικρόκοσμου μου, μα όχι της στενής ή ευρύτερης οικογένειάς μου, αλλά του ευρύτερου χώρου μέσα στον οποίο κινούμαι κι ανασαίνω καθημερινά. Έτσι με ξάφνιασε και στ’ αλήθεια με τρόμαξε η είδηση της απρόσμενης φυγής -γιατί φυγή θα το λέω πάντα εγώ, θάνατο ποτέ- του Χρήστου Μπέσα, του φιλοσόφου γιατρού της πόλης μας, ενός ανθρώπου στ’ αλήθεια -το λέω και το πιστεύω απόλυτα- ξεχωριστού με πολύπλευρο ταλέντο σε πολλούς τομείς του επιστητού. Τον είχα γνωρίσει μόλις τα τελευταία χρόνια, την εποχή των σπουδών μου και των πρώτων δημοσιογραφικών και λογοτεχνικών μου προσπαθειών -αν και οι γονείς μου και η οικογένεια μου τον ήξεραν από παλιά, τον συμβουλευόταν για τις ιατρικές του γνώσεις, όπως οι περισσότερες οικογένειες της Κοζάνης- κι αμέσως έδειξε ένα πρωτόγνωρο ενδιαφέρον για το έργο μου. «Γράφεις ξεχωριστά», μου είπε. «Δροσερά». Και με αυτά τα λόγια και μόνο με γοήτευσε.
Το Χρήστο Μπέσα τον γνώρισα καλοκαίρι, λίγο πριν τον τελευταίο χρόνο των σπουδών μου, στο γραφείο ενός κοινού μας φίλου και το Νοέμβρη, την ημέρα της γιορτής μου, θυμάμαι πως με πήρε λαχανιασμένος, ξημερώματα σχεδόν, τηλέφωνο, ελπίζοντας να είναι ένας από τους πρώτους που μου εύχεται το χρόνια πολλά. Με συγκίνησε εκείνη η βιασύνη του. Δεν την είχα ξανασυναντήσει ποτέ πριν σε κανέναν άνθρωπο, δεν πίστευα ότι υπάρχει, μα μου άρεσε πολύ.
Την πρώτη φορά που πέρασα ως ασθενής την πόρτα του ιατρείου του, το επόμενο καλοκαίρι της γνωριμίας μας, θυμάμαι πως έκλαιγα. Με είχε τρομοκρατήσει το πρόβλημα που τότε πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου αντιμετώπισα με την όρασή μου -από τα δώδεκα μου με συνεχώς αυξανόμενη μυωπία- κι ο γιατρός, που είχα επιλέξει να με εξυπηρετήσει, δε μου είπε τίποτα ενθαρρυντικό. Για την ακρίβεια δε μου είπε τίποτα απολύτως. Έτσι έβαλα τα κλάματα στη μέση της πλατείας -αυτόματη αντίδραση το κλάμα σε κάθε στιγμή αναστάτωσης, το ξεπέρασα στα 25- και πήραμε την πρωτοβουλία να πάμε για μία δεύτερη γνώμη στο ιατρείο του Μπέσα. Κι εκείνος, μόλις του εξήγησα τι μου συμβαίνει, έβαλε τα γέλια. Τόσο απλό του είχε φανεί κι απλούστατο ήταν τελικά το ανυπέρβλητο για τον προηγούμενο γιατρό ιατρικό μου πρόβλημα. Κι έτσι πέρασε στην αιωνιότητα και στη λήθη την επόμενη κιόλας μέρα με το γέλιο του το καλύτερο φάρμακο.
Ίσως όλα αυτά που τώρα σας εξιστορώ να εμπίπτουν στον τομέα των προσωπικών δεδομένων και να μην έπρεπε να σας τα αποκαλύψω, μα προσπαθώ να σας εξηγήσω πως στάθηκε δίπλα μου ο Χρήστος Μπέσας. Ο θάνατός του έγινε αφορμή να ξεπηδήσουν απ’ το υποσυνείδητο διάφορες θύμησες και αναμνήσεις, της σύντομης έστω γνωριμίας μας, που είχα ξεχάσει ότι είχα και μάλλον κάπως έτσι έπρεπε να γίνει. Κάπως έτσι γίνεται πάντα με όλους τους ανθρώπους. Μετά τη μεγάλη πίκρα για έναν άδικο, νομίζω εγώ, χαμό, έρχεται η σειρά των αναμνήσεων. Όταν το πρώτο ξάφνιασμα περάσει και μπούμε σ’ ένα νέο στάδιο του πένθους και θυμόμαστε εκείνον που έφυγε χωρίς την αρχική μεγάλη θλίψη. Αναγκαστικά, όλους εμάς που μείναμε πίσω, η ζωή μας τραβάει άθελα κι ηθελημένα μαζί της και συνεχίζουμε να ζούμε. Κι όταν το κενό, το κομμάτι του κόσμου μας, που γκρεμίστηκε στο άκουσμα του θανάτου του, κάποτε καλυφθεί, τότε έρχεται η σειρά των αναμνήσεων. Αναμνήσεων που δε θυμάσαι καν ότι είχες και που πλέον δεν πληγώνουν. όταν ξυπνάνε στο νου, μα ο Θεός ξέρετε είναι σοφός και με σοφία εποίησε τον άνθρωπο.
Είχα πολύ καιρό να συναντήσω το Χρήστο Μπέσα κι όσα άκουγα για την υγεία του δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά. Δεν τολμούσα ωστόσο να του τηλεφωνήσω, φοβόμουν, μήπως δε με θυμηθεί, μήπως τον μπερδέψω και τώρα κατακρίνω σφόδρα τον εαυτό μου γι’ αυτή τη δειλία μου. Είμαι πάντα κι ό,τι και να γίνει αισιόδοξος άνθρωπος, πιστεύω κι ελπίζω μέχρι το τέλος σ’ ένα θαύμα, σ’ ένα θαύμα που τελικά για το Χρήστο Μπέσα δεν έγινε, μα, λέω και παρηγορούμαι, κάποιος άλλος κανονίζει τη ζωή μας κι όχι οι ελπίδες του κάθε ανθρώπου.
Δεν ξέρω τι πρέπει να πω για να τελειώσω. Δεν ξέρω ποτέ πως να τελειώσω ένα κείμενο κι ας λένε πολλοί κι ας έλεγε κι εκείνος πως έχω ιδιαίτερη έφεση στο γραπτό λόγο. Κι έτσι, σαν καταφύγιο, επιλέγω τα δικά του ποιητικά λόγια:
«Στην επόμενη δύση του ήλιου, περίμενε με αγάπη μου.
Στο κατώφλι αυτού του τρεμάμενου κόσμου,
λουσμένη καθώς είσαι, στο αλησμόνητο φως, ενός κόσμου που χάθηκε.
Να το ξέρεις, όμως, πως δεν υπάρχουν πλέον χρυσά χρόνια,
Και πως, παρόλα τα μυστήρια που σε τυλίγουν
για μένα θα είσαι πάντα κάτι σαν εξαίρεση και θρίαμβος μαζί.
Χωρίς ψυχρά κηρύγματα».


Καλό ταξίδι, λοιπόν, φιλόσοφε της πόλης μας. Νιώθουμε ευτυχείς που έστω λίγο σε γνωρίσαμε, που έστω λίγο σε ακούσαμε, που γέμισες με τα όνειρά σου τις πεζές ζωές μας. Αυτά θα φυλούμε πάντα, αιώνια στην καρδιά μας. Τις παραινέσεις σου και τα υπέροχα, πολύχρωμα, φωτεινά όνειρά που μας χάριζες.

Κοζάνη, Μάρτιος 2007

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

«Θα περάσει κι αυτό», φώναζε. «Ο σπόρος μας είναι γερός και δεν χάνεται. Ήρθανε οι Τούρκοι, ήρθαν οι Βούλγαροι κι εμείς επιβιώσαμε. Τώρα ήρθαν άλλοι βάρβαροι, οι Ούνοι, οι καινούργιοι βάρβαροι, οι σημερινοί, οι βάρβαροι του σημερινού κόσμου. Το Φανάρι επέζησε και με τους Τούρκους, θα επιζήσουμε κι εμείς με τους Ούνους».
(Από το βιβλίο του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου «Το χρονικό της μεγάλης νύχτας», σελ. 72).

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΜΥΤΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ

ΚΕΡΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ Ή ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ»
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Με την παρουσία και την ομιλία ενός γνωστού για τις κινηματογραφικές και τηλεοπτικές του παραγωγές σκηνοθέτη κι ενός αγαπημένου φίλου και «τέκνου» της Κοζάνης, του κου Κώστα Κουτσομύτη πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Τετάρτης 5 Μαρτίου 2003 στο Κοβεντάρειο η πρώτη εκδήλωση του Συνδέσμου Φιλολόγων Κοζάνης με θέμα: «Κινηματογράφος & Λογοτεχνία».
Την παρουσίαση του κου Κουτσομύτη έκανε η πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων κα Έλσα Βαρδάκα, που μίλησε για τη ζωή και το μέχρι τώρα έργο του σκηνοθέτη στα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά πλατό, μεταφέροντας στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη πολλά γνωστά λογοτεχνικά έργα. Ο ίδιος ο κος Κουτσομύτης παίρνοντας το λόγο ευχαρίστησε το σύνδεσμο για την πρόσκληση αυτή που αποδέχτηκε με ιδιαίτερη χαρά. «Ήρθα», είπε χαριτολογώντας, «γιατί ενώ ως μαθητής ήμουν πολύ κακός στα μαθηματικά, ήμουν πολύ καλός στα φιλολογικά μαθήματα». Η ομιλία επικεντρώθηκε στην τέχνη της εικόνας κατά τη μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση, μία τέχνη, όπως ο κος Κουτσομύτης παρατήρησε, άγνωστη και στο τρόπο της εικόνας να επηρεάζει τους αποδέκτες και κυρίως τα παιδιά, διαμορφώνοντας στο μυαλό τους και στον κοινωνικό περίγυρο τα στάνταρ της σύγχρονης ζωής, που αυτή επιθυμεί να προβάλει. Η εικόνα έχει τη δύναμη να επιβάλλει στο κοινό αυτό που «πρέπει» να επιθυμεί, οδηγώντας το σε μία παθητική και άκριτη θεώρηση του κόσμου. Ειδικότερα για τα παιδιά και τους εφήβους, που είναι πιο επιρρεπείς στην άκριτη μίμηση, ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος και η διδασκαλία της εικόνας από τα σχολικά ακόμη χρόνια είναι πλέον αναγκαία, για τη σωστή αποκωδικοποίηση της και για τη δημιουργία και την παρουσίαση προγραμμάτων, που θα παρέχουν γνώση και καλλιέργεια.
Μιλώντας λίγο πριν στο Θ ο κος Κουτσομύτης επισήμανε αυτή την αδυναμία του τηλεοπτικού κοινού να αποκωδικοποιήσει την εικόνα που λαμβάνει. «Έχουμε έναν αναλφαβητισμό της εικόνας πολύ μεγάλο, θα έλεγα πάνω από 80 και 90%, γιατί κανένα παιδί και κανένας άνθρωπος σε κανένα σχολείο, ενώ διδάσκεται το λόγο, τη γραφή δε διδάσκεται την εικόνα». Μία κατάσταση που επηρεάζει αρνητικά και την πορεία της σύγχρονης τηλεόρασης και τα πρότυπα που αυτή προβάλει κυρίως στα μικρά παιδιά, τους άκριτους λήπτες του μηνύματος. Η μεταφορά ενός βιβλίου στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη είναι μία τέχνη που απαιτεί μία πληρέστερη γνώση της τέχνης της εικόνας, είτε πρόκειται για τηλεόραση, είτε για κινηματογράφο, αφού όπως ο κος Κουτσομύτης επισήμανε, και στις δύο μορφές πρόκειται για την ίδια εικόνα, σε διαφορετικές απλά διαστάσεις. Οι διαφορές από εκεί και πέρα περιορίζονται στα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου, π.χ. τις ώρες μετάδοσης που πρέπει να περιοριστούν ή να τα επεκταθούν ανάλογα με τη χρονική διάρκεια. «Όταν έχεις πολλές ώρες στη διάθεση σου», είπε ο κος Κουτσομύτης, «όταν έχεις ένα μυθιστόρημα και το κάνεις, ας πούμε 35 ώρες στην τηλεόραση, είναι διαφορετικό το σενάριο, διαφορετική η μεγέθυνση κ.λπ. Ενώ στο σινεμά πρέπει να πεις σε δυο-δυόμισι ώρες ένα μεγάλο βιβλίο, ας πούμε το «Πόλεμος και Ειρήνη». Αλλά η βασική δυσκολία είναι ότι έχεις να κάνεις με δύο τελείως διαφορετικές γλώσσες. Έχεις τη λογοτεχνική γραφή, πρέπει να μείνεις όσο το δυνατό πιστός, να μην προδώσεις το συγγραφέα και αυτό να το κάνεις εικόνα. Όλο θέλει πάρα πολύ μελέτη και πάρα πολλούς ειδικούς συνεργάτες και το πιο βασικό πρόβλημα είναι ότι είναι πάρα πολύ ακριβές παραγωγές και κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να πας φυλακή από χρέη». Η συζήτηση αν πρέπει ή όχι τα λογοτεχνικά έργα να μεταφέρονται στο πανί έχει ξεκινήσει, όπως ο κος Κουτσομύτης, παρατήρησε πριν από την εμφάνιση και του κινηματογράφου ακόμα, όταν γνωστά λογοτεχνικά έργα, διασκευάζονταν για τη σκηνή του θεάτρου. Αυτό όμως που τελικά η λογοτεχνία κερδίζει από όλη αυτή τη διαδικασία είναι ο θεατής που θα θελήσει να αποκτήσει το βιβλίο. «Ένας θεατής που έχει δει ένα έργο και μπαίνει σ’ ένα βιβλιοπωλείο να αγοράσει έστω κι ένα μόνο βιβλίο», λέει ο κος Κουτσομύτης, «αυτό είναι κέρδος για τη λογοτεχνία. Από την πείρα μου πολλά βιβλία που οπτικοποιήθηκαν, άσχετα αν έγιναν επιτυχίες ή όχι, στείλανε χιλιάδες κόσμο στα βιβλιοπωλεία. Μπορεί να μην πάρουν τελικά αυτό το βιβλίο, μπορεί να πάρουν ένα άλλο, αλλά θα μπουν σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Κι αυτό είναι κέρδος». Όσο για την ταινία, που υποσχέθηκε να γυρίσει την Κοζάνη αυτή βρίσκεται σίγουρα μέσα στα μελλοντικά του σχέδια.
Με την έναρξη της ομιλίας παρουσιάστηκε ένα σύντομο βίντεο με χαρακτηριστικές σκηνές από έργα του Κώστα Κουτσομύτη, βασισμένα σε λογοτεχνικά έργα Μετά την ομιλία ακολούθησε συζήτηση μεταξύ των παρευρισκομένων, ενώ ο Σύνδεσμός Φιλολόγων απένειμε στον κο Κουτσομύτη τιμητική πλακέτα, αναμνηστική της βραδιάς.


- Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κοζάνης ΘΑΡΡΟΣ, 7/3/2003, σελ. 1, 5.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ Ο ΝΕΟΣ 6ος ΤΟΜΟΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Με το γνωστό, καλαίσθητο εξώφυλλο, που έχει καθιερώσει από το πρώτο του τεύχος και με μία πληθώρα θεμάτων από την επικαιρότητα, τη λαογραφία και την παράδοση του νομού Κοζάνης και της Δυτικής Μακεδονίας, κυκλοφόρησε ο νέος, 6ος τόμος του ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ για το 2011.
Το ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ αποτελεί τη συνέχεια του Ημερολογίου Κοζάνης, που εξέδιδε από το 1975 ο γνωστός για τις συγγραφικές του καταθέσεις και μελέτες δάσκαλος κος Αναστάσιος Ζ. Μπέλλος. Μετά την ανάληψη της διεύθυνσης του περιοδικού από το γιο και διάδοχο του κο Ζήση Μπέλλο το 2005, το ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ συνεχίζει την πετυχημένη πορεία, που το Ημερολόγιον Κοζάνης ξεκίνησε, καλύπτοντας θεματικά με το νέο του τίτλο και νέα μορφή όλο το δυτικομακεδονικό χώρο.
Ο νέος 6ος τόμος του περιοδικού φιλοξενεί μία πληθώρα άρθρων και μελετών σημαντικών πνευματικών προσωπικοτήτων από την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και όχι μόνο (Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδου, Αναστάσιος Δάρδας, Νικόλαος Μέρτζος, Γεώργιος Μπόντας, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος κ.α.). Παράλληλα στις σελίδες του καταγράφονται όλα τα σημαντικά γεγονότα της χρονιάς που πέρασε, συνοδευόμενα από πολλές φωτογραφίες και πλούσια εικονογράφηση και οι νέες εκδόσεις βιβλίων και περιοδικών. Παρόντα πάντα τα άρθρα και οι μελέτες των δύο δημιουργών του Αναστάσιου και Ζήση Μπέλλου.
Το ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ κυκλοφορεί με ετήσια περιοδικότητα, μία φορά το χρόνο.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ

Ξαφνικά ξύπνησε απότομα από το προσωπικό του όνειρο. Ήταν εκείνη η κραυγή που τον τρόμαξε, μα τότε τη νόμισε εφιάλτη και δεν της έδωσε σημασία. Οι εφιάλτες, του είχαν πει κάποτε, ξεχνιούνται τ’ άλλο πρωί κι έτσι γινόταν πάντα μέχρι τότε, γιατί να είναι αυτός ο εφιάλτης διαφορετικός; Μόνο που το πρωί που ξημέρωσε, μετά από εκείνη την κραυγή που του τάραξε τον ύπνο, δεν ήταν σαν τα άλλα που είχαν περάσει, ούτε και σαν εκείνα που θα ερχόταν. Είχε κάτι άλλο εκείνη η μέρα ζωγραφισμένο στην παλάμη της και δεν έφταιγε η άνοιξη. Η άνοιξη δε σου πλακώνει την ψυχή. Ούτε αφήνει ζωντανούς τους εφιάλτες.
Ξαφνικά πάνω από το κεφάλι του άρχισαν να πετούν αόρατα αεροπλάνα, δεν έβλεπε την όψη τους, μα ο βόμβος τους διέλυε κάθε λογική, το λιμάνι γέμισε πλοία με στρατιώτες από την άλλη άκρη του κόσμου, που στα διαλείμματα για τσιγάρο χάζευαν το Λευκό Πύργο και τις κοπέλες με τα πολύχρωμα φορέματα που έκαναν βόλτα στην παραλία -όπως όλοι οι στρατιώτες του κόσμου σ’ όλα τα λιμάνια της γης- και στους δρόμους βάδιζαν πια μόνο θυμωμένοι άνθρωποι. Ξαφνικά εκείνο το πρωινό, μετά από εκείνη την κραυγή που του τάραξε τον ύπνο, είδε έντρομος το στόχο, που οι υποτιθέμενοι «σύμμαχοί» του είχαν ζωγραφίσει πάνω στα Βαλκάνια, στη γειτονιά του μέσα και για να περνά ευχάριστα η ώρα τους άρχισαν να τον σημαδεύουν με έξυπνες βόμβες. Να σημαδεύουν ξεδιάντροπα το δικό του κόσμο. Επίθεση για να τιμωρήσουν τους κακούς και να προστατέψουν τους αδύνατους, είπαν, ανθρωπιστικό έργο. Αυτός το είπε απλά πόλεμο κι ας μην του άρεσε καθόλου αυτή η λέξη. Μα οι άνανδροι κυρίαρχοι από την άλλη άκρη της γης, οι υποτιθέμενοι «σύμμαχοί» του, που χρίστηκαν μόνοι τους προστάτες των λαών, μόνο αυτόν τον τρόπο ήξεραν και μόνο έτσι μπορούσαν να επιβάλλουν το άδικο δίκιο τους. Με έξυπνες βόμβες και αόρατα αεροπλάνα!
Και ξεκίνησαν πάλι την αυγή αμέτρητοι άνθρωποι, όπως αιώνες πριν ή μόνο κάποια χρόνια, να φεύγουν από τις πατρίδες τους με τα παιδιά τους αγκαλιά. Κι αμέτρητοι άνθρωποι έγιναν πάλι πρόσφυγες, καθώς η ιστορία γραφόταν ξανά στις ίδιες σελίδες με τα ίδια λόγια. Έτσι απλά, έμαθε, γίνεσαι από άνθρωπος πρόσφυγας. Και οι πρόσφυγες δεν είναι άνθρωποι. Μπορεί να είναι θύματα, ξεριζωμένοι, επαίτες σε κάποιο δρόμο ή απειλή για την οικονομία του δικού του προηγμένου κόσμου, θέαμα ίσως για το τηλεοπτικό κοινό, που παρακολουθεί τον πόλεμο ανέκφραστο, όπως κι αυτός ή κινούμενοι στόχοι για τις έξυπνες βόμβες των υποτιθέμενων «συμμάχων» του, αλλά αιώνες τώρα οι πρόσφυγες δεν είναι άνθρωποι. Αυτό του το έκαναν ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή που οι νέοι πρόσφυγες πήραν ξανά τα ίδια μονοπάτια, έτσι που αν τους συναντήσει ποτέ στο δρόμο του να μην τους δει σαν ανθρώπους. Θα τους λυπόταν και η λύπη δεν ταιριάζει στον πολιτισμό του.
Ύστερα, έμαθε από φήμες, πως αυτές οι έξυπνες βόμβες, που τους είχαν πει να καταστρέφουν μόνο τα οπλοστάσια των κακών, των δικών του γειτόνων, άρχισαν να κουράζονται -πράγμα περίεργο, τον είχαν διαβεβαιώσει πως ήταν ακούραστες- τα μάτια τους θόλωσαν από τους καπνούς και τα δάκρυα των αθώων κι άρχισαν να μπερδεύουν τους στόχους τους και να σκοτώνουν ανθρώπους. Ανθρώπους, που είχαν πάψει να είναι άνθρωποι, γιατί είχαν γίνει πρόσφυγες κι άλλους ασήμαντους Βαλκάνιους. «Κατά λάθος», του είπαν τότε εκείνοι που έπαιζαν με τις βόμβες. Λυπήθηκαν όλοι πολύ κι ύστερα το ξέχασαν.
Ξαφνικά οι υποτιθέμενοι «σύμμαχοί» του χώρισαν ξανά τον κόσμο του σε καλούς και κακούς. Βλέπετε οι παλιοί κακοί είχαν πια πεθάνει κι έπρεπε να βρεθούν καινούργιοι αντίπαλοι. Ύστερα οι «κακοί» στρατιώτες έκλαιγαν σαν ανυπεράσπιστα παιδιά πάνω στα άψυχα σώματα των αδελφών τους, που κατά λάθος σκότωσαν οι έξυπνες βόμβες κι ορκίζονταν εκδίκηση και το προηγούμενο κακό, αυτό που ήρθαν τάχα να διορθώσουν οι «καλοί» στρατιώτες από την άλλη άκρη της γης -αυτοί που μέχρι πριν λίγες μέρες ή ίσως λίγες ώρες χάζευαν το Λευκό Πύργο και τις κοπέλες με τα πολύχρωμα φορέματα που έκαναν βόλτα στην παραλία, όπως όλοι οι στρατιώτες του κόσμου σ’ όλα τα λιμάνια της γης- επαναλαμβανόταν με μεγαλύτερη μανία. Να πως ξαναγεννιούνται τα μίση των λαών! Από κάποια …λάθη κι από ένα αναμμένο σπίρτο που κάποιοι πέταξαν με θρασύτητα μες στα Βαλκάνια. Εδώ που ο Ουΐνστον Τσόρτσιλ έλεγε πως είναι η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης», έτοιμη να εκραγεί με κάθε νέα φλόγα. Και λένε πως το κάνουν για το καλό της ανθρωπότητας!
Ξαφνικά ο κόσμος του όλος άλλαξε και θα ορκιζόταν πως άκουγε κι αυτός τις σειρήνες, που ούρλιαζαν τα βράδια. Άκουγε κι αυτός τα κλάματα και τις προσευχές των προσφύγων, που είχαν πάψει να είναι άνθρωποι, γιατί είχαν γίνει πρόσφυγες, μα δεν είχαν πάψει να πιστεύουν στο Θεό κι επειδή δεν μπορούσε να τ’ αντέξει όλα αυτά είχε κλείσει καλά τ’ αυτιά του κι είχε πιάσει σφιχτά από το χέρι τη μικρή κι ασήμαντη ζωή του, που ήξερε πάντα να τον τραβάει μακριά από κάτι τέτοια. Μα τα βράδια τον έβρισκαν πάλι με το ίδιο βάρος στην ψυχή, ένα επιπλέον βάρος από τη μέρα που άρχισαν οι σειρήνες να ουρλιάζουν. Ύστερα έβλεπε πάλι τα παιδιά του πολέμου και των προσφύγων, που είχαν πάψει να είναι άνθρωποι, κρεμασμένα στο λαιμό της μητέρας τους, μοναδικής τους προστασίας στα ερείπια του κόσμου τους. Έχουν ένα βλέμμα αυτά τα παιδιά... Πρώτη φορά έβλεπε τόση απόγνωση σ’ ένα παιδικό βλέμμα! Κι όλα να ψάχνουν απεγνωσμένα για μια καλή νεράιδα, μια τόση δα ασήμαντη, καλή νεράιδα, που θ’ αγγίξει με το μαγικό ραβδάκι της τον κόσμο τους και θα γιατρέψει τις πληγές. Μα οι καλές νεράιδες δε ζούνε πια στα γκρεμισμένα σπίτια τους και τα παιδιά με το απελπισμένο βλέμμα νομίζουν πως τα εγκατέλειψαν κι αυτές. Ύστερα βλέπουν πάλι τα μάτια της μητέρας τους πνιγμένα στα δάκρυα -άλλα κενά, άδεια από ελπίδα βλέμματα αυτά- και δακρύζουν και τα παιδιά. Βάζουν τα κλάματα και σαστισμένοι οι φωτογράφοι όλου του κόσμου κι οι κάμερες όλων των λαών παίρνουν το δάκρυ τους και το στέλνουν μακριά, μέσα στα σπίτια των άλλων, εκείνων που υπερηφανεύονται ότι είναι ακόμα άνθρωποι και μόλις κουραστούν από το πολύ αίμα, απλά αλλάζουν κανάλι. Μέσα και στο δικό του σπίτι. Ποτέ δεν πίστευε ότι πληγώνει τόσο το δάκρυ ενός μικρού παιδιού. Και το μόνο που ευχήθηκε ήταν να υπήρχε πράγματι μια καλή νεράιδα σαν αυτές που ζουν στα παραμύθια. Μια τόση δα ασήμαντη, καλή νεράιδα που θα ερχόταν και θ’ άγγιζε με το μαγικό ραβδάκι της τον παράλογο κόσμο του και θα γιάτρευε όλες τις πληγές, θα τιμωρούσε τους άνανδρους ανθρώπους, θα σταματούσε τις έξυπνες βόμβες και τ’ αόρατα αεροπλάνα. Θα έκανε μαργαριτάρι το δάκρυ των παιδιών. Όμως, τι ατυχία! Αυτός εδώ και καιρό είχε μεγαλώσει και του είχαν μάθει να λέει πως καλές νεράιδες πια δεν υπάρχουν.
Ξαφνικά ο κόσμος του όλος άλλαξε και δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος τα βράδια. Φταίνε οι σειρήνες που ουρλιάζουν κάθε φορά που σκοτεινιάζει και τα δάκρυα των μικρών παιδιών, που έχουν πάψει να πιστεύουν σε καλές νεράιδες. Φταίει εκείνη η κραυγή που τον ξύπνησε απότομα, αρχή της άνοιξης, από το προσωπικό του όνειρο. Τώρα οι εφιάλτες μένουν ζωντανοί σαν ξημερώσει και η άνοιξη σου πλακώνει την ψυχή. Κλείνει τ’ αυτιά του, μα οι φωνές δε σταματούν. Έχουν εγκατασταθεί μες στο κεφάλι του και του θυμίζουν συνεχώς την ύπαρξή τους. Κι αυτός είναι μικρός κι αδύναμος, ασήμαντος και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να σιωπήσουν και κάθε μέρα η αδικία και ο παραλογισμός τον πληγώνουν όλο και πιο πολύ. Τον τρελαίνουν. Κι οι φωνές αυξάνουν, πληθαίνουν, δυναμώνουν και του ματώνουν την καρδιά. Αχ, πώς πονάει τώρα η καρδούλα του! Και το μόνο που μπορεί να κάνει, μήπως και σταματήσει κάπως ο πόνος της καρδιάς του, είναι να φωνάξει. Να ουρλιάξει, μήπως και τρομάξουν οι έξυπνες βόμβες και τ’ αόρατα αεροπλάνα και πάψουν να σκοτώνουν ανθρώπους. Μήπως και ξυπνήσει τις καλές νεράιδες, μήπως τον ακούσει και κάποιος θεός και κάνει ένα θαύμα. Γιατί στα θαύματα των ανθρώπων έχει πάψει πια να ελπίζει.
Κάποτε αυτός ο πόλεμος, όπως όλοι οι πόλεμοι, θα τελειώσει. Και για πρώτη φορά στη ζωή του θα ήθελε να είναι με τους νικημένους.

Θεσσαλονίκη, Μάιος 1999